Η Global States of Mind 2014 που συντάσσει κάθε χρόνο η εταιρεία
δημοσκοπήσεων Gallup αποκαλύπτει ότι μόλις 14%
των Ελλήνων δηλώνει ότι αποδέχεται την κυβέρνηση Σαμαρά και τα πεπραγμένα της,
ενώ πάνω από εννέα στους δέκα θεωρεί ότι εντός της κυβέρνησης υπάρχουν
εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς.
Σημειωτέον
ότι οι επιδόσεις αυτές κατατάσσουν την Ελλάδα στις τρείς χειρότερες χώρες της
ΕΕ, από άποψη κυβερνητικής αποδοχής.
Και πως θα
μπορούσε να είναι διαφορετικά για μια κυβέρνηση, που στηρίζουν το δεύτερο και
το τέταρτο κόμμα με ποσοστά που το άθροισμά τους υπολείπεται πλέον σταθερά τουποσοστού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Δεν είναι όμως μόνο οι ξένες και εγχώριες δημοσκοπήσεις που
διαπιστώνουν καθημερινά την αναντιστοιχία της κυβέρνησης με το λαϊκό αίσθημα.
Πυκνώνουν δυστυχώς γι αυτήν οι δημόσιες παρεμβάσεις του
διεθνούς τύπου και διαφόρων ξένων παραγόντων, που επισημαίνουν την ανικανότητα
της συγκυβέρνησης να διαχειριστεί την τύχη της χώρας, υποδεικνύοντας εμμέσως
πλην σαφώς το αναπόφευκτο τέλος της.
Τόσο η δήλωση Ρέπλιγκ περί αβεβαιότητας, που δημιουργεί στις
αγορές το πυροτέχνημα της κυβέρνησης για δήθεν έξοδο από το πρόγραμμα στήριξης,
όσο και το άρθρο της Die Welt, που μιλά για ανώμαλη προσγείωση και για «όνειρα του Έλληνα
Πρωθυπουργού που τινάχθηκαν στον αέρα», σηματοδοτούν μια σαφή μεταστροφή της Γερμανικής
πλευράς σε σχέση με τα Ελληνικά πολιτικά πράγματα.
Φαίνεται ότι γενικά πλέον η ΕΕ συνειδητοποιεί
ότι πρόκειται για μια κυβέρνηση με ημερομηνία λήξεως, η οποία στην προσπάθειά
της να διασωθεί μπορεί να οδηγηθεί σε σπασμωδικές κινήσεις περισσότερο
επικίνδυνες για την ασταθή ευρωπαϊκή οικονομία, από ότι μια νέα κυβέρνηση
λιγότερο πειθήνια, αλλά περισσότερο σταθερή.
Για να είμαστε δίκαιοι η γενική πτώση των
χρηματιστηρίων παγκοσμίως θα ήταν τουλάχιστον γελοίο να αποδοθεί στα υποκριτικά
φληναφήματα της Ελληνικής κυβέρνησης περί δήθεν τέλους του μνημονίου, αποπομπής
του ΔΝΤ και απαλλαγής από την κηδεμονία της Τρόικας.
Η αλήθεια είναι ότι την πτώση των αγορών
προκάλεσε πλήθος ανησυχιών για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, την παγίωση
της κρίσης, την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, την αναζωπύρωση του ψυχρού
πολέμου, την αστάθεια των νομισμάτων αναφοράς (δολαρίου, ευρώ), σε συνδυασμό
πάντα με την δεδομένη σκοπιμότητα βραχυπρόθεσμης κερδοσκοπίας.
Πέρα από την πολιτική εκμετάλλευση των
χρηματιστηριακών διακυμάνσεων δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι κάθε
φορά από αυτές ακριβώς τις διακυμάνσεις μέσα σε ελάχιστες ώρες τεράστια
κεφάλαια αλλάζουν χέρια και κάποιοι (συνήθως υπερατλαντικοί) κερδοσκόποι
αγοράζουν φθηνά ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Έτσι η κατακρήμνιση του Ελληνικού χρηματιστηρίου
ήταν απότοκος της «ρηχότητας» του συγκριτικά με το «βάθος» των αντίστοιχων
ξένων. Τίποτε περισσότερο από την φυσιολογική συμπεριφορά ενός «καρυδότσουφλου»
σε μια τρικυμία όπου τα δυτικά «υπερωκεάνια» υπέστησαν ισχυρές αναταράξεις.
Είναι λοιπόν τουλάχιστον αφελείς και πάντως
στερούνται κάθε σοβαρότητας οι ελληνοκεντρικές προσεγγίσεις, που ούτε λίγο ούτε
πολύ παρουσιάζουν τον Έλληνα πρωθυπουργό ως τον μαθητευόμενο μάγο, που με τους
ερασιτεχνικούς και αμελέτητους χειρισμούς του είναι ικανός να ανεβοκατεβάζει τα
διεθνή χρηματιστήρια.
Το ουσιώδες ζήτημα βρίσκεται αλλού και συνίσταται
κατά βάση στην βαθειά κρίση, πολιτική και οικονομική, που μαστίζει τη Ευρώπη,
ιδιαίτερα τη Ευρωζώνη, και που όλα δείχνουν ότι δεν θα μπορέσει να ξεπερασθεί,
αν δεν αλλάξει ριζικά η εφαρμοζόμενη πανευρωπαϊκά συνταγή.
Διότι αν μέχρι χθες ήταν οι χώρες του νότου, που
δήθεν χαλούσαν την οικονομική εικόνα, τώρα πια καθίσταται ολοένα και πιο φανερό
ότι δεν είναι οι «τεμπέληδες», «φοροφυγάδες», «διεφθαρμένοι», «χαραμοφάηδες»
Έλληνες, Ιταλοί, Ισπανοί που φταίνε αποκλειστικά για την ύφεση της Ευρώπης.
Ύφεση που ταλανίζει ήδη την Γαλλία και απειλεί σοβαρά να διαλύσει το Γερμανικό
«θαύμα».
Όσο κι αν η Γερμανική Καγκελαρία επιμένει να
εθελοτυφλεί, αυξάνονται πια με γοργό ρυθμό εκείνοι που θεωρούν ότι το δόγμα της
δημοσιονομικής πειθαρχίας και η αυστηρή
λιτότητα οδηγεί μαθηματικά την Ευρώπη σε σπιράλ ύφεσης και την Ευρωζώνη σε
αυτοδιάλυση.
Είναι μια συνταγή που, ενώ υποτίθεται ότι έχει
κατασκευασθεί από φιλελεύθερους οικονομολόγους, στην πραγματικότητα αγνοεί
βασικούς κανόνες λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος.
Καλώς η κακώς θεμέλιο του οικονομικού συστήματος
είναι η κατανάλωση. Όχι απλά γιατί αυτή είναι ευθέως ανάλογη με την ευημερία
του καταναλωτή. Κυρίως διότι είναι ευθέως ανάλογη με την ανάγκη επενδύσεων, την
ανάπτυξη, και εν τέλει την κερδοφορία, που αποτελεί αυτοσκοπό του καπιταλισμού.
Αν δεν υπάρχει αγοραστής, κανένας δεν μπαίνει
στη διαδικασία να επενδύσει χρήματα για την παραγωγή, οποιουδήποτε προϊόντος.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η ζήτηση, όχι απλώς
προηγείται της προσφοράς, αλλά αποτελεί και αναγκαίο κίνητρο για την έναρξη
παραγωγής, άρα επενδύσεων, άρα ανάπτυξης.
Η Γερμανική εμμονή για "εσωτερικές υποτιμήσεις" των εθνικών οικονομιών "βάζει τα άλογα πίσω από το κάρο".
Η άποψη ότι με την εισοδηματική υποβάθμιση και
την φορολογική αφαίμαξη του καταναλωτή, θα δημιουργήσουμε επενδυτικό ενδιαφέρον
για ανταγωνιστικές επιχειρήσεις είναι τουλάχιστον φαιδρή.
Τρανή απόδειξη οι ευρωπαϊκές οικονομίες, που μετά
από έξι χρόνια «δημοσιονομικής πειθαρχίας» (διάβαζε βαρβαρότητας), συνεχίζει να
βουλιάζει σε ύφεση, αποβιομηχάνιση και εξαθλίωση.
Και ενώ ξεκινήσαμε με κλείσιμο επιχειρήσεων στον
ευρωπαϊκό νότο, τώρα φθάσαμε σε μείωση του κύκλου εργασιών των βιομηχανιών της
ίδιας της Γερμανίας.
Αντίθετα με τα προπαγανδιστικά σενάρια
αναπτυξιακής προοπτικής, που αναμασούν επί έξι χρόνια οι νεοφιλελεύθερες
ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αυτό που επιβεβαιώνεται στην πράξη είναι η παγίωση της
στασιμότητας, η σταθεροποίηση της ύφεσης και η μεγέθυνση της εξαθλίωσης.
Πρόκειται λοιπόν για μια συνταγή, που δεν έχει
λάβει υπ’ όψιν της τους βασικούς κανόνες λειτουργίας και κερδοφορίας, τουτέστιν
επιβίωσης του καπιταλιστικού συστήματος.
Κι αυτό την καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνη για τα
κράτη μέλη (μηδέ της Γερμανίας εξαιρουμένης), κατ’ επέκταση για ολόκληρη την ΕΕ
και την Ευρωζώνη και εν τέλει για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
Έτσι δεν είναι παράξενο, που οι αγορές ανησυχούν,
αποφεύγουν τις μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις και περιορίζονται σε βραχυπρόθεσμες
κινήσεις, που προκαλούν έντονες χρηματιστηριακές αναταράξεις.
Οι δηλώσεις των διαφόρων οικονομικών και
πολιτικών παραγόντων της ΕΕ είναι όλο και λιγότερο πιστευτές από τους ανά την
υφήλιο κεφαλαιούχους. Και πλησιάζει η μέρα, που όταν μιλάει ο διοικητής της
ΕΚΤ, οι εκπρόσωποι της Ευρωζώνης ή οι Υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ οι αγορές θα
τους παίρνουν στο ψιλό.
Συγχρόνως
αυτό που στην αρχή εφαρμογής της Γερμανικής συνταγής προέβλεπαν μερικοί
«ακραίοι αριστεροί» σήμερα αποτελεί κοινή αντίληψη της πλειοψηφίας των
Ευρωπαίων πολιτών, ανεξάρτητα από τις παραδοσιακές πολιτικές τους απόψεις.
Ακόμη και ο επιχειρηματικός κόσμος, που σε πρώτη
φάση υποστήριζε το γερμανικό σχέδιο, τώρα αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για οικονομική
συνταγή αυτοκτονίας.
Συνταγή που μοιάζει να έχει συνταχθεί όχι από τεχνοκράτες
οικονομολόγους, αλλά από πολιτικούς τσαρλατάνους καθοδηγούμενους από
αδίστακτους κερδοσκόπους, εμφορούμενους από καταστροφική ληστρική βουλιμία.
Αυτή η διαπίστωση, που τείνει να γίνει κυρίαρχη
στην Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, είναι αναπόφευκτο να συνοδευθεί με την συναντίληψη
της ανάγκης άμεσης αλλαγής της συνταγής.
Η ανοησία της αναμονής επενδύσεων διά του
στραγγαλισμού της κατανάλωσης θα εγκαταλειφθεί.
Η σκέψη της ανάγκης επιστροφής στην ανάπτυξη με
αναθέρμανση της οικονομίας μέσω δημοσίων επενδύσεων και τόνωσης της κατανάλωσης
μέσω της αύξησης των μισθών και των συντάξεων, θα πρυτανεύσει.
Η απαλλαγή από τις αδιέξοδες πολιτικές δεν θα
είναι αποτέλεσμα της επικράτησης της σημερινής ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης.
Θα είναι νομοτελειακή εξέλιξη επιβαλλόμενη από
την αδήριτη τάση αυτοσυντήρησης του καπιταλιστικού συστήματος.
Αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην αλλαγή
κυβερνήσεων και στην αντικατάσταση πολιτικών προσώπων σε όλη την ευρωπαϊκή
επικράτεια.
Οι διεργασίες έχουν ήδη δρομολογηθεί.
Αυτός είναι ο λόγος που πολιτικές δυνάμεις και
πρόσωπα από ιστορικά αντίπαλους χώρους ήδη βγαίνουν στο προσκήνιο με εκπληκτικά
συγκλίνουσες απόψεις περί του πρακτέου.
Αντίστοιχα πλησιάζει η ώρα συνταξιοδότησης των
εκφραστών και εφαρμοστών της αδιέξοδης
πολιτικής της τελευταίας εξαετίας.
Οι αγορές -το οικονομικό διευθυντήριο- για τις
οποίες είναι ούτως ή άλλως αναλώσιμοι τους έχει ήδη ξεγράψει. Τα διεθνή ΜΜΕ
σπεύδουν να επανατοποθετηθούν θετικά απέναντι σε κόμματα και πολιτικούς που
μέχρι πρότινος λοιδορούσαν.
Καθώς συνειδητοποιούν την πολιτική τους απαξίωση
οι δορυφορικές κυβερνήσεις σαν τι δική μας καταλαμβάνονται από πανικό.
Οι μητροπολιτικές, Γερμανία-Γαλλία, περιπίπτουν
σε αμηχανία.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της φαιδρής
συνάντησης του Γάλλου Υπ.Οικ. Michel Sapin με τον Γερμανό ομόλογό τουWolfgang Schäuble στο Βερολίνο, όπου απλώς μετέθεσαν τη συζήτηση των επειγόντων
προβλημάτων της Ευρωζώνης στον Δεκέμβριο.
Πρόκειται για φιάσκο τεραστίου μεγέθους, που οι
εφημερίδες Γαλλίας και Γερμανίας το πέρασαν στα ψιλά στην προσπάθειά τους να το
υποβαθμίσουν.
Οι υποτιθέμενοι αρχιτέκτονες της Ευρωπαϊκής
οικονομικής πολιτικής συναντήθηκαν για να διαπιστώσουν ότι δεν διαθέτουν σχέδιο
διαχείρισης της άθλιας κατάστασης, που οι συνταγές της Γερμανίας και η τυφλή
υπακοή των υπολοίπων έχει δημιουργήσει.
Κι ανέθεσαν την δημιουργία του σχεδίου σε
βοηθούς, που θα το εκπονήσουν μέχρι το
Δεκέμβριο.
Εν τω μεταξύ μέχρι τότε η ΕΕ θα συνεχίσει να
υφίσταται τις συνέπειες της αβελτηρίας, της αναποφασιστικότητας και του πανικού
τους.
Είναι προφανές ότι οι κύριοι αυτοί και όσοι
συνέδεσαν μ’ αυτούς την πολιτική τους σταδιοδρομία έχουν τελειώσει.
Οι επίδοξοι αντικαταστάτες τους έχουν ήδη
καταλάβει θέσης στην αφετηρία της κούρσας διαδοχής.
Στους ευρωπαϊκούς λαούς εναπόκειται το έργο να
επιλέξουν σε ποιους θα επιτρέψουν να κερδίσουν.
Αλλά κυρίως και τι θα τους αναγκάσουν, να
υλοποιήσουν στην συνέχεια, από όσα αισιόδοξα και ευχάριστα θα υποσχεθούν.
.