Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Η χαριστική βολή στους οφειλέτες, ιδιοκτήτες ακινήτων.



Το 2008, όταν η Ευρώπη αισθανόταν ήδη βαριά την ανάσα της οικονομικής κρίσης, στην Ελλάδα οι πολίτες δεχόντουσαν ένα καταιγισμό παραπλάνησης σύμφωνα με τον οποίο η χώρα ήταν η μοναδική με ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 2% την ώρα, που οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης παρουσίαζαν δείκτες με αρνητικά πρόσημα.
 Και ενώ ακόμη και οι βιομηχανικές  χώρες του Βορρά οργάνωναν πυρετωδώς σχέδια αμύνης και προστασίας από την οικονομική βαρυχειμωνιά, που φαινόταν ήδη στον ορίζοντα, στην Ελλάδα η τότε Κυβέρνηση και τα προσκείμενα σ’ αυτή ΜΜΕ αποκοίμιζαν τον κοσμάκη με ασύστολα ψεύδη  περί ισχυρής και ακλόνητης οικονομίας. Την ίδια στιγμή που εντεινόταν πυρετωδώς το πλιάτσικο στο δημόσιο κορβανά και εξελισσόταν ένα ρουσφετολογικό όργιο  εν όψει εκλογών και υπό το κλίμα μιας ακήρυκτης, αλλά υπαρκτής και έντονης  προεκλογικής περιόδου. 

Στη συνέχεια διαδοχικές κυβερνήσεις  με εναλλασσόμενους πρωθυπουργούς και υπουργούς οικονομικών συνέχιζαν συστηματικά την αθλιότητα των παρηγορητικών ψευδολογιών, διαβεβαιώνοντας μονότονα σε κάθε ευκαιρία ότι δήθεν γινόταν «ορατό το φώς στην άκρη του τούνελ». Ότι η Ελλάδα από εξάμηνο σε εξάμηνο «θα έβγαινε στις αγορές». Ότι «όπου νάναι θα επιτυγχάνονταν πρωτογενή πλεονάσματα», θα βελτιωνόταν  η ρευστότητα στη αγορά και θα ξεκινούσε η περιπόθητη ανάπτυξη.

Πλαστές εικόνες. Ασύστολα ψεύδη. Φρούδες  ελπίδες.
Στην πράξη η χώρα βυθιζόταν σε μια όλο και πιο καταστροφική ύφεση. Ο δανεισμός εκτροχιαζόταν. Αντί πλεονασμάτων επακολουθούσαν νέα ελλείμματα, που οδηγούσαν σε νέα μέτρα περικοπών μισθών και κοινωνικών δαπανών.
Αντί να βάλλουν «πάτο στο βαρέλι» της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών συνέχιζαν να  ξεπατώνουν τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους, τους επαγγελματίες με πρόσθετους φόρους και ευφάνταστα χαράτσια.
 Όχι μόνο η αγορά αλλά και το τελευταίο νοικοκυριό έχει πλέον αποστραγγισθεί από την έσχατη ρανίδα οικονομικής ρευστότητας. 

Και φαίνεται πια ξεκάθαρα ότι έχει σημάνει η ώρα της χαριστικής βολής. 

Ήρθε η ώρα της ολοκληρωτικής απογύμνωσης των ιδιωτών  από το τελευταίο περιουσιακό τους αντικείμενο. Από το τελευταίο απομεινάρι βιωσιμότητας τους.
Ήρθε η ώρα να  του αρπάξουν ότι ακίνητο διαθέτει, ακόμη και το σπιτάκι του, που μπορεί να είναι δημιούργημα του οικογενειακού ιδρώτα περισσότερων της μια γενεών. Ακόμη και αν αγοράσθηκε με δάνειο που ακόμα αγκομαχάει να ξεπληρώσει.

Τα τελευταία χρόνια του πουλούσαν ευσπλαχνία οι κυβερνήσεις ότι δήθεν τον προστάτευαν απαγορεύοντας τον πλειστηριασμό πρώτης κατοικίας.
Τα ΜΜΕ συνέβαλαν σ’ αυτό το αποκοίμισμα αποσιωπώντας ότι για όλα τα υπόλοιπα ακίνητα συνεχιζόταν η ανάλγητη διαρπαγή με μοχλό  την συρρίκνωση των εισοδημάτων και την ανάλγητη φορομπηχτική καταιγίδα.
Αποσιωπώντας ότι ο πλειστηριασμός αποτελεί  ούτως ή άλλως την τελευταία πράξη του δράματος της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία για να ξεκινήσει και να  ωριμάσει έχει ανάγκη μιας σειράς δικαστικών και διαδικαστικών ενεργειών και συνακόλουθα μιας αρκετά μακράς χρονικής περιόδου.
Για να φθάσουν δηλαδή οι πιστώτριες τράπεζες στο στόχο της αφαίρεσης του σπιτιού, έπρεπε να ξεκινήσουν με ειδοποιητήριες  απιστολές ,εξόδικα, καταγγελίες συμβολαίων. Να συνεχίσουν με διαταγές πληρωμής και να προχωρήσουν σε κατασχέσεις, προκειμένου η κάθε περίπτωση οφειλής να μεταμορφωθεί σε απαίτηση εισπρακτέα διά πλειστηριασμού.
 Αυτό λοιπόν που μέχρι τώρα οι πονηροί πολιτικάντηδες και οι εξωνημένοι κονδηλοφόροι τους «πουλούσαν» σαν προστασία και κοινωνική ευαισθησία στους  ραγδαία εξαθλιούμενους ψηφοφόρους τους, δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια δήθεν περίοδο χάριτος, που συνέπιπτε με το αναγκαίο για τις δανείστριες τράπεζες χρόνο προετοιμασίας. 

Τώρα λοιπόν οι ληστρικές διαδικασίες, έχουν προχωρήσει ικανοποιητικά εναντίον δεκάδων χιλιάδων δανειοληπτών. Τώρα οι τράπεζες έχουν διεκπεραιώσει όλες τις τυπικά προπαρασκευαστικές εξώδικες και δικαστικές διαδικασίες και είναι έτοιμες να επισπεύσουν πλειστηριασμούς. Τώρα συμπτωματικά εμφανίζεται στο προσκήνιο η Τρόικα, να θέτει επιτακτικά το ζήτημα της  άρσης κάθε μέτρου παρεμπόδισης πλειστηριασμών για πρώτη κατοικία. 
Και δεν υπάρχει βεβαίως καμιά αμφιβολία, ότι κάτω από  τις «ασφυκτικές» πιέσεις της Τρόϊκας κα με στόχο τη «σωτηρία» της πατρίδας η ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ θα προτιμήσουν να θυσιάσουν τους «ασυνεπείς» δανειολήπτες, προκειμένου να σώσουν τις τράπεζες και η ΔΗΜΑΡ θα θυσιάσει άλλη μια κόκκινη γραμμή της για να  «γλιτώσει» τους μισθωτούς και συνταξιούχους από μεγαλύτερες περιπέτειες.

Η αθλιότητα όμως της επιχείρησης διαρπαγής των ιδιωτικών ακινήτων γενικώς δεν περιορίζεται δυστυχώς εδώ.
Διαφαίνεται καθαρά ότι εξυφαίνεται μια πρόσθετη αναίσχυντη μεθόδευση προκειμένου όχι απλώς να χάσουν τα σπίτια τους οι οφειλέτες, αλλά να μπορέσουν κιόλας οι δανειστές τους (τράπεζες, εφορίες κ.λ.π) να τους τα πάρουν στην κυριολεξία για ένα κομμάτι ψωμί.

Και ιδού πια είναι η μεθόδευση.

Πρίν από μερικούς μήνες η κυβέρνηση άφησε να διαρρεύσει ότι το οικονομικό επιτελείο μελετά την αύξηση των αντικειμενικών αξιών, προκειμένου να αυξήσει τα έσοδα από τους πάσης φύσεως φόρους επί των ακινήτων.
Η σχετική φημολογία, που αναπαρήχθη δεόντως από τα γνωστά ΜΜΕ δημιούργησε, όπως ήταν φυσικό μεγάλη ανησυχία στους ιδιοκτήτες ακινήτων και ξεσήκωσε τις αντιδράσεις των σχετικών συλλογικών φορέων, οι οποίες άρχισαν να ζητούν μείωσης αντί αυξήσεως.
Τώρα λοιπόν παράλληλα με τις πιέσεις για άρση του μέτρου αναστολής πλειστηριασμών εμφανίζεται η Τρόϊκα να ζητά συγχρόνως όχι απλώς την μείωση αλλά την ολοσχερή κατάργηση των αντικειμενικών αξιών. Με την λογικοφανή δικαιολογία ότι οι αντικειμενικές αξίες έχουν καταστεί  σημαντικά υψηλότερες των πραγματικών και δημιουργείται έτσι μια φούσκα αξιών στα ακίνητα.
Η επιχειρηματολογία αυτή που είναι προφανώς βάσιμη, συμβαδίζει και υπερακοντίζει το αίτημα περί μειώσεως των ενώσεων των ιδιοκτητών, είναι βέβαιο ότι θα προπαγανδισθεί δεόντως από τα κανάλια στις επόμενες μέρες και κατά πάσα πιθανότητα θα παρασύρει στην παγίδα τους μικροϊδιοκτήτες.

Η πραγματικότητα είναι η Τρόϊκα και οι τράπεζες επιθυμούν διακαώς να απαλλαγούν από το βραχνά των αντικειμενικών αξιών, διότι αντικειμενικές αξίες ακινήτων ανώτερες από τις πραγματικές αποτελούν ανυπέρβλητο εμπόδιο για την εκπλειστηρίαση των ακινήτων.
Όσοι έχουν γνώση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ξέρουν ότι στο πρόγραμμα πλειστηριασμού, και όχι μόνο, προσδιορίζεται η αξία του ακινήτου καθώς και η τιμή εκκίνησης, η λεγόμενη πρώτης προσφοράς, η οποία οφείλει να είναι τουλάχιστον στο μισό της εκτιμηθείσας αξίας.
Αυτή η «εκτιμηθείσα αξία» με το παρόν σύστημα, δεν μπορεί να αποφευχθεί να είναι μικρότερη από την αντικειμενική αξία  του ακινήτου, αφού σε αντίθετη περίπτωση ο οφειλέτης θα μπορούσε εύκολα να ζητήσει δικαστικά τη σχετική διόρθωση του προγράμματος πλειστηριασμού.
Οι σημερινές όμως μεγάλες αντικειμενικές αξίες οδηγούν αναπόφευκτα και σε μεγάλες τιμές πρώτης προσφοράς καθιστώντας ασύμφορη την συμμετοχή υποψήφιων αγοραστών και οδηγώντας μετά βεβαιότητας σε ματαίωση τους πλειστηριασμούς.
Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο ότι οι ίδιες οι τράπεζες επιθυμούν διακαώς και πιέζουν μέσω της Τρόικας να καταργηθούν οι αντικειμενικές αξίες και έτσι οι εκτιμήσεις αξίας των ακινήτων στις εκθέσεις κατασχέσεων και τα προγράμματα πλειστηριασμών να γίνονται με βάση την αγοραία αξία τους, η οποία λόγω της έλλειψης ζήτησης είναι στις πλείστες των περιπτώσεων μηδαμινή.
Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούν να προσδιορίζουν ευτελείς αξίες και τιμές εκκίνησης χωρίς να κινδυνεύουν από ανακοπές για διόρθωση κατασχέσεων και προγραμμάτων σε σχέση με τις αξίες των ακινήτων. Ακόμη δε και αν κατατεθούν τέτοιες εύκολα θα αντικρούονται από τις επισπεύδουσες τράπεζες, οι οποίες ως αποδεικτικά συγκριτικά στοιχεία θα προσκομίζουν στα δικαστήρια επιλεγμένα συμβόλαια ομοειδών ακινήτων, που θα αφορούν αγοραπωλησίες ανάγκης με εξευτελιστικά τιμήματα. Τμήματα σίγουρα κατά πολύ χαμηλότερα από τις σήμερα ισχύουσες αντικειμενικές αξίες.

Αυτή λοιπόν είναι η πλεκτάνη που στήνεται εις βάρος ανυποψίαστων δυστυχισμένων ιδιοκτητών, στους οποίους εν χορώ τις επόμενες μέρες Κυβέρνηση, κανάλια και λοιποί καλοθελητές θα παρουσιάσουν το «τυράκι» της ελάφρυνσης των χαρατσιών αποκρύπτοντάς τους τη φάκα της διευκόλυνσης της εις βάρος τους διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως.

Και δεν είναι διόλου απίθανο εάν και εφόσον οι διοικήσεις των ενώσεων ιδιοκτητών απαρτίζονται από μεγαλοϊδιοκτήτες, που δεν κινδυνεύουν τόσο από πλειστηριασμούς, αλλά ενδιαφέρονται απλώς να μειώσουν τις σχετικές φορολογικές τους επιβαρύνσεις, να κάνουν τα στραβά μάτια.
Σε μια τέτοια περίπτωση όπου οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες ακινήτων συναινέσουν στην κατάργηση των αντικειμενικών αξιών θα πρόκειται στην κυριολεξία για περίπτωση προβάτων, που πανηγυρίζουν την έλευση του Πάσχα.
Διότι απλούστατα θα έχουν συμβάλει στην απογύμνωσή τους από το έσχατο μέσο αμύνης ενάντια στην μεθοδευμένη αρπαγή των σπιτιών τους.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Λίστα Λαγκάρντ:Νομικές ακροβασίες,πολιτικές ανοησίες.



Το πλέον εξοργιστικό στην καθημερινότητα μας τα τελευταία χρόνια δεν είναι απλώς αυτή καθεαυτή η ουσία των απαράδεκτων πολιτικών, που εφαρμόζονται σε όλα τα επίπεδα εξουσίας.
Αυτό, που εξοργίζει περισσότερο είναι το αχαλίνωτο θράσος του πολιτικού προσωπικού και της «έγκριτης» δημοσιογραφίας.  Αυτή η προκλητική αναίδεια που ξεχειλίζει στις δημόσιες, τηλεοπτικές κυρίως, εμφανίσεις τους. Αυτή η αχαρακτήριστη τακτική τους να υποτιμούν συστηματικά την νοημοσύνη των ακροατών τους.

 Σε τυπικό παράδειγμα αυτής της άθλιας συμπεριφοράς, αναδεικνύεται τούτες τις μέρες η, εν πολλοίς τεχνητά πολύκροτη, υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ, όπου πλέον εμπλέκονται πρωτοκλασάτα ονόματα της πολιτικής και διοίκησης.
 Ενώ αυτό το θέμα, με βάση τα στοιχεία που έχουν έλθει στο φως της δημοσιότητας, είναι εξαιρετικά απλό καθ’ όσον αφορά τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και το είδος των πιθανών αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί, εν τούτοις για ευνόητους λόγους πολιτικής σκοπιμότητας έχει ξεκινήσει μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση σύγχυσης και περιπλοκής.
  Προφανείς στόχοι είναι η τελική συγκάλυψη των ποινικώς αξιόλογων πράξεων και παραλήψεων κυρίως εν ενεργεία πολιτικών προσώπων, από τα οποία εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό η στήριξη της Κυβέρνησης.
 Ετσι σε μια απέλπιδα προσπάθεια περιορισμού του κύκλου των εμπλεκομένων ένας συρφετός δημοσιογράφων, κομματικά επιτελεία και προσκείμενοι «επιστημονικοί» κύκλοι επιχειρούν όχι απλώς να παραχαράξουν τα πραγματικά περιστατικά, αλλά και να παρερμηνεύσουν ολόκληρο το ισχύον νομικό μας σύστημα. Και κοντά σ’ αυτούς η γνωστή διακαναλική δημοσιογραφική κομπανία, που παπαγαλίζει τα κείμενα «ειδησεογραφίας» και ερωταποκρίσεων, που της έχουν μοιρασθεί και στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν διαθέτει ούτε τις υποτυπώδεις γνώσεις, αλλά ούτε την ελάχιστη ευφυΐα για να κατανοήσει αυτά, που ανοήτως εκφωνεί.
 
 Γράψαμε προχθές για την πρώτη καραμπινάτη σύγχυση που επιχειρήθηκε με το μπέρδεμα του αριθμού των ονομάτων, που περιέχονται στις δήθεν συγκρινόμενες λίστες Λαγκάρντ.
Στικάκι Βενιζέλου (προερχόμενο από το CD Παπακωνσταντίνου) 1991 ονόματα, Λίστα Βαξεβάνη (προερχόμενη άγνωστο εισέτι από πού) 2059. Νέα, αυθεντική  λίστα (προερχόμενη από Γαλλικό Δημόσιο) 2062 ονόματα.
Πρώτη χοντροκομμένη σύγχυση των πραγματικών δεδομένων η ανακοίνωση περί τριών μόνο «αφαιρεθέντων» ονομάτων, ως εάν η σύγκριση αφορούσε τη λίστα Βαξεβάνη και όχι τη λίστα Βενιζέλου. Ως εάν το ενδιαφέρον για την Κυβέρνηση, τη Δικαιοσύνη, την Βουλή, το σύνολο της κοινωνίας να ήταν η αξιοπιστία του δημοσιογράφου και της μυστηριώδους «πηγής» του και όχι η ακεραιότητα πολιτικών και διοικητικών στελεχών ασκούντων θεσμικά λειτουργήματα. Παρεμπιπτόντως εδώ έχουμε να κάνουμε και με ένα από τα θαυμαστά επιτεύγματα της συγκαλυπτικής προπαγάνδας. Η υποτιθέμενη «παράνομη» δημοσιοποίηση» της λίστας Βαξεβάνη, παραδόξως μετατρέπεται σε ένα χρήσιμο χαλί κάτω από το οποίο επιχειρείται να κρυφτούν πράξεις και παραλήψεις, προσώπων τα οποία είναι ακόμη χρήσιμα στην κυβερνητική ευστάθεια. Και κανείς προς το παρόν γκουρού του ρεπορτάζ και της δημοσιογραφίας δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται το τρικ.

 Η υποτίμηση όμως της λαϊκής νοημοσύνης δεν περιορίζεται σ’ αυτό.
 Η δίωξη κάποιων επιβάλλεται για την παρηγοριά της κοινής γνώμης. Πρέπει συγχρόνως να προστατευθεί πάση θυσία η ήδη άθλια εικόνα της συγκυβέρνησης.
Στην προσπάθεια λοιπόν να περιορισθεί ο κύκλος των εμπλεκομένων προσώπων σε ελάχιστους βολικούς κατηγορούμενους, επιχειρείται η πλήρης ανατροπή του νομικού μας συστήματος, με ένα τρόπο εντελώς χοντροκομμένο. Πρόκειται για μια πρωτοφανή στάση μιας πανικόβλητης συγκυβέρνησης κομμάτων με χιλιάδες «σκελετούς στα ντουλάπια» τους, που εξευτελίζει τη Βουλή και ευτελίζει την διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης (Στο μέτρο που αυτής ασκείται από το κοινοβούλιο).

 Σ’ αυτή λοιπόν την κατεύθυνση της καθαρτήριας θυσίας Παπακωνσταντίνου, συστρατεύονται τα συγκυβερνώντα κόμματα με τους τηλεοπτικούς γυρολόγους τους και επιστρατεύονται γνωστές δημοσιογραφικές παράγκες και νομομαθείς σοφιστές. Όχι για να ενημερώσουν, αλλά για να συσκοτίσουν, να διαστρεβλώσουν, να παραπλανήσουν.
Και το παράδοξο δεν είναι προφανώς οι δημοσιογραφικές ανοησίες.
Το παράδοξο είναι η ευκολία με την οποία διάφοροι κύριοι προβάλλοντας την νομική εξειδίκευσή τους (ενίοτε και την καθηγητική τους ιδιότητα) αποδύονται σε αναιδή υποστήριξη εξόφθαλμα αντιεπιστημονικών επιχειρημάτων.

 Επί παραδείγματι είναι φαιδρό να υποστηρίζεται ότι τα υπάρχοντα πραγματικά περιστατικά παρέχουν ενδείξεις ποινικά αξιόλογης συμπεριφοράς, μόνο από τον κο Παπακωνσταντίνου, ο οποίος πιθανολογείται ότι αλλοίωσε τη λίστα αφαιρώντας τρία ονόματα από αυτήν. 
Όσοι υποκριτικά  υποστηρίζουν κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα περιορίζουν το δέκατο κεφάλαιο του ποινικού κώδικα (εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα) στο άρθρο 216 περί πλαστογραφίας.
Αγνοούν ή παραγνωρίζουν την περίπτωση του άρθρου  222 περί υπεξαγωγής εγγράφων, το οποίο ρητά τιμωρεί και όποιον «αποκρύπτει έγγραφο του οποίου δεν είναι κύριος».
Και είναι μάλιστα αήθης η περίπτωση όπου ο ένας αρνείται κατηγορηματικά ότι αφαίρεσε τα ονόματα και επί του παρόντος τουλάχιστον ουδείς μαρτυρεί περί του αντιθέτου, ωστόσο κρίνεται σκόπιμη (ορθώς) η παραπομπή του σε προανακριτική επιτροπή επί τη βάσει διαφόρων εικασιών. Ενώ ο άλλος έχει ομολογήσει ότι επί μήνες κρατούσε στο συρτάρι του προσωπικού του γραφείου ένα κρίσιμο για τα έσοδα του Κράτους Δημόσιο έγγραφο και η περίπτωσή του αξιολογείται ως προανακριτικά αδιάφορη.

Το επιχείρημα ότι για την παραπομπή σε προανακριτική απαιτείται η ύπαρξη ισχυρών αποδεικτικών στοιχείων είναι απολύτως έωλο.
Διότι ακριβώς η συλλογή και αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων αποτελεί αυτό καθαυτό έργο της προανακρίσεως και όχι προφανώς των πολιτικών αρχηγών, των κομματικών επιτελείων ή πολύ χειρότερα κάποιων αδαών δημοσιογράφων.
Επιπρόσθετα, όσοι επιμένουν προπαγανδιστικά να προβάλλουν αυτό τον ισχυρισμό δεν αντιλαμβάνονται ότι η παραδοχή του οδηγεί λογικά στην επιβάρυνση της θέσης του εκλεκτού τους κου Βενιζέλου; Γιατί όπως προαναφέραμε ο κος Βενιζέλος έχει ομολογήσει συμπεριφορά, που από πρώτη τουλάχιστον θεώρηση φαίνεται να πληροί την  αντικειμενική υπόσταση του 222 ΠΚ. Και ως γνωστόν η ομολογία σε όλες ανεξαιρέτως τις μορφές  απονομής της δικαιοσύνης αποτελεί το ισχυρότερο αποδεικτικό μέσο.
 Παρόμοια φαίνεται να πληρούν την αντικειμενική υπόσταση του 259ΠΚ , οι ομολογημένες παραλήψεις αξιοποίησης της λίστας τόσο από τους πρώην Υπουργούς, όσο και από ανώτερους αρμόδιους για είσπραξη εσόδων δημοσίους υπαλλήλους, διότι αυτό το άρθρο (περί παραβάσεως καθήκοντος) ρητά τιμωρεί τον «υπάλληλο (και τέτοιος είναι και ο Υπουργός) που παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του».
 
Και ας μη σπεύσουν οι διάφοροι καλοθελητές να προφασισθούν ότι όλες αυτές οι διατάξεις απαιτούν συνδρομή προθέσεως ή διάθεση εξυπηρέτησης ειδικότερων σκοπιμοτήτων. Διότι ακριβώς είναι έργο της προανακρίσεως να αναζητήσει, ανεύρει και αξιολογήσει στοιχεία που θεμελιώνουν την υποκειμενική υπόσταση και περαιτέρω το αξιόποινο αδίκων πράξεων ή παραλήψεων, η απλή και μόνη ένδειξη τελέσεως των οποίων επαρκεί για να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα διενέργειάς της.

Αβίαστα λοιπόν  και χωρίς να χρειάζεται μεγάλη νομική εξειδίκευση, είναι εύκολο στον καθένα, ακολουθώντας ίσως απλά και μόνο το ατομικό του περί δικαίου αίσθημα, να αντιληφθεί ότι στην παρούσα ακριβώς φάση της προανακριτικής επιτροπής είναι και ορθό και σκόπιμο να οδηγηθούν σ’ αυτή όλοι ανεξαιρέτως οι πολιτικοί που φέρονται εμπλεκόμενοι στην υπόθεση.

Νομικές παραδοξολογίες όμως διοχετεύονται τεχνηέντως στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και για το θέμα της παραγραφής των υπουργικών ευθυνών, το οποίο καίτοι διαδικαστικά δεν πρέπει να επηρεάσει την απόφαση περί συστάσεως προανακριτικής επιτροπής, παραμένει εν τούτοις σοβαρό ζήτημα για την τελική έκβαση της όλης υπόθεσης.
Και εδώ είναι λυπηρό ότι επιχειρούν να κυριαρχήσουν αδόκιμες νομικά απόψεις, που εξυπηρετούν προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες.
Ιδιαίτερα αυτοί, που προσβλέπουν στην διάσωση της κυβερνητικής συνοχής μέσω του περιορισμού της υπόθεσης στην επιλεκτική δίωξη Παπακωνσταντίνου, επιμένουν πεισματικά στην άποψη ότι δεν έχει επέλθει παραγραφή με το έωλο επιχείρημα ότι η παρέλευση μιας μονοήμερης και μονοσυνοδικής βουλευτικής περιόδου, όπως αυτής της Βουλής που προέκυψε από τις εκλογές του Μαΐου 2012 δεν επαρκή για να στοιχειοθετηθεί η παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 86 του Συντάγματος.
Το Σύνταγμα λένε θέτει ως προϋπόθεση την πάροδο δύο συνόδων, ενώ η εν  λόγω περίοδος ευτύχησε να έχει μόνο μία σύνοδο και αυτήν μιάς και μόνο ημέρας.
Παραβλέπουν, όχι από αφέλεια, ότι ο Συνταγματικός νομοθέτης είχε κατά νου μία φυσιολογική βουλευτική περίοδο, η οποία προφανώς έχει περισσότερες  των δύο συνόδων. Κατά το χρόνο συντάξεως της σχετικής διάταξης, σε μια περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας και πολιτικής αξιοπρέπειας δεν φαντάσθηκαν ούτε οι ίδιοι, ως εισηγητές  της τροποποίησης του Συντάγματος, τους  θεσμικούς ακροβατισμούς, στους οποίους θα οδηγείτο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, οδηγούμενο από την ανάγκη συγκάλυψης βαρύτατων σκανδάλων.
Παραβλέπουν επίσης ότι αφού ο συνταγματικός νομοθέτης έκρινε ότι για την πάροδο της αποσβεστικής προθεσμίας ασκήσεως δίωξης είναι αρκετή η παρέλευση μέρους μιας βουλευτικής περιόδου, πολλώ μάλλον είναι επαρκής μία πλήρης βουλευτικής περίοδος, όπως τυχαίνει να είναι εν προκειμένω, έστω και αν περιορίσθηκε σε μία μόνο μέρα.
Και επί πλέον προσποιούνται πλήρη άγνοια ότι ούτως η άλλως οι θεσμικές ακροβασίες  των παρελθουσών κυβερνήσεων έχουν οδηγήσει σε ένα νομοθετικό κενό, η κάλυψη του οποίου προφανώς δεν μπορεί να επιτευχθεί με γραμματική ερμηνεία και μάλιστα διασταλτική, όπως κατ’ ουσία συμβουλεύουν (Διότι αν η στενή γραμματική ερμηνεία επαρκούσε δεν θα υφίστατο νομοθετικό κενό.)
Και τούτο διότι, αν η επίμαχη διάταξη εξομοιωθεί με διάταξη παραγραφής (όπως κατ’ ουσίαν κατατείνει)  τότε  η διασταλτική ερμηνεία δεν επιτρέπεται στο ουσιαστικό ποινικό μας δίκαιο.
Αν όμως θεωρηθεί με αυστηρά τυπικά κριτήρια δικονομικής φύσεως διάταξη, τότε και πάλι (παρότι στην ποινική δικονομία επιτρέπεται η χρήση της διασταλτικής ερμηνείας) δύσκολα θα μπορούσε ανώτατο Δικαστήριο ηυξημένου κύρους, όπως το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86Σ να υιοθετήσει διασταλτική ερμηνεία καθιστώσα  χείρονα τη θέση του κατηγορουμένου.

Γνωρίζουν λοιπόν καλά οι προβάλλοντες την νομική τους κατάρτιση, αλλά στην πραγματικότητα πολιτικά υποκινούμενοι, γυρολόγοι των καναλιών, ότι εν τέλει οποιοδήποτε παραπεμπτικό πόρισμα της Βουλής δεν θα μπορέσει να οδηγήσει σε δίκη τους τυχόν εμπλεκομένους πολιτικούς, τουλάχιστον καθ’ όσον αφορά σε πράξεις και παραλήψεις τελεσθείσες επ’ ευκαιρία εκτελέσεως των Υπουργικών τους καθηκόντων.
Σίγουρα το γνωρίζουν καλά διότι αυτή καθεαυτή η φαρσοκωμωδία των δύο αλλεπάλληλων εκλογών και της μονοήμερης Βουλής δεν μπορεί να είχε καμία άλλη σκοπιμότητα εκτός από αυτή ακριβώς την μεθόδευση εξαντλήσεως της συνταγματικής αποσβεστικής προθεσμίας, ώστε ιδίως πολιτικοί που εβαρύνοντο με αντιλαϊκές κυβερνητικές θητείες και έμελλαν μετεκλογικά να συγκυβερνήσουν, να τύχουν της απαλλακτικής πρόνοιας του άρθρου 86.
Διαφορετικά πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί το αδιαμφισβήτητο πραγματικό γεγονός ότι τρία κόμματα, που μπορούσαν άνετα να συστήσουν Συγκυβέρνηση και με βάση το πρώτο εκλογικό αποτέλεσμα, προτίμησαν να σύρουν σε δεύτερες εκλογές τη χώρα;
Προκειμένου δε τώρα να διασκεδάσουν την δικαιολογημένη καχυποψία των πολιτών εν όψει του επαναλαμβανόμενου κοινοβουλευτικού φιάσκου προανακριτικής επιτροπής επί παραγεγραμμένων εγκλημάτων, σπεύδουν να παρουσιάσουν εαυτούς υπέρμαχους της απόψεως της μη παραγραφής, για να αποσείσουν από πάνω τους την μετά βεβαιότητος προβλεπομένη μήνι της κοινωνίας για την εξόφθαλμη τρικομματική  συμπαιγνία τους.

Τέλος θα πρέπει για πολλοστή φορά να επισημανθεί ότι αυτός ο «κακός», ο «καταχλεύαστος» νόμος περί ευθύνης Υπουργών και οι αντίστοιχες «προς αναθεώρηση» Συνταγματικές διατάξεις παρέχουν το δικαίωμα στον κατηγορούμενο πολιτικό να παραιτηθεί του ευεργετήματος του άρθρου 86 Σ και να ζητήσει την διεξαγωγή της δίκης καίτοι παρελθούσης της προθεσμίας άσκησης της διώξεώς του.

Τι λοιπόν εντιμότερο και αξιοπρεπέστερο για όλους τους εμπλεκόμενους πολιτικούς άνδρες όχι απλώς να επιδιώξουν την παραπομπή τους σε προανακριτική επιτροπή, αλλά να ασκήσουν και το δικαίωμά τους να δικασθούν από το Ειδικό δικαστήριο, εφ όσον πιστεύουν ότι με τις πράξεις και τις παραλήψεις τους δεν έβλαψαν, αλλά τουναντίον έσωζαν την πατρίδα, όπως επαίρονται τα τελευταία χρόνια;
Αντ ‘ αυτού δυστυχώς παρακολουθούμε μια μειωτική για το κύρος των θεσμών μεθόδευση των κομμάτων και ιδιαίτερα των τριών συγκυβερνώντων, στελέχη των οποίων μάλιστα δεν διστάζουν να δικαιολογήσουν τις απαράδεκτες μεθοδεύσεις των κομματικών τους ηγεσιών προβάλλοντας το αξίωμα ότι πάντων άλλων προέχει η κυβερνητική σταθερότητα. Σαν να υπάρχει κάποια αρχή του δικαίου σύμφωνα με την οποία η εφαρμογή των νόμων και η απονομή της δικαιοσύνης γίνεται με γνώμονα την κυβερνητική συνοχή και ευστάθεια.

Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο ότι για πολλοστή φορά οι σκανδαλώδεις συμπεριφορές πρώην και νυν κυβερνητικών παραγόντων, άγονται επιλεκτικά σε μια Κοινοβουλευτική διαδικασία, που στόχο έχει την παραπλάνηση των ψηφοφόρων, την ατιμωρησία των εμπλεκομένων και την επισφράγιση της οριστικής συγκάλυψης των πολιτικών ανομιών με το θεσμικό κύρος του Κοινοβουλίου.
Κρίμα...