Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

ΕΥΓΕ !!! στα μέλη του ΔΣ της ΕΔΕ

Έξι επιφανή μέλη του Δ.Σ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων με ανακοίνωσή τους στηλιτεύουν τις αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, που κατά παράβαση του Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας επιμένει να παρεμποδίζει την προώθηση των δικογραφιών, που αφορούν εγκλήματα Υπουργών στην Βουλή.
Οι διακεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί κ.κ Δ. Μαζαράκης(αντιπρόεδρος ΕΔΕ, αρεοπαγίτης), και οι Κ. Μπαλντάς (εφέτης), Ν. Σαλάτας, Β. Πάπαρη (πρόεδροι Πρωτοδικών), Δ. Βλάχος, Μ. Στενιώτη (πρωτοδίκες), ξεκαθαρίζουν με απόλυτη επιστημονική συνέπεια το ούτως ή άλλος ανεπίδεκτο παρερμηνειών νόημα των καταστρατηγουμένων νομικών διατάξεων και καλούν τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διαβιβάσει έστω και τώρα την δικογραφία της ζοφερής υπόθεσης Βατοπεδίου στη Βουλή.
Με την αξιέπαινη παρέμβασή τους οι δικαστές εκφράζουν επίσης την αγωνία τους για «τις σκιές που απειλούν να καλύψουν το πρόσωπο της Δικαιοσύνης και πρέπει το συντομότερο να διαλυθούν, και η εμπιστοσύνη σε αυτήν πρέπει να αποκατασταθεί πλήρως».
Είναι μια φωνή διαμαρτυρίας για τα κακώς κείμενα και για τα κάκιστα τεκταινόμενα και ένα μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ότι το ποτήρι ξεχείλισε και δεν πάει άλλο.
Φαίνεται πλέον καθαρά ότι ο υγιής και ανιδιοτελής νομικός κόσμος της χώρας δεν ανέχεται τον περαιτέρω ευτελισμό των θεσμών, την καταστρατήγηση της έννομης τάξης, την αντιποίηση των αρμοδιοτήτων της Βουλής, την καταρράκωση του κύρους της δικαιοσύνης.

Πολλώ δε μάλλον δεν ανέχεται την ιδιότυπη αναίρεση της νομικής επιστήμης, που διακαναλικά εσχάτως επιχειρείται από μια αισχρή μειοψηφία γραφικών «γκουρού» της δικηγορίας και της δημοσιογραφίας, που εξυπηρετούν αποκλειστικά τα στενά επαγγελματικά τους συμφέροντα ακόμη και κάτω από την επίφαση εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

ΕΥΓΕ!!! στην Ένωση Εισαγγελέων.

Σε σχόλιο μας την περασμένη Κυριακή αναφερθήκαμε αναλυτικά στο απαράδεκτο φαινόμενο κάποιων, ευτυχώς λίγων δικηγόρων και όχι μόνο, οι οποίοι εξυπηρετώντας προφανώς άλλου είδους σκοπιμότητες, παρουσιάσθηκαν σε διάφορα ΜΜΕ και προσπάθησαν να δικαιολογήσουν με έωλες ερμηνευτικές ακροβασίες τις παραβιάσεις του άρθρου 86 του Συντάγματος από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σε σχέση με την υπόθεση Παυλίδη, αλλά και με την υπόθεση Βατοπεδίου.

Γράφαμε συγκεκριμένα απαντώντας στη σοφιστεία περί ιεραρχικής ο οργάνωσης του εισαγγελικού σώματος:
Η μόνη υποχρέωση των δύο εισαγγελέων εξαντλείται στην διενέργεια της πράξεως που διατάσσει ο ανώτερός τους εισαγγελεύς, αλλά κατά τα λοιπά απολαμβάνουν απολύτου αυτονομίας κρίσεως και συνειδήσεως.
Επομένως έχουν ακεραία την ευθύνη, το δικαίωμα και το καθήκον να πειθαρχούν στο σύνταγμα και τους νόμους του κράτους και ως εκ τούτου μπορούν και οφείλουν να παραπέμψουν οποιαδήποτε στοιχεία ανεύρουν στη βουλή, εφ’ όσον εμπλέκεται Υπουργός ή Υφυπουργός, σύμφωνα με το ταλαιπωρημένο άρθρο 86 Σ.
Σύμφωνα ακριβώς με αυτό το άρθρο και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν νομιμοποιείται σε καμιά περίπτωση να παρεμποδίσει την διαδρομή της δικογραφίας, που οι υφιστάμενοί του τυχόν του υποβάλλουν, αλλά αντιθέτως, άνευ της παραμικρής διατύπωσης προσωπικών του κρίσεων επί της ουσίας των εγκλημάτων και των εγκληματικών συμπεριφορών, το μοναδικό συνταγματικό του καθήκον είναι να εξασφαλίσει την αποστολή με το ταχύτερο και ασφαλέστερο μέσο.
Επισημαίναμε δε ότι όλοι αυτοί οι κύριοι διδάσκουν στους πολίτες και ιδιαίτερα τους νέους τη σοφιστεία, την στρεψοδικία και κυρίως την ανυπακοή στο Σύνταγμα και την ασέβεια στους θεσμούς.Συντηρούν μια ζοφερή ατμόσφαιρα ανομίας και ατιμωρησίας και προσβάλλουν το κύρος της δικαιοσύνης, αλλά και ολοκλήρου της νομικής κοινότητας.

Καλούσαμε τέλος την τεράστια σιωπηλή πλειοψηφία των ανιδιοτελών δικαστών και δικηγόρων και πρώτους από όλους τους πανεπιστημιακούς δασκάλους να εγκαταλείψουν τη σιωπή τους και να ξεσκεπάσουν τους λίγους ατάκτους προτού αυτοί καταφέρουν να προξενήσουν ζημιά μη αναστρέψιμη.

Άμεσα σχεδόν χθες η πρώτη έντονη αντίδραση, όπως ήταν φυσικό, ήρθε από την Ένωση Εισαγγελέων, η οποία σε μακροσκελή ανακοίνωσή της τοποθετείται ευθαρσώς και με απόλυτη επιστημονική συνέπεια σε όλα τα ζητήματα, που διάφοροι καλοθελητές, προσπάθησαν επιμελώς να συσκοτίσουν τις τελευταίες ημέρες:
Κάθε εισαγγελέας (ανεξαρτήτως βαθμού) που ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, όχι απλώς έχει τη νομική δυνατότητα, αλλά την υποχρέωση να διαβιβάσει ο ίδιος αμελλητί στη Βουλή κάθε στοιχείο που σχετίζεται με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη υπουργού, χωρίς να δικαιούται να προβεί σε αξιολόγηση της επάρκειας ή της βασιμότητας αυτού.
Ο εισαγγελέας ΑΠ έχει καθαρά διαβιβαστικό ρόλο και ασφαλώς δεν δικαιούται να αξιολογήσει και να κρίνει την επάρκεια ή τη βασιμότητα των στοιχείων. Άλλωστε, τέτοιο δικαίωμα αξιολόγησης -όπως προαναφέρθηκε- δεν έχει ούτε ο αρμόδιος εισαγγελέας που ενεργεί την έρευνα».

Η παρέμβαση της Ενώσεως Εισαγγελέων αποτελεί μια όαση παρηγορίας στους χαλεπούς καιρούς, που ζούμε.
Αποδεικνύει ακράδαντα ότι σ’ αυτό το τόπο και ιδιαίτερα στο χώρο της δικαιοσύνης δεν έλειψε ούτε η αρετή, ούτε η τόλμη.
Έχει εξαιρετική σημασία γιατί δεν είναι μια κραυγή απόγνωσης ενός ηρωϊκού μεμονωμένου εισαγγελέα, που εξωθείται στην παραίτηση, προκειμένου να μην παραβιάσει τον όρκο του να φυλάττει το Σύνταγμα και τους νόμους.
Είναι η στεντόρεια φωνή ενός συλλογικού οργάνου, που εκπροσωπεί το σύνολο των εισαγγελικών λειτουργών.
Είναι ένα ηχηρό μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση ότι αυτοί, που στη ζωή τους όρισαν να φυλάττουν τις Θερμοπύλες της Δικαιοσύνης διαθέτουν αδιαμφισβήτητα τη γνώση, τη βούληση και το σθένος να εκτελέσουν στο ακέραιο το καθήκον τους προστατεύοντας αδιαπραγμάτευτα το κύρος του θεσμού, την ανεξαρτησία του λειτουργήματός τους και την επιστημονική τους αξιοπρέπεια.

Η Ένωση Εισαγγελέων αξίζει προφανώς συγχαρητηρίων.

Προφανώς όμως ο Έλληνας πολίτης περιμένει ανάλογη αντίδραση και από τους άλλους συλλογικούς φορείς, τις άλλες επαγγελματικές και επιστημονικές ενώσεις, ιδιαίτατα από τους Πανεπιστημιακούς δασκάλους.
Οφείλουν όλοι να δηλώσουν παρόντες λύνοντας τη σιωπή τους στα θέματα της ειδικότητάς τους, τα οποία συνήθως με ιδιάζουσα θρασύτητα διαστρεβλώνουν δοκησίσοφοι δημοσιογράφοι και ιδιοτελείς σοφιστές.

Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Ξεσκεπάστε τους…

Πριν από μερικά χρόνια το δικηγορικό επάγγελμα απειλείτο με απόλυτο εξευτελισμό, επειδή καθημερινά οι πάσης φύσεως τηλεοπτικές εκπομπές κατακλύζονταν από διάφορους δικηγόρους, που «μαλλιοτραβιόντουσαν» ασύστολα γύρω από εκκρεμείς δίκες, προκειμένου να αυξήσουν το επαγγελματικό τους κασέ και να ψαρέψουν κανένα πελάτη.
Ευτυχώς παρενέβησαν οι δικηγορικοί σύλλογοι απειλώντας με βαρειές πειθαρχικές κυρώσεις τις απερίγραπτες αυτές συμπεριφορές και περιέσωσαν την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος.
Όμως δυστυχώς οι ιδιότυποι αυτοί γυρολόγοι των καναλιών βρήκαν διέξοδο στην απύθμενη μανία αυτοπροβολής τους.
Δεν σχολιάζουν πλέον ανοικτές δίκες, αλλά παριστάνουν τους νομομαθείς σε διάφορα θέματα, που απασχολούν κατά καιρούς την κοινή γνώμη.
Μ΄αυτόν τον τρόπο παρακάμπτουν μεν την ισχύουσα απαγόρευση, η ζημιά όμως που μπορεί να προκαλέσουν είναι ενίοτε πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στο παρελθόν.
Διότι ο στόχος των συγκεκριμένων νομικοειδών παραμένει πάντα το πώς θα ξεχωρίσουν από το σύνολο, πως θα αποσπάσουν την προσοχή, πως θα εντυπωσιάσουν.
Έτσι δεν διστάζουν να υποστηρίζουν εντελώς αλλοπρόσαλλες και αντιεπιστημονικές απόψεις, αδιαφορώντας αν κατ΄αυτόν τον τρόπο δεν εκθέτουν μόνο τον εαυτό τους, αλλά προσβάλλουν ολόκληρο τον νομικό κόσμο της χώρας, δυσφημούν το νομικό μας σύστημα και κυρίως απειλούν να τυφλώσουν την κοινή περί δικαίου αντίληψη ολόκληρου του ελληνικού λαού.

Με αφορμή λοιπόν την τελευταία αντισυνταγματική αυθαιρεσία του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εμφανίσθηκαν διάφοροι, οι οποίοι με σοβαροφάνεια πρυτάνεως της Οξφόρδης ανέπτυξαν διάφορες ακροβατικές απόψεις.

Οι δύο εισαγγελείς ενεργούσαν κατά παραγγελία του κ. Σανιδά και συνεπώς όφειλαν να παραδώσουν το πόρισμά τους σ’ αυτόν, μας εξήγησε περισπούδαστος νομομαθής. Η εισαγγελική λειτουργία είναι οργανωμένη κατά την αρχή της ιεραρχίας…
Έλεος κύριε… Σας ακούει κόσμος. Δεν γνωρίζετε ότι η μόνη υποχρέωση των δύο εισαγγελέων εξαντλείται στην διενέργεια της πράξεως που διατάσσει ο ανώτερός τους εισαγγελεύς, αλλά κατά τα λοιπά απολαμβάνουν απολύτου αυτονομίας κρίσεως και συνειδήσεως;
Επομένως έχουν ακεραία την ευθύνη, το δικαίωμα και το καθήκον να πειθαρχούν στο σύνταγμα και τους νόμους του κράτους και ως εκ τούτου μπορούν και οφείλουν να παραπέμψουν οποιαδήποτε στοιχεία ανεύρουν στη βουλή, εφ’ όσον εμπλέκεται Υπουργός ή Υφυπουργός, σύμφωνα με το ταλαιπωρημένο άρθρο 86 Σ;
Δεν αντιλαμβάνεσθε ότι σύμφωνα ακριβώς με αυτό το άρθρο και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν νομιμοποιείται σε καμιά περίπτωση να παρεμποδίσει την διαδρομή της δικογραφίας, που οι υφιστάμενοί του τυχόν του υποβάλλουν, αλλά αντιθέτως, άνευ της παραμικρής διατύπωσης προσωπικών του κρίσεων επί της ουσίας των εγκλημάτων και των εγκληματικών συμπεριφορών, το μοναδικό συνταγματικό του καθήκον είναι να εξασφαλίσει την αποστολή με το ταχύτερο και ασφαλέστερο μέσο;
Τι τον περάσατε τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου; Αρχιμάγειρα που παρήγγειλε στιφάδο στους υφισταμένους του μαγείρους, οι οποίοι οφείλουν να του το προσκομίσουν και αυτός δικαιούται να το δοκιμάσει, να το αξιολογήσει και αν του αρέσει να το σερβίρει πάρα-πέρα;

Ενας άλλος μεγαλόσχημος νομικός μας εξήγησε ότι δε φταίει ο κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αλλά ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών, που πρέπει να αλλάξει.
Πονηρούλη… γιατί προσπαθείς να δημιουργήσεις σύγχυση;
Πρώτον εδώ δεν μιλάμε για παραβίαση του νόμου περί ευθύνης Υπουργών. Μιλάμε για ευθεία και στυγνή-καραμπινάτη παραβίαση του συντάγματος.
Δεύτερον αν πρέπει να αλλάξει ο εκτελεστικός του συντάγματος νόμος είναι ένα ζήτημα, που χωράει πολύ συζήτηση, αλλά πάντως είναι από άλλο ανέκδοτο.
Είναι δυνατόν να πετάμε τη μπάλα στην εξέδρα συζητώντας de lege ferenda και να χάνουμε το μπούσουλα σε σχέση με την αυτονόητη υποχρέωση εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας;
Είναι δυνατόν κάθε πικραμένος, που δεν του αρέσει ένας νόμος να δηλώνει ότι επιθυμεί να τον αλλάξει και να τον παραβιάζει κατά το δοκούν;
Dura lex, sed lex. Έλεγαν οι Ρωμαίοι νομικοί. Τραχύς νόμος, σκληρός ατελής, άδικος, αλλά πάντως είναι νόμος και για όσο ισχύει οφείλουν άπαντες να τον εφαρμόζουν. Αυτή ήταν η κοινή περί ισχύουσας νομοθεσίας αντίληψη σε μια σχετικά πρωτόγονη κοινωνία 2000 χρόνια πριν.
Ποια ακριβώς αντίληψη προσπαθούμε να επιβάλλουμε στην Ελλάδα του σήμερα; Μήπως ότι ο νόμος είναι ένα ψιλό δίχτυ που πιάνει τα μικρά ψαράκια αλλά τα μεγάλα το σχίζουν με ευκολία και φεύγουν αλώβητα;

Κάποιοι άλλοι επιχείρησαν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα με το κοινότυπο επιχείρημα ότι στα νομικά θέματα μπορούν να υπάρχουν διαφορετικές γνώμες.
Στα νομικά θέματα επιστημονικού ενδιαφέροντος βεβαίως. Αλλοίμονο όμως αν η ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων του συντάγματος και μάλιστα διατάξεων με δικονομικό περιεχόμενο μπορεί να εξαρτάται από τη γνώμη του εκάστοτε υποχρέου προς εφαρμογή της δικαστικού λειτουργού.
Οι διατάξεις του συντάγματος ιδιαίτερα αυτού του είδους απαιτούν ενιαία ερμηνεία και εφαρμογή σύμφωνα όχι με την τυχαία, αλλά με την κρατούσα γνώμη.
Διότι οι παρεπιδημούντες την Ιερουσαλήμ καλώς γνωρίζουμε ότι στα νομικά βεβαίως μπορούν να υπάρχουν πολλές γνώμες. Γνώμες σοβαρές, ενδιαφέρουσες, πρωτότυπες, αλλά και αστείες, άστοχες, άσχετες, αντιεπιστημονικές. Υπάρχει όμως πάντοτε και η λεγόμενη κρατούσα γνώμη. Αυτή που υιοθετείται και υποστηρίζεται από την πλειοψηφία της νομικής κοινότητας.
Και στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει από την μια μεριά η ερμηνεία του συνόλου του επιστημονικού κόσμου της χώρας σε σχέση με την ορθή ερμηνεία του Σ 86 και από την άλλη έωλες απόψεις, που καταλήγουν σε contra legem θεσμικές ασχημίες. Ας ξεκαθαρίσουν λοιπόν οι «πολύγνωμοι» σε ποια ακριβώς πλευρά συντάσσονται.

Τέλος κάποιοι υποστηρίζουν μία πρωτότυπη θεωρία απείρου κάλλους.
Νομιμοποιείται, διατείνονται η αντισυνταγματική ενέργεια του εισαγγελέως ΑΠ, με βάση εγκύκλιο-γνωμοδότηση του προκατόχου του εισαγγελέως, η οποία προέκυψε κατόπιν αιτήματος του τότε Προέδρου της Βουλής κ. Απ. Κακλαμάνη, η οποία αφορά άλλη διάταξη του Συντάγματος (άρθρο 83), που δεν αφορά βεβαίως ποινικές ευθύνες Υπουργών, αφορά άρση ασυλίας βουλευτών, αλλά μπορεί να εφαρμοσθεί «κατ’ αναλογίαν» και στην περίπτωση του άρθρου 86… !!!
Σε όλες τις Νομικές σχολές του πλανήτη, από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης μέχρι το πανεπιστήμιο της …Κάτω Ζούγκλας, διδάσκεται ένα μάθημα στο πρώτο έτος, που αποτελεί στοιχειώδη εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου. Ένα από τα πρώτα κεφάλαια αυτού του μαθήματος αναφέρεται στην τυπική ισχύ των νόμων και εξηγεί ότι το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος του κράτους, όλοι οι υπόλοιποι νόμοι έχουν συγκριτικά ελάσσονα τυπική ισχύ, οφείλουν να προσαρμόζονται στις συνταγματικές διατάξεις και γενικά ουδείς κατώτερος κανών δικαίου δεν μπορεί να αλλάξει ή να καταργήσει ένα κανόνα ανώτερης τυπικής ισχύος.
Το επιχείρημα λοιπόν ότι μια γνωμοδότηση εισαγγελέως του ΑΠ υπερισχύει των διατάξεων του Συντάγματος δεν μπορεί να έχει καμία τύχη σε καμιά έννομη τάξη αυτού του πλανήτη.
Όσο για τους υποστηρικτές του το βέβαιον είναι ότι ως πρωτοετείς φοιτητές θα απορρίπτονταν, αλλά ίσως θα κατάφερναν να καταχωρηθούν στο βιβλίο Γκίνες ως πρωταθλητές τυμβωρύχοι, που ανασκάπτουν εναγωνίως το παρελθόν του ΠΑΣΟΚ αναζητώντας σκελετούς χρήσιμους για συμψηφισμό με διάφορες σύγχρονες αθλιότητες.

Το δυστύχημα όμως είναι ότι όλοι αυτοί προσφέρουν χείριστη υπηρεσία στον τόπο γιατί διδάσκουν στους πολίτες και ιδιαίτερα τους νέους τη σοφιστεία, την στρεψοδικία και κυρίως την ανυπακοή στο Σύνταγμα και την ασέβεια στους θεσμούς.

Δημιουργούν μια ζοφερή ατμόσφαιρα ανομίας και ατιμωρησίας.

Προσβάλλουν το κύρος της δικαιοσύνης, αλλά και ολοκλήρου της νομικής κοινότητας.

Οφείλει επομένως η τεράστια σιωπηλή πλειοψηφία των ανιδιοτελών δικαστών και δικηγόρων και πρώτοι από όλους οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι να εγκαταλείψουν τη σιωπή τους και να ξεσκεπάσουν τους λίγους ατάκτους προτού αυτοί καταφέρουν να προξενήσουν ζημιά μη αναστρέψιμη.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

Βατοπέδι: Το δις εξαμαρτείν…

Έχουμε το προνόμιο να ζούμε σε μια χώρα όπου στο απώτερο παρελθόν οι κάτοικοί της ανέπτυξαν ένα ανεπανάληπτο πολιτισμό.

Ιδιαίτερα στον γνωστικό τομέα τόσο εκτεταμένες υπήρξαν οι γνώσεις τους επί παντός επιστητού, ώστε προσφυώς υποστηρήχθηκε ότι οι μεταγενέστεροι επιστήμονες οποιουδήποτε κλάδου, για πολλούς αιώνες και εν πολλοίς ακόμη και σήμερα, απλώς ανακαλύπτουν όσα οι αρχαίοι Έλληνες πρώτοι διετύπωσαν.

Μυστήριο πάντως παραμένει ποιο χαρακτηρισμό θα χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοί μας αν ζούσαν επί των ημερών μας για να στολίσουν αυτούς, που χειρίζονται την υπόθεση του Βατοπεδίου.

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από το σάλο, που δημιουργήθηκε με την παραίτηση δύο εισαγγελικών λειτουργών, που παρεμποδίσθηκαν να στείλουν τη δικογραφία στη Βουλή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 86 του συντάγματος.
Οι πρωταγωνιστές όμως εκείνου του παθήματος δεν φαίνεται να έχουν διδαχθεί τίποτε και η θλιβερή ιστορία-φάρσα δυστυχώς επαναλαμβάνεται.

«Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού» έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Τουτέστιν άσοφους, απερίσκεπτους, ολιγοφρενείς χαρακτήριζαν όσους δεν ήταν ικανοί να διδαχθούν από τα λάθη τους και επαναλάμβαναν τα ίδια λάθη.

Λόγοι δεοντολογίας και κοινωνικής ευπρέπειας δεν επιτρέπουν να φαντασθούμε ποιους βαρύτατους χαρακτηρισμούς θα χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοί μας, αν ζούσαν στις μέρες μας, για όσα συμβαίνουν στο δικαστικό χειρισμό υποθέσεων με υψηλό πολιτικό ειδικό βάρος, όπως αυτές που έχουν κοινό παρανομαστή την παραπάνω διάταξη του Συντάγματος.

Σε μια χώρα όπου 2.500 χρόνια πριν ένας πολιτικός ονόματι Αριστείδης, δίκαιος επονομαζόμενος, διεκήρυττε «ειρήνη, αν είναι δυνατόν, αλλά δικαιοσύνη παντί τρόπω», αποτελεί θλιβερή κατάντια το σύνολο σχεδόν των πολιτών να θεωρεί ότι οι υψηλά ιστάμενοι όλων των επαγγελματικών ομάδων και κυρίως οι πολιτικοί χαίρουν μιας απόλυτης ατιμωρησίας.

Tα οξύμωρα του σύγχρονου καπιταλισμού…

Αν οποιοσδήποτε λογιστής σε οποιαδήποτε μικρομεσαία επιχείρηση, έπεφτε έξω στους υπολογισμούς του σε ποσοστό παραπάνω από συν πλην δέκα τοις εκατό, θα απολυόταν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Προφανώς τα κριτήρια αξιολόγησης είναι πολύ διαφορετικά στο δημόσιο τομέα.
Εκεί μπορείς να προϋπολογίζεις έλλειμμα 1,6%, μετά από λίγους μήνες να σου προκύπτει 5% (διαφορά σχεδόν 300%) και να θεωρείσαι μια χαρά επιτυχημένος Υπουργός Εθνικής Οικονομίας.

Και η χειρότερη μικρομεσαία επιχείρηση παρακολουθεί στενά την οικονομική της πορεία, κάνει ταμείο κάθε μέρα, βγάζει ισοζύγιο κάθε μήνα και οικονομικά αποτελέσματα τουλάχιστον κάθε τρίμηνο.
Αν είσαι όμως Ελληνικό Δημόσιο, κατά την αντίληψη της Κυβέρνησης, μπορείς να δηλώνεις ανερυθρίαστα ότι μέχρι τον Ιούνιο(διάβαζε μέχρι τις Ευρωεκλογές) δεν θα έχεις εικόνα για την εκτέλεση του προϋπολογισμού και να παραμένεις δοξασμένος «τσάρος της οικονομίας».

Το ανόητο επιχείρημα ότι στην Ευρωζώνη η περίπτωσή της Ελλάδας είναι μεν από τις χειρότερες αλλά υπάρχουν καναδυό άλλοι «χειροτερότεροι» και ότι ακόμη και ο κ. Αλμούνια αδυνατεί να κάνει προβλέψεις, μάλλον θα πρέπει να μας ανησυχεί παρά να μας καθησυχάζει.
Διότι το συνολικό μήνυμα που εκπέμπεται και που δικαίως εξοργίζει τους Ευρωπαίους πολίτες, είναι ότι αυτοί, που ορίζουν τις τύχες μας τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο δεν διαθέτουν ούτε τα στοιχειώδη επαγγελματικά προσόντα ενός λογιστή μικρομεσαίας επιχείρησης με βιβλία Γ΄κατηγορίας.

Αυτό είναι αν μη τι άλλο ένα από τα οξύμωρα του σύγχρονου καπιταλισμού…

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Οι αμελείς ερμηνείες του «αμελλητί» στο άρθρο 86 του Συντάγματος.


Επί της ουσίας η υπόθεση Παυλίδη αποτελεί μια ακόμα τυπική περίπτωση αλληλοεξόντωσης υψηλόβαθμων στελεχών της κυβερνώσας παράταξης και σαν τέτοια μπορεί να έχει μόνο υπαρξιακό ενδιαφέρον για το παραταξιακό μέλλον της Ν.Δ και μιας κυβέρνησης, που παραπαίει επί πέντε χρόνια μεταξύ φθοράς και διαφθοράς.
Περισσότερο ενδιαφέρον έχει προφανώς η αποκάλυψη ενός όζοντος περιβάλλοντος μέσα στο οποίο έχουν καταδικασθεί να μαραζώνουν τα νησιά μας και όπου ευδοκιμούν όλα τα άνθη του κακού.
Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι κατά την συζήτηση για την σύσταση της ειδικής επιτροπής υπήρξε πρωτοφανής συμφωνία όλων των πτερύγων της Βουλής για την απαράδεκτη καθυστέρηση αποστολής της δικογραφίας.
Τόσο πρωτόγνωρη δε ήταν η ομοφωνία όσο και ή ένταση των τοποθετήσεων πολλών ομιλητών, που αναγκάσθηκε ο Υπουργός Δικαιοσύνης να αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο άσκησης πειθαρχικής δίωξης κατά των υπαιτίων δικαστικών λειτουργών.
Παρότι όμως όλοι επισήμαναν ότι με την πολύμηνη καθυστέρηση αποστολής του φακέλου στη Βουλή ο ανακριτής παρεβίασε ευθέως το σύνταγμα, υπήρξαν δύο ενδιαφέρουσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, που αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε, διότι προέρχονται από τηλεοπτικά καταξιωμένους νομικούς.
Και οι δύο αφορούν την λέξη «αμελλητί», που περιέχεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 86 του Συντάγματος.
Από την όπως αποδεικνύεται μυστηριώδη για τους σύγχρονους έλληνες αυτή λεξούλα και δη από την ερμηνεία της εξαρτάται απόλυτα ο καταλογισμός ή όχι ευθυνών για παράβαση του συντάγματος στους δικαστικούς λειτουργούς, που ασχολήθηκαν με την καταγγελία του εφοπλιστή.
Από δε την κρίση περί παραβιάσεως ή μη του συντάγματος εξαρτάται και μια ολόκληρη πολιτική φιλολογία γύρω από την πιθανότητα παρέμβασης της Κυβέρνησης στις αρμοδιότητες της Δικαστικής εξουσίας.
Είναι λοιπόν προφανής η βαρύτητα, που έχει αυτή η απίθανη λεξούλα και η σοβαρότητα που προσλαμβάνει η έννοια, που κανείς θα καταφέρει να της αποδώσει.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η επίμαχη διάταξη έχει ως εξής:

Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα (μέλη της Κυβέρνησης ή Υπουργοί) και τα αδικήματα (ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους) της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση , προανάκριση ή εξέταση.
Σημειώνουμε ότι οι εντός παρενθέσεως προσθήκες είναι δικές μας.
Η επίμαχη λεξούλα «αμελλητί» καθορίζει ακριβώς το πότε ο ανακριτής οφείλει να διαβιβάσει το φάκελο στη Βουλή.
Στην ενδιαφέρουσα λοιπόν τοποθέτησή του κατά τη συζήτηση στη Βουλή ο κ. Βορίδης υποστήριξε ότι είναι επιτρεπτή η μικρή καθυστέρηση αποστολής του φακέλου αφού ο νόμος προϋποθέτει την συλλογή στοιχείων και επομένως ο ανακριτής θα πρέπει να ασχοληθεί με αυτό το αντικείμενο εντός ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος..
Βεβαίως ο κ. Βορίδης παραδέχθηκε ότι χωρίς καμία αμφιβολία η καθυστέρηση στην προκειμένη περίπτωση υπερβαίνει υπερβολικά τα όρια, που η ερμηνεία του μπορεί να επιτρέψει.
Με την άποψη του κ. Βορίδη συντάχθηκε ανεπιφύλακτα η πρώην Πρόεδρος της Βουλής και καθηγήτρια του Ποινικού Δικαίου κ. Ψαρούδα-Μπενάκη, η οποία τον διαδέχθηκε στο βήμα.
Μία δεύτερη ερμηνεία, που αναπτύχθηκε από τον συνήγορο του κ. Μανούση στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ALTER (8/4/09), υποστήριξε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι ο ανακριτής οφείλει να συλλέξει στοιχεία, να εξετάσει την βασιμότητά τους και μετά ταύτα να διαβιβάσει το φάκελο στη Βουλή για τα περαιτέρω. Επομένως με βάση αυτή την ερμηνεία ουδεμία παράβαση προκύπτει από την πολύμηνη καθυστέρηση του ανακριτή.


Δυστυχώς και οι δύο ερμηνείες είναι αβάσιμες.


Όταν αποφασίζουμε να ασχοληθούμε με την κατανόηση του κειμένου ενός νομοθετήματος, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αυτή είναι μια εργασία, που οφείλει να πειθαρχεί σε δεδομένους κανόνες, και διέπεται από συγκεκριμένη μεθοδολογία.
Έτσι λοιπόν η αναμφισβήτητη αφετηρία για την ερμηνεία οποιασδήποτε νομικής διατάξεως είναι η λεγόμενη γραμματική ερμηνεία. Δηλαδή η ανάλυση της λεκτικής της διατύπωσης και ο ακριβής εννοιολογικός προσδιορισμός των λέξεων, που έχει χρησιμοποιήσει ο νομοθέτης.
Είναι γεγονός ότι σε νομοθετήματα, που συντάσσονται πρόχειρα, εσπευσμένα και ενίοτε από μη νομικούς απαντάμε συχνά ατυχείς επιλογές λέξεων και εκφράσεων, που παρουσιάζουν αντιφάσεις, επιδέχονται παρερμηνειών, βρίθουν κενών και γενικά υποβαθμίζουν την αξία της γραμματικής ερμηνείας.
Σοβαρά νομοθετήματα όμως και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, όπως το Σύνταγμα, που αποτελούν έργο εξαιρετικών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, περιλαμβάνουν κατά τεκμήριο απολύτως εύστοχες και πρόσφορες διατυπώσεις.
Ερμηνευτική λοιπόν ελευθεριότητα και διασταλτικές ερμηνείες σε διατάξεις του συντάγματος και δη δικονομικού ποινικού περιεχομένου, όπως αυτή για την οποία συζητάμε, διατρέχουν εκ προοιμίου τον κίνδυνο να καταλήξουν σε αντιεπιστημονικά συμπεράσματα.


Η λέξη «αμελλητί», τροπικο-χρονικό επίρρημα του επιθέτου αμέλλητος προέρχεται από τη σύνθεση του στερητικού α με τη ρίζα του ρήματος μέλλω (α+μέλλω).
Αμέλλητος κατ’ ακρίβεια σημαίνει αυτόν, που δεν δύναται να έχει μέλλον, δηλαδή αυτόν, που η ύπαρξή του τελειώνει στο παρόν, στην παρούσα στιγμή, αυτόν που δεν επιδέχεται επομένως αναβολής, τον ανυπέρθετο.


Στο θεμελιώδες λοιπόν ερώτημα τόσο από δικονομικής όσο και από πολιτικής απόψεως, περί του πότε και πώς δηλαδή ο ανακριτής οφείλει να διαβιβάσει φακέλους που σχετίζονται με ποινικά αδικήματα Υπουργών στη βουλή, ο συνταγματικός νομοθέτης απαντά με απόλυτη σαφήνεια και ακρίβεια: «ΑΜΕΛΛΗΤΙ», δηλαδή αυτοστιγμεί, αυθωρεί και παραχρήμα, ανυπερθέτως. Με τρόπο, που να αποτρέπει την μελλοντική εξέλιξη οπιασδήποτε πράξεως που εκτελείται από αυτόν ή άλλο λειτουργό της δικαιοσύνης και μπορεί να αφορά άδικες πράξεις Υπουργών ή Υφυπουργών.
Αυτή και μόνη η ερμηνεία του επιρρήματος «αμελλητί» δεν αφήνει καμιά απολύτως αμφιβολία για το καθήκον του δικαστικού λειτουργού, δικαστή ή εισαγγελέως, να διακόψει αμέσως την δική του ενασχόληση με οποιοδήποτε στοιχείο περιέλθει εις γνώση του για αδικήματα, που αναφέρονται σε ποινικώς ενδιαφέρουσες πράξεις και παραλήψεις μελών της Κυβέρνησης και Υφυπουργών, και να το παραπέμψει με το ταχύτερο μέσο στην Βουλή.
Είναι γνωστό ότι για εκπαιδευτικούς κυρίως λόγους κατά την ακαδημαϊκή διδασκαλία διδάσκεται συνήθως ότι η γραμματική ερμηνεία δύναται και οφείλει να εξικνείται μέχρι των ορίων του εννοιολογικού περιβόλου των λέξεων, που ερμηνεύουμε. Επιτρέπεται να κινηθούμε στον πέριξ του εννοιολογικού πυρήνα της λέξεως χώρο, που προσφυώς παρομοιάζεται με περίβολο, αλλά χωρίς να υπερβούμε τον αυλόγυρο, γιατί τότε θα οδηγηθούμε σε contra legem ακροβασίες. Όμως κατά κακή τύχη των όποιων επίδοξων ερμηνευτών εννοιολογικά η λέξη «αμελλητί» δεν διαθέτει περίβολο. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει μόνο πίσω αυλή, υπό την έννοια ότι επιτρέπει την ύπαρξη παρελθόντος, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελεί τον έσχατο φράκτη σε οποιαδήποτε σκέψη περί προεκτάσεως στο μέλλον, στο μετά ταύτα, στο χρονικό επέκεινα.


Η τελολογική ερμηνεία επιβεβαιώνει τα παραπάνω.
Είναι απολύτως παραδεκτό από όλους ότι ο Νομοθέτης είχε ως σκοπό να αναθέσει την έρευνα περί της τελέσεως ποινικά κολάσιμων πράξεων Υπουργών και Υφυπουργών στην αρμοδιότητα της Βουλής και ιδιαίτερα από το αρχικό ακόμη στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, όπως ρητά ορίζεται στην πρώτη και δεύτερη παράγραφο του άρθρου 86 του ισχύοντος Συντάγματος.
Με την ρύθμιση αυτή ήθελε να εξασφαλίσει προφανώς την απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης σε θέματα τα οποία κατά τεκμήριο πέραν του ποινικού παρουσιάζουν συνήθως μεγάλο πολιτικό ειδικό βάρος και επομένως κοινωνικό και δημοσιογραφικό ενδιαφέρον.
Ως εκ τούτου ορθώς έκρινε ο Νομοθέτης ότι το διερευνητικό βάρος τέτοιας φύσεως υποθέσεων δεν μπορεί να αφεθεί στους ώμους των απλών δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών αλλά θα πρέπει να ανατεθεί σε ένα συλλογικό όργανο ανωτάτου κύρους και θεσμικής ισχύος, όπως η Βουλή και οι επιτροπές της. Πολλώ μάλλον καθόσον όσοι πέρασαν από κυβερνητικές θέσεις προφανώς διαθέτουν πολιτική δύναμη, οπαδούς και κοινωνικές κι όχι μόνο διασυνδέσεις, που είναι πιθανό να χρησιμοποιήσουν προκειμένου να παρεμποδίσουν την εις βάρος τους εξέλιξη μιας ποινικής διαδικασίας ιδιαίτερα στην ευαίσθητη εναρκτήρια φάση της.
Ορθότατα ο συνταγματικός Νομοθέτης εκτιμά ότι ο αγώνας ανάμεσα σε ένα διατελέσαντα ή διατελούντα Υπουργό, ιδίως εάν το κόμμα του εξακολουθεί να κυβερνά τη χώρα, και ένα απλό παράγοντα της δικαστικής λειτουργίας μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά άνισος.
Προς προστασία δε του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού, αλλά κυρίως προς εξασφάλιση της απονομής της δικαιοσύνης, όσο ψηλά και αν βρίσκονται οι πιθανοί ένοχοι ποινικώς κολάσιμων πράξεων, ο Νομοθέτης δεν αρκείται να αναθέσει την αρμοδιότητα της διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης και της άσκησης ποινικής διώξεως στη Βουλή με το άρθρο 86, αλλά με την διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου δύο απαγορεύει στον ενεργούντα οποιαδήποτε έρευνα ή ανακριτική πράξη να ασχοληθεί με πιθανά αδικήματα Υπουργών ακόμη και στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων και τον διατάσσει να αποστείλει τα όποια στοιχεία έχουν περιέλθει σε γνώση του αμέσως στη Βουλή, ως μόνη αρμοδία για να ερευνήσει, να εξετάσει προκαταρκτικά, να αξιολογήσει ποινικά και εν τέλει να αποφασίσει περί της ασκήσεως ή μη ποινικής διώξεως.
Είναι επομένως εντελώς ανεπίτρεπτες οι διάφορες αντιεπιστημονικές ερμηνείες, που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τη ratio legis (σκοπό του νόμου) και εξυπηρετούν άλλου είδους εφήμερες σκοπιμότητες.


Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και η αυστηρή εφαρμογή των επιταγών του χαρακτηρίζει την ποιότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος και αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση για όλους τους μετέχοντες των κρατικών λειτουργιών.
Ούτε στο βωμό της πολιτικής σκοπιμότητας, επειδή το ΛΑ.Ο.Σ χρειάζεται «να κλείσει και ολίγο το μάτι» στη Ν.Δ, ούτε και χάριν επαγγελματικών σκοπιμοτήτων, επειδή ο πελάτης μας δήλωσε ανενδοίαστα ότι συμφώνησε με τον εισαγγελέα να παγώσουν την έρευνα της υπόθεσης μέχρι να γίνουν οι βουλευτικές εκλογές του 2007, συγχωρούνται οι ερμηνευτικές ασχημίες, που δημιουργούν άλλοθι σε κραυγαλέες αντισυνταγματικές πρακτικές.
Ο επιστημονικός κόσμος δεν δικαιούται πλέον να παραμένει απαθής θεατής αυτών των αχαρακτήριστων πρακτικών, που άλλους εισαγγελείς εξαναγκάζει σε παραίτηση και άλλους σε παράβαση καθήκοντος.


Τέλος επειδή πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την ανάγκη τροποποίησης της συγκεκριμένης διάταξης και του σχετικού νόμου περί ευθύνης υπουργών, καλό είναι να μην ευτελίζουμε τους θεσμούς για εφήμερη επικοινωνιακή κατανάλωση ή για μετατόπιση ευθυνών.
Εσχάτως στην Ελλάδα για όλα φταίνε οι νόμοι, ενώ όσοι δεν τους εφαρμόζουν ή τους καταστρατηγούν παραμένουν στο απυρόβλητο.
Προφανώς δεν φταίει ο νόμος αν ένας εισαγγελέας αναρμοδίως ασχολείται επί μήνες με υπόθεση, που αφορά υπουργό και δεν στέλνει αμέσως την όποια καταγγελία περιέρχεται σε γνώση του μαζί με τον καταγγέλοντα στη Βουλή.
Δεν φταίει ο νόμος αν ένας εισαγγελέας αρνείται πεισματικά να στείλει, ως οφείλει, αμελλητί μια δικογραφία στη βουλή και όταν εξαναγκάζεται να το πράξει φροντίζει, ως μη όφειλε, να την συνοδέψει με κρίσεις περί της υπάρξεως δόλου ή όχι στις ενέργειες των Υπουργών.
Δεν φταίει ο νόμος αν ένας ανακριτής επιμένει να διεξάγει έρευνα άνευ αρμοδιότητος και ένας φερόμενος ως δωροδοκηθείς πρώην Υπουργός πηγαινοέρχεται στο γραφείο του επί μήνες προσκομίζοντας στοιχεία, που υποχρεούται να καταθέσει μόνο στην ειδική επιτροπή της Βουλής εάν και όποτε αυτή συσταθεί, με αποτέλεσμα να κινδυνέψει να οδηγηθεί η υπόθεση σε παραγραφή.
Δεν φταίει ο νόμος αν η πλειοψηφία της Βουλής παρεμποδίζεται να προσέλθει σε ψηφοφορία, προκειμένου να διασωθεί μια ισχνή Κυβέρνηση.
Και προφανώς δεν φταίνε οι νόμοι, που τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα τα πάσης φύσεως σκάνδαλα μονοπωλούν τα δελτία ειδήσεων και οι πρωταγωνιστές των σκανδάλων, πολιτικοί, διοικητικοί παράγοντες, κληρικοί κ.λ.π ελέω μιας εξόφθαλμης διαπροσωπικής διαπλοκής απολαμβάνουν ιδιότυπης ασυλίας και εξακολουθούν να προκαλούν με τις δημόσιες εμφανίσεις τους το κοινό περί δικαίου και ηθικής αίσθημα.


Δεν υποστηρίζουμε ότι η ισχύουσα νομοθεσία είναι τέλεια.

Όμως σίγουρα δεν φταίει αυτή, που κάποιοι αρμόδιοι επιμένουν συστηματικά να την αγνοούν ή να την καταστρατηγούν.
Και αν χρειάζεται κάποια αλλαγή αυτό δεν μπορεί να γίνει εν θερμώ με συζητήσεις στα κανάλια και με ευρήματα δημοσκοπήσεων αμφιβόλου ποιότητας.
Θα πρέπει να γίνει από ειδικούς επιστήμονες και προπαντός όχι από πολιτικούς.

Διότι αν το άρθρο 86 προσαρμοσθεί στην πρακτική, η οποία εφαρμόσθηκε στις τελευταίες υποθέσεις, που ταλανίζουν τον τόπο, τότε θα πρέπει να προβλέπει ότι ποινική δίωξη κατά Υπουργών ασκείται από τον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατόπιν αδείας του Πρωθυπουργού…


Σε κάθε άλλη περίπτωση μάλλον δεν θα έχει πολλές ελπίδες να τύχει μεγαλύτερου σεβασμού από το σημερινό... Νομίζω;…