Εδώ και 48 ώρες η ελληνική κοινωνία και ο καθρέπτης της, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν πάρει φωτιά από τον συγκλονιστικό θάνατο ενός νεαρού παιδιού,19 ετών, που έχασε τη ζωή του για φαινομενικά ασήμαντη αιτία.
Από τη μια ο απλός κόσμος, που εκφράζει με κάθε τρόπο (συχνά
με οργή και υπερένταση) την αγανάκτησή του για την συνταρακτική απώλεια και από
την άλλη γνωστοί και μη εξαιρετέοι στυλοβάτες τους συστήματος εξουσίας, που
εστιάζουν στην παραβατικότητα του θύματος και την νομότυπη άσκηση των
καθηκόντων του ελεγκτή.
Ποια αλήθεια ήταν αυτή η «στυγερή» παραβατικότητα, που
στοίχισε τη ζωή ενός δεκαενιάχρονου παλληκαριού;
«Ηταν ένας τζαμπατζής». Έκανε χρήση τρόλεϊ αποφεύγοντας να πληρώσει το εισιτήριο των
1,20 ευρώ της συγκεκριμένης διαδρομής. Και μάλιστα δεν ήταν η πρώτη φορά, όπως
σπεύδουν να «ενημερώσουν» όλα τα φιλοκαθεστωτικά ΜΜΕ, υιοθετώντας άκριτα
αναπόδεικτους ισχυρισμούς του ελεγκτή.
Αυτή η «δόλια» αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου κατά την αντίληψη
«εγκρίτων» μελών της Ελληνικής διανόησης
και όχι μόνον, ήταν επαρκής λόγος για να
δικαιολογήσει την συμπεριφορά του ελεγκτή, που αντικειμενικά είχε ως αποτέλεσμα
τον θανάσιμο τραυματισμό του παιδιού.
Μωρία, τυπολατρία, κοινωνική αναλγησία, διαστροφική διάθεση αποστασιοποίησης
από την μέση αντίληψη της κοινής γνώμης ή απλή σταδιοδρομική σκοπιμότητα;
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου με αποτέλεσμα ακόμη και αυτοαποκαλούμενοι «αριστεροί» να μπερδεύουν στην κυριολεξία τον
μπούσουλα και υπό την πίεση συνθλιπτικών ιστορικών συνθηκών και πρωτόφαντων καταστάσεων να χάνουν
το προοδευτικό τους προσωπείο και να εκδηλώνουν απόψεις και συμπεριφορές
ανάρμοστες στην ιδεολογία και την πνευματική τους ιδιότητα.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ είχε περιγράψει με εξαιρετική ενάργεια και
ευαισθησία την ακαταγώνιστη δύναμη της
φτώχειας στην ανάπτυξη παρορμητικής παραβατικότητας. Καθώς επίσης και την αθλιότητα
της καταδιωκτικής εμμονής του «επαγγελματικού» ελεγκτικού οργάνου.
Διακόσια χρόνια μετά οι υποτιθέμενοι πνευματικοί κληρονόμοι
του δείχνουν να μη κατανοούν καθόλου το μεγαλειώδες λογοτεχνικό του έργο, αλλά
το χειρότερο από όλα, να στερούνται στοιχειώδη προσόντα για την συγγραφική τους
νομιμοποίηση.
Η ικανότητα να ψηλαφείς τις πληγές της κοινωνίας, να
οσμίζεσαι την περιρρέουσα δυστυχία και τον αρνητικό συλλογικό ψυχισμό που
παράγει, να αφουγκράζεσαι την βουβή κραυγή αγωνίας του απλού κόσμου και να
μπορείς με τα μάτια της ψυχής να δεις πέρα από την καθεστωτική βιτρίνα και ίσως
πέρα από το δικό σου ρόδινο κόσμο. Αυτά είναι ιδιότητες ενδεχομένως όχι
επαρκείς, αλλά απολύτως αναγκαίες για να ξεφύγεις από το συρφετό των λογοκλόπων
και να εισέλθεις στη χορεία των διανοητών, των ανθρώπων του πνεύματος και της
τέχνης.
Με την τυπική έννοια λοιπόν του όρου ο δυστυχισμένος νέος εκ
προθέσεως παραβίασε τη νομιμότητα, που απαιτεί καταβολή συγκεκριμένου αντιτίμου
για την χρήση μέσου μαζικής μεταφοράς. Και από την άλλη πλευρά ο ελεγκτής
επιχείρησε να εκτελέσει νόμιμη υποχρέωσή του να ελέγξει την «παραβατικότητα»
της συγκεκριμένης πράξης-παράληψης και να επιβάλει το προβλεπόμενο πρόστιμο.
Παραβάτης ο πρώτος, επαγγελματίας ο δεύτερος…
Αλήθεια; Είναι άραγε
τόσο απλά τα πράγματα;
Προφανώς όχι .
Για τον Βίκτωρα Ουγκώ miserable, κακότυχος, δυστυχισμένος, άθλιος δεν είναι μόνο ο
Γιάννης Αγιάννης , αλλά και ο Ιαβέρης.
Και οι δύο φαινομενικά αντίθετες και αντιμαχόμενες φιγούρες
είναι κατ’ ουσίαν θύματα κοινωνικών συνθηκών, που υποβάλλουν και επιβάλλουν τις διαμετρικές, αλλά συμπληρωματικές
συμπεριφορές τους.
Η πείνα οδηγεί τον Γιάννη Αγιάννη να κλέψει ένα καρβέλι ψωμί
. Μια στιγμιαία παρορμητική κίνηση, που του επιβάλλει το ένστικτο της
αυτοσυντήρησης σε ένα κοινωνικό
περιβάλλον, που δεν προσφέρει ευκαιρίες και δυνατότητες επιβίωσης στα ευρύτερα
λαϊκά στρώματα. Μια περίπου αναπόφευκτη παρατυπία ευτελούς αξίας, που
στοίχειωσε την υπόλοιπη ζωή του.
Και από την άλλη ο Ιαβέρης, ο στυγνός,
άτεγκτος φύλακας και εφαρμοστής του νόμου, που ο επαγγελματισμός του τον
σπρώχνει σε υπέρμετρο ζήλο, εμμονικές και συχνά ανάλγητες συμπεριφορές.
Θύματα και οι δυό των κοινωνικών συνθηκών της πολυτάραχης
εποχής τους.
Ακριβώς πανομοιότυπη είναι και η τραγική ιστορία του άτυχου «τζαπατζή».
Ένα παιδί πάνω στο άνθος της ηλικίας του, που σφύζει από
όνειρα και ενεργητικότητα, χωρίς ευρώ στην τσέπη σε μια πόλη, που απαιτείται να
πληρώσει κάθε στιγμή για τα πάντα.
Πώς περιμένουμε να αντιδράσει;
Να αγνοήσει την αδήριτη
ανάγκη κυκλοφορίας και επικοινωνίας;
Να παραιτηθεί από το δικαίωμα ζωής;
Να
κλειστεί στο σπίτι και να πεθάνει από μελαγχολία και αδράνεια;
Να αποδεχθεί τον
παραλογισμό της στέρησης στοιχειωδών δικαιωμάτων (προστατευόμενων κατά τα άλλα
στην ΕΕ), επειδή δεν διαθέτει το ευτελές, αλλά τόσο δυσεύρετο για την
οικογένειά του αντίτιμο των 1,20 ευρώ;
«Ελάτε στο Περιστέρι. Να δείτε τα παιδιά μας χωρίς ένα ευρώ
στη τσέπη. Να δείτε το δράμα των νέων μας. Ελάτε για να καταλάβετε επί τέλους,
πώς ζούμε. Πως θα θρηνήσουμε κι άλλα παιδιά.»
Αυτή ήταν η κραυγή αγωνίας μιας Περιστεριώτισας
μάνας, που τηλεφώνησε απελπισμένη σε ένα τηλεοπτικό σταθμό ο βράδυ της Θεομητορικής
γιορτής, που πολλοί επώνυμοι διασκέδαζαν στα πανηγύρια ανά την Ελλάδα, την ίδια
ώρα που ο μεγαλύτερος ίσως δήμος της χώρας ετοίμαζε το ξόδι ενός αδικοχαμένου
σπλάχνου του.
Αμφιβάλλει κανείς ότι για την «παραβατικότητα» αυτού του
παιδιού ευθύνεται απολύτως η αισχροτάτη ένδεια στην οποία περιήγαγε την
οικογένειά του ένα παγκόσμιο σαθρό οικονομικό σύστημα, μια αχρεία Ευρωπαϊκή
νομεγκλατούρα και ένα ανίκανο πολιτικό προσωπικό;
Αμφιβάλλει κανείς ότι η υποτιθέμενη
παραβατική βούληση αυτού του άτυχου παλικαριού υπαγορεύθηκε επιτακτικά από την απανθρωπιά ενός πανευρωπαϊκού καθεστώτος
που περιορίζει συστηματικά το ζωτικό χώρο των πολιτών προς χάριν αδηφάγων
υπερεθνικών κερδοσκόπων;
Και από την άλλη η τραγική φιγούρα του ελεγκτικού οργάνου.
Πού η επαγγελματική του επάρκεια εξαρτάται από το πλήθος των «παραβατών» που θα
εντοπίσει και η οικονομική του επιβίωση από τον αριθμό των προστίμων, που θα
επιβάλλει.
Και βέβαια ποιοι κάνουν χρήση των μέσων μεταφοράς; Οι πλούσιοι, οι
διάσημοι, οι εισοδηματίες; Όχι βέβαια.
Τους φτωχούς πρέπει να κυνηγήσει κατ’ ανάγκην ο ελεγκτής.
Από τους δυστυχισμένους,
που δεν διαθέτουν 1,5 ευρώ για εισιτήριο, πρέπει να καταφέρει να εισπράξει το
υπερβολικό πρόστιμο για να βελτιώσει το πενιχρό μηνιάτικό του.
Πώς να παραμείνει
ευαίσθητος στη φτώχεια, τη δυστυχία, τις παρακλήσεις τους για επιείκεια;
Αμφιβάλλει κανείς ότι
και ο ελεγκτής είναι θύμα του ίδιου σάπιου πολιτικο-οικονομικού
συστήματος;
Ενός συστήματος, όπου η θέσπιση και εφαρμογή κανόνων, η
δημιουργία και λειτουργία ελεγκτικών μηχανισμών δεν έχει στόχο την τάξη και την
εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, αλλά την είσπραξη εσόδων με την αφαίμαξη αναξιοπαθούντων.
Που καταπιέζονται να πληρώσουν ποσά που είναι αδύνατο να βρούν για να αποφύγουν
τις διώξεις και τον κακώς εννοούμενο εξευτελισμό. Γιατί βεβαίως άξια
εξευτελισμού δεν είναι μια εξαθλιωμένη κοινωνία που αδυνατεί να πληρώσει, αλλά
οι πρωταγωνιστές των αθλιοτήτων, που την οδήγησαν στη μαζική ανέχεια.
Σε μια φυσιολογική πολιτεία ο ελεγκτής θα εκπαιδευόταν κατάλληλα,
ώστε να επιτελεί το έργο του με ευπρέπεια, με διπλωματικότητα, χωρίς να
δημιουργεί εντάσεις.
Σε μια φυσιολογική επιχείρηση, δημόσια ή ιδιωτική, ο ελεγκτής θα είχε οδηγίες να σέβεται το κοινό
και να συμπεριφέρεται ευγενικά, να
αποφεύγει τη δημιουργία δυσάρεστων εντυπώσεων.
Αντ’ αυτού είναι προφανές ότι επιλέγονται και «εκπαιδεύονται» με μια αντίληψη «κυνηγών
κεφαλών», στους οποίους μάλιστα δίδονται και ειδικά οικονομικά κίνητρα για κάθε
«κεφάλι».
Πού λοιπόν εντοπίζονται οι
ευθύνες του ελεγκτή και που οριοθετούνται οι ευθύνες της Πολιτείας, που
παραχωρεί την μονοπωλιακή εκμετάλλευση δημόσιων αγαθών σε ιδιώτες; Ιδιώτες που
συνήθως αφήνει ασύδοτους να ρυθμίζουν το αντίτιμο με βάση τους εταιρικούς τους
στόχους και όχι με βάση την πραγματική δυνατότητα του πελατολογίου. Και τους
οποίους μάλιστα, αντί να περιορίσει θέτοντας τους κοινωνικούς περιορισμούς, συντρέχει
στην κερδοσκοπία τους με έξαψη του κοινωνικού αυτοματισμού μέσω απαράδεκτων
δηλώσεων του τύπου «δεν θα δεχθούμε άλλους τζαμπατζήδες στα ΜΜΜ».
Και που εν τέλει σταματούν οι ευθύνες της διοίκησης μιας εταιρείας,
που παραλείπει να εκπαιδεύσει αναλόγως τους ελεγκτές και εν πάση περιπτώσει οφείλει και δύναται να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή περιστατικών προπηλακισμού,
εξευτελισμού, αφόρητης ψυχολογικής βίας εις βάρος έστω και «τζαμπατζήδων» καταλαμβανομένων;
Αν λοιπόν δεν αλλάξουν οι πολιτικο-οικονομικές και εν τέλει
κοινωνικές συνθήκες είναι μάλλον απίθανο να αποφευχθούν παρόμοια τραγικά
περιστατικά.
Περιστατικά που εν πολλοίς είναι αναπόφευκτα αποκυήματα
νεοαποικιακών συστημάτων. Όπου παραδοσιακά επιβάλλονται ασύμμετροι έλεγχοι,
ποινές και πρόστιμα, επειδή κατά βάση ο στόχος δεν είναι ο συνετισμός ,αλλά
μάλλον η καταλήστευση και εν τέλει η εξόντωση των ιθαγενών.
Και είναι απογοητευτικό που υπάρχουν ακόμη σ’ αυτό τον τόπο «προοδευτικοί»
άνθρωποι της διανόησης και της τέχνης, που αντί να θέσουν το δάκτυλο επί των
τύπον των ήλων, χαζολογούν τοποθετούμενοι κατά της νεανικής «παραβατικότητας»
και υπέρ του ελεγκτικού «επαγγελματισμού».
Αν σήμερα είναι «τζαμπατζής» ο φτωχός που δεν μπορεί να
πληρώσει εισιτήριο, αύριο θα είναι παράνομος τζαμπατζής και αυτός που θα διψάει
και θα «κλέψει» νερό, όταν θα έχει πουληθεί σε ιδιωτική εταιρία η ΕΥΔΑΠ;
«Αριστεροί», που δεν πιάνουν το σφυγμό των πραγμάτων, που δεν κατανοούν
αυτό που κραυγάζει η Περιστεριώτισα μητέρα. Το λογικόν, το εύλογον και το πασίδηλον.
Αυτό που διακόσια και πλέον χρόνια πριν έχει αντιληφθεί και
περιγράψει με απόλυτη σαφήνεια ο Μεγαλειώδης Γάλλος συγγραφέας, σε ένα έργο που
όχι αδίκως χαρακτηρίσθηκε κοινωνικό ευαγγέλιο.
Και μια ακόμη λεπτομέρεια.
Ας μη διαφεύγει στους ανόητους σύγχρονους "διανοητές", αλλά
και σε όσους ευθύνονται για τα κολοσσιαία κοινωνικά αδιέξοδα του πλανήτη, ότι ο Βίκτωρ Ουγκώ είχε συμπεριλάβει
στους αθλίους του και ακόμη ένα πρωταγωνιστή, αναπόφευκτο γέννημα των κοινωνικών συνθηκών:
Τον Γαβριά…
Ένα χαρακτήρα, που ήδη πρωτοστατεί στα κοσμοϊστορικά δρώμενα
της πλειοψηφίας των χωρών της ανατολικής Μεσογείου και όχι μόνον…