Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Η φτώχεια δεν γεννάει μόνο Γιάννη Αγιάνηδες και Ιαβέρηδες...


Εδώ και 48 ώρες η ελληνική κοινωνία  και ο καθρέπτης της, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν πάρει φωτιά από τον συγκλονιστικό θάνατο ενός νεαρού παιδιού,19 ετών, που έχασε τη ζωή του για φαινομενικά ασήμαντη αιτία.
Από τη μια ο απλός κόσμος, που εκφράζει με κάθε τρόπο (συχνά με οργή και υπερένταση) την αγανάκτησή του για την συνταρακτική απώλεια και από την άλλη γνωστοί και μη εξαιρετέοι στυλοβάτες τους συστήματος εξουσίας, που εστιάζουν στην παραβατικότητα του θύματος και την νομότυπη άσκηση των καθηκόντων του ελεγκτή.

Ποια αλήθεια ήταν αυτή η «στυγερή» παραβατικότητα, που στοίχισε τη ζωή ενός δεκαενιάχρονου παλληκαριού;
«Ηταν ένας τζαμπατζής».  Έκανε χρήση τρόλεϊ  αποφεύγοντας να πληρώσει το εισιτήριο των 1,20 ευρώ της συγκεκριμένης διαδρομής. Και μάλιστα δεν ήταν η πρώτη φορά, όπως σπεύδουν να «ενημερώσουν» όλα τα φιλοκαθεστωτικά ΜΜΕ, υιοθετώντας άκριτα αναπόδεικτους ισχυρισμούς του ελεγκτή.
Αυτή η «δόλια» αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου κατά την αντίληψη «εγκρίτων» μελών της  Ελληνικής διανόησης και όχι μόνον, ήταν επαρκής  λόγος για να δικαιολογήσει την συμπεριφορά του ελεγκτή, που αντικειμενικά είχε ως αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του παιδιού.

Μωρία, τυπολατρία, κοινωνική αναλγησία, διαστροφική διάθεση αποστασιοποίησης από την μέση αντίληψη της κοινής γνώμης ή απλή σταδιοδρομική σκοπιμότητα;
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου με αποτέλεσμα ακόμη και αυτοαποκαλούμενοι  «αριστεροί» να μπερδεύουν στην κυριολεξία τον μπούσουλα και υπό την πίεση συνθλιπτικών ιστορικών  συνθηκών και πρωτόφαντων καταστάσεων να χάνουν το προοδευτικό τους προσωπείο και να εκδηλώνουν απόψεις και συμπεριφορές ανάρμοστες στην ιδεολογία και την πνευματική τους ιδιότητα. 

Ο Βίκτωρ Ουγκώ είχε περιγράψει με εξαιρετική ενάργεια και ευαισθησία την  ακαταγώνιστη δύναμη της φτώχειας στην ανάπτυξη παρορμητικής παραβατικότητας. Καθώς επίσης και την αθλιότητα της καταδιωκτικής εμμονής του «επαγγελματικού» ελεγκτικού οργάνου.

Διακόσια χρόνια μετά οι υποτιθέμενοι πνευματικοί κληρονόμοι του δείχνουν να μη κατανοούν καθόλου το μεγαλειώδες λογοτεχνικό του έργο, αλλά το χειρότερο από όλα, να στερούνται στοιχειώδη προσόντα για την συγγραφική τους νομιμοποίηση.
Η ικανότητα να ψηλαφείς τις πληγές της κοινωνίας, να οσμίζεσαι την περιρρέουσα δυστυχία και τον αρνητικό συλλογικό ψυχισμό που παράγει, να αφουγκράζεσαι την βουβή κραυγή αγωνίας του απλού κόσμου και να μπορείς με τα μάτια της ψυχής να δεις πέρα από την καθεστωτική βιτρίνα και ίσως πέρα από το δικό σου ρόδινο κόσμο. Αυτά είναι ιδιότητες ενδεχομένως όχι επαρκείς, αλλά απολύτως αναγκαίες για να ξεφύγεις από το συρφετό των λογοκλόπων και να εισέλθεις στη χορεία των διανοητών, των ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης.

Με την τυπική έννοια λοιπόν του όρου ο δυστυχισμένος  νέος  εκ προθέσεως παραβίασε τη νομιμότητα, που απαιτεί καταβολή συγκεκριμένου αντιτίμου για την χρήση μέσου μαζικής μεταφοράς. Και από την άλλη πλευρά ο ελεγκτής επιχείρησε να εκτελέσει νόμιμη υποχρέωσή του να ελέγξει την «παραβατικότητα» της συγκεκριμένης πράξης-παράληψης και να επιβάλει το προβλεπόμενο πρόστιμο.
Παραβάτης ο πρώτος, επαγγελματίας ο δεύτερος…
Αλήθεια;  Είναι άραγε τόσο απλά τα πράγματα;
Προφανώς όχι . 

Για τον Βίκτωρα Ουγκώ  miserable, κακότυχος, δυστυχισμένος, άθλιος δεν είναι μόνο ο Γιάννης Αγιάννης , αλλά και ο Ιαβέρης.
Και οι δύο φαινομενικά αντίθετες και αντιμαχόμενες φιγούρες είναι κατ’ ουσίαν θύματα κοινωνικών συνθηκών, που υποβάλλουν και επιβάλλουν  τις διαμετρικές, αλλά συμπληρωματικές συμπεριφορές τους.
Η πείνα οδηγεί τον Γιάννη Αγιάννη να κλέψει ένα καρβέλι ψωμί . Μια στιγμιαία παρορμητική κίνηση, που του επιβάλλει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης  σε ένα κοινωνικό περιβάλλον, που δεν προσφέρει ευκαιρίες και δυνατότητες επιβίωσης στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Μια περίπου αναπόφευκτη παρατυπία ευτελούς αξίας, που στοίχειωσε την υπόλοιπη ζωή του.
 Και από την άλλη ο Ιαβέρης, ο στυγνός, άτεγκτος φύλακας και εφαρμοστής του νόμου, που ο επαγγελματισμός του τον σπρώχνει σε υπέρμετρο ζήλο, εμμονικές και συχνά ανάλγητες συμπεριφορές.
Θύματα και οι δυό των κοινωνικών συνθηκών της πολυτάραχης εποχής τους.

Ακριβώς πανομοιότυπη είναι και η τραγική ιστορία του άτυχου «τζαπατζή».
Ένα παιδί πάνω στο άνθος της ηλικίας του, που σφύζει από όνειρα και ενεργητικότητα, χωρίς ευρώ στην τσέπη σε μια πόλη, που απαιτείται να πληρώσει κάθε στιγμή για τα πάντα.
Πώς περιμένουμε να αντιδράσει; 
Να αγνοήσει την αδήριτη ανάγκη κυκλοφορίας και επικοινωνίας; 
Να παραιτηθεί από το δικαίωμα ζωής; 
Να κλειστεί στο σπίτι και να πεθάνει από μελαγχολία και αδράνεια; 
Να αποδεχθεί τον παραλογισμό της στέρησης στοιχειωδών δικαιωμάτων (προστατευόμενων κατά τα άλλα στην ΕΕ), επειδή δεν διαθέτει το ευτελές, αλλά τόσο δυσεύρετο για την οικογένειά του αντίτιμο των 1,20 ευρώ;

«Ελάτε στο Περιστέρι. Να δείτε τα παιδιά μας χωρίς ένα ευρώ στη τσέπη. Να δείτε το δράμα των νέων μας. Ελάτε για να καταλάβετε επί τέλους, πώς ζούμε. Πως θα θρηνήσουμε κι άλλα παιδιά.»  
Αυτή ήταν η κραυγή αγωνίας μιας Περιστεριώτισας μάνας, που τηλεφώνησε απελπισμένη σε ένα τηλεοπτικό σταθμό ο βράδυ της Θεομητορικής γιορτής, που πολλοί επώνυμοι διασκέδαζαν στα πανηγύρια ανά την Ελλάδα, την ίδια ώρα που ο μεγαλύτερος ίσως δήμος της χώρας ετοίμαζε το ξόδι ενός αδικοχαμένου σπλάχνου του.

Αμφιβάλλει κανείς ότι για την «παραβατικότητα» αυτού του παιδιού ευθύνεται απολύτως η αισχροτάτη ένδεια στην οποία περιήγαγε την οικογένειά του ένα παγκόσμιο σαθρό οικονομικό σύστημα, μια αχρεία Ευρωπαϊκή νομεγκλατούρα και ένα ανίκανο πολιτικό προσωπικό; 
Αμφιβάλλει κανείς ότι η υποτιθέμενη παραβατική βούληση αυτού του άτυχου παλικαριού υπαγορεύθηκε επιτακτικά από  την απανθρωπιά ενός πανευρωπαϊκού καθεστώτος που περιορίζει συστηματικά το ζωτικό χώρο των πολιτών προς χάριν αδηφάγων υπερεθνικών κερδοσκόπων;

Και από την άλλη η τραγική φιγούρα του ελεγκτικού οργάνου. 
Πού η επαγγελματική του επάρκεια εξαρτάται από το πλήθος των «παραβατών» που θα εντοπίσει και η οικονομική του επιβίωση από τον αριθμό των προστίμων, που θα επιβάλλει. 
Και βέβαια ποιοι κάνουν χρήση των μέσων μεταφοράς; Οι πλούσιοι, οι διάσημοι, οι εισοδηματίες; Όχι βέβαια.  Τους φτωχούς πρέπει να κυνηγήσει κατ’ ανάγκην ο ελεγκτής. 
Από τους δυστυχισμένους, που δεν διαθέτουν 1,5 ευρώ για εισιτήριο, πρέπει να καταφέρει να εισπράξει το υπερβολικό πρόστιμο για να βελτιώσει το πενιχρό μηνιάτικό του.
 Πώς να παραμείνει ευαίσθητος στη φτώχεια, τη δυστυχία, τις παρακλήσεις τους για επιείκεια;
 Αμφιβάλλει κανείς ότι  και ο ελεγκτής είναι θύμα του ίδιου σάπιου πολιτικο-οικονομικού συστήματος;

Ενός συστήματος, όπου η θέσπιση και εφαρμογή κανόνων, η δημιουργία και λειτουργία ελεγκτικών μηχανισμών δεν έχει στόχο την τάξη και την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, αλλά την είσπραξη εσόδων με την αφαίμαξη αναξιοπαθούντων. Που καταπιέζονται να πληρώσουν ποσά που είναι αδύνατο να βρούν για να αποφύγουν τις διώξεις και τον κακώς εννοούμενο εξευτελισμό. Γιατί βεβαίως άξια εξευτελισμού δεν είναι μια εξαθλιωμένη κοινωνία που αδυνατεί να πληρώσει, αλλά οι πρωταγωνιστές των αθλιοτήτων, που την οδήγησαν στη μαζική ανέχεια.

Σε μια φυσιολογική πολιτεία ο ελεγκτής θα εκπαιδευόταν κατάλληλα, ώστε να επιτελεί το έργο του με ευπρέπεια, με διπλωματικότητα, χωρίς να δημιουργεί εντάσεις. 
Σε μια φυσιολογική επιχείρηση, δημόσια ή ιδιωτική,  ο ελεγκτής θα είχε οδηγίες να σέβεται το κοινό και  να συμπεριφέρεται ευγενικά, να αποφεύγει τη δημιουργία δυσάρεστων εντυπώσεων. 
 Αντ’ αυτού είναι προφανές ότι επιλέγονται και  «εκπαιδεύονται» με μια αντίληψη «κυνηγών κεφαλών», στους οποίους μάλιστα δίδονται και ειδικά οικονομικά κίνητρα για κάθε «κεφάλι». 
 Πού λοιπόν εντοπίζονται οι ευθύνες του ελεγκτή και που οριοθετούνται οι ευθύνες της Πολιτείας, που παραχωρεί την μονοπωλιακή εκμετάλλευση δημόσιων αγαθών σε ιδιώτες; Ιδιώτες που συνήθως αφήνει ασύδοτους να ρυθμίζουν το αντίτιμο με βάση τους εταιρικούς τους στόχους και όχι με βάση την πραγματική δυνατότητα του πελατολογίου. Και τους οποίους μάλιστα, αντί να περιορίσει θέτοντας τους κοινωνικούς περιορισμούς, συντρέχει στην κερδοσκοπία τους με έξαψη του κοινωνικού αυτοματισμού μέσω απαράδεκτων δηλώσεων του τύπου «δεν θα δεχθούμε άλλους τζαμπατζήδες στα ΜΜΜ».
Και που εν τέλει σταματούν οι ευθύνες της διοίκησης μιας εταιρείας, που παραλείπει  να εκπαιδεύσει αναλόγως τους ελεγκτές και εν πάση περιπτώσει οφείλει και δύναται να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή περιστατικών προπηλακισμού, εξευτελισμού, αφόρητης ψυχολογικής βίας εις βάρος έστω και «τζαμπατζήδων» καταλαμβανομένων; 

Αν λοιπόν δεν αλλάξουν οι πολιτικο-οικονομικές και εν τέλει κοινωνικές συνθήκες είναι μάλλον απίθανο να αποφευχθούν παρόμοια τραγικά περιστατικά.
Περιστατικά που εν πολλοίς είναι αναπόφευκτα αποκυήματα νεοαποικιακών συστημάτων. Όπου παραδοσιακά επιβάλλονται ασύμμετροι έλεγχοι, ποινές και πρόστιμα, επειδή κατά βάση ο στόχος δεν είναι ο συνετισμός ,αλλά μάλλον  η καταλήστευση και εν τέλει  η εξόντωση των ιθαγενών.
Και είναι απογοητευτικό που υπάρχουν ακόμη σ’ αυτό τον τόπο «προοδευτικοί» άνθρωποι της διανόησης και της τέχνης, που αντί να θέσουν το δάκτυλο επί των τύπον των ήλων, χαζολογούν τοποθετούμενοι κατά της νεανικής «παραβατικότητας» και υπέρ του ελεγκτικού «επαγγελματισμού».
Αν σήμερα είναι «τζαμπατζής» ο φτωχός που δεν μπορεί να πληρώσει εισιτήριο, αύριο θα είναι παράνομος τζαμπατζής και αυτός που θα διψάει και θα «κλέψει» νερό, όταν θα έχει πουληθεί σε ιδιωτική εταιρία η ΕΥΔΑΠ;
«Αριστεροί»,  που δεν  πιάνουν το σφυγμό των πραγμάτων, που δεν κατανοούν αυτό που κραυγάζει η Περιστεριώτισα μητέρα. Το λογικόν, το εύλογον και το πασίδηλον.
Αυτό που διακόσια και πλέον χρόνια πριν έχει αντιληφθεί και περιγράψει με απόλυτη σαφήνεια ο Μεγαλειώδης Γάλλος συγγραφέας, σε ένα έργο που όχι αδίκως χαρακτηρίσθηκε κοινωνικό ευαγγέλιο.

Και μια ακόμη λεπτομέρεια.
Ας μη διαφεύγει στους ανόητους σύγχρονους "διανοητές", αλλά και σε όσους ευθύνονται για τα κολοσσιαία κοινωνικά αδιέξοδα  του πλανήτη, ότι ο Βίκτωρ Ουγκώ είχε συμπεριλάβει στους αθλίους του και ακόμη ένα πρωταγωνιστή, αναπόφευκτο  γέννημα των κοινωνικών συνθηκών:
Τον Γαβριά…   
Ένα χαρακτήρα, που ήδη πρωτοστατεί στα κοσμοϊστορικά δρώμενα της πλειοψηφίας των χωρών της ανατολικής Μεσογείου και όχι μόνον…

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Το κόλπο γκρόσο της εκκλησιαστικής περιουσίας.



Τρία εκατομμύρια εξαθλιωμένοι ραγιάδες, μεταξύ των οποίων 600.000 υποσιτιζόμενα παιδάκια, μπορούν πλέον να ατενίσουν με αισιοδοξία το μέλλον μετά το ευήκοο αυτί, που έτεινε ο πολυχρονεμένος μας Πρωθυπουργός στην μεγαλόψυχη πρόταση του σεβασμιοτάτου Αρχιεπισκόπου μας.
Τουταυτό βεβαίως ισχύει και για τα υπόλοιπα επτά εκατομμύρια Ελλήνων, εν δυνάμει εξαθλιωμένων, ως οσονούπω  ανέργων, αστέγων και οικονομικών υποδίκων…

Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα η μεγαλοφυής ιδέα της ίδρυσης μιας εταιρίας «αξιοποίησης» της εκκλησιαστικής περιουσίας είχε από καιρό, χάριτι Θεία, ωριμάσει στο μυαλό του πεφωτισμένου Προκαθήμενου της Ιεραρχίας.
Χρειαζόταν μόνο να βρεθεί ο κατάλληλος Πρωθυπουργός, ο οποίος θα έστεργε να συμπράξει στο μεγαλόπνοο σχέδιο.
Ο κ. Παπανδρέου διέθετε αναμφίβολα την δέουσα ευρύτητα  πνεύματος, αλλά  δυστυχώς εγκατέλειψε την πρωθυπουργία εκτάκτως και απροόπτως.
Ο διάδοχός του κ. Παπαδήμος , ως τεχνοκράτης, δεν υπήρξε Πρωθυπουργός των μεγάλων οραμάτων και των ανοικτών οριζόντων.
Ευτυχώς όμως, ω! του θαύματος, το τιμόνι της χώρας μετά από δύο σκληρές εκλογικές αναμετρήσεις, ανέλαβε ο κος Σαμαράς. Άνθρωπος νουνεχής, οξύνους, αποφασιστικός και κυρίως ρεαλιστής, ως διαπρεπής οικονομολόγος.

Έτσι έφθασε μία και μόνη ολιγόλεπτη συνάντηση των δύο επιφανών ανδρών, ώστε να συμφωνηθούν τα πάντα και να μπει επί τέλους το νερό στο αυλάκι.
Ως αρχιτσιφλικάς της Ψωροκώσταινας ο ένας και ως αδιαφιλονίκητος ισόβιος τσιφλικάς της εκκλησιαστικής περιουσίας ο δεύτερος, συναποφάσισαν εν ριπή οφθαλμού για θέματα, που επί αιώνες προκάτοχοί τους εδίσταζαν να αγγίξουν.
Αμ’ έπος, αμ’ έργον. 
Με τροπολογία αστραπή στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών ιδρύεται Εταιρεία Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας Α.Ε. (ΕΑΕΑΠ) με αποκλειστικό της σκοπό τη «διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση των ακινήτων επί των οποίων διατηρεί περιουσιακά δικαιώματα ή των οποίων ασκεί τη διοίκηση και διαχείριση η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών ή νομικά πρόσωπα ή φορείς που υπάγονται στην δικαιοδοσία της».

Προφανώς τα διαφημιστικά σλόγκαν περί δήθεν ενίσχυσης του φιλανθρωπικού έργου της εκκλησίας αποτελούν προφάσεις εν αμαρτίαις. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, το θέμα θα έπαιρνε μεγάλη δημοσιότητα, θα απασχολούσε τα ΜΜΕ επί μήνες, οι Ενορίες θα το διέδιδαν εν χορδαίς και οργάνοις. Τίποτε όμως από αυτά δεν συνέβη. Τουναντίον πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων, στα en passant των καναλιών, στα ανύπαρκτα των ρεπόρτερ.
Γεγονός που προδίδει ότι οι εμπνευστές του και συνέταιροι δεν επιθυμούσαν καθόλου την προσοχή της κοινής γνώμης. Όταν η «Δεξιά του Κυρίου» συνεταιρίζεται με τους εκπροσώπους του επί της γης η ενημέρωση των κοινών θνητών είναι αρχαιόθεν ανεπιθύμητη. Ενδεχομένως και η οργανωμένη  επίθεση στη Μονή Εσφιγμένου κατά τις ίδιες ημερομηνίες ανακοίνωσης της ίδρυσης της κερδοσκοπικής εταιρίας να μην είναι καθόλου συμπτωματική.

Το εγχείρημα λοιπόν είναι ομολογουμένως μεγαλόπνοο και από πάσης απόψεως μεγαλοφυές.
Τα ακίνητα της εκκλησίας θα περιέρχονται στην  εταιρία (ΕΑΕΑΠ) και εκείνη θα τα «αξιοποιεί» κατά το πρότυπο του ΤΑΙΠΕΔ.
Το προϊόν της «αξιοποίησης» θα περιέρχεται εξ ημισείας στους δύο συνεταίρους.

Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ φαινομενικά η εκκλησία θα αποξενωθεί από περιουσιακά της στοιχεία, εν τούτοις κανένας εκκλησιαστικός παράγοντας, παλαιοημερολογίτης μοναχός, σύλλογος φανατικών κ.λ  δεν έδειξε να ενδιαφέρεται.
Γιατί άραγε; Στο παρελθόν όποτε η πολιτεία διενοείτο να αγγίξει εκλησιαστικά ακίνητα κλήρος και πιστοί εκήρυτταν ιερό πόλεμο.  Και τώρα, όπου φαίνεται να μεθοδεύεται μια ευρείας κλίμακας αποξένωση της εκκλησίας από ων ουκ έστι αριθμητικός προσδιορισμός ακίνητα, ουδείς φαίνεται να ανησυχεί, από τους συνήθεις ζηλωτές.

Ο λόγος είναι μάλλον απλός.
Υπάρχει μια πλειάδα ακινήτων, πλείστα εκ των οποίων εξαιρετικά «φιλέτα», τα οποία είτε έχουν αναγνωρισθεί ως ανήκοντα στην Εκκλησία, αλλά οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις παραμένουν ανεκτέλεστες, είτε παραμένουν διαφιλονικούμενα.
Ως προς τα πρώτα οι εκκλησιαστικοί άνδρες έχουν  χάσει την υπομονή τους, ως προς τα δεύτερα έχουν βαρεθεί να ελπίζουν. Κρίνουν λοιπόν ευνοϊκή την παρούσα συγκυρία, όπου η πολιτική ηγεσία της χώρας είναι πρόθυμη να ρευστοποιήσει οτιδήποτε, χάριν  ικανοποιήσεως των πιστωτών και μακροημερεύσεώς της στην εξουσία.
Όλοι αυτοί, που διατυμπανίζουν ότι ζουν για την εκκλησία, αλλά στην πραγματικότητα ζουν από την εκκλησία, το βλέπουν σαν μια καλή ευκαιρία να συνεταιρισθούν με το Δημόσιο προκειμένου να ξεκοκαλίσουν άμεσα περιουσιακά αντικείμενα, που κατά την μέχρι τώρα συνήθη πορεία των πραγμάτων μάλλον δεν θα προλάβαιναν απολαύσουν εν ζωή. 

Από την άλλη μεριά οι πολιτικοί συνεταίροι τους γνωρίζουν πολύ καλά ότι τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
Όταν με το καλό τελειώσουν τα διαφιλονικούμενα ή δικαστικώς ανεγνωρισμένα ακίνητα της εκκλησίας, τότε με το καλό,Θεού θέλοντος και συγκυρίας επιτρεπούσης, ποιός θα πάρει μυρωδιά, αν και κάποια «καθαρά», παραδοσιακά ακίνητα της εκκλησίας εισφερθούν στην ευαγή εταιρία;  Ή αν αντιθέτως ή εκκλησία «διεκδικήσει» δικαστικά μερικά ακόμη δημόσια ακίνητα και το πολυάσχολο Ελληνικό Δημόσιο ερημοδικήσει ή εμφανίσει χλιαρή αντίδραση στη σχετική δίκη; 

Εξ άλλου τι σημασία θα έχει πλέον αφού πια πολιτεία και εκκλησία θα είναι συναίτεροι και τα κέρδη θα μοιράζονται μεταξύ τους ακριβοδικαίως ;
 Κυρίως δε, μη το ξεχνάμε, θα πηγαίνουν για καλό σκοπό. Το μεν για την ενίσχυση του φιλανθρωπικού έργου, το δε για βελτίωση της αξιοπιστίας της πατρίδος δια της εξοφλήσεως των δανειστών…
Αυτό που επεχείρησαν ανεπιτυχώς στο πρόσφατο παρελθόν κάποιοι προηγούμενοι πατριώτες πολιτικοί με κάποιους φιλάνθρωπους μοναχούς και κατέληξε στο φιάσκο του Βατοπεδινού σκανδάλου, φαίνεται να υπάρχουν όλες οι σοβαρές προϋποθέσεις για να επιτευχθεί σε υπερπολαπλάσια ποσότητα.

Και ίσως έτσι εξηγείται και μία ακόμη απίστευτη συμπεριφορά ιερού κλήρου και ευσεβούς λαού, απέναντι σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα.
Στο θέμα της λειτουργίας των καταστημάτων τις Κυριακές, που ισοδυναμεί με κατάργηση της Κυριακής αργίας.

Οι γνωρίζοντες τα δογματικά ζητήματα (η Σύνοδος της Ιεραρχίας ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία) ξέρουν πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με ευθεία παραβίαση της 4ης από τις Δέκα Εντολές.  Προφανώς γνωρίζουν ότι ο εν λόγω δεκάλογος είναι η θεμελιώδης πεμπτουσία των Ιερών Κανόνων επί των οποίου εδράζεται όλο το σύστημα συμπεριφοράς των πιστών αμφοτέρων των θρησκειών, που έχουν τις ρίζες τους στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη.   
Γνωρίζουν επίσης ότι από τις Δέκα Εντολές, οι τέσσερεις πρώτες είναι ιδιαίτερης βαρύτητας, διότι αναφέρονται και ρυθμίζουν την σχέση και την στάση του πιστού προς τον Θεό.

Θα περίμενε λοιπόν κανείς κάποια σθεναρή αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας απέναντι στην διάθεση της Πολιτείας να επιβάλει στο χριστεπώνυμα πλήρωμα την ανυπακοή σε ένα τέτοιο θρησκευτικό καθήκον.
Παρά πάσα προσδοκία όμως, δεν ήταν κληρικοί και θρησκευόμενοι ούτε καν «ελληνορθόδοξοι» δεξιοί αυτοί, που εναντιώθηκαν στο μέτρο. Ήταν κυρίως  κόμματα της αντιπολίτευσης, κλαδικά συνδικάτα και μάλλον αριστεροί, αυτοί που διαμαρτυρήθηκαν, για άλλους βέβαια,  μακράν των θρησκευτικών, λόγους. 
 Γιατί βέβαια με την λειτουργία ων καταστημάτων τις Κυριακές θα καταργηθεί de facto η πενθήμερη εργασία και θα επισπευθεί δραματικά ο «θάνατος» των τελευταίων εμποράκων…

Όμως ούτε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, ούτε η Σύνοδος της Ιεραρχίας, ούτε οι «ζηλωτές» μοναχοί, ούτε κανείς από τους συνήθως εξεγειρόμενους  άρθρωσε αυτή τη φορά αντίλογο.
Τα καλά και συμφέροντα ημών (Διαγράφονται λέξεις δύο: «ταις ψυχαίς»)…