Το αποτέλεσμα της κάλπης ήταν ένα ηχηρό χαστούκι στην Γερμανίδα Καγκελάριο και τις ανά την Ευρώπη φιλογερμανικές κυβερνήσεις.
Οχι μόνο στις χώρες του Μεσογειακού νότου, αλλά και στις υποτιθέμενες ευημερούσες χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, οι Ευρωπαίοι πολίτες αποδοκίμασαν έντονα τη γερμανική πολιτική, η οποία μετά από πέντε χρόνια «δημοσιονομικής προσαρμογής» συνεχίζει να βυθίζει την γηραιά ήπειρο όλο και πιο βαθιά στο τέλμα της ύφεσης και της φτώχειας.
Παρά ταύτα η αίσθηση, που αποκομίζουν οι ψηφοφόροι είναι ότι κανένα χαστούκι, όσο ισχυρό και αν είναι δεν γίνεται εισακουστό από «κουφούς» κυβερνήτες, ούτε αισθητό σε αναίσθητους πολιτικούς.
Μετά το πρώτο μούδιασμα της Γερμανικής Κυβέρνησης και του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου που την διακονεί, οι συντηρητικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και ιδίως τα απανταχού της Ευρώπης καθεστωτικά ΜΜΕ ανέλαβαν την συνήθη αποστολή να πείσουν την κοινή γνώμη, ότι η κάλπη αποτελεί περίπου μια φωτογραφία των τάσεων της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής και στην πραγματικότητα η διαρκής επιθυμία των Ευρωπαϊκών λαών είναι η κιμαδοποίησή τους στο βωμό της σωτηρίας της Ευρωζώνης, του ευρώ και πρωτίστως της καταρρέουσας Γερμανικής οικονομίας.
Τι κι αν σε όλα σχεδόν τα κράτη ο λεγόμενος ευρωσκεπτικισμός έχει αυξήσει εντυπωσιακά τις δυνάμεις του.
Τι κι αν τα φίλα προς την Γερμανική επικυριαρχία κόμματα εισέπραξαν ιστορική συρρίκνωση των ποσοστών τους.
Τι κι αν η ακροδεξιά απέκτησε πλέον οντότητα και κυρίως ισχυρή αντιπροσώπευση στο Ευρωκοινοβούλιο.
Λίγες μόνον ώρες μετά την γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων η Γερμανική Καγκελαρία και οι υπάλληλοί της στις Βρυξέλλες εμφανίζονται αδιάλλακτοι σε σχέση με τους βασικούς άξονες μιας πολιτικής, την οποία άμεσα ή έμμεσα στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποδοκίμασαν έντονα οι Ευρωπαίοι ψηφοφόροι.
Χαρακτηριστικό ομοίωμα αυτής της Γερμανικής «ξεροκεφαλιάς» αποτελεί και η συμπεριφορά των καθ’ ημάς κυβερνητικών εταίρων.
Ο Ελληνικός λαός στην κυριολεξία τους «έφτυσε» και αυτοί παριστάνουν ότι πρόκειται για ράντισμα με ροδόνερο.
Διότι δεν είναι απλώς το μαθηματικό αποτέλεσμα όπου πάνω από 55% των ψηφοφόρων προτίμησε κόμματα, που είχαν απερίφραστα δηλώσει πολέμια στα μνημόνια και στις απορρέουσες από αυτά πολιτικές.
Δεν είναι απλώς που ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχασαν μεγάλο μέρος των παραδοσιακών ψηφοφόρων τους και προσγειώθηκαν ανώμαλα στην δεύτερη και Τρίτη θέση.
Δεν είναι μόνο ότι για πρώτη φορά η αριστερά αναδεικνύεται σε πρώτη πολιτική δύναμη, ενώ η λαϊκιστική φασίζουσα ακροδεξιά κατάφερε να αυξήσει τη δύναμή της με την ηγεσία της πίσω από τα κάγκελα.
Το σπουδαιότερο από όλα είναι ότι ακόμη και αυτές οι δυνάμεις, που στήριξαν το μνημόνιο αναγκάσθηκαν προεκλογικά να το ξορκίζουν και να φορούν την μάσκα του δήθεν αντιμνημονιακού.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και τα στελέχη της ΝΔ δεν παρέλειπαν να δηλώνουν σε κάθε δημόσια εμφάνισή τους ότι το μνημόνιο έληξε, η λιτότητα αποτελεί παρελθόν και η ανάπτυξη είναι πλέον επί θύραις.
Όσο για το ΠΑΣΟΚ και τον αρχηγό του;
Αυτοί δεν τόλμησαν καν να λάβουν μέρος αυτοτελώς στις ευρωεκλογές, αλλά προτίμησαν να κρυφθούν πίσω από ένα νεότευκτο πολιτικό μόρφωμα, που στήθηκε περιστασιακά για να στεγάσει το εναπομένον ΠΑΣΟΚ, καθώς και πρόσωπα που είχαν «λερώσει» τη φωλιά τους από την ψήφιση ή εφαρμογή των μνημονίων.
Ακόμη και στις αυτοδιοικητικές εκλογές κατά ιστορική πρωτοτυπία εν αντιθέσει με τους αντιμνημονιακούς υποψηφίους, οι προερχόμενοι από κόμματα της συγκυβέρνησης υποψήφιοι προτίμησαν να δηλώσουν ανεξάρτητοι και ακομμάτιστοι, ενώ κανείς απολύτως δεν τόλμησε να ζητήσει ψήφο παρουσιάζοντας πρόγραμμα φιλομνημονιακό.
Υπό αυτή την έννοια ακόμη και όσοι ψήφισαν ΕΛΙΑ ή ΝΔ, το έκαναν πιστεύοντας ότι τα εν λόγω κόμματα είχαν αλλάξει πολιτική αντίληψη.
Εξαπατημένοι δηλαδή για άλλη μια φορά, όπως ακριβώς και στις εθνικές εκλογές του 2012.
Έτσι όχι μόνο όσοι ψήφισαν το ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ, το ΚΚΕ, τη ΧΑ ή άλλα μικρότερα αντιμνημονιακά-ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, αλλά το σύνολο των Ελλήνων ψηφοφόρων, μηδέ των φίλα προσκείμενων στα συγκυβερνώντα κόμματα εξαιρουμένων, εξέφρασαν ουσιαστικά την αποδοκιμασία τους στο μνημόνιο, στην γραμμή πλεύσης της Ευρώπης και στην Γερμανική επικυριαρχία.
Διότι πράγματι ότι και αν έριξαν στην κάλπη τα εκατομμύρια των Ευρωπαίων ψηφοφόρων δεν παύει να καταδίκασαν την λιτότητα, την ανεργία, την αποβιομηχάνιση, την διαφθορά, την φτώχεια, την οπισθοδρόμηση και βεβαίως την αδιάλλακτη και αντιδημοκρατική Γερμανική ηγεμονία.
Είτε ως συνειδητοί ψηφοφόροι κομμάτων, που ευαγγελίζονται την ανατροπή της συντηρητικής πολιτικής του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου, είτε ως παραπλανημένοι που διατήρησαν φρούδες ελπίδες αλλαγής πορείας μέσω των ίδιων πολιτικών σχηματισμών και δομών, όλοι ανεξαιρέτως προσήλθαν στις κάλπες με το όραμα μιας Ευρώπης, που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα των λαών της και όχι των τραπεζών, των πολυεθνικών εταιρειών και των δανειστών της
Έτσι όπως κι αν προσπαθούν να διασκεδάσουν τα δεινά γι’ αυτούς ευρήματα της κάλπης, κι ότι κι αν σκαρφισθούν για να θολώσουν την εικόνα, τόσο η κα Μέρκελ όσο και οι ημέτεροι συγκυβερνήτες γνωρίζουν πολύ καλά ότι η μετεκλογική Ευρώπη είναι πολύ, μα πολύ διαφορετική.
Πέρα από την έξαρση του αρρωστημένου ρατσιστικού εθνικισμού, η αντίληψη της ανάγκης σεβασμού της εθνικής ταυτότητας και πολιτιστικής κληρονομιάς είναι αναμφισβήτητα διάχυτη.
Κυρίως η απαίτηση σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας, της αρμοδιότητας των εθνικών κοινοβουλίων να έχουν τον τελευταίο λόγο στις αποφάσεις για το εσωτερικό νομικό και οικονομικό καθεστώς.
Επίσης κρατούσα είναι πλέον η τεράστια δυσφορία, απέναντι στην ασυδοσία των τραπεζών, στην διαπλοκή πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, στην διαφθορά των διοικητικών μηχανισμών σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο.
Η διευρυμένη πανευρωπαϊκή αγανάκτηση ενάντια στο Γερμανικό ηγεμονισμό, που έχει λάβει απαράδεκτες διαστάσεις, ποδηγετώντας τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και των κατ’ ιδίαν κρατών. Επιβάλλοντας σε όλα τα επίπεδα πρόσωπα αρεστά στον γερμανικό παράγοντα, επιβάλλοντας κανονισμούς και νόρμες προσαρμοσμένες στα γερμανικά συμφέροντα και απομυζώντας τον πανευρωπαϊκά παραγόμενο πλούτο προς διάσωση της εθνικής της οικονομίας.
Αυτά είναι πλέον ζητήματα, που δεν μπορούν άλλο να μπαίνουν κάτω απ’ το χαλί των Συμβουλίων κορυφής.
Όπως επίσης τα θέματα της φτώχειας, της ανεργίας, της ύφεσης ή της τραπεζικής μάστιγας δεν μπορεί πλέον να συζητούνται en passant μεταξύ τυρού και αχλαδίου στα δείπνα των Ευρωπαίων ηγετών.
Σε κάθε περίπτωση η μέθοδος της φραξιονιστικής φιλογερμανικής ομάδας, που, όπως αποκάλυψε ο Γ.Παπανδρέου, με ευκολία πειθανάγκαζε το Γιούρογκρουπ να αποδέχεται τις απαιτήσεις της Γερμανικής Καγκελαρίας δεν θα είναι τόσο αποτελεσματική.
Όχι γιατί οι συντηρητικοί μετρίου πολιτικού αναστήματος Ευρωπαίοι ηγέτες έγιναν ξαφνικά γενναίοι, ανιδιοτελείς και προοδευτικοί.
Αλλά απλούστατα γιατί εισέπραξαν ήδη μια ηχηρή αποδοκιμασία του βίου και της πολιτείας τους και αντιλαμβάνονται ότι το πολιτικό τους μέλλον προδιαγράφεται μαύρο κι άραχλο αν δεν προσαρμοσθούν δεόντως στις τάσεις και επιθυμίες των ψηφοφόρων τους.
Με απλά λόγια, ούτε ο Γιούνκερ, ούτε οι υπόλοιπες γερμανοκίνητες προσωπικότητες του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου μπορούν να σώσουν το Άγγλο πρωθυπουργό ή τον Γάλλο Πρόεδρο από την άθλια συντριβή που προδιαγράφεται εναργώς γι αυτούς στις επόμενες εθνικές εκλογές.
Για να μη πούμε ότι ούτε η ίδια η κα Μέρκελ δεν θα πρέπει πλέον να θεωρεί το πολιτικό της μέλλον εξασφαλισμένο, αν δεν καταφέρει πάραυτα να πείσει τους τραπεζίτες και τους βιομηχάνους της χώρας της να αναζητήσουν άλλες διεξόδους διάσωσής τους.
Να βρούνε νέες συνταγές υγιούς κερδοφορίας πέραν της ληστρικής εκμετάλλευσης των «εταίρων», της εσωτερικής υποτίμησης των εθνικών οικονομιών, της αδηφάγου ιδιοποίησης των πλουτοπαραγωγικών πηγών των άλλων χωρών και της αρπακτικής ρευστοποίησης των ιδιωτικών περιουσιών των Ευρωπαίων πολιτών…
Συμπέρασμα: Αν πριν από τις εκλογές κάποιοι Ευρωπαίοι ηγέτες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, πίστευαν ότι υπήρχε μπροστά τους κάποιο σταυροδρόμι εξόδου από την κρίση, μετεκλογικά βρέθηκαν σε ένα μονόδρομο διάσωσης της πολιτικής τους ύπαρξης.
Όσο πιο γρήγορα το κατανοήσουν και το αποδεχθούν τόσο το καλλίτερο για όλους…