Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Μετά το «έλα να δείς» των ευρωεκλογών ο σώσων εαυτόν σωθείτω…


Δημοσίως το «μήνυμα» των ευρωεκλογών ερμηνεύθηκε από την πλειοψηφία των κομμάτων με βολονταριστικά μάλλον παρά ρεαλιστικά κριτήρια.
Ιδίως τα συγκυβερνώντα κόμματα παρουσίασαν ερμηνείες βολικές στην προειλημμένη απόφασή τους να παραμείνουν γαντζωμένα στην εξουσία ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος. Αποτελέσματος που ούτως ή άλλως προβλεπόταν ότι θα είναι αρνητικό και αποδοκιμαστικό για την ΝΔ και τον κυβερνητικό συνέταιρο της.

Οι δημοσιοποιήσιμες λοιπόν ερμηνείες είχαν εκ των προτέρων επινοηθεί με στόχο τη διαχείριση της εκλογικής ήττας και όχι την συναγωγή συμπερασμάτων χρήσιμων για περαιτέρω διακυβέρνηση. 
Έτσι κι αλλιώς τα δύο αυτά κόμματα έχουν απαλλαγεί προ πολλού από το βάρος της παραγωγής κυβερνητικής πολιτικής. Αυτή παράγεται αποκλειστικά από την Τρόικα και οι συγκυβερνώσες δυνάμεις περιορίζονται μόνο στην κατά γράμμα εφαρμογή και κυρίως στην επίλυση του διαρκούς προβλήματος παραμονής τους στην εξουσία. Προβλήματος που προϊόντος του χρόνου και επιδεινουμένης  της οικονομικής κατάστασης της χώρας καθίσταται όλο και περισσότερο δυσεπίλυτο.

Ανάλογη ερμηνευτική τακτική υιοθέτησαν όμως και οι πλείστες των παρατάξεων της αντιπολίτευσης, για τις οποίες η κάλπη δεν υπήρξε επίσης ιδιαίτερα επιδοκιμαστική.
Έτσι η Πασοκοελιά ως κυβερνών ΠΑΣΟΚ ανάσανε με ανακούφιση διότι δήθεν επιδοκιμάσθηκε η επιλογή συμμετοχής στην κυβέρνηση, αλλά και ως ΕΛΙΑ έλαβε εντολή να ηγηθεί πρωτοβουλίας ενώσεως της κεντροαριστεράς.
Αστεία πράγματα; Αντιθέτως. Εξαιρετικά ενδεικτικά του τρόπου που το απαξιωμένο πολιτικό προσωπικό της χώρας αρνείται πεισματικά να συνταξιοδοτηθεί.

Το ότι όμως όλοι αυτοί οι θνήσκοντες πολιτικοί σχηματισμοί προσπαθούν να σερβίρουν φαιδρές ερμηνείες του εκλογικού αποτελέσματος, δε σημαίνει διόλου ότι οι ίδιοι δεν έχουν ορθά κατανοήσει το πραγματικό μήνυμα της κάλπης.
Γι αυτό σε όλες σχεδόν της περιπτώσεις κομμάτων και προσώπων άλλη είναι η επικοινωνιακή ρητορική και άλλη πρακτικά η αναπτυσσόμενη κινητικότητα.
Έτσι παρά τις δηλώσεις ικανοποίησης της κυβερνητικής συμμαχίας, από την επομένη των εκλογών τα δύο κυβερνητικά κόμματα και οι αρχηγοί τους κάνουν χαρακτηριστικές κινήσεις αυτοσυντήρησης. Κινήσεις που σηματοδοτούν την διάσταση παρά την συνοχή της κυβερνητικής συμμαχίας.

Ο μεν κ Σαμαράς αντιλαμβάνεται με ρεαλισμό ότι η παραμονή του στο πολιτικό προσκήνιο είναι άρρηκτα εξαρτώμενη από τη διατήρηση της παρούσας κυβέρνησης.
Αναζητά λοιπόν σωσίβιο στον ανασχηματισμό ευελπιστώντας να προσελκύσει κάποιους ανεξάρτητους θεσιθήρες και να πετύχει έτσι μια παράταση ζωής στηριγμένη σε μια περιστασιακή κοινοβουλευτική συνάθροιση επαγγελματιών βουλευτών.

Στον αντίποδα ο κ Βενιζέλος ευελπιστεί να δημιουργήσει της προϋποθέσεις ώστε να διασωθεί προσωπικά μετά την αναπότρεπτη πτώση της παρούσας κυβέρνησης.
Τη βάση για το φιλόδοξο αυτό προσωπικό στοίχημα την έχει βάλει με τη επινόηση της ΕΛΙΑΣ.
Το εγχείρημα της ΕΛΙΑΣ υπήρξε ένα καινοφανές πολιτικό υβρίδιο χαμαιλεοντικού τύπου.
Γέννημα της ανάγκης μιάς μερίδας πολιτικών προσώπων να διασώσουν εαυτούς την ώρα, που το ΠΑΣΟΚ χρεωκοπημένο πολιτικά και κυριολεκτικά δεν είχε καμιά απολύτως ελπίδα σωτηρίας, καθώς και μιάς άλλης ομάδας που συμμετείχε σε μια δεξιά κυβέρνηση με ορατή ημερομηνία λήξεως.
Μετά το αποτέλεσμα των εκλογών όλοι αυτοί, όπως και οι ετερόκλητες προσωπικότητες της ΔΗΜΑΡ έχουν πλήρη συνείδηση της νομοτελειακής επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενοι είναι αναγκασμένοι να αναζητήσουν διαύλους επικοινωνίας με την Κουμουνδούρου και να διαχειρισθούν επικοινωνιακά την αυτοσυντηρητική στροφή τους προς τ’ αριστερά, παρότι μέχρι χθες στήριζαν με την συμμετοχή ή την ανοχή τους μια δεξιά κυβέρνηση.

Δεν λείπουν βεβαίως κάποιοι, που είτε αδυνατούν να συλλάβουν την ένταση της ραγδαίας μεταβολής των υποκειμενικών συνθηκών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, είτε η αντισοσιαλιστική τους ιδεοληψία τους εμποδίζει να αποδεχθούν οποιαδήποτε σκέψη αριστεράς στροφής.
Όμως στην συντριπτική τους πλειοψηφία όλοι τους αντιλαμβάνονται πλήρως την ακαταγώνιστη δύναμη του ριζοσπαστικού ρεύματος, που διατρέχει την κοινωνία και αναζητούν εναγωνίως τον βέλτιστο τρόπο αλλαγής της δημόσιας εικόνας τους και δημιουργίας προϋποθέσεων στέγασης στο νέο αριστερό σχήμα διακυβέρνησης, που είναι προ των πυλών της εξουσίας.

Έτσι το μετεκλογικό τοπίο φαίνεται μεν να παρουσιάζει μια ρευστότητα και μια κινητικότητα, η οποία όμως είναι μάλλον επίπλαστη και πάντως απολύτως ευδιάκριτη σε σχέση με την κατηγοριοποίηση πολιτικών κομμάτων και προσώπων.
Η πρώτη κατηγορία είναι κόμματα και πρόσωπα, που έχουν συνδέσει απόλυτα την ύπαρξή τους στο άρμα της θητείας της παρούσας κυβέρνησης. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκουν τα συγκυβερνώντα κόμματα ΠΑΣΟΚ,ΝΔ και τα πλείστα των στελεχών τους, ιδίως όσα έχουν θητεύσει σε κυβερνητικές θέσεις. 
Εδώ εντάσσονται και πολιτικοί, οι οποίοι ελπίζουν σε μια έστω και μικρής διάρκειας κυβερνητική αξιοποίηση και ως εκ τούτου παραμένουν αναφανδόν υπέρμαχοι του κυβερνητικού έργου. 
Η επίτευξη εκλογής νέου Προέδρου Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή αποτελεί γι αυτούς μόνη ελπίδα σωτηρίας.
Στη δεύτερη κατηγορία είναι πολιτικοί, που επιδιώκουν να αξιοποιήσουν μέχρι τελευταία στιγμή την συμμετοχή τους σ’ αυτήν την κυβέρνηση, αλλά συγχρόνως να διατηρήσουν τη δυνατότητα πολιτικής επιβίωσης μετά την επερχόμενη πτώση της. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει ο κ. Βενιζέλος και μια πλειάδα στελεχών του ΠΑΣΟΚ, που ευελπιστούν ότι μια ενδεχόμενη ισχνή πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ θα τον αναγκάσει να καταφύγει σε ετερόκλητο κυβερνητικό σχήμα «προσωπικοτήτων». Αυτήν δε την σκοπιμότητα εξυπηρετεί και η περιστασιακή δημιουργία της ΕΛΙΑΣ.

Στο ίδιο σκεπτικό κινούνται και όλοι οι υπόλοιποι σχηματισμοί της λεγόμενης «κεντροαριστεράς». 
Παλιοί, απαξιωμένοι από την πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση (ΔΗΜΑΡ), καθώς και νεότευκτοι (ΠΟΤΑΜΙ-ΕΛΙΑ) ή υπό σύσταση (Κίνηση Λυκούδη), όλοι ένα μόνο στόχο έχουν. Να εγκλωβίσουν ένα ποσοστό ψηφοφόρων άνω του 3%, που θα τους δώσει την δυνατότητα να διαπραγματευθούν κάποιο μερίδιο στην επόμενη κυβέρνηση.

Παρόμοια όλοι πλέον οι πολιτικοί αυτού του παραδοσιακά  τυχοδιωκτικού χώρου της άλλοτε ψευδεπίγραφης σοσιαλδημοκρατίας και νυν ψευδώνυμης κεντροαριστεράς, έχουν αποδυθεί σ’ ένα αγώνα προσωπικής πολιτικής στρατηγικής.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, αλλά κυρίως η επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων που αυτό επέφερε, τους αναγκάζει να υποσκελίσουν κάθε ηθικό ή «ιδεολογικό» φραγμό και να αναζητήσουν όσον τάχιστα πολιτικό σωσίβιο.
Έτσι άλλοι εγκαταλείπουν όπως όπως τα κόμματα όπου στεγάζονταν μέχρι τις εκλογές, άλλοι σπεύδουν να κάνουν τις μεταγραφές τους, ενώ δεν λείπουν κι αυτοί που παραμένουν στα κόμματά τους κι επιχειρούν να τα στρέψουν προς την κατεύθυνση του νέου αριστερού  «ανέμου» που πνέει στο εκλογικό σώμα.
Ο σώζων εαυτόν σωθείτω, είναι με δυο λόγια η κατάσταση που θα επικρατήσει στο μεσοδιάστημα μέχρι τις βουλευτικές εκλογές.

Ευνόητη λοιπόν είναι η στάση όλων αυτών και απολύτως κατανοητή η φαιδρή εικόνα, που παρουσιάζει ο χώρος της λεγόμενης «κεντροαριστεράς».
Το πιο ενδιαφέρον ζήτημα όμως είναι, πόσο εύπιστος θα φανεί αυτή τη φορά ο μέσος ψηφοφόρος.
Γιατί αυτός ήταν με την ψήφο του στις ευρωεκλογές, που έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα των πολιτικών εξελίξεων και αυτός θα είναι εκείνος, που θα ελέγξει και θα κατευθύνει την περαιτέρω πορεία των πραγμάτων.
Ο ξένος παράγων και η διακαής επιθυμία του να συντηρήσει στην εξουσία τον παρόντα κυβερνητικό σχηματισμό είναι δεδομένη. Η «καλή διάθεση» των ΜΜΕ να στηρίξουν αυτό το «εθνοσωτήριο» στόχο επίσης πρέπει να θεωρείται υπαρκτή.

Ο μόνος που μπορεί να κάνει τη διαφορά είναι η κοινή γνώμη. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε οι ΑΝΕΛ, ούτε πολλώ μάλλον οι ηγετικές τους ομάδες.
Όσο πιο έντονη καταγραφεί η αποδοκιμασία των ψηφοφόρων στην εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων, τόσο πιο ισχυρή θα είναι η πίεση αλλαγής προς όλους τους αναγκαίους αποδέκτες.

Μια αναμφισβήτητη αποδοκιμασία της συγκυβέρνησης με αντίστοιχη συσπείρωση γύρω από σαφώς αντιμνημονιακά κόμματα της αντιπολίτευσης είναι ο μόνος ασφαλής τρόπος αποτροπής της συνέχισης αυτής της αντιλαϊκής διακυβέρνησης.
Ο μόνος τρόπος που θα οδηγήσει:
 Αμφιταλαντευόμενα πολιτικά μορφώματα και πρόσωπα να συστοιχηθούν  με την αξιωματική αντιπολίτευση.
Καθεστωτικά ΜΜΕ να γείρουν προς την πλευρά του προβλεπόμενου νέου κυβερνητικού πόλου.
Και τέλος το Ευρωπαϊκό  πολιτικό και οικονομικό Διευθυντήριο να συμβιβασθεί στην ιδέα μιας άλλης διακυβέρνησης με λιγότερα κέρδη για τις τράπεζες και τους δανειστές, πιο συμφέρουσες προοπτικές για τη χώρα και πιο ανθρώπινες συνθήκες για τους κατοίκους της.

Τόσο απλά είναι τα πράγματα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι αυτονόητα για το σύνολο του χειμαζόμενου Ελληνικού λαού ή ότι από μόνη της η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών θα είναι αρκετή για την αλλαγή της διακυβέρνησης προς προοδευτική κατεύθυνση.
Βεβαίως νομοτελειακά οι οικονομικές συνθήκες επηρεάζουν  το σκεπτικό και θυμικό των ανθρώπων δημιουργώντας ανάλογες υποκειμενικές συνθήκες.
Όμως εκεί σπουδαίος αρχίζει ο ρόλος της πολιτικής προσωπικότητας, ο ρόλος των κομμάτων, που καλούνται να αξιοποιήσουν τις ιστορικές αντιθέσεις προς την κατεύθυνση των στρατηγικών τους στόχων.
Ο βαθμός επιτυχίας των αντιμνημονιακών κομμάτων στην δημοσιοποίηση των θέσεων και των προγραμμάτων τους θα έχει καθοριστική σημασία.


Ο νοών νοείτω και ο έχων ώτα  ακούειν ακουέτω…