Πριν από μερικές μέρες σε ένα συνοικιακό Σούπερ-μάρκετ μια ηλικιωμένη κυρία μπροστά από μένα αναγκάσθηκε να αφήσει στην άκρη δυο μικρά γιαουρτάκια και ένα σακουλάκι ρύζι επειδή δεν τις έφταναν τα χρήματα στο ταμείο. Η αξιοπρέπεια στο βλέμμα της με εμπόδισε να επιμείνω στην αψυχολόγητη προσφορά μου να της «δανείσω» τα ελάχιστα ευρώ, που της έλλειπαν. Αισθάνθηκα μια απέραντη ντροπή για τη γενιά μου, που αγωνίσθηκε για «ψωμί-παιδεία-ελευθερία», «για καλλίτερες μέρες» για «τιμημένα γερατειά» και δεν κατάλαβε ότι κάποιοι «γύρω της έκτισαν τείχη».
Και δεν είναι η πρώτη φορά, που το τελευταίο διάστημα έχω ένα σφίξιμο στην καρδιά όταν βλέπω τα μισοάδεια καλαθάκια στα ταμεία των Σούπερ-μαρκετ και αισθάνομαι άβολα με το μισογεμάτο καρότσι μου.
Ίσως αυτός να είναι ο βασικός λόγος, που αισθάνθηκα απέραντη αγανάκτηση με τη δημοσιοποίηση του «πόθεν έσχες» μερικών βουλευτών.
Πριν από μερικά χρόνια κατοχυρώθηκε συνταγματικά η υποχρεωτική ανεργία των βουλευτών. Στην πραγματικότητα θεσμοθετήθηκε το δικαίωμα ανέργων να κυβερνούν τη χώρα.
Αυτό υπήρξε κατά την άποψή μας ένα τραγικό πολιτειακό ολίσθημα, που επινόησαν δυστυχώς συνταγματολόγοι σοσιαλιστικής κυβερνήσεως και ψήφισαν με περισσή επιπολαιότητα όλες οι πτέρυγες της Βουλής.
Και υπήρξε πολιτειακό ολίσθημα διότι απλούστατα η εφαρμογή του έπληξε την δημοκρατική ουσία του πολιτεύματος καθιστώντας εμμέσως πλην σαφώς το στοιχείο της οικονομικής επιφάνειας αναγκαίο προαπαιτούμενο για την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι.
Έτσι ένα πολιτικό δικαίωμα, που αποτελεί την πεμπτουσία της δημοκρατίας φαλκιδεύτηκε από την αναγωγή μιας οιονεί αριστοκρατικής ιδιότητας σε conditio sine qua non της εκλογιμότητας.
Και βέβαια η ενασχόληση με τα ανώτερα κλιμάκια της πολιτικής είχε από καιρό γίνει ακριβό σπορ, αλλά με την συνταγματική αυτή ρύθμιση κατοχυρώθηκε πανηγυρικά η άλωση του δημοκρατικού πολιτεύματος από την αριστοκρατία του χρήματος.
Αποτέλεσμα, αν πιστέψουμε τις κοσμικές στήλες των εφημερίδων σε συνδυασμό με τις δηλώσεις μερικών παλαιών και οψίμων πατρικίων της πολιτικής σκηνής, θα διαπιστώσουμε ότι η δημοκρατία ηγεμονεύεται από μια ιδιόρρυθμη συνομοταξία ανέργων, μερικοί των οποίων διάγουν βίο προκλητικά πολυτελή, συναγωνιζόμενοι σε κότερα και ακίνητη περιουσία τους πλουσιότερους των επιχειρηματιών, κινούμενοι μεταξύ ξαπλώστρας πρώτης σειράς της Μυκόνου και Ελβετικών Άλπεων και από δεξιώσεως σε δεξίωση.
Και το πλέον εξοργιστικό δεν είναι η συνταγματικώς επιβεβλημένη χλιδανεργία τους, που αποτελεί πλέον ύβρι για τον οικονομικά χειμαζόμενο Έλληνα ψηφοφόρο.
Περισσότερο εκνευριστική είναι η απύθμενη υποκρισία τους, όταν μιλούν για «ρετιρέ εργαζομένων», για ευθύνη του καταναλωτή «ο οποίος δεν έχει καταναλωτική αυτοσυγκράτηση» ή αφρίζουν κατά του «σκανδάλου του χρηματιστηρίου», ενώ διαθέτουν χαρτοφυλάκια εκατομμυρίων ευρώ.
Ανυπόφορα δε εξοργιστική είναι η επιμέλεια με την οποία βεβαίως στην πραγματικότητα ουδέποτε δηλώθηκε το «πόθεν έσχες». Δηλώνεται απλώς το «πόσα», ενώ θα έπρεπε όχι απλώς να δηλώνεται αλλά να ελέγχεται το «πόθεν», το «πώς» και το «πότε».
Διότι σημασία δεν έχει τόσο πόσα ή ποια είναι τα εισοδήματα ή τα περιουσιακά στοιχεία του κάθε πολιτικού. Σημασία έχει πού τα βρίσκει και πως τα απέκτησε και κυρίως αν άλλαξε και πόσο το οικονομικό του επίπεδο και ο τρόπος ζωής του από τη στιγμή, που εισήλθε στην πολιτική.
Ιδιαίτερα από τη στιγμή, που άσκησε δημόσιο αξίωμα.
Και αυτός ο έλεγχος θα πρέπει να είναι ανάλογος σε όλους όσους ασκούν δημόσιο λειτούργημα, ιδιαίτερα σε τέτοιους δίσεκτους καιρούς.
Η πρόσφατη κατάργηση αυτής της συνταγματικής αβελτηρίας φοβούμεθα ότι δεν προέκυψε επειδή έγινε αντιληπτή η πολιτειακή εκτροπή.
Υποπτευόμεθα ότι υπαγορεύτηκε από το ένστικτο αυτοσυντήρησης των πολιτικών αρχηγών.
Συναισθάνθηκαν πολύ απλά ότι προϊόντος του χρόνου άρχισαν να περιβάλλονται από αχαλίνωτους χλιδάνεργους για την παντελή έλλειψη αιδούς των οποίων αργά ή γρήγορα θα εκαλούντο οι ίδιοι να πληρώσουν το τίμημα της λαϊκής καταισχύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου