Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Προεδρική εκλογή-Τελευταία πράξη ιλαροτραγωδίας ή πρώτη πράξη εθνικής παλινόρθωσης?


Μόλις πριν από πέντε μέρες εξερχόμενος από της συνεδρίαση για την αναθεώρηση του συντάγματος ο κ. Σαμαράς διέψευσε κατηγορηματικά τα «σενάρια εκλογών».
-«Εκλογές εγώ δεν έχω..», απάντησε σε σχετική ερώτηση των δημοσιογράφων.
Πριν περάσουν δύο εργάσιμες μέρες με λιτή ανακοίνωση η κυβέρνηση δήλωση ότι ξεκινά τη διαδικασία για την ανάδειξη νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, αφήνοντας εμβρόντητους όλους τους «έγκριτους» σχολιαστές των φιλοκυβερνητικών καναλιών.
Χαρακτηριστική η περίπτωση του γκουρού της κυβερνητικής προπαγάνδας, κεντρικού σχολιαστή μεγάλου τηλεοπτικού σταθμού, που στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων ξεκίνησε με την εκτίμηση ότι «τα σενάρια για εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας δεν τον βρίσκουν σύμφωνο» και προτού τελειώσει το σχόλιό του, η παρουσιάστρια αναγκάσθηκε να τον διακόψει για να μεταδώσει την έκτακτη κυβερνητική ανακοίνωση.

Όλα αυτά βεβαίως μαρτυρούν ότι αυτό που πράγματι έκανε η κυβέρνηση δεν ήταν η τυπική έναρξη της διαδικασίας προεδρικής εκλογής. Ήταν η πανηγυρική επιβεβαίωση της κατάρρευσής της.

Το προηγούμενο διάστημα «ο κόσμος το είχε τούμπανο» ότι η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ καταρρέει και μόνο η ίδια και οι παπαγάλοι της το είχαν κρυφό καμάρι.
Αυτό που δεν ήξερε ο κ. Πρετεντέρης χθες και που διέψευδε ο Πρωθυπουργός την περασμένη Πέμπτη, το αντιλαμβανόμασταν εμείς και προφανώς κάθε ανιδιοτελής πολίτης. Με αφορμή το ταπεινωτικό e-mail της τρόικας γράφαμε στις 3/12 στο τουήτερ: «Κάποιος πρέπει να εξηγήσει στο Σαμαρά ότι το e-mail της Τρόικας του λέει να τα μαζεύει και να φεύγει..».
Δεν είχαμε μασήσει το δαφνόφυλλο… Δεν  είχαμε αποκλειστικές πληροφορίες από έγκυρες κυβερνητικές πηγές. Δεν είχαμε πρόσβαση σε απόρρητες συνομιλίες υπουργών και τροϊκανών. Δεν έχουμε τοποθετήσει κοριούς στις Βρυξέλλες ή στη Γερμανική Καγκελαρία.
Έχουμε απλώς κοινή λογική και στοιχειώδες πολιτικό αισθητήριο.

Η αλλόκοτη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ στηρίχθηκε από την αρχή σε μια εκλογική μειοψηφία, που προέκυψε χάριν ευρείας εξαπατήσεως του εκλογικού σώματος με ένα εκλογικό πρόγραμμα, το οποίο δεν τήρησε ούτε κατ’ ελάχιστον από την επομένη της εκλογής της.
Αντί να προστατέψει τη χώρα και τους κατοίκους της από την ακατάσχετη ληστρική βουλιμία των δανειστών και τις αποικιακού τύπου απαιτήσεις της Γερμανικής καγκελαρίας, φρόντισε να κάνει τα πάντα για να υποτάξει τους πάντες και τα πάντα στις καταστροφικές οδηγίες τους.
Με διχαστική προπαγάνδα, με αχαλίνωτη διαστροφή της πραγματικότητας, με ασύστολα επαναλαμβανόμενες ψευδολογίες και εν τέλει με πρωτόγνωρο αυταρχισμό έθεσε εκποδών το σύνταγμα. Διέλυσε το νομικό σύστημα. Εξευτέλισε την νομοθετική λειτουργία. Μετέβαλε τη δημόσια διοίκηση σε εξοντωτικό φοροεισπρακτικό μηχανισμό και τη δικαιοσύνη σε μπαμπούλα των αδυνατούντων να ανταπεξέλθουν στην πληρωμή τεχνηέντως διογκούμενων φορολογικών υποχρεώσεων.

Τα αποτελέσματα τραγικά και, παρά την φιλότιμη προσπάθεια των στρατευμένων της ΜΜΕ, γνωστά παγκοσμίως.
Επιστροφή της χώρας στην περίοδο ‘40-’44. Κατεστραμμένος βιομηχανικός τομέας. Διαλυμένες οι υποδομές υγείας και παιδείας. Εξαθλιωμένες τεράστιες μάζες του πληθυσμού προερχόμενες κυρίως από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα των άλλοτε ποτέ αξιοπρεπέστατων «νοικοκυραίων».
Στον αντίποδα έντονη η αίσθηση της καλοπέρασης των κακώς εννοούμενων ημετέρων, των πάσης φύσεως κυβερνητικών παρατρεχάμενων. Το σκανδαλώδες ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας σε συγκεκριμένους «επενδυτές». Το σκοτεινό παζάρι του ορυκτού πλούτου με ξένες πολυεθνικές. Η σκοτεινή διαχείριση των ζωτικής σημασίας εθνικών θεμάτων.

Τέλος η απροκάλυπτη προώθηση του σχεδίου αρπαγής κάθε ίχνους ιδιωτικής περιουσίας από τις τράπεζες και κατ’ ουσίαν από ξένα ληστρικά πολυεθνικά κεφάλαια, στα οποία αυτές πούλησαν τα χρέη των οφειλετών τους.
Η μεθοδική φτωχοποίηση των μεσαίων στρωμάτων, που αποτελούν τη μεγάλη μάζα μικροϊδιοκτητών ακινήτων στόχευε από την αρχή στην αποξένωσή τους από το πατροπαράδοτο κομπόδεμα και το οικογενειακό τους «κεραμίδι».
Το εν λόγω έγκλημα σχεδιαζόταν να ολοκληρωθεί με τις πρόσφατες νομοθετικές μεθοδεύσεις:
Τη διακοπή προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Τη μείωση των αντικειμενικών αξιών και τον προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων με βάση την έως μηδενική εμπορική αξία τους.
Και κυρίως με τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που συντέμνει απελπιστικά τις προθεσμίες αμύνης των οφειλετών και ευνοεί σκανδαλωδώς τις τράπεζες στην προσπάθειά τους να αρπάξουν τα σπίτια ανυπαιτίως δυστυχούντων δανειοληπτών.
Η ψήφιση αυτού του νομοθετικού εξαμβλώματος, που επεδίωξε να καταστήσει νόμο του κράτους το ανεκδιήγητο Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο  Κ.Πολ.Δ που αντικαθιστά ανεπίτρεπτα την θεμελιώδη αρχή της ευνοίας προς τον οφειλέτη με την νεοαποικιακή αντίληψη της ευνοίας προς τις τράπεζες και τους ξένους πολυεθνικούς ομίλους, θα αποτελέσει, οψέποτε ψηφισθεί, το εναρκτήριο λάκτισμα για ένα αρμαγεδδώνα διαρπαγής της ατομικής ιδιοκτησίας των ελληνικών νοικοκυριών. Μιας ατομικής ιδιοκτησίας, που αποτελεί κατ’ ουσίαν το προϊόν του ιδρώτα περισσότερων από τέσσερεις  μεταπολεμικών γενεών.

Όλα αυτά και άλλα πολλά κατορθώματα της «εθνοσωτήριας» συγκυβέρνησης ήταν φυσικό να την καταστήσουν την πλέον απεχθή κυβέρνηση της μεταπολιτευτικής περιόδου και ίσως όχι μόνον.
Έτσι βρέθηκε ανάμεσα στις συμπληγάδες της έσωθεν λαϊκής απελπισίας και της έξωθεν αναξιοπιστίας.
Προς τιμήν τους οι δικηγόροι προχώρησαν σε πανελλαδική αποχή διαρκείας για να προστατεύσουν την τιμή της Δικαιοσύνης και να αποτρέψουν την οικονομική εξουθένωση των μικροοφειλετών. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν οι Δικαστικοί Επιμελητές. 
Η παρούσα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης ενώ στα λόγια διατυμπάνιζε την επιδίωξη επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης, στην πράξη κατάφερε να διακόψει επ’ αόριστον την λειτουργία της.

Η απεργία πείνας ενός εικοσάχρονου καταδίκου, που διεκδικεί το αυτονόητο δικαίωμα σπουδών επέτεινε την ανυποληψία της κυβερνητικής σωφρονιστικής αντίληψης. Το χειρότερο κατέδειξε τον αυταρχισμό και την παντελή αδυναμία της συγκυβέρνησης να διαχειρισθεί αποτελεσματικά ένα απλό ζήτημα δίκαιου σωφρονισμού ή έστω στοιχειώδους πολιτικής διπλωματικότητας.
Οι πρωτοφανείς σε όγκο διαδηλώσεις μνήμης για τον Γρηγορόπουλο και συμπαράστασης στο Ρωμανό, αντί να αποτελέσουν κίνητρο εκδήλωσης στοιχειώδους ανθρωπισμού, αποτέλεσαν ευκαιρία επίδειξης ενός πρωτοφανούς αυταρχισμού.

Η κοινωνική κατακραυγή για τα τις παλινωδίες, την ανικανότητα διαχείρισης καθημερινών θεμάτων, τον αυταρχισμό και κυρίως την αχαλίνωτη ψευδολογία σε σχέση με την πορεία της χώρας, εδραίωσαν στο εξωτερικό την πεποίθηση ότι αυτή η κυβέρνηση έχει εξαντλήσει κάθε περιθώριο να εξυπηρετήσει περαιτέρω τους σχεδιασμούς τους.
Έτσι η τρόικα αποφάσισε να απαιτήσει τα πάντα σε μια προσπάθεια να αξιοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τον ελάχιστο χρόνο μιας κυβέρνησης σε τροχιά πτώσης και με σαφή ημερομηνία λήξεως.
Χαρακτηριστική ή σπουδή του ΤΑΙΠΕΔ να προλάβει να «κλείσει» περισσότερες υποθέσεις τους τελευταίους μήνες, από όσες είχε «πετύχει» τα προηγούμενα πέντε χρόνια.
Στην ίδια κατεύθυνση η Γερμανική Καγκελαρία και οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και τραπεζίτες εκώφευσαν επιδεικτικά στις εκκλήσεις της συγκυβέρνησης για περιορισμό των απαιτήσεών τους, προκειμένου να επιβιώσει λίγο ακόμα.
Οι Γερμανοί σκεπτόμενοι ρεαλιστικά έκριναν ότι δεν άξιζε τον κόπο να συνεχίσουν να ποντάρουν σε ένα κουτσό άλογο και μέσω των καθημερινών δηλώσεων τους και των σχολίων του γερμανικού κυβερνητικού τύπου έστελναν πλέον καθαρά μηνύματα ανάγκης ξεκαθαρίσματος του πολιτικού τοπίου.
Αποκορύφωμα υπήρξε η ανακοίνωση ότι δεν επρόκειτο να ζητήσουν την ενυπόγραφη διαβεβαίωση Τσίπρα για σεβασμό του μνημονίου, όπως προ διετίας είχαν πράξει με τον κ. Σαμαρά.

Όλα αυτά αποτελούσαν το τελευταίο δεκαπενθήμερο κραυγαλέα και αναμφισβήτητα σημάδια ότι η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου αποτελούσε ήδη παρελθόν για τον τόπο.
Αν πράγματι κάποιοι «έγκριτοι» πολιτικοί αναλυτές αιφνιδιάστηκαν, τότε προφανώς δεν αξίζουν τον παχυλό μισθό τους.
Οι δύο συναρχηγοί όμως της συγκυβέρνησης δεν μπορούσαν άλλο να παριστάνουν τους χαζούς. Η επίσπευση των προεδρικών διαδικασιών και επέκεινα των βουλευτικών εκλογών αποτελούσε μονόδρομο.
Ενδεχομένως να προτιμούσαν να ροκανίσουν ακόμη λιγάκι χρόνο, αλλά είναι πολύ πιθανό οι Γερμανοί να τους το υπέδειξαν επιτακτικά.

Συμπέρασμα που ενισχύει η επιλογή του κ. Δήμα για τον άχαρο ρόλο του υποψηφίου Προέδρου.
Διότι αν οι Γερμανοί δεν συνέστησαν «φιλικά» στους δύο εκλέκτορές του (Σαμαρά-Βενιζέλο) να προτείνουν κάποιον χαμένο από χέρι, τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι άνθρωποι είναι αυτοκτονικοί. (Που δεν είναι).
Με απλά λόγια ποιος θα ήταν τόσο ανόητος να πιστέψει ότι υπό τις παρούσες συνθήκες θα είχε πιθανότητα επιτυχίας η ιδέα να συνεχίσει η χώρα να πορεύεται με νέα μνημόνια και σκληρότερη επιτήρηση με Πρωθυπουργό τον πρόεδρο της ΝΔ και Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον αντιπρόεδρο της ΝΔ?
Κι αυτό να σερβίρεται στους βουλευτές και τους ψηφοφόρους σαν ενωτική πρόταση και συνταγή εξόδου από το μνημόνιο.
Αστεία πράγματα…
Αν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα να υπάρξει ικανός αριθμός βουλευτών να ψηφίσουν για πρόεδρο Δημοκρατίας αποδεχόμενοι να συνεργήσουν στην επικείμενη ολική δήωση της χώρας, αυτή η ελπίδα εξέλειπε με την ανακοίνωση αυτής της υποψηφιότητας.

Έπεσε λοιπόν η Κυβέρνηση?
Ναι μεν, αλλά όχι ακόμα, είναι η σωστή απάντηση.

Οι δυό-τρεις μήνες που θα μεσολαβήσουν μέχρι τις εκλογές είναι σημαντικός πολιτικός χρόνος στη διάρκεια του οποίου, κυβερνητικά στελέχη και ξένοι παράγοντες θα εκδηλώσουν εξαιρετικά έντονη δραστηριότητα.
Δραστηριότητα που καθιστά προβλέψιμη η αντικειμενική διάγνωση των πραγματικών δεδομένων  και των αντικρουόμενων συμφερόντων των πολιτικών πρωταγωνιστών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Κοινή επιθυμία των δύο κομμάτων που συμμετέχουν στην κυβέρνηση είναι να μην οδηγηθεί σε άτακτη κατάρρευση. Από την άλλη όμως η ανάγκη κομματικής και προσωπικής πολιτικής διάσωσης θα προκαλέσει μετά βεβαιότητας διαφοροποιήσεις και συγκρούσεις ακόμη και σε επίπεδο Βενιζέλου –Σαμαρά.
Για την προσωπική τους πολιτική επιβίωση όλοι όσοι μετείχαν ενεργά όλα αυτά τα χρόνια στην παντοειδή καταστροφή του τόπου χρειάζονται να χρεώσουν το «μουτζούρη» στους μέχρι χθες συνεταίρους και γι αυτό δεν θα διστάσουν να κάνουν κινήσεις μαζικού εντυπωσιασμού.
Τουτ’ αυτό   ισχύει και για καναλάρχες,  εκδότες και λοιπούς επαγγελματίες «διαμορφωτές της κοινής γνώμης». Έχουν ανάγκη να βοηθήσουν τα φιλομνημονιακά κόμματα και πρόσωπα, αλλά παράλληλα να αποτινάξουν την εικόνα του «παπαγάλου» της τρόικας και να ρίξουν γέφυρες συνεργασίας με τη νέα επερχόμενη πολιτική νομενκλατούρα.
Δύσκολοι καιροί για «πρίγκιπες», όπως λέγανε οι παλιοί…

Όσο για τους ξένους τα πράγματα είναι ανάλογα.
Προφανώς δεν τους καίγεται καρφί, για τους ανόητους έλληνες πολιτικούς που στήριξαν την πολιτική τους καριέρα στην εύνοια της Γερμανικής Καγκελαρίας χωρίς να τους γίνει μάθημα το πάθημα του Γιώργου Παπανδρέου.
Μπορεί οι ιθαγενείς «φύλαρχοι» να μην είχαν την πρόνοια ενός εφεδρικού σχεδίου για την περίπτωση, που θα τους άδειαζαν οι ξένοι πάτρωνές τους.
Οι Γερμανοί όμως και οι τραπεζίτες πάντοτε φροντίζουν να έχουν εναλλακτικό πλάνο b, ίσως και  c.
Το ενδιαφέρον τους είναι πώς να εξασφαλίσουν την καλλίτερη δυνατή συνεργασία με την μετά βεβαιότητος επερχόμενη κυβέρνηση της κεντροαριστεράς.

Το μόνο κίνητρο που έχουν για να στηρίξουν την προεκλογική προσπάθεια των κκ Σαμαρά και Βενιζέλου  είναι να αποτραπεί πιθανή αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό μονάχα είναι το κοινό συμφέρον που διατηρούν μαζί τους.
Και δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο. 
Διότι μια αυτοδυναμία ΣΥΡΙΖΑ ή έστω και μια ισχυρή πλειοψηφία ενός αμιγώς αντιμνημονιακού μετεκλογικού κυβερνητικού συνασπισμού, θα έκανε τα πράγματα για το διευθυντήριο της ΕΕ περίπλοκα.
Επιθυμούν λοιπόν διακαώς μια σχετική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ αναγκασμένη να συνεργασθεί  με φιλομνημονιακές σαβούρες σαν το ΠΟΤΑΜΙ, την όποια Πασοκική μετάλλαξη κλπ.

Προς το σκοπό αυτό θα ακολουθηθεί το γνωστό μοντέλο.
Οικονομική κινδυνολογία, πολιτική τρομοκρατία, λασπολογία, ακατάσχετη υποσχεσιολογία, γιατί όχι και βία και νοθεία.
Τα χρηματιστήρια θα καταγράφουν μαύρα ρεκόρ. 
Οι αγορές θα ανησυχούν σφόδρα. 
Οι δανειστές θα βγάζουν δόντια.
Οι τραπεζίτες θα καταστροφολογούν.
Οι εταίροι θα απειλούν με έξοδο της χώρας από το ευρώ. 
Ο διεθνής τύπος θα αποδυθεί σε αγώνα καταστροφολογίας σε σχέση με το ενδεχόμενο εκλογικής νίκης της άφρονος και λαϊκιστικής ελληνικής αριστεράς.

Όλα αυτά μέχρι το βράδυ των εκλογών. Όπως έγινε και με τον Ολλάντ.
Την επομένη όλοι θα ζητούν συνάντηση και συνεντεύξεις με τους νέους ενοίκους του Μαξίμου.
Διότι η αποικία μπορεί να έχει την «πολυτέλεια» να εξαθλιώνεται, να λιμοκτονεί και να σπαράσσεται από πολιτικές έριδες.
Η Μητρόπολη όμως οφείλει να εξυπηρετεί σταθερά τους μακρόπνοους πολιτικούς της σχεδιασμούς και να κατασπαράσσει οικονομικά την αποικία για να επιβιώνει πολυτελώς.

Έτσι λοιπόν όλοι οι ντόπιοι και ξένοι συμπρωταγωνιστές της μνημονιακής καταιγίδας είναι απολύτως προβλέψιμοι.
Αυτός που δεν είναι προβλέψιμος ή τουλάχιστον επαρκώς προβλέψιμος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και κατ’ αναλογίαν τα κόμματα και οι πολιτικές προσωπικότητες, που επί του παρόντος δηλώνουν σθεναρά αντιμνημονιακοί.
Και πως θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά?

Το αντιμνημονιακό σθένος είναι ένα ελιξίριο κυμαινόμενης έντασης ανάλογης με τη λαϊκή βούληση εκπεφρασμένη όχι απλώς στην κάλπη αλλά στην καθημερινή πολιτική πάλη.
Με απλά λόγια όσο πιο σθεναρή θα είναι η θέληση του λαού να επιβάλλει αλλαγή πορείας της χώρας σε μια κατεύθυνση εθνικής οικονομική και όχι μόνο παλινόρθωσης, τόσο πιο σταθερή και αποτελεσματική θα είναι η αντιμνημονιακή πολιτική της νέας κυβέρνησης.
Γι αυτό έχει μεγάλη σημασία σε πρώτη φάση η όσο το δυνατόν ευρύτερη νίκη των αντιμνημονιακών κομμάτων και εντός αυτών η επικράτηση των πολιτικών προσώπων με την πλέον ξεκάθαρα αντιμνημονιακή αντίληψη.
Και σε δεύτερη φάση η αναβάθμιση των πολιτών από θεατές του καναπέ σε ενεργούς παράγοντες του πολιτικού γίγνεσθαι..



Για τα υπόλοιπα ραντεβού στο τουήτερ…

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Πανικός στην Αθήνα - Αμηχανία στο Βερολίνο..

Η Global States of Mind 2014 που συντάσσει κάθε χρόνο η εταιρεία δημοσκοπήσεων Gallup αποκαλύπτει ότι μόλις 14% των Ελλήνων δηλώνει ότι αποδέχεται την κυβέρνηση Σαμαρά και τα πεπραγμένα της, ενώ πάνω από εννέα στους δέκα θεωρεί ότι εντός της κυβέρνησης υπάρχουν εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς. 
Σημειωτέον ότι οι επιδόσεις αυτές κατατάσσουν την Ελλάδα στις τρείς χειρότερες χώρες της ΕΕ, από άποψη κυβερνητικής αποδοχής.
Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά για μια κυβέρνηση, που στηρίζουν το δεύτερο και το τέταρτο κόμμα με ποσοστά που το άθροισμά τους υπολείπεται πλέον σταθερά τουποσοστού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Δεν είναι όμως μόνο οι ξένες και εγχώριες δημοσκοπήσεις που διαπιστώνουν καθημερινά την αναντιστοιχία της κυβέρνησης με το λαϊκό αίσθημα.
Πυκνώνουν δυστυχώς γι αυτήν οι δημόσιες παρεμβάσεις του διεθνούς τύπου και διαφόρων ξένων παραγόντων, που επισημαίνουν την ανικανότητα της συγκυβέρνησης να διαχειριστεί την τύχη της χώρας, υποδεικνύοντας εμμέσως πλην σαφώς το αναπόφευκτο τέλος της.
Τόσο η δήλωση Ρέπλιγκ περί αβεβαιότητας, που δημιουργεί στις αγορές το πυροτέχνημα της κυβέρνησης για δήθεν έξοδο από το πρόγραμμα στήριξης, όσο και το άρθρο της Die Welt, που μιλά για ανώμαλη προσγείωση και για «όνειρα του Έλληνα Πρωθυπουργού που τινάχθηκαν στον αέρα», σηματοδοτούν μια σαφή μεταστροφή της Γερμανικής πλευράς σε σχέση με τα Ελληνικά πολιτικά πράγματα.

Φαίνεται ότι γενικά πλέον η ΕΕ συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για μια κυβέρνηση με ημερομηνία λήξεως, η οποία στην προσπάθειά της να διασωθεί μπορεί να οδηγηθεί σε σπασμωδικές κινήσεις περισσότερο επικίνδυνες για την ασταθή ευρωπαϊκή οικονομία, από ότι μια νέα κυβέρνηση λιγότερο πειθήνια, αλλά περισσότερο σταθερή.

Για να είμαστε δίκαιοι η γενική πτώση των χρηματιστηρίων παγκοσμίως θα ήταν τουλάχιστον γελοίο να αποδοθεί στα υποκριτικά φληναφήματα της Ελληνικής κυβέρνησης περί δήθεν τέλους του μνημονίου, αποπομπής του ΔΝΤ και απαλλαγής από την κηδεμονία της Τρόικας.
Η αλήθεια είναι ότι την πτώση των αγορών προκάλεσε πλήθος ανησυχιών για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, την παγίωση της κρίσης, την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, την αναζωπύρωση του ψυχρού πολέμου, την αστάθεια των νομισμάτων αναφοράς (δολαρίου, ευρώ), σε συνδυασμό πάντα με την δεδομένη σκοπιμότητα βραχυπρόθεσμης κερδοσκοπίας.
Πέρα από την πολιτική εκμετάλλευση των χρηματιστηριακών διακυμάνσεων δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι κάθε φορά από αυτές ακριβώς τις διακυμάνσεις μέσα σε ελάχιστες ώρες τεράστια κεφάλαια αλλάζουν χέρια και κάποιοι (συνήθως υπερατλαντικοί) κερδοσκόποι αγοράζουν φθηνά ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.

Έτσι η κατακρήμνιση του Ελληνικού χρηματιστηρίου ήταν απότοκος της «ρηχότητας» του συγκριτικά με το «βάθος» των αντίστοιχων ξένων. Τίποτε περισσότερο από την φυσιολογική συμπεριφορά ενός «καρυδότσουφλου» σε μια τρικυμία όπου τα δυτικά «υπερωκεάνια» υπέστησαν ισχυρές αναταράξεις.
Είναι λοιπόν τουλάχιστον αφελείς και πάντως στερούνται κάθε σοβαρότητας οι ελληνοκεντρικές προσεγγίσεις, που ούτε λίγο ούτε πολύ παρουσιάζουν τον Έλληνα πρωθυπουργό ως τον μαθητευόμενο μάγο, που με τους ερασιτεχνικούς και αμελέτητους χειρισμούς του είναι ικανός να ανεβοκατεβάζει τα διεθνή χρηματιστήρια.

Το ουσιώδες ζήτημα βρίσκεται αλλού και συνίσταται κατά βάση στην βαθειά κρίση, πολιτική και οικονομική, που μαστίζει τη Ευρώπη, ιδιαίτερα τη Ευρωζώνη, και που όλα δείχνουν ότι δεν θα μπορέσει να ξεπερασθεί, αν δεν αλλάξει ριζικά η εφαρμοζόμενη πανευρωπαϊκά συνταγή.
Διότι αν μέχρι χθες ήταν οι χώρες του νότου, που δήθεν χαλούσαν την οικονομική εικόνα, τώρα πια καθίσταται ολοένα και πιο φανερό ότι δεν είναι οι «τεμπέληδες», «φοροφυγάδες», «διεφθαρμένοι», «χαραμοφάηδες» Έλληνες, Ιταλοί, Ισπανοί που φταίνε αποκλειστικά για την ύφεση της Ευρώπης. Ύφεση που ταλανίζει ήδη την Γαλλία και απειλεί σοβαρά να διαλύσει το Γερμανικό «θαύμα».

Όσο κι αν η Γερμανική Καγκελαρία επιμένει να εθελοτυφλεί, αυξάνονται πια με γοργό ρυθμό εκείνοι που θεωρούν ότι το δόγμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας  και η αυστηρή λιτότητα οδηγεί μαθηματικά την Ευρώπη σε σπιράλ ύφεσης και την Ευρωζώνη σε αυτοδιάλυση.
Είναι μια συνταγή που, ενώ υποτίθεται ότι έχει κατασκευασθεί από φιλελεύθερους οικονομολόγους, στην πραγματικότητα αγνοεί βασικούς κανόνες λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος.

Καλώς η κακώς θεμέλιο του οικονομικού συστήματος είναι η κατανάλωση. Όχι απλά γιατί αυτή είναι ευθέως ανάλογη με την ευημερία του καταναλωτή. Κυρίως διότι είναι ευθέως ανάλογη με την ανάγκη επενδύσεων, την ανάπτυξη, και εν τέλει την κερδοφορία, που αποτελεί αυτοσκοπό του καπιταλισμού.
Αν δεν υπάρχει αγοραστής, κανένας δεν μπαίνει στη διαδικασία να επενδύσει χρήματα για την παραγωγή, οποιουδήποτε προϊόντος.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η ζήτηση, όχι απλώς προηγείται της προσφοράς, αλλά αποτελεί και αναγκαίο κίνητρο για την έναρξη παραγωγής, άρα επενδύσεων, άρα ανάπτυξης.

Η Γερμανική εμμονή για "εσωτερικές υποτιμήσεις" των εθνικών οικονομιών "βάζει τα άλογα πίσω από το κάρο".

Η άποψη ότι με την εισοδηματική υποβάθμιση και την φορολογική αφαίμαξη του καταναλωτή, θα δημιουργήσουμε επενδυτικό ενδιαφέρον για ανταγωνιστικές επιχειρήσεις είναι τουλάχιστον φαιδρή.
Τρανή απόδειξη οι ευρωπαϊκές οικονομίες, που μετά από έξι χρόνια «δημοσιονομικής πειθαρχίας» (διάβαζε βαρβαρότητας), συνεχίζει να βουλιάζει σε ύφεση, αποβιομηχάνιση και εξαθλίωση.
Και ενώ ξεκινήσαμε με κλείσιμο επιχειρήσεων στον ευρωπαϊκό νότο, τώρα φθάσαμε σε μείωση του κύκλου εργασιών των βιομηχανιών της ίδιας της Γερμανίας.

Αντίθετα με τα προπαγανδιστικά σενάρια αναπτυξιακής προοπτικής, που αναμασούν επί έξι χρόνια οι νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αυτό που επιβεβαιώνεται στην πράξη είναι η παγίωση της στασιμότητας, η σταθεροποίηση της ύφεσης και η μεγέθυνση της εξαθλίωσης.
Πρόκειται λοιπόν για μια συνταγή, που δεν έχει λάβει υπ’ όψιν της τους βασικούς κανόνες λειτουργίας και κερδοφορίας, τουτέστιν επιβίωσης του καπιταλιστικού συστήματος.
Κι αυτό την καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνη για τα κράτη μέλη (μηδέ της Γερμανίας εξαιρουμένης), κατ’ επέκταση για ολόκληρη την ΕΕ και την Ευρωζώνη και εν τέλει για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.

Έτσι δεν είναι παράξενο, που οι αγορές ανησυχούν, αποφεύγουν τις μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις και περιορίζονται σε βραχυπρόθεσμες κινήσεις, που προκαλούν έντονες χρηματιστηριακές αναταράξεις.
Οι δηλώσεις των διαφόρων οικονομικών και πολιτικών παραγόντων της ΕΕ είναι όλο και λιγότερο πιστευτές από τους ανά την υφήλιο κεφαλαιούχους. Και πλησιάζει η μέρα, που όταν μιλάει ο διοικητής της ΕΚΤ, οι εκπρόσωποι της Ευρωζώνης ή οι Υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ οι αγορές θα τους παίρνουν στο ψιλό.

 Συγχρόνως αυτό που στην αρχή εφαρμογής της Γερμανικής συνταγής προέβλεπαν μερικοί «ακραίοι αριστεροί» σήμερα αποτελεί κοινή αντίληψη της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων πολιτών, ανεξάρτητα από τις παραδοσιακές πολιτικές τους απόψεις.
Ακόμη και ο επιχειρηματικός κόσμος, που σε πρώτη φάση υποστήριζε το γερμανικό σχέδιο, τώρα αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για οικονομική συνταγή αυτοκτονίας. 
Συνταγή που μοιάζει να έχει συνταχθεί όχι από τεχνοκράτες οικονομολόγους, αλλά από πολιτικούς τσαρλατάνους καθοδηγούμενους από αδίστακτους κερδοσκόπους, εμφορούμενους από καταστροφική ληστρική βουλιμία.

Αυτή η διαπίστωση, που τείνει να γίνει κυρίαρχη στην Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, είναι αναπόφευκτο να συνοδευθεί με την συναντίληψη της ανάγκης άμεσης αλλαγής της συνταγής.

Η ανοησία της αναμονής επενδύσεων διά του στραγγαλισμού της κατανάλωσης θα εγκαταλειφθεί.
Η σκέψη της ανάγκης επιστροφής στην ανάπτυξη με αναθέρμανση της οικονομίας μέσω δημοσίων επενδύσεων και τόνωσης της κατανάλωσης μέσω της αύξησης των μισθών και των συντάξεων, θα πρυτανεύσει.

Η απαλλαγή από τις αδιέξοδες πολιτικές δεν θα είναι αποτέλεσμα της επικράτησης της σημερινής ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης.
Θα είναι νομοτελειακή εξέλιξη επιβαλλόμενη από την αδήριτη τάση αυτοσυντήρησης του καπιταλιστικού συστήματος.
Αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην αλλαγή κυβερνήσεων και στην αντικατάσταση πολιτικών προσώπων σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια.

Οι διεργασίες έχουν ήδη δρομολογηθεί.

Αυτός είναι ο λόγος που πολιτικές δυνάμεις και πρόσωπα από ιστορικά αντίπαλους χώρους ήδη βγαίνουν στο προσκήνιο με εκπληκτικά συγκλίνουσες απόψεις περί του πρακτέου.
Αντίστοιχα πλησιάζει η ώρα συνταξιοδότησης των εκφραστών και εφαρμοστών  της αδιέξοδης πολιτικής της τελευταίας εξαετίας.
Οι αγορές -το οικονομικό διευθυντήριο- για τις οποίες είναι ούτως ή άλλως αναλώσιμοι τους έχει ήδη ξεγράψει. Τα διεθνή ΜΜΕ σπεύδουν να επανατοποθετηθούν θετικά απέναντι σε κόμματα και πολιτικούς που μέχρι πρότινος  λοιδορούσαν.

Καθώς συνειδητοποιούν την πολιτική τους απαξίωση οι δορυφορικές κυβερνήσεις σαν τι δική μας καταλαμβάνονται από πανικό.
Οι μητροπολιτικές, Γερμανία-Γαλλία, περιπίπτουν σε αμηχανία.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της φαιδρής συνάντησης του Γάλλου Υπ.Οικ. Michel Sapin με τον Γερμανό ομόλογό τουWolfgang Schäuble στο Βερολίνο, όπου απλώς μετέθεσαν τη συζήτηση των επειγόντων προβλημάτων της Ευρωζώνης στον Δεκέμβριο.
Πρόκειται για φιάσκο τεραστίου μεγέθους, που οι εφημερίδες Γαλλίας και Γερμανίας το πέρασαν στα ψιλά στην προσπάθειά τους να το υποβαθμίσουν.
Οι υποτιθέμενοι αρχιτέκτονες της Ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής συναντήθηκαν για να διαπιστώσουν ότι δεν διαθέτουν σχέδιο διαχείρισης της άθλιας κατάστασης, που οι συνταγές της Γερμανίας και η τυφλή υπακοή των υπολοίπων έχει δημιουργήσει.
Κι ανέθεσαν την δημιουργία του σχεδίου σε βοηθούς, που θα το εκπονήσουν  μέχρι το Δεκέμβριο.
Εν τω μεταξύ μέχρι τότε η ΕΕ θα συνεχίσει να υφίσταται τις συνέπειες της αβελτηρίας, της αναποφασιστικότητας και του πανικού τους.

Είναι προφανές ότι οι κύριοι αυτοί και όσοι συνέδεσαν μ’ αυτούς την πολιτική τους σταδιοδρομία έχουν τελειώσει.
Οι επίδοξοι αντικαταστάτες τους έχουν ήδη καταλάβει θέσης στην αφετηρία της κούρσας διαδοχής.
Στους ευρωπαϊκούς λαούς εναπόκειται το έργο να επιλέξουν σε ποιους θα επιτρέψουν να κερδίσουν.
Αλλά κυρίως και τι θα τους αναγκάσουν, να υλοποιήσουν στην συνέχεια, από όσα αισιόδοξα και ευχάριστα θα υποσχεθούν.


 .

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Τι σηματοδοτεί η κρίση ειλικρίνειας του κ. Μπάμπη.

Αν κάποιος σήμερα το πρωΐ έτυχε να παρακολουθήσει την καθημερινή εκπομπή του ΣΚΑΙ θα πίστευε ότι ο γνωστός σχολιαστής του καναλιού κος Μπάμπης Παπαδημητρίου είχε περιέλθει σε μία σοβαρή κρίση ειλικρινείας.
«Το μνημόνιο ούτως ή άλλως λήγει τον Νοέμβριο και αυτό είναι θέμα νομικό. Δεν είναι πολιτικό»!
«Την αποχώρηση της Τρόικας την θέλουν οι ίδιοι οι δανειστές περισσότερο από μας»!!
«Τα χρήματα, που θα δανειζόμαστε από τις αγορές, θα τα δίνουμε στους δανειστές, όπως μέχρι τώρα δίναμε τα χρήματα, που παίρναμε από το ΔΝΤ»!!!

Πράγματι ο κος Παπαδημητρίου ένας από τους σοβαρότερους υπέρμαχους του προγράμματος οικονομικής διακυβέρνησης, που εφαρμόζεται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, είπε απερίφραστα αυτά, που όλο αυτό τον καιρό η κυβέρνηση με όλα τα προσκείμενα σ’ αυτήν ΜΜΕ προσπαθούσε να διαψεύσει.
Όσα αυτός ο ίδιος συνήθιζε να αντικρούει μετά βδελυγμίας στα τηλεοπτικά παράθυρα, όταν τολμούσαν να τα ψελλίσουν οι συνομιλητές του, σήμερα παρουσιάσθηκε να τα υποστηρίζει αναφανδόν.

Τι άραγε συνέβη? Κρίση συνειδήσεως? Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος? Ειλικρινής μετάνοια?
Πόσες πιθανότητες όμως υπάρχουν στο να συμβούν αυτά σε ένα ομολογουμένως νουνεχή και συγκροτημένο επαγγελματία διαμορφωτή κοινής γνώμης (opinion maker) όπως ο κ Παπαδημητρίου?  Μαθηματικώς καμία.
Οδηγούμαστε λοιπόν εύκολα στο συμπέρασμα ότι εγκαινιάσθηκε γενικά από τα ΜΜΕ μια στροφή 180ο  στο «μασάζ» της κοινής γνώμης.

Μια στροφή, η οποία υπαγορεύεται από αναπότρεπτα δεδομένα, τα σπουδαιότερα των οποίων είναι:
Η απόφαση του ΔΝΤ να αποχωρήσει από το πρόγραμμα δανειοδότησης, από την στιγμή που η Γερμανία δεν δέχεται την περικοπή του χρέους και επομένως παύει κατά την αντίληψη του Ταμείου να είναι ασφαλής η διάσωση των χρημάτων του.
Η κόπωση της κοινής γνώμης από την επαναλαμβανόμενη υπερβάλλουσα ψευδολογία σε σχέση με ζητήματα ηλίου φαεινότερα.
Η πεποίθηση των ξένων δανειστών και της εγχώριας οικονομικο-μιντιακής διαπλοκής ότι η παρούσα συγκυβέρνηση βρίσκεται σε τροχιά αναπότρεπτης πτώσης, με σφόδρα πιθανό το ενδεχόμενο διαδοχής της από ένα αριστερό σχήμα.

Αυτός ο τρίτος παράγοντας είναι μάλιστα ο σημαντικότερος στην απόφαση αλλαγής του προπαγανδιστικού αφηγήματος.
Όσο στην εξουσία βρισκόταν μια κυβέρνηση απολύτως πρόθυμη να ακολουθεί πιστά το πρόγραμμα της Τρόικας, τα χρήματα που παίρναμε από αυτήν τα χρησιμοποιούσαμε για να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις.
 Γι αυτό «ήμασταν υποχρεωμένοι να δεχόμαστε την λήψη επώδυνων μέτρων, που σε αρχική φάση δε θέλαμε, αλλά μετά καταλάβαμε ότι θα έπρεπε να τα παίρνουμε και μόνοι μας».
 «Το τέλος του μνημονίου ήταν αποτέλεσμα των προσπαθειών της Κυβέρνησης». 
«Η τρόικα θα έφευγε στο τέλος του χρόνου μετά από σκληρή διαπραγμάτευση της ηρωϊκής Ελληνικής κυβέρνησης και προσωπικά του Πρωθυπουργού και των συμβούλων του.

Τώρα όμως οι αρμόδιοι ξένοι και εγχώριοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι κύκλοι αποφάσισαν ότι αυτή η κυβέρνηση δεν έχει καμιά ελπίδα διάσωσης και επομένως όταν το μνημόνιο θα «τελειώνει»  και η Τρόικα θα «φεύγει», στην κυβέρνηση θα βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ.
Επομένως πρέπει ο κόσμος να γνωρίζει ότι το μνημόνιο τελείωσε μόνον τυπικά, λόγω νομικής λήξεως της προθεσμίας του. 
Ότι η Τρόικα θα σταματήσει να έρχεται κάθε 3 μήνες, όπως την ξέραμε μέχρι τώρα, αλλά η Ελλάδα θα συνεχίσει να βρίσκεται υπό αυστηρή επιτήρηση για να εφαρμόζει και ολοκληρώνει όλο και περισσότερα μέτρα σκληρής λιτότητας και δημοσιονομικής εξόντωσης.
Ότι τα χρήματα από το δανεισμό των αγορών και από τα φοροληστρικά μέτρα και τα αυταρχικά φοροεισπρακτικά συστήματα πηγαίνουν κατ’ ευθείαν στις τσέπες των ξένων κερδοσκόπων.

Έτσι ο λαός δεν θα είναι κοιμισμένος όπως επιμελώς φρόντιζαν να τον κρατούν, για ευνόητους λόγους, ώστε συνεργάσιμες κυβερνήσεις, ΤΑΙΠΕΔ και εγχώρια μεγαλοεπιχειρηματικά συμφέροντα επιδίδονταν στο εθνοσωτήριο έργο τους.
Τώρα χρειάζονται ένα λαό, που γνωρίζοντας την πραγματικότητα θα είναι υποψιασμένος και επομένως καχύποπτος σε κάθε βήμα της κεντροαριστεράς κυβέρνησης.
Ανυπόμονος και απαιτητικός για την χαλάρωση της λιτότητας και την εφαρμογή μέτρων ανακούφισης των χειμαζόμενων νοικοκυριών.

Έτσι πιστεύουν ότι θα διευκολυνθούν στον αυριανό τους ρόλο.
Ρόλο φθοράς και της αυριανής κυβέρνησης, που θα τους δίνει τη δυνατότητα είτε να την χειραγωγούν είτε να την ρίξουν.

Αυτή μάλιστα η νέα στρατηγική του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου, της εγχώριας διαπλοκής και των ΜΜΕ ήταν και η βασική αιτία που ναυάγησαν όλες οι προσπάθειες επικοινωνιακής διάσωσης της κυβέρνησης.
Γι αυτό σχεδόν γελοιοποιήθηκε η προσπάθεια του κου Σαμαρά να εκμεταλλευθεί πολιτικά το σήριαλ της Αμφίπολης.
Γι αυτό υποβαθμίσθηκε πρωτοφανώς η παρουσία του στην ΔΕΘ συγκριτικά με την πράγματι επιτυχημένη παρουσία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Γι αυτό ο Τόμσεν με την απουσία του από τις συζητήσεις στο Παρίσι απαξίωσε εντελώς το όλο εγχείρημα.
Γι αυτό η Γερμανίδα Καγκελάριος αρνήθηκε να προσφέρει την παραμικρή στήριξη στον ικέτη πλην άχρηστο πλέον για τους μεσομακροπρόθεσμους σχεδιασμούς της Έλληνα Πρωθυπουργό.

Κι αυτή την στροφή στο επικοινωνιακό πεδίο δεν την σηματοδότησε μόνο ο κος Μπάμπης Παπαδημητρίου.
Πριν από αυτόν ήταν οι δημοσκόποι που έδωσαν το εναρκτήριο σύνθημα.
Διότι ευρήματα με την κατάρρευση των ποσοστών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ υπήρχαν σταθερά από την αρχή του χρόνου. Όμως επιμελώς οι δημοσκόποι τηρούσαν το καθήκον τους να δημοσιοποιούν επικοινωνιακά διαχειρίσιμες και πολιτικά χρήσιμες διαφορές μεταξύ συγκυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ. 
Διαφορές που οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι και τα συνεργαζόμενα παπαγαλεία μπορούσαν να παρουσιάζουν σαν φυσική και ευχερώς αναστρέψιμη φθορά.

Ήρθε όμως  η δημοσκόπηση που παρουσίασε διαφορά 11 μονάδων. Παρουσίασε το άθροισμα των ποσοστών ΝΔ-ΠΑΣΟΚ μικρότερο του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ. Και τον κο Τσίπρα δημοφιλέστερο του Πρωθυπουργού.
Αυτή η δημοσκόπηση υπήρξε όντως καταλυτική στην διαμόρφωση της εκλογικής εικόνας των κομμάτων και στην αποκάλυψη της τεράστιας αποδοκιμασίας των πολιτών έναντι του κυβερνητικού συνασπισμού.
Το σπουδαιότερο όμως, που πανικόβαλε την κυβέρνηση, είναι ότι κατάλαβε, πως οι κύκλοι όπου στήριζε την ύπαρξή της και την παραμονή της στην εξουσία την είχαν στην κυριολεξία εγκαταλείψει και τραβούσαν ψυχρά το χαλί κάτω  από τα πόδια της.
Εξ ού και η οργισμένη αντίδραση της συνήθως κυκλοθυμικής και ασυγκράτητης Κυβερνητικής Εκπροσώπου. Η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ βγήκε και είπε το αυτονόητο.  Ότι όποιος δημοσιοποιεί ένα τόσο μεγάλο ποσοστό διαφοράς 11 μονάδων στην πραγματικότητα υπονομεύει την κυβέρνηση. Γιατί ο κόσμος καταλαβαίνει πως αυτή η διαφορά είναι μη αναστρέψιμη και «σπεύδει να τρέχει πίσω από το κόμμα που θα είναι ο νικητής των επερχόμενων εκλογών».

Ο κύβος λοιπόν ερρίφθη για τους εταίρους, τους δανειστές, αλλά και την εγχώρια πολιτική παράγκα, που επί ημερών μνημονίου και λίγο νωρίτερα ανεβοκατέβαζε κυβερνήσεις.
Βρισκόμαστε εναργώς στη φάση όπου έχουμε ένα Πρωθυπουργό εν αναμονή και δύο συπρωθυπουργεύοντες εν αποπομπή.
Ο Ερχόμενος φαίνεται να το ξέρει πολύ καλά. Πιθανόν άλλωστε να το έχουν αφήσει να εννοηθεί αρκετοί από αυτούς, που τον τελευταίο χρόνο συναντά στις ταξιδιωτικές ευρωπαϊκές περιπλανήσεις του.
Οι δύο Απερχόμενοι φαίνεται να το ψυχανεμίζονται, αλλά να μη θέλουν να το αποδεχθούν οι δυστυχείς.
Εξ ου και κάνουν απέλπιδες προσπάθειες προσωπικής σωτηρίας. Βλέπουν ότι το απεχθές τέλος πλησιάζει, αλλά ευελπιστούν ότι κάτι ως από μηχανής θεός θα τους σώσει την τελευταία στιγμή.

Στο πλαίσιο αυτό των απέλπιδων προσπαθειών συγκαταλέγεται και η φαεινή ιδέα του ψήφου εμπιστοσύνης.
Λες και αυτό που λείπει στην κυβέρνηση είναι η επιβεβαίωση της πειθαρχίας 151 κομματικών λεγεωνάριων, που επιθυμούν εναγωνίως να παρατείνουν κι αυτοί έστω για λίγες ακόμη μέρες τα βουλευτικά τους προνόμια. Αυτά που ξέρουν ότι λόγω του φιλομνημονιακού βίου και της αντιλαϊκής πολιτείας τους θα αποχαιρετήσουν διά παντός μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου-Σαμαρά.
Λες και δεν είναι το πραγματικό ζητούμενο η εμπιστοσύνη ή έστω η ανοχή των ευρύτερων λαϊκών μαζών.
Ζητούμενο για μια υποτυπώδη ευρωπαϊκή δημοκρατία. Αλλά ακόμη και από τον ξένο παράγοντα και την ντόπια διαπλοκή, που αποφασίζει για το κατά πόσο του είναι χρήσιμη, άρα υποστηρικτέα μια κυβέρνηση.
Έτσι είναι πλέον ή βέβαιον ότι όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας ψήφου εμπιστοσύνης η επιούσα θα είναι χειρότερη της προτεραίας για την κυβέρνηση.
Πολλώ μάλλον καθ’ όσον τα μέτρα εξαθλίωσης του κοσμάκη και η δραστηριότητα ξεπουλήματος των «ασημικών» από το ΤΑΙΠΕΔ θα ενταθούν.
Κι αυτό μπορεί να το ξορκίζουν οι δύο επικεφαλής της συγκυβέρνησης κρύβοντας το κεφάλι τους στην άμμο.
Το ξέρουν όμως καλά όλοι υπόλοιποι.

Έτσι δεν είναι τυχαίο που ο ξένος τύπος απαξιώνει την φαιδρή κίνηση της ψήφου εμπιστοσύνης και εστιάζει στην αδυναμία εξεύρεσης των 180, που απαιτούνται για την Προεδρική εκλογή.

Ούτε βεβαίως τυχαίες είναι οι δημόσιες δηλώσεις καλώς ενημερωμένων βουλευτών της συμπολίτευσης ότι αυτή η φαρσοκωμωδία της ψήφου εμπιστοσύνης είναι κατ’ ουσίαν χαμένος πολιτικός χρόνος… 

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Το παραμυθένιο σενάριο της διαπραγμάτευσης με τη Μέρκελ

Η επικοινωνιακή τακτική της κυβέρνησης είναι τόσο μονότονη και προβλέψιμη, που έχει καταντήσει όχι απλώς αναποτελεσματική, αλλά και ανυπόφορα πληκτική.
Μη έχοντας να επιδείξει τίποτε ουσιαστικό και ωφέλιμο για τον τόπο, περιορίζεται να μεγαλοποιεί ασήμαντες ή και επιζήμιες συνευρέσεις κυβερνητικών στελεχών με ξένους αξιωματούχους, προκειμένου να κερδίσει λίγο χρόνο υπομονής του αγανακτισμένου λαουτζίκου.
Σενάρια σκληρής διαπραγμάτευσης, συγκρουσιακής ψευτομαγκιάς, αναμενόμενης επίτευξης εξαιρετικών αποτελεσμάτων προηγούνται μονίμως των εν λόγω συναντήσεων. Καλλιεργούνται έτσι ελπίδες στην κοινή γνώμη ότι οι συναντήσεις θα αποφέρουν βελτιώσεις στην καθημερινότητά της και ανατροπή στην διαδικασία καταστροφής του τόπου.
Οι μεγάλες προσδοκίες δεν αργούν βεβαίως να διαψευσθούν οικτρά. Ο κόσμος περιπίπτει εκ νέου σε μαύρη απογοήτευση. Όμως η Κυβέρνηση έχει ήδη κερδίσει μερικές εβδομάδες πολιτικής επιβίωσης και έχει ήδη προετοιμάσει το επόμενο επικοινωνιακό τρικ.

Βδομάδες πριν τη συνάντηση του οικονομικού επιτελείου με την Τρόϊκα στο Παρίσι, τα ΜΜΕ «σύμφωνα με κυβερνητικές διαρροές» μιλούσαν για ιστορική διαπραγμάτευση, η οποία θα απέφερε σοβαρές αλλαγές στο εφαρμοζόμενο πρόγραμμα και εντεύθεν εξαιρετικές ελαφρύνσεις των ασφυκτιούντων φορολογουμένων.
Μόλις τις δυο τελευταίες μέρες προ της συνάντησης, ο Υπουργός Οικονομικών επιχείρησε να κατεβάσει τον πήχη, επισημαίνοντας ότι επρόκειτο για σύσκεψη τεχνοκρατών, προς ανταλλαγή πληροφόρησης περί των πεπραγμένων.Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να γίνει οποιουδήποτε είδους διαπραγμάτευση. 
Με την επιστροφή του κυβερνητικού κλιμακίου στην Αθήνα, επείσθη και ο τελευταίος των αφελών ψηφοφόρων ότι είχε πέσει θύμα επικοινωνιακής εξαπάτησης.

Το ίδιο ακριβώς παιχνίδι επαναλαμβάνεται με την περιβόητη συνάντηση του κου Σαμαρά με την Γερμανίδα Καγκελάριο.
Η προαναγγελία της συνοδεύτηκε με φαντασμαγορικές προβλέψεις.
Ισχυρή πίεση  επρόκειτο να ασκήσει ο Έλληνας Πρωθυπουργός με την οποία θα εξασφάλιζε την συναίνεση της κας Μέρκελ σε μια σειρά από ζητήματα που αφορούν την ανάπτυξη, την χαλάρωση των μνημονιακών μέτρων και ιδίως την φορολογική ελάφρυνση των εξαθλιωμένων ιθαγενών. Θα επέστρεφε έτσι νικητής και τροπαιούχος και θα ανακτούσε την χαμένη δημοτικότητά της η παραπαίουσα συγκυβέρνηση.

Όλα αυτά βέβαια για άλλη μια φορά ανήκουν στη σφαίρα της προπαγανδιστικής φαντασίας.
Πρίν αλέκτωρ λαλήσαι οι διάφοροι Ευρωπαίοι παράγοντες και ιδίως Γερμανοί αξιωματούχοι, ακόμη και η ίδια η κα Μέρκελ, φρόντισαν να μας προσγειώσουν στην πραγματικότητα. 
Η συνάντηση δεν μπορεί να αφορά θέματα διαχείρισης του χρέους και η εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής δεν μπορεί να χαλαρώσει ούτε κατ’ ελάχιστον. 
Παράλληλα τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης φρόντισαν επιμελώς να δημιουργήσουν την χρήσιμη σ’ αυτές τις περιπτώσεις περιρρέουσα ατμόσφαιρα των τεμπέληδων και μπαταχτσήδων Ελλήνων, που δεν κόβουν αποδείξεις και φοροδιαφεύγουν ασύστολα.

Κατ’ ανάγκην το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης μετέβαλε τακτική και συμμάζεψε κατά το δυνατόν τις αρχικές μεγαλοστομίες.
Η νέα εικόνα είναι ότι θα υπάρξει μια πολιτική συζήτηση ενημέρωσης της Καγκελαρίου περί των Ελληνικών «επιτυχιών» και θα ζητηθεί η στήριξή της στα επόμενα βήματα.
Τουτέστιν, ότι κι αν συζητηθεί κι ότι κι αν προκύψει, θα υπάρξει δυνατότητα στοιχειώδους επικοινωνιακής διαχείρισης. 
Διότι είναι εκ των προτέρων βέβαιο ότι, όπως συμβαίνει παραδοσιακά σε κάθε συνάντηση αυτού του επιπέδου, στην κοινή συνέντευξη τύπου που επακολουθεί, η κα Μέρκελ θα επιβεβαιώσει την στήριξη της στις προσπάθειες του κου Σαμαρά.

Επειδή όμως αυτό δεν είναι αρκετό μεθοδεύεται ένα επί πλέον παραμυθάκι.
Επιχειρείται σχέδια και απαιτήσεις της τρόικας εκ των προτέρων γνωστά στην συγκυβέρνηση, να σερβιριστούν ως δήθεν αιτήματα και επιδιώξεις του κου Σαμαρά.
Συγκεκριμένα παρουσιάζεται ότι δήθεν ο Πρωθυπουργός θα ζητήσει να ληφθεί απόφαση για το χρέος μέχρι το τέλος του έτους. Η λύση να συνίσταται όχι σε περικοπή αλλά σε επιμήκυνση. Να σταματήσει η περαιτέρω δανειοδότηση από το ΔΝΤ στο τέλος του 2014 και να μη συνεχισθεί το 2015-2016. Να δοθεί παραπάνω χρόνος για την υλοποίηση των «προαπαιτούμενων» σε συνδυασμό με κάποιες φοροελαφρύνσεις (πετρέλαιο θέρμανσης κλπ).

Η πραγματικότητα είναι, ότι αυτά δεν είναι αιτήματα της Ελληνικής πλευράς. 
Είναι αποφάσεις των δανειστών, που η κυβέρνηση την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη, προσπαθεί να παρουσιάσει ως δικές της, για προφανείς επικοινωνιακούς λόγους.
Η κάθετη άρνηση της Γερμανίας στην περικοπή του χρέους είναι γνωστή εδώ και πάρα πολύ καιρό από τη διχογνωμία, που είχε με το ΔΝΤ, το οποίο πράγματι την θεωρεί αναγκαία, προκειμένου να καταστεί βιώσιμο με βάση τα διεθνή στάνταρ.
Η Γερμανία όμως, που συνηθίζει να θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο δεν θέλει να ακούσει κουβέντα. Επιδεικνύοντας ένα από τα πλέον στυγνά μοντέλα τοκογλυφίας θέλει να παραμείνει ακέραιο το χρέος χωρίς την παραμικρή περικοπή. 
Δεν είχε βέβαια καμιά αντίρρηση για την περικοπή, που έγινε εις βάρος των Ελλήνων δανειστών ομολογιούχων (ιδιωτών, τραπεζών κ ασφαλιστικών ταμείων).

Εν όψει αυτής της αρνήσεως το ΔΝΤ δεν επιθυμεί να συνεχίσει να δίνει χρήματα στην Ελλάδα, γιατί φοβάται ότι θα τα χάσει και πιέζει να σταματήσει το πρόγραμμα δανειοδότησης στο τέλος του 2014 και να ενταθούν τα εισπρακτικά μέτρα για να εξασφαλίσει όσο είναι δυνατόν τα χρήματα, που έδωσε μέχρι τώρα.
Στην ένταση της λιτότητας, της φοροκαταιγίδας και της εισπρακτικής εξόντωσης δε διαφωνεί βέβαια και η Γερμανική καγκελαρία, η οποία υποδεικνύει τον δανεισμό από τις αγορές προς κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού από την διακοπή χρηματοδότησης του ΔΝΤ.

Ιδού λοιπόν η αποκρυπτογράφηση του ληστρικού Γερμανικού σχεδίου.
Το ΔΝΤ εξέρχεται του παιχνιδιού ως προς το σκέλος του δανεισμού, αλλά παραμένουν και ολοκληρώνονται πλήρως τα μέτρα λιτότητας, ενώ εντείνεται και σκληραίνει η τακτική είσπραξης των φόρων αδιαφορώντας για την εξόντωση φορολογουμένων και επιχειρήσεων.
Από την άλλη η αποικία χρέους για να αποπληρώνει τα παλιά δάνεια, εξαναγκάζεται να δανείζεται από την ελεύθερη αγορά με υψηλότερα, ενδεχομένως και με υπερβολικά, επιτόκια. Από τα υψηλότερα αυτά επιτόκια ωφελείται ευθέως η Γερμανία, οι τράπεζες τις οποίας θα αγοράζουν τα νέα ομόλογα.
Το παλιό χρέος επιμηκύνεται, αλλά συνεχίζει να αυξάνεται λόγω του συνεχιζόμενου δανεισμού προς εξυπηρέτησή του. 
Η Ελλάδα συνεχίζει να εξαθλιώνεται. 
Οι Έλληνες απογυμνώνονται  από κάθε ίχνος περιουσιακού τους στοιχείου και έτσι παραμένουν υπόδουλοι στο διηνεκές, αναγκασμένοι να παραχωρούν αδιαμαρτύρητα την εθνική τους κυριαρχία στο Διευθυντήριο των Βρυξελλών και τον εθνικό τους πλούτο (υδρογονάνθρακες, ορυκτά, παραλίες κλπ) βορά στη βουλιμική αδηφαγία των δανειστών.
Όσο για τις φοροελαφρύνσεις, αυτές είναι τύπου Χότζα. 
Στην τεράστια φοροκαταιγίδα, που έχει επιβληθεί θα υποκριθούν ότι μειώνουν μερικές σταγόνες. Αν και το πιθανότερο είναι ότι δεν θα υπάρξουν φοροελαφρύνσεις και αν υπάρξουν θα έχουν προηγουμένως υποκατασταθεί με άλλους φόρους που θα έχουν ήδη επιβληθεί στη λογική των «ισοδύναμων μέτρων».

Τόσο απλά είναι τα πράγματα.
Η κυβέρνηση όμως αντί να καταγγείλει τις Γερμανικές μεθοδεύσεις, όχι μόνο τις αποδέχεται αδιαμαρτύρητα, αλλά τις υιοθετεί σαν δικές της και τις προβάλει ως δήθεν διαπραγματευτικά αιτήματα.
Ελπίζει ότι, όταν αυτά επισυμβούν, θα τα πλασάρει σαν «δική της επιτυχία» και θα μπορέσει μ’ αυτό το χοντροκομμένο επικοινωνιακό  τρικ να πείσει κάποιους ανόητους ιθαγενείς ότι «έδιωξε την τρόικα», έσκισε το μνημόνιο» και «έβαλε τη χώρα σε πορεία ανάπτυξης» πράγμα που «αναγνωρίζουν κι οι αγορές» και για αυτό μας χρηματοδοτούν.
Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται.

Αν όμως είναι κατανοητή η απελπισμένη προπαγάνδα της συγκυβέρνησης, δεν είναι καθόλου κατανοητή η στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Διότι αυτά, που γράφουμε εδώ δεν χρειάζονται μεγάλη οικονομική επιστημοσύνη.
Κοινή λογική και στοιχειώδες πολιτικό κριτήριο χρειάζονται.

Θα έπρεπε επομένως πριν από μας εκατοντάδες στελέχη των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ιδιαίτατα τα πτωτοκλασάτα να είχαν ήδη ξεσκεπάσει τις άθλιες επικοινωνιακές μεθοδεύσεις της καταρρέουσας συγκυβέρνησης.
Θα έπρεπε ήδη να την είχαν «ξεφωνίσει» στα παράθυρα, στις εφημερίδες, στα ραδιόφωνα. Από πόλη σε πόλη κι από γειτονιά σε γειτονιά.
Όχι μόνο γιατί με αυτό το κόλπο προσπαθεί να κερδίσει λίγο ακόμη χρόνο παραμονής της στην εξουσία. Κυρίως διότι αν η όλη αυτή Γερμανική μεθόδευση θα οδηγήσει σε περαιτέρω καταστροφή του τόπου, σε περαιτέρω εξαθλίωση των λαϊκών μαζών και σε μεγαλύτερη υποδούλωση της χώρας σε βάθος περισσότερου χρόνου.
Γιατί λοιπόν τα κόμματα της αντιπολίτευσης περί άλλα τυρβάζουν?

Είναι ένα ερώτημα για το οποίο δε θα θέλαμε επί του παρόντος να δώσουμε την απογοητευτική απάντηση, που υποπτευόμαστε.