Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Η Ευρώπη βγήκε από σταυροδρόμι και μπήκε σε μονόδρομο...



Το αποτέλεσμα της κάλπης ήταν ένα ηχηρό χαστούκι στην Γερμανίδα Καγκελάριο και τις ανά την Ευρώπη φιλογερμανικές κυβερνήσεις.
Οχι μόνο στις χώρες του Μεσογειακού νότου, αλλά και στις υποτιθέμενες ευημερούσες χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, οι Ευρωπαίοι πολίτες αποδοκίμασαν έντονα τη γερμανική πολιτική, η οποία μετά από πέντε χρόνια «δημοσιονομικής προσαρμογής» συνεχίζει να βυθίζει την γηραιά ήπειρο όλο και πιο βαθιά στο τέλμα της ύφεσης και της φτώχειας.

Παρά ταύτα η αίσθηση, που αποκομίζουν οι ψηφοφόροι είναι ότι κανένα χαστούκι, όσο ισχυρό και αν είναι δεν γίνεται εισακουστό από «κουφούς» κυβερνήτες, ούτε αισθητό σε αναίσθητους πολιτικούς.
Μετά το πρώτο μούδιασμα της Γερμανικής Κυβέρνησης και του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου που την διακονεί, οι συντηρητικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και ιδίως τα απανταχού της Ευρώπης καθεστωτικά ΜΜΕ ανέλαβαν την συνήθη αποστολή να πείσουν την κοινή γνώμη, ότι η κάλπη αποτελεί περίπου μια φωτογραφία των τάσεων της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής και στην πραγματικότητα η διαρκής επιθυμία των Ευρωπαϊκών λαών είναι η κιμαδοποίησή τους στο βωμό της σωτηρίας της Ευρωζώνης, του ευρώ και πρωτίστως της καταρρέουσας Γερμανικής οικονομίας.

Τι κι αν σε όλα σχεδόν τα κράτη ο λεγόμενος ευρωσκεπτικισμός έχει αυξήσει εντυπωσιακά τις δυνάμεις του.
Τι κι αν τα φίλα προς την Γερμανική επικυριαρχία κόμματα εισέπραξαν ιστορική συρρίκνωση των ποσοστών τους.
Τι κι αν η ακροδεξιά απέκτησε πλέον οντότητα και κυρίως ισχυρή αντιπροσώπευση στο Ευρωκοινοβούλιο.
Λίγες μόνον ώρες μετά την γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων η Γερμανική Καγκελαρία και οι υπάλληλοί της στις Βρυξέλλες εμφανίζονται αδιάλλακτοι σε σχέση με τους βασικούς άξονες μιας πολιτικής, την οποία άμεσα ή έμμεσα στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποδοκίμασαν έντονα οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι.

Χαρακτηριστικό ομοίωμα αυτής της Γερμανικής «ξεροκεφαλιάς» αποτελεί και η συμπεριφορά των καθ’ ημάς κυβερνητικών εταίρων.
Ο Ελληνικός λαός στην κυριολεξία τους «έφτυσε» και αυτοί παριστάνουν ότι πρόκειται για ράντισμα με ροδόνερο.
Διότι δεν είναι απλώς το μαθηματικό αποτέλεσμα όπου πάνω από 55% των ψηφοφόρων προτίμησε κόμματα, που είχαν απερίφραστα δηλώσει πολέμια στα μνημόνια και στις απορρέουσες από αυτά πολιτικές.
Δεν είναι απλώς που ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχασαν μεγάλο μέρος των παραδοσιακών ψηφοφόρων τους και προσγειώθηκαν ανώμαλα στην δεύτερη και Τρίτη θέση.
Δεν είναι μόνο ότι για πρώτη φορά η αριστερά αναδεικνύεται σε πρώτη πολιτική δύναμη, ενώ η λαϊκιστική φασίζουσα ακροδεξιά κατάφερε να αυξήσει τη δύναμή της με την ηγεσία της πίσω από τα κάγκελα.
Το σπουδαιότερο από όλα είναι ότι ακόμη και αυτές οι δυνάμεις, που στήριξαν το μνημόνιο αναγκάσθηκαν προεκλογικά να το ξορκίζουν και να φορούν την μάσκα του δήθεν αντιμνημονιακού.

Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και τα στελέχη της ΝΔ δεν παρέλειπαν να δηλώνουν σε κάθε δημόσια εμφάνισή τους ότι το μνημόνιο έληξε, η λιτότητα αποτελεί παρελθόν και η ανάπτυξη είναι πλέον επί θύραις.

Όσο για το ΠΑΣΟΚ και τον αρχηγό του; 
Αυτοί δεν τόλμησαν καν να λάβουν μέρος αυτοτελώς στις ευρωεκλογές, αλλά προτίμησαν να κρυφθούν πίσω από ένα νεότευκτο πολιτικό μόρφωμα, που στήθηκε περιστασιακά για να στεγάσει το εναπομένον ΠΑΣΟΚ, καθώς και πρόσωπα που είχαν «λερώσει» τη φωλιά τους από την ψήφιση ή εφαρμογή των μνημονίων.
Ακόμη και στις αυτοδιοικητικές εκλογές κατά ιστορική πρωτοτυπία εν αντιθέσει με τους αντιμνημονιακούς υποψηφίους, οι προερχόμενοι από κόμματα της συγκυβέρνησης υποψήφιοι προτίμησαν να δηλώσουν ανεξάρτητοι και ακομμάτιστοι, ενώ κανείς απολύτως δεν τόλμησε να ζητήσει ψήφο παρουσιάζοντας πρόγραμμα φιλομνημονιακό.

Υπό αυτή την έννοια ακόμη και όσοι ψήφισαν ΕΛΙΑ ή ΝΔ, το έκαναν πιστεύοντας ότι τα εν λόγω κόμματα είχαν αλλάξει πολιτική αντίληψη. 
Εξαπατημένοι δηλαδή για άλλη μια φορά, όπως ακριβώς και στις εθνικές εκλογές του 2012.
Έτσι όχι μόνο όσοι ψήφισαν το ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ, το ΚΚΕ, τη ΧΑ ή άλλα μικρότερα αντιμνημονιακά-ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, αλλά το σύνολο των Ελλήνων ψηφοφόρων, μηδέ των φίλα προσκείμενων στα συγκυβερνώντα κόμματα εξαιρουμένων, εξέφρασαν ουσιαστικά την αποδοκιμασία τους στο μνημόνιο, στην γραμμή πλεύσης της Ευρώπης και στην Γερμανική επικυριαρχία.

Διότι πράγματι ότι και αν έριξαν στην κάλπη τα εκατομμύρια των Ευρωπαίων ψηφοφόρων δεν παύει να καταδίκασαν την λιτότητα, την ανεργία, την αποβιομηχάνιση, την διαφθορά, την φτώχεια, την οπισθοδρόμηση και  βεβαίως την αδιάλλακτη και αντιδημοκρατική Γερμανική ηγεμονία.

Είτε ως συνειδητοί ψηφοφόροι κομμάτων, που ευαγγελίζονται την ανατροπή της συντηρητικής πολιτικής του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου, είτε ως παραπλανημένοι που διατήρησαν φρούδες ελπίδες αλλαγής πορείας μέσω των ίδιων πολιτικών σχηματισμών και δομών, όλοι ανεξαιρέτως προσήλθαν στις κάλπες με το όραμα μιας Ευρώπης, που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα των λαών της και όχι των τραπεζών, των πολυεθνικών εταιρειών και των δανειστών της

Έτσι όπως κι αν προσπαθούν να διασκεδάσουν τα δεινά γι’ αυτούς ευρήματα της κάλπης, κι ότι κι αν σκαρφισθούν για να θολώσουν την εικόνα, τόσο η κα Μέρκελ όσο και οι ημέτεροι συγκυβερνήτες γνωρίζουν πολύ καλά ότι η μετεκλογική Ευρώπη είναι πολύ, μα πολύ διαφορετική.
Πέρα από την έξαρση του αρρωστημένου ρατσιστικού εθνικισμού, η αντίληψη της ανάγκης σεβασμού της εθνικής ταυτότητας και πολιτιστικής κληρονομιάς είναι αναμφισβήτητα διάχυτη. 
Κυρίως η απαίτηση σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας, της αρμοδιότητας των εθνικών κοινοβουλίων να έχουν τον τελευταίο λόγο στις αποφάσεις για το εσωτερικό νομικό και οικονομικό καθεστώς.

Επίσης κρατούσα είναι πλέον η τεράστια δυσφορία, απέναντι στην ασυδοσία των τραπεζών, στην διαπλοκή πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, στην διαφθορά των διοικητικών μηχανισμών σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο.
Η διευρυμένη πανευρωπαϊκή αγανάκτηση ενάντια στο Γερμανικό ηγεμονισμό, που έχει λάβει απαράδεκτες διαστάσεις, ποδηγετώντας τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και των κατ’ ιδίαν κρατών. Επιβάλλοντας σε όλα τα επίπεδα πρόσωπα αρεστά στον γερμανικό παράγοντα, επιβάλλοντας κανονισμούς και νόρμες προσαρμοσμένες στα γερμανικά συμφέροντα και απομυζώντας τον πανευρωπαϊκά παραγόμενο πλούτο προς διάσωση της εθνικής της οικονομίας.

Αυτά είναι πλέον ζητήματα, που δεν μπορούν άλλο να μπαίνουν κάτω απ’ το χαλί των Συμβουλίων κορυφής.
Όπως επίσης τα θέματα της φτώχειας, της ανεργίας, της ύφεσης ή της τραπεζικής μάστιγας δεν μπορεί πλέον να συζητούνται en passant μεταξύ τυρού και αχλαδίου στα δείπνα των Ευρωπαίων ηγετών.

Σε κάθε περίπτωση η μέθοδος της φραξιονιστικής φιλογερμανικής ομάδας, που, όπως αποκάλυψε ο Γ.Παπανδρέου, με ευκολία πειθανάγκαζε το Γιούρογκρουπ να αποδέχεται τις απαιτήσεις της Γερμανικής Καγκελαρίας δεν θα είναι τόσο αποτελεσματική.
Όχι γιατί οι συντηρητικοί μετρίου πολιτικού αναστήματος Ευρωπαίοι ηγέτες έγιναν ξαφνικά γενναίοι, ανιδιοτελείς και προοδευτικοί.
Αλλά απλούστατα γιατί εισέπραξαν ήδη μια ηχηρή αποδοκιμασία του βίου και της πολιτείας τους και αντιλαμβάνονται ότι το πολιτικό τους μέλλον προδιαγράφεται μαύρο κι άραχλο αν δεν προσαρμοσθούν δεόντως στις τάσεις και επιθυμίες των ψηφοφόρων τους.

Με απλά λόγια, ούτε ο Γιούνκερ, ούτε οι υπόλοιπες γερμανοκίνητες προσωπικότητες του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου μπορούν να σώσουν το Άγγλο πρωθυπουργό ή τον Γάλλο Πρόεδρο από την άθλια συντριβή που προδιαγράφεται εναργώς γι αυτούς στις επόμενες εθνικές εκλογές.
Για να μη πούμε ότι ούτε η ίδια η κα Μέρκελ δεν θα πρέπει πλέον να θεωρεί το πολιτικό της μέλλον εξασφαλισμένο, αν δεν καταφέρει πάραυτα να πείσει τους τραπεζίτες και τους βιομηχάνους της χώρας της να αναζητήσουν άλλες διεξόδους διάσωσής τους.

Να βρούνε νέες συνταγές υγιούς κερδοφορίας πέραν της ληστρικής εκμετάλλευσης των «εταίρων», της εσωτερικής υποτίμησης των εθνικών οικονομιών, της αδηφάγου ιδιοποίησης των πλουτοπαραγωγικών πηγών των άλλων χωρών και της αρπακτικής ρευστοποίησης των ιδιωτικών περιουσιών των Ευρωπαίων πολιτών…

Συμπέρασμα: Αν πριν από τις εκλογές κάποιοι Ευρωπαίοι ηγέτες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, πίστευαν ότι υπήρχε μπροστά τους κάποιο σταυροδρόμι εξόδου από την κρίση, μετεκλογικά βρέθηκαν σε ένα μονόδρομο διάσωσης της πολιτικής τους ύπαρξης.

Όσο πιο γρήγορα το κατανοήσουν και το αποδεχθούν τόσο το καλλίτερο για όλους…

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

ΕΚΛΟΓΕΣ 2014:Μηνύματα,τακτικές και στόχοι πρώτης και δεύτερης Κυριακής.

Τα αποτελέσματα της πρώτης Κυριακής επέτρεψαν σε όλους να παρηγορηθούν και να ελπίζουν.
Όχι γιατί πράγματι υπήρξαν θετικά για όλους, αλλά γιατί η ιδιομορφία των αυτοδιοικητικών εκλογών και οι δημοσιοποιημένες προσδοκίες του κάθε κόμματος δημιούργησαν εικόνες επικοινωνιακά διαχειρίσιμες, κυρίως για τα κόμματα του μνημονιακού τόξου.

Οι υψηλές προσδοκίες, που αφελώς είχε δημιουργήσει προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ, αναφερόμενες στις ευροεκλογές συνδέθηκαν τεχνηέντως από την κυβερνητική προπαγάνδα με τα αποτλέσματα στους δήμους και στις περιφέρειες. Και όπου αυτό δεν ήταν αρκετό εφευρέθηκε η σύγκριση του αριθμού ψήφων υποψηφίων προσώπων με το ποσοστό του κόμματος  στις εθνικές εκλογές. 
Έτσι διασκεδάστηκε η εικόνα κατάρρευσης των κομμάτων της συγκυβέρνησης, που είχαν αποφύγει επιμελώς την δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εκλογικού στόχου.
Έχοντας μάλιστα προφασισθεί τους υπέρμαχους της απαλλαγής της αυτοδιοίκησης από κομματικούς μηχανισμούς, από τη μια κρύφθηκαν πίσω από δήθεν ανεξάρτητες υποψηφιότητες κι από την άλλη επιδόθηκαν σε αρχηγικές περιοδείες ανά την επαρχία με κλειστές ομιλίες, εγκαίνια και άλλα ευτράπελα. Παράλληλα μονοπώλησαν τα ΜΜΕ, όπου όλο το ενημερωτικό σύστημα αναθεμάτιζε την αξιωματική αντιπολίτευση και λιθοβολούσε τα μικρότερα αντιμνημονιακά κόμματα τις ελάχιστες στιγμές, που ασχολείτο μαζί τους. Μοναδική εξαίρεση η θετική προβολή του ΚΚΕ όποτε ο κ. Κουτσούμπας τους προσέφερε ατάκες απαξιωτικές για  τον ΣΥΡΙΖΑ ή τον πρόεδρό του.

Με τούτα και μ’ εκείνα κατάφεραν το βράδυ των εκλογών να ξεπεράσουν γρήγορα την πρώτη κρυάδα και στη συνέχεια να παρουσιάσουν μια εικόνα, όπου ούτε λίγο  ούτε πολύ οι ίδιοι δεν ήτανε χαμένοι και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν κερδισμένος. 
Άρα κατά «λογική» ακολουθία ουδεμία σκέψη για πτώση της συγκυβέρνησης επιτρεπόταν.

Η αλήθεια βέβαια είναι, ως συνήθως, πολύ μακριά από  τις προκατασκευασμένες εικόνες της επικοινωνιακής προπαγάνδας.
Κατ’ αρχήν οι αυτοδιοικητικές εκλογές έχουν έντονο το στοιχείο του τοπικισμού, των τοπικών διαπροσωπικών σχέσεων και συμφερόντων. Συγγένειες, μικροσυμφέροντα, τοπικές ιδιομορφίες θέτουν σε δεύτερη μοίρα τις πολιτικές διαφορές και κατά συνέπεια δεν προσφέρονται για την εξαγωγή ακριβών συμπερασμάτων περί της γνώμης του εκλογικού σώματος αναφορικά με την κεντρική κυβέρνηση. Διαχρονικά αυτές οι εκλογές το συνηθισμένο μήνυμα, που στέλνουν είναι ότι ο χώρος της αυτοδιοίκησης είναι πρόσφορος για ανάπτυξη μάλλον διαπλοκής παρά πολιτικής…

Παρ’ όλα αυτά το μήνυμα σκληρής αποδοκιμασίας των συγκυβερνώντων κομμάτων και των συνοδοιπόρων τους υπήρξε εκκωφαντικό, τουλάχιστον για τον «έχοντα ώτα ακούειν». 
Και μάλιστα κατά πρωτότυπο, αλλά όχι παράδοξο, τρόπο αυτό το μήνυμα δόθηκε ήδη πολύ πριν το άνοιγμα της κάλπης. Από αρκετούς μήνες πρίν. Από τον τρόπο που αυτοπροσδιορίσθηκαν οι συνδυασμοί και από την τακτική που ακολούθησαν υποψήφιοι και κόμματα κατά την προεκλογική περίοδο.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και της μιντιακής καμαρίλας τους η κυρίαρχη αντίθεση στις παρούσες συνθήκες ήταν, είναι και θα εντείνεται, για όσο καιρό δεν λύνεται, το ναι ή όχι στο μνημόνιο.
Αυτό το δίλημμα κατάφερε να ξορκίσει το Ευρωπαϊκό Διευθυντήριο πειθαναγκάζοντας σε παραίτηση τον ΓΑΠ στις Κάννες το 2010. Και αυτό προσπαθούν από τότε και οι ημέτεροι κυβερνητικοί να κουκουλώσουν όλο το επόμενο και ιδίως το προεκλογικό διάστημα.
Η κυρίαρχη αντίθεση όμως κάθε ιστορικής συγκυρίας, όπως καλά γνωρίζουν άπαντες οι απανταχού μαρξιστές, εκτός κ. Κουτσούμπα, δεν κουκουλώνεται, δεν αντικαθίσταται, δεν παραγκωνίζεται.
Αυτή η αντίθεση επέβαλλε και το εκλογικό δίλημμα του ναι ή όχι σε πρόσωπα και κόμματα που στηρίζουν μνημονιακές πολιτικές.
Και αυτό το δίλημμα παρά την περί ανυπαρξίας του προπαγάνδα ανάγκασε τα μνημονιακά κόμματα να απέχουν (π.χ ΠΑΣΟΚ) τελείως από το εκλογικό προσκήνιο ή να δηλώνουν ψευδώς ότι δεν ανακατεύονται στην αυτοδιοίκηση.
Όπως ανάγκασε τους εκλεκτούς των μνημονιακών κομμάτων υποψηφίους να υποκρίνονται ότι είναι ανεξάρτητοι.
Κανένας δε απολύτως, κόμμα ή υποψήφιος, δεν τόλμησε να παρουσιασθεί ως υπέρμαχος των μνημονιακών πολιτικών. 
Ακόμη και οι συγκυβερνώντες, που τις εφαρμόζουν με θρησκευτική ευλάβεια, καθώς και σωρεία υποψηφίων, που έχουν «λερωμένη τη φωλιά» τους και είναι βέβαιο πως θα συνεχίσουν να την «λερώνουν» μετεκλογικά δεν δίστασαν να προβάλλονται σαν αρνητές και τιμητές των μνημονιακών αθλιοτήτων.

Αυτή ακριβώς η πανκομματική προεκλογική τακτική, καθώς και τα μεγάλα ποσοστά των κομμάτων του αντιμνημονιακού τόξου προσδιορίζει το αληθές μήνυμα των εκλογών.
Το εκλογικό σώμα όχι απλώς αποδοκιμάζει το μνημόνιο και τους εκφραστές του στην κάλπη, αλλά ούτε καν ανέχεται να τους δεχθεί ακόμη και ως εκλογικές υποψηφιότητες.

Αυτό είναι το μήνυμα, που φοβίζει το Ευρωπαϊκό και πανικοβάλλει το κυβερνητικό κατεστημένο.
Και με βάση αυτό το μήνυμα, όσο κι αν καμώνονται πως δεν υπάρχει, κινούνται τα επιτελεία των φιλομνημονιακών κομμάτων εν όψει της επόμενης κάλπης.
Γι αυτό στα πάνελ προσπαθούν να μιλάνε για τη ΧΑ, τις αστοχίες των δημοσκοπήσεων, τις τοπικές προσωπικές αντιδικίες και ο,τιδήποτε απομακρύνει την ατζέντα από την συζήτηση για την κατάντια της χώρας και την ανάσχεση της εξαθλίωσης του πληθυσμού.
Γι’ αυτό αποκλείουν με προκλητικό, σχεδόν ολοκληρωτικό τρόπο από τα ΜΜΕ κάθε κομματικό σχηματισμό και κάθε φωνή, που προτάσσει την απαλλαγή της χώρας από την βουλιμική επικυριαρχία των δανειστών.
Γι αυτό αναλίσκονται σε ακατάσχετη υποσχεσιολογία περί δήθεν τέλους του μνημονίου και δήθεν «αλλαγής σελίδας», αναστροφής πορείας, οικονομικής ανάκαμψης και επιστροφής στην ανάπτυξη.

Γιατί ακριβώς γνωρίζουν ότι αν δεν πετύχουν να αποπροσανατολίσουν τον μέσο ψηφοφόρο από το δίλημμα του μνημονίου, το κουτί της Πανδώρας θα μοιάζει παραδεισένιο δώρο σε σχέση με το εφιαλτικό γι’ αυτούς περιεχόμενο της κάλπης.

Δίνουν λοιπόν τον έσχατο αγώνα σε μια απέλπιδα εκλογική μάχη, που όχι τυχαία ακόμη και τα φίλα προσκείμενα σ’ αυτούς ΜΜΕ αποκαλούν «μητέρα των εκλογικών μαχών».
Η τακτική είναι ευφυής. 1) Κουκούλωμα του αντιμνημονιακού διλήμματος. 2)Καλλιέργεια προσδοκίας για ανάκαμψη της οικονομίας, για ιδιωτικές επενδύσεις και δημόσια έργα που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, για μείωση της ληστρικής υπερφορολόγησης και γενικά για άρση κάθε δεινού που με το βίο και την πολιτική τους επέφεραν στον μέσο ψηφοφόρο. 3) τρομοκρατική προπαγάνδα για τις δήθεν συμφορές που θα προκαλέσει μια απευκταία «επιστροφή στο φαύλο παρελθόν» 4) αποκλεισμός των αντιπάλων από τα ΜΜΕ και μονοπώλησή τους από τους κυβερνητικούς αρχηγούς και ημετέρους, 5) Συκοφαντική δυσφήμιση των αντιμνημονιακών κομμάτων και των υποψηφίων του σ’ όλη την επικράτεια με όλα τα μέσα. 6) πίεση του ΣΥΡΙΖΑ να βάλλει τον πήχη των προσδοκιών όσο το δυνατόν  ψηλότερα με την ελπίδα ότι δεν θα μπορέσει να τον υπερβεί. 7) καλλιέργεια πεποίθησης στην κοινή γνώμη, ότι οι ευροεκλογές αφορούν τα Ευρωπαϊκά όργανα και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να οδηγούν σε ανατροπή εθνικών κυβερνήσεων.
Ο στόχος προφανής. 1) να υφαρπάσουν την ψήφο των αφελών και 2) να μπορέσουν το βράδυ των εκλογών να διαχειρισθούν το αποτέλεσμα της κάλπης ώστε να μη υποχρεωθούν σε πτώση της συγκυβέρνησης.
Διότι βεβαίως δεν διακρίνονται για την πολιτική τους ευαισθησία και πρόθεσή τους είναι να παραμείνουν γαντζωμένοι στην κυβέρνηση με οποιοδήποτε μέσο και με οποιοδήποτε κόστος για τη χώρα.

Έχουν λοιπόν συστρατευθεί όλες ανεξαιρέτως οι δυνάμεις του ευρωπαϊκού και ντόπιου κατεστημένου, ο ξένος και ο ελληνικός τύπος, οι κάθε λογής οικονομικοί παράγοντες στη «μάχη όλων των μαχών».
Αν καταφέρουν να βγάλουν δήμαρχο στην Αθήνα και περιφερειάρχη στην Αττική, θα έχουν ένα καλό επικοινωνιακό σωσίβιο. Αν η διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τα δύο κυβερνητικά κόμματα δεν είναι γιγαντιαία, ελπίζουν πως θα έχουν περιθώρια υπεκφυγών.

Το σχέδιό τους μετά από πέντε χρόνια μαρτυρίων, στα οποία υπέβαλλαν το λαό, μπορεί να φαίνεται αισιόδοξο, αλλά δεν είναι ανέφικτο.
Κι αυτό διότι στην επιτυχία του είναι πολύ πιθανό να συμβάλλουν εκόντες άκοντες οι πολιτικοί τους αντίπαλοι.
Διότι ενώ το μνημονιακό στρατόπεδο, παρά τις εσωτερικές πληγές του, είναι ικανό να συσπειρώνεται και να εμφανίζεται αρραγές στην επιδίωξη του εκλογικού στόχου, δυστυχώς δεν συμβαίνει το ίδιο στους πολιτικούς του αντιπάλους.
Και φυσικά δεν περιμένει κανείς πραγματική συμπόρευση κομμάτων, σχηματισμών ή προσώπων, που συμμετείχαν όλα αυτά τα χρόνια στην εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων είτε ψηφίζοντάς τα στη Βουλή είτε συμμετέχοντας σε μνημονιακές συγκυβερνήσεις. Ούτε πολλώ μάλλον από πολιτικά μορφώματα, που στήθηκαν περιστασιακά με το ψευδώνυμο της κεντροαριστεράς για να εγκλωβίσουν παραπλανημένους ψηφοφόρους.
Η ΔΗΜΑΡ και η ΕΛΙΑ έχουν το άλλοθι ότι ο Ζγουρός και ο Καμίνης είναι δήθεν δικές τους επιλογές. Το ΠΟΤΑΜΙ είναι ούτως ή άλλως ανάξιο οποιασδήποτε, πέραν της φαιδρής, ενασχόλησης.
Δυστυχώς όμως ακόμη και η ηγεσία του ΚΚΕ φαίνεται για άλλη μια φορά να εθελοτυφλεί, να αποφεύγει τη διαλεκτική αντίληψη των περιστασιακών δεδομένων και να γυρνάει την πλάτη στα επιτακτικά κελεύσματα της ιστορικής συγκυρίας.
Με μια απίστευτη σχεδόν εγκληματική ελαφρότητα διασπά βάναυσα το λαϊκό αντιμνημονιακό μέτωπο και δε διστάζει να επιτάσσει στα μέλη του αποχή, όπου οι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται αντιμέτωποι με μνημονιακούς υποψηφίους.
Θα τρίζουν τα κόκαλα του Λένιν της πρώτης περιόδου, ο οποίος όχι απλά σε μια τέτοια κατάσταση θα σφυρηλατούσε την ενότητα της αριστεράς, αλλά δεν θα δίσταζε να στηρίξει και υποψηφίους συντηρητικότερων κομμάτων, αρκεί να συμμετείχαν στις εκλογές με αντιμνημονιακό πρόγραμμα και συνθήματα.
Ας είναι...

Του προεκλογικού τοπίου ούτως έχοντος ο δρόμος προς την επιτυχία των πραγματικά αντιμνημονιακών δυνάμεων είναι αρκούντως ευδιάκριτος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να σηκώσει το βάρος του ηγετικού ρόλου, τόσο από άποψη μάχης, όσο και από άποψη εντυπώσεων αποτελέσματος.
Θα πρέπει να αποφύγει τα λάθη και τις παραλείψεις του πρώτου γύρου και να επιδιώξει χωρίς αλαζονεία και ηγεμονισμό τις ευρύτερες δυνατές αντιμνημονιακές συμμαχίες τόσο τοπικά, όσο και κυρίως πανελλαδικά.

Η σύσταση ευρέως αντιμνημονιακού μετώπου στη βάση του κυρίαρχου διλήμματος είναι εξ ων ουκ άνευ για την εξασφάλιση επιτυχούς αποτελέσματος.

Συμπεριφορές ή συνθήματα, που ενδέχεται να διαιρούν τις δυνάμεις ή να διεγείρουν φυγόκεντρα αντανακλαστικά θα πρέπει να αποφεύγονται επιμελώς.
Σ’ αυτή τη φάση για παράδειγμα ο καημός των ψηφοφόρων είναι να απαλλαγούν από πολιτικές που καταστρέφουν τη χώρα, τις οικογένειές τους, το μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους. 
Αναζητούν κόμματα και πολιτικούς, που θα τους πείσουν ότι μπορεί να ηγηθούν μιας πορείας ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας και εξασφάλισης της συλλογικής και ατομικής αξιοπρέπειας και προκοπής, ενώ ελάχιστα ενδιαφέρει τον μέσο ψηφοφόρο αν θα είναι η πρώτη ή η νιοστή φορά της αριστεράς…

Γιατί αυτό που θα πρέπει να γίνει κατανοητό σε όλους εντός και εκτός συνόρων είναι ότι το βράδυ της Κυριακής το μήνυμα δεν θα πρέπει να αναζητηθεί βλακωδώς στην επικράτηση ή μη κάποιων αυτοδιοικητικών προσώπων. 
Ούτε καν στα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ + ΠΑΣΟΚ.

Το συμπέρασμα αν η χώρα θα πρέπει να συνεχίσει στη «σταθερότητα» των δανειακών συμβάσεων, της καταστροφής των υποδομών της, του ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της,της αποβιομηχάνισης,του ξεκληρίσματος του αγροτικού τομέα, της ανεργίας, με μια λέξη της αποικιοκρατίας, ή αν θα αποτινάξει τον δανειακό ζυγό και θα ξεκινήσει το θαυμαστό ταξίδι της επαναφοράς σε εθνική προκοπή και ευημερία.

Το συμπέρασμα αν οι πολίτες στηρίζουν ή όχι με την ψυχή τους ή την ανοχή τους αυτό που πάσχουν τα τελευταία χρόνια και αυτό που τους επιφυλάσσεται από το  Ευρωπαϊκό Διευθυντήριο θα πρέπει να εξαχθεί από το ποσοστό που θα έχει στο σύνολό του το ευρύτερο αντιμνημονιακό τόξο. 
Και σ’ αυτό το ποσοστό θα πρέπει να συνυπολογισθούν αθροιστικά όλες οι μικρές και μεγάλες πολιτικές δυνάμεις ανεξαρτήτως πολιτικών ιδιαιτεροτήτων και αποχρώσεων.

Γιατί ο,τιδήποτε κι αν μπορεί ίσως να προσάψει κανείς σε κάποιες πολιτικές ηγεσίες, αυτό δεν μπορεί να αποτελεί λόγο αποκλεισμού από την παλλαϊκή προσπάθεια των απλών ψηφοφόρων τους. Ούτε είναι ρεαλιστικό ή δίκαιο να παραγνωρίζεται η σημασία ή η βαρύτητα της ψήφου τους από αντιμνημονιακή άποψη.
Είτε αυτή η ψήφος έχει ιδεολογικό, συναισθηματικό ή τιμωρητικό κίνητρο, ενδιαφέρον μόνο μπορεί να είναι το σαφές αντιμνημονιακό της περιεχόμενο.

Χαρακτηριστικό εξ άλλου θα είναι το παράδειγμα των απλών ψηφοφόρων του ΚΚΕ, που όπως πάντα συνέβη μετά την μεταπολίτευση, ανεξάρτητα από την γραμμή της ηγεσίας τους, είναι απολύτως βέβαιο ότι θα δώσουν ηχηρό το δικό τους «παρών» στο πανεθνικό ραντεβού με την ιστορία.

Γιατί είναι εντελώς αφύσικο ο κάθε συνειδητός πατριώτης, ιδιαίτερα ο κομμουνιστής, να μην νοιώσει στις 25 του Μάη την φωνή της ψυχής του και να μην αφουγκρασθεί τα ηχηρά κελεύσματα της αδήριτης ιστορικής συγκυρίας…

Και είναι απολύτως αδιανόητο στην Ελλάδα της υποτέλειας και της εξαθλίωσης ο κάθε ψηφοφόρος ανεξαρτήτως πολιτικής ταυτότητας να μη ψηφίζει για την Ευρώπη με γνώμονα την ανάγκη ανάκτησης της εθνικής αξιοπρέπειας και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας…