Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

O (not absolutely but definitely Wrong) Mr. Jacques ROGGE και η (not definitely but absolutely ridiculous) ελληνική εμφάνιση.

Οδυνηρά έκθαμβο έμεινε το ελληνικό έθνος απανταχού της οικουμένης από την εικόνα, που παρουσίασε η χώρα μας στους 29ους Ολυμπιακούς αγώνες.
Και βεβαίως το σοβαρότερο πρόβλημα δεν είναι η πενιχρότατη συγκομιδή μεταλλίων, ζήτημα που προφανώς αποτελεί μόνον την κορυφή του παγόβουνου.
Το πιο καταθλιπτικό είναι η διαχείριση του όλου θέματος από όλους αυτούς, που άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονται σ’ αυτό το αθλητικό, πολιτιστικό και διπλωματικό Βατερλώ.
Καλώς ή κακώς οι ολυμπιακοί αγώνες έχουν αποκτήσει μια μεγάλη διεθνή απήχηση, μονοπωλούν τα φώτα της δημοσιότητας και παίζουν σημαντικό ρόλο στην διεθνή εικόνα των χωρών, που συμμετέχουν σ’ αυτούς.
Αυτό είναι μια πραγματικότητα, που οφείλουμε να παραδεχθούμε ανεξάρτητα από την προσωπική άποψη του καθενός περί του δέοντος γενέσθαι.
Αυτή η πραγματικότητα επιβάλει σε κάθε συμμετέχουσα χώρα να αντιμετωπίζει τη συμμετοχή της με την απαιτούμενη στοιχειώδη σοβαρότητα.
Πολλώ μάλλον η χώρα μας, που σαν πολιτιστική μητέρα των αγώνων βρίσκεται πάντοτε στην πρώτη θέση του παγκόσμιου ενδιαφέροντος.
Είναι γνωστότατο σε όλους τους εμπλεκόμενους και ούτως ή άλλως αυτονόητο και για τον τελευταίο ηλίθιο σ’ αυτόν τον πλανήτη ότι υπάρχουν κάθε φορά χιλιάδες άνθρωποι στον κόσμο, που μαθαίνουν ότι υπάρχει κάποια Ελλάδα στη γη μόνο και μόνο γιατί τυχαίνει να παρακολουθούν τους Ολυμπιακούς αγώνες.
Αυτός και μόνο είναι ένας πολύ σοβαρός λόγος για να προσπαθούμε κάθε φορά, όχι να βγούμε πρώτοι στα αθλήματα, αλλά κυρίως να παρουσιάσουμε ένα αξιοπρεπές πρόσωπο μιας σύγχρονης πολιτισμένης και νοικοκυρεμένης δημοκρατίας.
Το 2004 παρά το φιάσκο των δρομέων ταχύτητας παρουσιάσαμε μια γενικά εξαιρετική εικόνα και σε οργανωτικό και σε αθλητικό επίπεδο.
Το πάθημα της Θάνου και του Κεντέρη για κάθε άλλο κράτος θα γινόταν μάθημα.
Οι πανέξυπνοι όμως Κυβερνητικοί και αθλητικοί έλληνες παράγοντες δεν ίδρωσαν καθόλου.
Αντί να σηκώσουν τα μανίκια και να στρωθούν στη δουλειά, έδρεψαν θρασύτατα τις δάφνες από τον ιδρώτα των προκατόχων τους.
Ξεθεώθηκαν στις δεξιώσεις και τις φωτογραφήσεις.
Στριμώχθηκαν αυτάρεσκα και ιδιοτελώς μπροστά στις κάμερες.
Ξεκοκάλισαν τα περικομμένα κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού,
Αξιοποίησαν στο έπακρο τις ευκαιρίες προσωπικής προβολής και κάλυψαν με το παραπάνω τις ανάγκες τους για χλιδάτο τουρισμό στη χώρα του δράκου.
Ωσάν μωρές παρθένες επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια δεν συνέλαβαν το μήνυμα της WADA, δεν θωράκισαν θεσμικά τον αθλητισμό, δεν έλεγξαν επαρκώς τις ομοσπονδίες, δεν φρόντισαν για την πρόοδο των αθλητών, δεν τράβηξαν τ’ αυτί στους εμπόρους αναβολικών και τα βαποράκια τους.
Και όταν ήρθε ή ώρα της δοκιμασίας, ακόμα και τότε δεν μπήκαν στον κόπο να εκτελέσουν στοιχειωδώς τα καθήκοντά τους.
Ακόμη και μετά την έναρξη των αγώνων συνέχισαν να επιδίδονται σε τουρισμό και σε προσωπικές δημόσιες σχέσεις.
Διότι πως αλλιώς δικαιολογείται ότι δεν αντέδρασαν στον αποκλεισμό της Θάνου και το διασυρμό της Χαλκιά;
Ότι επέτρεψαν να εμφανισθεί ως αρχηγός της Ελληνικής Δημοκρατίας ο τέως βασιλιάς.
Ότι για να μη χαλάσουν τις προσωπικές τους σχέσεις με τον κ. Ρόγκ του επέτρεψαν να παίξει όλο αυτό το αηδιαστικό παιχνίδι εις βάρος της χώρας μας.
Δεν θέλουμε να είμαστε καχύποπτοι ούτε μας αρέσουν οι συνομωσιολογίες.
Όμως δεν μπορούμε να πιπιλάμε και το δάκτυλό μας, ιδίως όταν προσπαθούν να μας το βάλουν με το ζόρι στο στόμα κάποιοι τέτοιοι τύποι σαν τον κ. Wrong.
Διότι αυτός ο κύριος είναι ο τελευταίος, που νομιμοποιείται να το παίζει άγιος σε σχέση με τα αναβολικά.
Αυτή και μόνη η ιδιότητά του ως Προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής τον καθιστά υπ’ αριθμόν ένα υπεύθυνο και υπόλογο για όλα τα στραβά των ολυμπιακών διοργανώσεων και προφανώς για την φαρισαϊκή διαχείριση του εγκλήματος των αναβολικών.
Οι βελτιώσεις των αθλητικών ρεκόρ, που έχουν σημειωθεί την τελευταία δεκαετία απαιτούν μετάλλαξη του ανθρώπινου οργανισμού, που για να συντελεσθεί θα χρειαζόταν υπό κανονικές συνθήκες την πάροδο αρκετών αιώνων. Και μάλιστα θα απαιτούσε μια άλλη κατεύθυνση του τρόπου διαβίωσης, η οποία να ευνοούσε την εκγύμναση του ανθρώπινου σώματος, ενώ αντίθετα η σύγχρονη καθημερινότητα προάγει την χαλάρωση και την αποδυνάμωση του μυϊκού συστήματος.
Είναι επομένως ευνόητο και για τον τελευταίο βλάκα του πλανήτη ότι τα ρεκόρ αυτά επιτυγχάνονται με βιοχημικά υποστηριζόμενη μετάλλαξη.
Μόνο ο κ. Wrong προσποιείται ότι δεν το αντιλαμβάνεται.
Γιατί άραγε; Διότι απλούστατα αν το παραδεχόταν θα τίναζε στον αέρα όλο το επιχειρηματικό διασύμπλεγμα των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων με την εξαμβλωματική μορφή, όπου τους έχουν καταντήσει ο κ. Wrong και οι “Αθάνατοι” συνεταίροι του.
Επομένως ο κ. Ρογκ δεν νομιμοποιείται να το παίζει επιλεκτικός τιμητής κάποιων δύστυχων αθλητών, που είναι τα θύματα της όλης υπόθεσης.
Πολύ περισσότερο δεν δικαιούται να επιτίθεται εναντίον της Ελλάδος με προφανή στόχο την εξεύρεση αποδιοπομπαίου τράγου αίροντος τις αμαρτίες όλων των συμμετεχόντων.
Oχι απλά διότι σ’ αυτή τη χώρα χρωστάει την ύπαρξή του και τη χλιδάτη διαβίωσή του.
Αλλά διότι είναι εξαιρετικά αστείος ο ισχυρισμός ότι «το χρυσό μετάλλιο του ντόπιγκ» το έχει μια χώρα, της οποίας οι αθλητές κατηγορούνται πως κατανάλωσαν προπολεμικά σκευάσματα και πέτυχαν μια από τις χειρότερες θέσεις στην τελική κατάταξη.
Η κοινή λογική υποδεικνύει ότι το χρυσό μετάλλιο πρέπει να ανήκει σε όποια χώρα καταφέρνει να παρασκευάζει αναβολικά τελευταίας τεχνολογίας μη ανιχνεύσιμα και να συλλέγει τη μερίδα του λέοντος στα μετάλλια και όχι «στην τελευταία τρύπα της φλογέρας», όπως η Ελλάδα.
Το μεγάλο μας πρόβλημα όμως δεν είναι ο κ. Ρόγκ, ο οποίος κάνει τη δουλειά του και άξιος ο μισθός του.
Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι οι δικοί μας παράγοντες (κυβερνητικοί και αθλητικοί), που δεν κάνουν καθόλου καλά τη δική τους δουλειά.
Όλοι αυτοί, που λυμαίνονται ποικιλοτρόπως (οικονομικά ή επικοινωνιακά) τον ελληνικό αθλητισμό και εμφανίζονται σήμερα «να πέφτουν από τα σύννεφα», να παριστάνουν τους εξορκιστές του ντόπιγκ και να διαρρηγνύουν, ως παρθένες, τα ιμάτιά τους.
Όλοι αυτοί, που με περισσή θρασύτητα αντί να ξεσκεπάσουν τον κ. Ρογκ και την πολυεθνική επιχειρηματικότητά του συσστρατεύονται μαζί του σε ένα φαρισαϊκό κυνήγι μαγισσών.
Αυτοί, που κατάφεραν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να καταντήσουν την παγκοσμίως αξιοζήλευτη Ελλάδα του 2004 στην Ελλάδα της ντροπής του 2008, όπως την χαρακτήρισε ο κ.Βουλγαράκης.
Αυτοί οι ριψάσπιδες και οι οσφυοκάμπτες, που ο ρόλος τους είναι να προστατεύουν τον Ελληνικό αθλητισμό και την αξιοπρέπεια της Ελλάδας.
Και αντ’ αυτού, δειλοί και ιδιοτελείς, επιτρέπουν στους βαρβάρους να λοιδορούν την χώρα μας και επιρρίπτουν τις δικές τους ευθύνες στα δυστυχή θύματα, που στην πραγματικότητα είναι από κάθε άποψη οι δύστυχοι αθλητές μας.
Γιατί μόνο θύματα είναι οι αθλητές, είτε έκαναν, όπως τους καταμαρτυρούν, είτε δεν έκαναν, όπως οι ίδιοι επιμένουν, χρήση αναβολικών.

Καθ’ όσον εξ άλλου αφορά στο φετινό σλόγκαν των Ολυμπιακών αγώνων («Ενας κόσμος- ένα όνειρο») αποδείχθηκε κούφια λόγια.
Διότι η πολιτεία του κ. Ρογκ κατέδειξε ότι υπάρχει ο κόσμος των προνομιούχων κρατών, που δρουν ανεξέλεγκτα και παραμένουν στο απυρόβλητο και ο κόσμος των φτωχοπρόδρομων, που φταίνε σε όλα και για όλα.
Στους πρώτους ανήκει ολόκληρος ο κόσμος και στους δεύτερους το όνειρο-εφιάλτης.
Έτσι αυτό που έχουμε να πούμε στον κ. Ρογκ είναι:
“Please Mr. Wrong keep the dream and give us back our world”

Κυριακή 24 Αυγούστου 2008

Η Μήδεια, ως κυβερνητικό σύνδρομο και ο κ. Μολυβιάτης


Τουλάχιστον μέχρι το περασμένο καλοκαίρι ο κ. Μολυβιάτης μπορούσε να θεωρείται αξιοζήλευτος.
Μακροβιότατος πολιτικός χαμηλών τόνων με ουδέποτε λαμπιρίζουσα, αλλά πάντως λαμπρή καριέρα τόσο στην πολιτική, όσο και στην διπλωματία.
Έχοντας χρηματίσει καταξιωμένος σύμβουλος τόσο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του πρεσβύτερου όσο και του νεότερου και έχοντας δημιουργήσει σχολή στη διεθνή διπλωματία, εύλογα συγκαταλέγεται στις πολιτικές φυσιογνωμίες εθνικής, περίπου υπερκομματικής ακτινοβολίας.
Έτσι η τοποθέτησή του στην προεδρία του Ειδικού Ταμείου Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών συνεκτιμουμένης της ηθικής ακεραιότητας του ανδρός δικαιολογημένα δημιούργησε υψηλές προσδοκίες στο Πανελήνιο και ιδιαίτερα στους αναξιοπαθούντες πυρόπληκτους.
Προφανώς η μεγάλη επιτυχία του εράνου για την αποκατάσταση των ζημιών οφείλεται σε κάποιο βαθμό στην εμπιστοσύνη, που ενέπνευσε στους δωρητές η προσωπικότητα του συμπαθέστατου Προέδρου του Ειδικού Ταμείου.
Αξιοζήλευτος λοιπόν μέχρι το περασμένο καλοκαίρι ο κ. Μολυβιάτης, που μέχρι τον διορισμό του σ΄αυτή την ανθρωπιστική επιτροπή φαινόταν να έχει τερματίσει λίαν ευδοκίμως τον πολιτικό και διπλωματικό του μαραθώνιο.

Όμως ένα χρόνο μετά η Σολώνια ρήτρα «μηδένα προ του τέλους μακάριζε», αρχίζει να στοιχειώνει την υστεροφημία του κ. Μολυβιάτη.
Μια προεδρική θέση σε μια εξαιρετικής κοινωνικής ακτινοβολίας επιτροπή, κινδυνεύει να εξελιχθεί σε ηλεκτρική καρέκλα χάρη στη μοναδική ικανότητα της κυβέρνησης «χρυσάφι να πιάνει και στάχτη να γίνεται».
Γιατί πως αλλιώς μπορεί να χαρακτηρισθεί η εξαιρετική εύνοια της τύχης όπου μια Κυβέρνηση αφήνει την Ελλάδα να καίγεται και παραταύτα επανεκλέγεται υπερψηφιζόμενη πανηγυρικά ακόμη και από τους ίδιους τους πυρόπληκτους.
Στη συνέχεια δε χάρη στην κοινωνική αλληλεγγύη των Ελλήνων βρίσκεται άκοπα να διαθέτει δεκάδες εκατομμύρια χωρίς να επιβαρύνει διόλου τα άδεια δημόσια ταμεία.
Τι καλύτερη ευκαιρία για να επιδείξει κοινωνικό έργο «με ξένα κόλυβα».
Φρούδες ελπίδες.
Ουδείς αμφιβάλει για τις καλές προθέσεις του κ. Μολυβιάτη.
Οι πολιτικοί όμως μπορεί να γίνονται συμπαθείς για τις προθέσεις τους, αλλά δοξάζονται μόνο από την αποτελεσματικότητά τους.
Αποτελεσματικότητα, που προς το παρόν τουλάχιστον δεν προκύπτει από τον απολογισμό του Ειδικού Ταμείου.
Διότι το ενδιαφέρον του Ελληνικού λαού προφανώς δεν περιστρέφεται στα αποτελέσματα του εθνικού εράνου. Εστιάζεται μάλλον στην αποτελεσματικότητα της θεραπείας των παθών των θυμάτων των πυρκαϊών.
Η μέχρι σχολαστικότητος ακρίβεια στην λογιστική παρουσίαση του ταμιακού αποτελέσματος του ειδικού ταμείου και ενδιαφέρουσα είναι και ίσως επιβεβλημένη στους χαλεπούς μας καιρούς.
Όμως η επιτροπή και πρωτίστως ο πρόεδρός της δεν πρόκειται να αξιολογηθούν πολιτικά από το πόσα χρήματα μάζεψαν και πόσους τόκους συνέλεξαν.
Θα κριθούν κυρίως από το πόσα χρήματα, πόσο γρήγορα και πόσο επιμελώς εξόδευσαν για την ανακούφιση των ταλαίπωρων πυροπλήκτων.
Και δυστυχώς ως προς αυτό το σκέλος ο απολογισμός, τουλάχιστον κατά τα δημοσιεύματα του τύπου είναι πενιχρός. Κατά τις μαρτυρίες δε των ίδιων των πολύπαθων κατοίκων των πληγωμένων περιοχών είναι μάλλον μηδαμινός.
Ένας χρόνος δεν είναι βέβαια πολύς. Δεν είναι όμως και λίγος.
Ορώμενος μάλιστα από την σκοπιά των πυροπλήκτων κάθε ώρα που περνάει μοιάζει με αιωνιότητα.

Το χειρότερο είναι ότι μπορεί ο κάθε λαός να κυβερνάται σε κάθε ιστορική περίοδο από την κυβέρνηση, που του αξίζει, στην συγκεκριμένη όμως περίοδο αυτή η κυβέρνηση έχοντας χάσει πλέον κάθε ίχνος από τη συλλογική της αξιοπιστία καταναλώνει με απίστευτη ταχύτητα την ατομική αξιοπιστία κάθε αυτόφωτου πολιτικού, πού έχει την ατυχία να την υπηρετεί.
Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο ότι αυτής της δεινής πραγματικότητας κινδυνεύει να πέσει θύμα εκών άκων και ο κ. Μολυβιάτης.
Χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα του κ. Ζορμπά, του οποίου οι διάφοροι κυβερνητικοί καλοθελητές είχαν το θράσος να αμφισβητήσουν όχι μόνον τις πολιτικές του ικανότητες, αλλά ακόμη και την νομική επιστημονική του επάρκεια.
Ίσως επομένως πολιτικοί της ποιότητας του κ. Μολυβιάτη να πρέπει να επανεξετάσουν το πόσο σκόπιμο και πόσο ευφυές είναι να στρατεύονται έστω και σε περιφερειακές δραστηριότητες αυτής της αυτοκαταστροφικής κυβέρνησης, που πλέον όπως η Μήδεια έχει προ πολλού αρχίσει να σκοτώνει τα παιδιά της προκειμένου να επιζήσει.
Ίσως θα πρέπει να ξαναμελετήσουν και να ακολουθήσουν κατά γράμμα στην πολιτική τους πρακτική την βαθυστόχαστη προτροπή του Μεγάλου Αλεξανδρέως Ποιητού, Κωνσταντίνου Καβάφη, που περιέχεται σε ένα όχι διάσημο, αλλά πάντως χρηστικά πολύτιμο ποίημά του, το «όσο μπορείς».
Τους το αφιερώνουμε με ειλικρινή συμπόνια.

«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ΄εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.»

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2008

ΣΕΡΙΦΟΣ 21 Αυγούστου1916.


Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα οι μεταλλωρύχοι της Σερίφου εξεγέρθηκαν ενάντια στις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας στα μεταλλεία σιδήρου στο Μέγα λιβάδι.
Βασικό αίτημα ο περιορισμός του χρόνου εργασίας στις οκτώ ώρες.
Πέντε εργάτες και τέσσερεις χωροφύλακες νεκροί, ο απολογισμός της εργατικής εξέγερσης.
Με τη θυσία τους οι Κυκλαδίτες μεταλλωρύχοι υπήρξαν πρωτοπόροι στον αγώνα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος για το οκτάωρο.
Το ιστορικό αυτό γεγονός αποσιωπήθηκε επιμελώς από τις μετέπειτα Ελληνικές κυβερνήσεις.
Χρειάσθηκε να περάσουν εξήντα έξι χρόνια μέχρι το επίσημο ελληνικό κράτος να αναγνωρίσει επισήμως τη σημασία της εξέγερσης των μεταλλωρύχων της Σερίφου το 1982, επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου.

Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά μια άλλη Ελληνική Κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή με τον νόμο για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας άνοιξε την κερκόπορτα για την αύξηση του οκτάωρου στις δέκα ώρες.

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2008

ΓΕΩΡΓΙΑ: Θερμά επεισόδια ενός ψυχρού πολέμου, που δεν έληξε ποτέ.

Κανείς δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος μπροστά στη βαναυσότητα ενός πολέμου, όποιο και αν είναι το δικαιολογητικό του υπόβαθρο.
Κανείς δεν μπορεί να παραμείνει ασυγκίνητος μπροστά στο δράμα των αμάχων, που βιώνουν την θηριωδία των τυφλών βομβαρδισμών, όποιο και αν είναι το διακύβευμα της σύρραξης.
Καμιά επικοινωνιακή ιδεολογηματική ηθικολογία δεν μπορεί να αντισταθμίσει την εικόνα ενός τρομοκρατημένου ματωμένου παιδικού προσώπου.
Κανένας αγωγός φυσικού αερίου δεν αξίζει την απώλεια έστω και μίας ανθρώπινης ζωής.
Παρόλα αυτά έχει καταντήσει ρουτίνα τα τελευταία χρόνια να παρακολουθούμε περιοδικές αναφλέξεις σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, συμπτωματικά σε αυτές που παρουσιάζουν έντονο ενεργειακό ενδιαφέρον.
Αποτελεί ειρωνεία αν όχι διαστροφική σχιζοφρένεια η ύπαρξη φυσικού ενεργειακού πλούτου σε μια περιοχή να αποτελεί κατάρα για τους δυστυχισμένους κατοίκους της αντί να αξιοποιείται σαν βάση για την οικονομική τους ευημερία.
Στο συρραξιακό σύμπλεγμα του Καυκάσου η χριστιανική Αμερικανικού τύπου Δημοκρατία της Γεωργίας εισέβαλε σε μια Κοσσοβαρικού τύπου μειονοτική χριστιανική περιοχή και προκάλεσε την επέμβαση της χριστιανικής Ρωσικής επανερχόμενης υπερδύναμης.
Ουδείς αμφιβάλει ότι η σύρραξη Ρωσίας Γεωργίας έχει τα χαρακτηριστικά της μονομαχίας ενός γίγαντα με ένα νάνο. Όμως και η επίθεση της Γεωργίας στην Οσσετία έχει τις αναλογίες της γάτας με το ποντικάκι.
Και πόσο ευφυές είναι τελικά ή ποιες ακριβώς σκοπιμότητες εξυπηρετεί το να παριστάνει κανείς τη μαυρόγατα μέσα στην αυλή του «κακού» γίγαντα;
Ενώ όμως είναι πλέον ή βέβαιον ότι ουδείς των εισβολέων εμοίρασε ανθοδέσμες στους άμαχους τα διεθνή μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν με μεγάλο ζήλο τις συνέπειες της Ρωσικής προέλασης και δεν έχουν το παραμικρό στοιχείο για την στρατιωτική δράση των Γεωργιανών δυνάμεων, που κατά ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες έχουν τραγικά ισοπεδώσει την Οσσετία.
Χαρακτηριστική η περίπτωση των ελληνικών καναλιών, που μέσα σε πέντε μέρες κινδυνεύουν να έχουν προβάλει περισσότερες εικόνες φρίκης από τον Καύκασο από όσες προέβαλαν 34 χρόνια από τις θηριωδίες του Αττίλα στην Κύπρο.
Με τούτα και με εκείνα έχει καταντήσει πλέον εξαιρετικά αηδιαστικό το επικοινωνιακό σκηνικό, που στήνεται στα διεθνή μέσα ενημέρωσης για τον εξωραϊσμό των εκάστοτε ανίερων σκοπιμοτήτων.
Αποσιώπηση της πραγματικότητας, μονόπλευρη παρουσίαση των γεγονότων, επιλεγμένες εικόνες, στημένες συνεντεύξεις δήθεν απλών πολιτών, ρηχές ηθικολογικές αναλύσεις αυτόκλητων «ειδικών επιστημόνων» και μυστήριων «πολιτικών αναλυτών», ακόμη και συστηματική διαστρέβλωση της παραμικρής αλήθειας επιστρατεύονται στην προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης.
Μιας κοινής γνώμης, που δυστυχώς πολύ συχνά φαίνεται να επιθυμεί διακαώς τον αποπροσανατολισμό της.
Διότι πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το εκπληκτικό φαινόμενο όπου ανάλογα με την περίπτωση ιδεολογήματα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτοδιάθεσης των λαών, εγκλημάτων πολέμου, διεθνούς τρομοκρατίας κ.λ.π, να χρησιμοποιούνται ανάλογα με την περίσταση για την δικαιολόγηση εκ διαμέτρου αντίθετων δραστηριοτήτων.
Πως δικαιολογείται οι συνήθεις πρωταγωνιστές του αιματοκυλίσματος του πλανήτη να παρουσιάζονται συγχρόνως και ως σωτήρες ή ως εγγυητές της ασφάλειας και της διεθνούς απονομής της δικαιοσύνης;
Πώς γίνεται οι λαοί να συντηρούν αυτά τα εμετικά μέσα ενημέρωσης με την θεαματικότητα και την εντεύθεν οικονομική στήριξη, που τους προσφέρουν;
Πώς γίνεται να αμείβουν με παχυλούς μισθούς όλους αυτούς τους κατ έξακολούθησιν αποτυχημένους περιοδεύοντες διπλωμάτες;
Πως γίνεται να επιβραβεύουν όλους αυτούς τους θλιβερούς ηγετίσκους διά της εκλογής και επανεκλογής τους;
Μήπως όπως οι Έλληνες περίπου συστηματικά τα τελευταία χρόνια επιλέγουν τους αντικειμενικά χειρότερους ως καταλληλότερους για να τους κυβερνούν;

Υ.Γ Και τέλος πάντων η στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης είναι εν πολλοίς και κατανοητή και αναμενόμενη.
Μπορεί όμως κανείς να κατανοήσει την αδυναμία του συνόλου των κομμάτων της αντιπολίτευσης να διατυπώσουν μια σαφή και ολοκληρωμένη θέση για το θέμα της Ρωσογεωργιανής εμπλοκής;

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

Πόθεν έσχες: Η χλιδανεργία ως πεμπτουσία της υποκριτικής τέχνης

Πριν από μερικές μέρες σε ένα συνοικιακό Σούπερ-μάρκετ μια ηλικιωμένη κυρία μπροστά από μένα αναγκάσθηκε να αφήσει στην άκρη δυο μικρά γιαουρτάκια και ένα σακουλάκι ρύζι επειδή δεν τις έφταναν τα χρήματα στο ταμείο. Η αξιοπρέπεια στο βλέμμα της με εμπόδισε να επιμείνω στην αψυχολόγητη προσφορά μου να της «δανείσω» τα ελάχιστα ευρώ, που της έλλειπαν. Αισθάνθηκα μια απέραντη ντροπή για τη γενιά μου, που αγωνίσθηκε για «ψωμί-παιδεία-ελευθερία», «για καλλίτερες μέρες» για «τιμημένα γερατειά» και δεν κατάλαβε ότι κάποιοι «γύρω της έκτισαν τείχη».
Και δεν είναι η πρώτη φορά, που το τελευταίο διάστημα έχω ένα σφίξιμο στην καρδιά όταν βλέπω τα μισοάδεια καλαθάκια στα ταμεία των Σούπερ-μαρκετ και αισθάνομαι άβολα με το μισογεμάτο καρότσι μου.
Ίσως αυτός να είναι ο βασικός λόγος, που αισθάνθηκα απέραντη αγανάκτηση με τη δημοσιοποίηση του «πόθεν έσχες» μερικών βουλευτών.
Πριν από μερικά χρόνια κατοχυρώθηκε συνταγματικά η υποχρεωτική ανεργία των βουλευτών. Στην πραγματικότητα θεσμοθετήθηκε το δικαίωμα ανέργων να κυβερνούν τη χώρα.
Αυτό υπήρξε κατά την άποψή μας ένα τραγικό πολιτειακό ολίσθημα, που επινόησαν δυστυχώς συνταγματολόγοι σοσιαλιστικής κυβερνήσεως και ψήφισαν με περισσή επιπολαιότητα όλες οι πτέρυγες της Βουλής.
Και υπήρξε πολιτειακό ολίσθημα διότι απλούστατα η εφαρμογή του έπληξε την δημοκρατική ουσία του πολιτεύματος καθιστώντας εμμέσως πλην σαφώς το στοιχείο της οικονομικής επιφάνειας αναγκαίο προαπαιτούμενο για την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι.
Έτσι ένα πολιτικό δικαίωμα, που αποτελεί την πεμπτουσία της δημοκρατίας φαλκιδεύτηκε από την αναγωγή μιας οιονεί αριστοκρατικής ιδιότητας σε conditio sine qua non της εκλογιμότητας.
Και βέβαια η ενασχόληση με τα ανώτερα κλιμάκια της πολιτικής είχε από καιρό γίνει ακριβό σπορ, αλλά με την συνταγματική αυτή ρύθμιση κατοχυρώθηκε πανηγυρικά η άλωση του δημοκρατικού πολιτεύματος από την αριστοκρατία του χρήματος.
Αποτέλεσμα, αν πιστέψουμε τις κοσμικές στήλες των εφημερίδων σε συνδυασμό με τις δηλώσεις μερικών παλαιών και οψίμων πατρικίων της πολιτικής σκηνής, θα διαπιστώσουμε ότι η δημοκρατία ηγεμονεύεται από μια ιδιόρρυθμη συνομοταξία ανέργων, μερικοί των οποίων διάγουν βίο προκλητικά πολυτελή, συναγωνιζόμενοι σε κότερα και ακίνητη περιουσία τους πλουσιότερους των επιχειρηματιών, κινούμενοι μεταξύ ξαπλώστρας πρώτης σειράς της Μυκόνου και Ελβετικών Άλπεων και από δεξιώσεως σε δεξίωση.
Και το πλέον εξοργιστικό δεν είναι η συνταγματικώς επιβεβλημένη χλιδανεργία τους, που αποτελεί πλέον ύβρι για τον οικονομικά χειμαζόμενο Έλληνα ψηφοφόρο.
Περισσότερο εκνευριστική είναι η απύθμενη υποκρισία τους, όταν μιλούν για «ρετιρέ εργαζομένων», για ευθύνη του καταναλωτή «ο οποίος δεν έχει καταναλωτική αυτοσυγκράτηση» ή αφρίζουν κατά του «σκανδάλου του χρηματιστηρίου», ενώ διαθέτουν χαρτοφυλάκια εκατομμυρίων ευρώ.


Ανυπόφορα δε εξοργιστική είναι η επιμέλεια με την οποία βεβαίως στην πραγματικότητα ουδέποτε δηλώθηκε το «πόθεν έσχες». Δηλώνεται απλώς το «πόσα», ενώ θα έπρεπε όχι απλώς να δηλώνεται αλλά να ελέγχεται το «πόθεν», το «πώς» και το «πότε».
Διότι σημασία δεν έχει τόσο πόσα ή ποια είναι τα εισοδήματα ή τα περιουσιακά στοιχεία του κάθε πολιτικού. Σημασία έχει πού τα βρίσκει και πως τα απέκτησε και κυρίως αν άλλαξε και πόσο το οικονομικό του επίπεδο και ο τρόπος ζωής του από τη στιγμή, που εισήλθε στην πολιτική.
Ιδιαίτερα από τη στιγμή, που άσκησε δημόσιο αξίωμα.
Και αυτός ο έλεγχος θα πρέπει να είναι ανάλογος σε όλους όσους ασκούν δημόσιο λειτούργημα, ιδιαίτερα σε τέτοιους δίσεκτους καιρούς.
Η πρόσφατη κατάργηση αυτής της συνταγματικής αβελτηρίας φοβούμεθα ότι δεν προέκυψε επειδή έγινε αντιληπτή η πολιτειακή εκτροπή.
Υποπτευόμεθα ότι υπαγορεύτηκε από το ένστικτο αυτοσυντήρησης των πολιτικών αρχηγών.
Συναισθάνθηκαν πολύ απλά ότι προϊόντος του χρόνου άρχισαν να περιβάλλονται από αχαλίνωτους χλιδάνεργους για την παντελή έλλειψη αιδούς των οποίων αργά ή γρήγορα θα εκαλούντο οι ίδιοι να πληρώσουν το τίμημα της λαϊκής καταισχύνης.