Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Λίστα Λαγκάρντ:Νομικές ακροβασίες,πολιτικές ανοησίες.



Το πλέον εξοργιστικό στην καθημερινότητα μας τα τελευταία χρόνια δεν είναι απλώς αυτή καθεαυτή η ουσία των απαράδεκτων πολιτικών, που εφαρμόζονται σε όλα τα επίπεδα εξουσίας.
Αυτό, που εξοργίζει περισσότερο είναι το αχαλίνωτο θράσος του πολιτικού προσωπικού και της «έγκριτης» δημοσιογραφίας.  Αυτή η προκλητική αναίδεια που ξεχειλίζει στις δημόσιες, τηλεοπτικές κυρίως, εμφανίσεις τους. Αυτή η αχαρακτήριστη τακτική τους να υποτιμούν συστηματικά την νοημοσύνη των ακροατών τους.

 Σε τυπικό παράδειγμα αυτής της άθλιας συμπεριφοράς, αναδεικνύεται τούτες τις μέρες η, εν πολλοίς τεχνητά πολύκροτη, υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ, όπου πλέον εμπλέκονται πρωτοκλασάτα ονόματα της πολιτικής και διοίκησης.
 Ενώ αυτό το θέμα, με βάση τα στοιχεία που έχουν έλθει στο φως της δημοσιότητας, είναι εξαιρετικά απλό καθ’ όσον αφορά τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και το είδος των πιθανών αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί, εν τούτοις για ευνόητους λόγους πολιτικής σκοπιμότητας έχει ξεκινήσει μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση σύγχυσης και περιπλοκής.
  Προφανείς στόχοι είναι η τελική συγκάλυψη των ποινικώς αξιόλογων πράξεων και παραλήψεων κυρίως εν ενεργεία πολιτικών προσώπων, από τα οποία εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό η στήριξη της Κυβέρνησης.
 Ετσι σε μια απέλπιδα προσπάθεια περιορισμού του κύκλου των εμπλεκομένων ένας συρφετός δημοσιογράφων, κομματικά επιτελεία και προσκείμενοι «επιστημονικοί» κύκλοι επιχειρούν όχι απλώς να παραχαράξουν τα πραγματικά περιστατικά, αλλά και να παρερμηνεύσουν ολόκληρο το ισχύον νομικό μας σύστημα. Και κοντά σ’ αυτούς η γνωστή διακαναλική δημοσιογραφική κομπανία, που παπαγαλίζει τα κείμενα «ειδησεογραφίας» και ερωταποκρίσεων, που της έχουν μοιρασθεί και στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν διαθέτει ούτε τις υποτυπώδεις γνώσεις, αλλά ούτε την ελάχιστη ευφυΐα για να κατανοήσει αυτά, που ανοήτως εκφωνεί.
 
 Γράψαμε προχθές για την πρώτη καραμπινάτη σύγχυση που επιχειρήθηκε με το μπέρδεμα του αριθμού των ονομάτων, που περιέχονται στις δήθεν συγκρινόμενες λίστες Λαγκάρντ.
Στικάκι Βενιζέλου (προερχόμενο από το CD Παπακωνσταντίνου) 1991 ονόματα, Λίστα Βαξεβάνη (προερχόμενη άγνωστο εισέτι από πού) 2059. Νέα, αυθεντική  λίστα (προερχόμενη από Γαλλικό Δημόσιο) 2062 ονόματα.
Πρώτη χοντροκομμένη σύγχυση των πραγματικών δεδομένων η ανακοίνωση περί τριών μόνο «αφαιρεθέντων» ονομάτων, ως εάν η σύγκριση αφορούσε τη λίστα Βαξεβάνη και όχι τη λίστα Βενιζέλου. Ως εάν το ενδιαφέρον για την Κυβέρνηση, τη Δικαιοσύνη, την Βουλή, το σύνολο της κοινωνίας να ήταν η αξιοπιστία του δημοσιογράφου και της μυστηριώδους «πηγής» του και όχι η ακεραιότητα πολιτικών και διοικητικών στελεχών ασκούντων θεσμικά λειτουργήματα. Παρεμπιπτόντως εδώ έχουμε να κάνουμε και με ένα από τα θαυμαστά επιτεύγματα της συγκαλυπτικής προπαγάνδας. Η υποτιθέμενη «παράνομη» δημοσιοποίηση» της λίστας Βαξεβάνη, παραδόξως μετατρέπεται σε ένα χρήσιμο χαλί κάτω από το οποίο επιχειρείται να κρυφτούν πράξεις και παραλήψεις, προσώπων τα οποία είναι ακόμη χρήσιμα στην κυβερνητική ευστάθεια. Και κανείς προς το παρόν γκουρού του ρεπορτάζ και της δημοσιογραφίας δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται το τρικ.

 Η υποτίμηση όμως της λαϊκής νοημοσύνης δεν περιορίζεται σ’ αυτό.
 Η δίωξη κάποιων επιβάλλεται για την παρηγοριά της κοινής γνώμης. Πρέπει συγχρόνως να προστατευθεί πάση θυσία η ήδη άθλια εικόνα της συγκυβέρνησης.
Στην προσπάθεια λοιπόν να περιορισθεί ο κύκλος των εμπλεκομένων προσώπων σε ελάχιστους βολικούς κατηγορούμενους, επιχειρείται η πλήρης ανατροπή του νομικού μας συστήματος, με ένα τρόπο εντελώς χοντροκομμένο. Πρόκειται για μια πρωτοφανή στάση μιας πανικόβλητης συγκυβέρνησης κομμάτων με χιλιάδες «σκελετούς στα ντουλάπια» τους, που εξευτελίζει τη Βουλή και ευτελίζει την διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης (Στο μέτρο που αυτής ασκείται από το κοινοβούλιο).

 Σ’ αυτή λοιπόν την κατεύθυνση της καθαρτήριας θυσίας Παπακωνσταντίνου, συστρατεύονται τα συγκυβερνώντα κόμματα με τους τηλεοπτικούς γυρολόγους τους και επιστρατεύονται γνωστές δημοσιογραφικές παράγκες και νομομαθείς σοφιστές. Όχι για να ενημερώσουν, αλλά για να συσκοτίσουν, να διαστρεβλώσουν, να παραπλανήσουν.
Και το παράδοξο δεν είναι προφανώς οι δημοσιογραφικές ανοησίες.
Το παράδοξο είναι η ευκολία με την οποία διάφοροι κύριοι προβάλλοντας την νομική εξειδίκευσή τους (ενίοτε και την καθηγητική τους ιδιότητα) αποδύονται σε αναιδή υποστήριξη εξόφθαλμα αντιεπιστημονικών επιχειρημάτων.

 Επί παραδείγματι είναι φαιδρό να υποστηρίζεται ότι τα υπάρχοντα πραγματικά περιστατικά παρέχουν ενδείξεις ποινικά αξιόλογης συμπεριφοράς, μόνο από τον κο Παπακωνσταντίνου, ο οποίος πιθανολογείται ότι αλλοίωσε τη λίστα αφαιρώντας τρία ονόματα από αυτήν. 
Όσοι υποκριτικά  υποστηρίζουν κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα περιορίζουν το δέκατο κεφάλαιο του ποινικού κώδικα (εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα) στο άρθρο 216 περί πλαστογραφίας.
Αγνοούν ή παραγνωρίζουν την περίπτωση του άρθρου  222 περί υπεξαγωγής εγγράφων, το οποίο ρητά τιμωρεί και όποιον «αποκρύπτει έγγραφο του οποίου δεν είναι κύριος».
Και είναι μάλιστα αήθης η περίπτωση όπου ο ένας αρνείται κατηγορηματικά ότι αφαίρεσε τα ονόματα και επί του παρόντος τουλάχιστον ουδείς μαρτυρεί περί του αντιθέτου, ωστόσο κρίνεται σκόπιμη (ορθώς) η παραπομπή του σε προανακριτική επιτροπή επί τη βάσει διαφόρων εικασιών. Ενώ ο άλλος έχει ομολογήσει ότι επί μήνες κρατούσε στο συρτάρι του προσωπικού του γραφείου ένα κρίσιμο για τα έσοδα του Κράτους Δημόσιο έγγραφο και η περίπτωσή του αξιολογείται ως προανακριτικά αδιάφορη.

Το επιχείρημα ότι για την παραπομπή σε προανακριτική απαιτείται η ύπαρξη ισχυρών αποδεικτικών στοιχείων είναι απολύτως έωλο.
Διότι ακριβώς η συλλογή και αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων αποτελεί αυτό καθαυτό έργο της προανακρίσεως και όχι προφανώς των πολιτικών αρχηγών, των κομματικών επιτελείων ή πολύ χειρότερα κάποιων αδαών δημοσιογράφων.
Επιπρόσθετα, όσοι επιμένουν προπαγανδιστικά να προβάλλουν αυτό τον ισχυρισμό δεν αντιλαμβάνονται ότι η παραδοχή του οδηγεί λογικά στην επιβάρυνση της θέσης του εκλεκτού τους κου Βενιζέλου; Γιατί όπως προαναφέραμε ο κος Βενιζέλος έχει ομολογήσει συμπεριφορά, που από πρώτη τουλάχιστον θεώρηση φαίνεται να πληροί την  αντικειμενική υπόσταση του 222 ΠΚ. Και ως γνωστόν η ομολογία σε όλες ανεξαιρέτως τις μορφές  απονομής της δικαιοσύνης αποτελεί το ισχυρότερο αποδεικτικό μέσο.
 Παρόμοια φαίνεται να πληρούν την αντικειμενική υπόσταση του 259ΠΚ , οι ομολογημένες παραλήψεις αξιοποίησης της λίστας τόσο από τους πρώην Υπουργούς, όσο και από ανώτερους αρμόδιους για είσπραξη εσόδων δημοσίους υπαλλήλους, διότι αυτό το άρθρο (περί παραβάσεως καθήκοντος) ρητά τιμωρεί τον «υπάλληλο (και τέτοιος είναι και ο Υπουργός) που παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του».
 
Και ας μη σπεύσουν οι διάφοροι καλοθελητές να προφασισθούν ότι όλες αυτές οι διατάξεις απαιτούν συνδρομή προθέσεως ή διάθεση εξυπηρέτησης ειδικότερων σκοπιμοτήτων. Διότι ακριβώς είναι έργο της προανακρίσεως να αναζητήσει, ανεύρει και αξιολογήσει στοιχεία που θεμελιώνουν την υποκειμενική υπόσταση και περαιτέρω το αξιόποινο αδίκων πράξεων ή παραλήψεων, η απλή και μόνη ένδειξη τελέσεως των οποίων επαρκεί για να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα διενέργειάς της.

Αβίαστα λοιπόν  και χωρίς να χρειάζεται μεγάλη νομική εξειδίκευση, είναι εύκολο στον καθένα, ακολουθώντας ίσως απλά και μόνο το ατομικό του περί δικαίου αίσθημα, να αντιληφθεί ότι στην παρούσα ακριβώς φάση της προανακριτικής επιτροπής είναι και ορθό και σκόπιμο να οδηγηθούν σ’ αυτή όλοι ανεξαιρέτως οι πολιτικοί που φέρονται εμπλεκόμενοι στην υπόθεση.

Νομικές παραδοξολογίες όμως διοχετεύονται τεχνηέντως στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και για το θέμα της παραγραφής των υπουργικών ευθυνών, το οποίο καίτοι διαδικαστικά δεν πρέπει να επηρεάσει την απόφαση περί συστάσεως προανακριτικής επιτροπής, παραμένει εν τούτοις σοβαρό ζήτημα για την τελική έκβαση της όλης υπόθεσης.
Και εδώ είναι λυπηρό ότι επιχειρούν να κυριαρχήσουν αδόκιμες νομικά απόψεις, που εξυπηρετούν προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες.
Ιδιαίτερα αυτοί, που προσβλέπουν στην διάσωση της κυβερνητικής συνοχής μέσω του περιορισμού της υπόθεσης στην επιλεκτική δίωξη Παπακωνσταντίνου, επιμένουν πεισματικά στην άποψη ότι δεν έχει επέλθει παραγραφή με το έωλο επιχείρημα ότι η παρέλευση μιας μονοήμερης και μονοσυνοδικής βουλευτικής περιόδου, όπως αυτής της Βουλής που προέκυψε από τις εκλογές του Μαΐου 2012 δεν επαρκή για να στοιχειοθετηθεί η παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 86 του Συντάγματος.
Το Σύνταγμα λένε θέτει ως προϋπόθεση την πάροδο δύο συνόδων, ενώ η εν  λόγω περίοδος ευτύχησε να έχει μόνο μία σύνοδο και αυτήν μιάς και μόνο ημέρας.
Παραβλέπουν, όχι από αφέλεια, ότι ο Συνταγματικός νομοθέτης είχε κατά νου μία φυσιολογική βουλευτική περίοδο, η οποία προφανώς έχει περισσότερες  των δύο συνόδων. Κατά το χρόνο συντάξεως της σχετικής διάταξης, σε μια περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας και πολιτικής αξιοπρέπειας δεν φαντάσθηκαν ούτε οι ίδιοι, ως εισηγητές  της τροποποίησης του Συντάγματος, τους  θεσμικούς ακροβατισμούς, στους οποίους θα οδηγείτο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, οδηγούμενο από την ανάγκη συγκάλυψης βαρύτατων σκανδάλων.
Παραβλέπουν επίσης ότι αφού ο συνταγματικός νομοθέτης έκρινε ότι για την πάροδο της αποσβεστικής προθεσμίας ασκήσεως δίωξης είναι αρκετή η παρέλευση μέρους μιας βουλευτικής περιόδου, πολλώ μάλλον είναι επαρκής μία πλήρης βουλευτικής περίοδος, όπως τυχαίνει να είναι εν προκειμένω, έστω και αν περιορίσθηκε σε μία μόνο μέρα.
Και επί πλέον προσποιούνται πλήρη άγνοια ότι ούτως η άλλως οι θεσμικές ακροβασίες  των παρελθουσών κυβερνήσεων έχουν οδηγήσει σε ένα νομοθετικό κενό, η κάλυψη του οποίου προφανώς δεν μπορεί να επιτευχθεί με γραμματική ερμηνεία και μάλιστα διασταλτική, όπως κατ’ ουσία συμβουλεύουν (Διότι αν η στενή γραμματική ερμηνεία επαρκούσε δεν θα υφίστατο νομοθετικό κενό.)
Και τούτο διότι, αν η επίμαχη διάταξη εξομοιωθεί με διάταξη παραγραφής (όπως κατ’ ουσίαν κατατείνει)  τότε  η διασταλτική ερμηνεία δεν επιτρέπεται στο ουσιαστικό ποινικό μας δίκαιο.
Αν όμως θεωρηθεί με αυστηρά τυπικά κριτήρια δικονομικής φύσεως διάταξη, τότε και πάλι (παρότι στην ποινική δικονομία επιτρέπεται η χρήση της διασταλτικής ερμηνείας) δύσκολα θα μπορούσε ανώτατο Δικαστήριο ηυξημένου κύρους, όπως το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86Σ να υιοθετήσει διασταλτική ερμηνεία καθιστώσα  χείρονα τη θέση του κατηγορουμένου.

Γνωρίζουν λοιπόν καλά οι προβάλλοντες την νομική τους κατάρτιση, αλλά στην πραγματικότητα πολιτικά υποκινούμενοι, γυρολόγοι των καναλιών, ότι εν τέλει οποιοδήποτε παραπεμπτικό πόρισμα της Βουλής δεν θα μπορέσει να οδηγήσει σε δίκη τους τυχόν εμπλεκομένους πολιτικούς, τουλάχιστον καθ’ όσον αφορά σε πράξεις και παραλήψεις τελεσθείσες επ’ ευκαιρία εκτελέσεως των Υπουργικών τους καθηκόντων.
Σίγουρα το γνωρίζουν καλά διότι αυτή καθεαυτή η φαρσοκωμωδία των δύο αλλεπάλληλων εκλογών και της μονοήμερης Βουλής δεν μπορεί να είχε καμία άλλη σκοπιμότητα εκτός από αυτή ακριβώς την μεθόδευση εξαντλήσεως της συνταγματικής αποσβεστικής προθεσμίας, ώστε ιδίως πολιτικοί που εβαρύνοντο με αντιλαϊκές κυβερνητικές θητείες και έμελλαν μετεκλογικά να συγκυβερνήσουν, να τύχουν της απαλλακτικής πρόνοιας του άρθρου 86.
Διαφορετικά πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί το αδιαμφισβήτητο πραγματικό γεγονός ότι τρία κόμματα, που μπορούσαν άνετα να συστήσουν Συγκυβέρνηση και με βάση το πρώτο εκλογικό αποτέλεσμα, προτίμησαν να σύρουν σε δεύτερες εκλογές τη χώρα;
Προκειμένου δε τώρα να διασκεδάσουν την δικαιολογημένη καχυποψία των πολιτών εν όψει του επαναλαμβανόμενου κοινοβουλευτικού φιάσκου προανακριτικής επιτροπής επί παραγεγραμμένων εγκλημάτων, σπεύδουν να παρουσιάσουν εαυτούς υπέρμαχους της απόψεως της μη παραγραφής, για να αποσείσουν από πάνω τους την μετά βεβαιότητος προβλεπομένη μήνι της κοινωνίας για την εξόφθαλμη τρικομματική  συμπαιγνία τους.

Τέλος θα πρέπει για πολλοστή φορά να επισημανθεί ότι αυτός ο «κακός», ο «καταχλεύαστος» νόμος περί ευθύνης Υπουργών και οι αντίστοιχες «προς αναθεώρηση» Συνταγματικές διατάξεις παρέχουν το δικαίωμα στον κατηγορούμενο πολιτικό να παραιτηθεί του ευεργετήματος του άρθρου 86 Σ και να ζητήσει την διεξαγωγή της δίκης καίτοι παρελθούσης της προθεσμίας άσκησης της διώξεώς του.

Τι λοιπόν εντιμότερο και αξιοπρεπέστερο για όλους τους εμπλεκόμενους πολιτικούς άνδρες όχι απλώς να επιδιώξουν την παραπομπή τους σε προανακριτική επιτροπή, αλλά να ασκήσουν και το δικαίωμά τους να δικασθούν από το Ειδικό δικαστήριο, εφ όσον πιστεύουν ότι με τις πράξεις και τις παραλήψεις τους δεν έβλαψαν, αλλά τουναντίον έσωζαν την πατρίδα, όπως επαίρονται τα τελευταία χρόνια;
Αντ ‘ αυτού δυστυχώς παρακολουθούμε μια μειωτική για το κύρος των θεσμών μεθόδευση των κομμάτων και ιδιαίτερα των τριών συγκυβερνώντων, στελέχη των οποίων μάλιστα δεν διστάζουν να δικαιολογήσουν τις απαράδεκτες μεθοδεύσεις των κομματικών τους ηγεσιών προβάλλοντας το αξίωμα ότι πάντων άλλων προέχει η κυβερνητική σταθερότητα. Σαν να υπάρχει κάποια αρχή του δικαίου σύμφωνα με την οποία η εφαρμογή των νόμων και η απονομή της δικαιοσύνης γίνεται με γνώμονα την κυβερνητική συνοχή και ευστάθεια.

Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο ότι για πολλοστή φορά οι σκανδαλώδεις συμπεριφορές πρώην και νυν κυβερνητικών παραγόντων, άγονται επιλεκτικά σε μια Κοινοβουλευτική διαδικασία, που στόχο έχει την παραπλάνηση των ψηφοφόρων, την ατιμωρησία των εμπλεκομένων και την επισφράγιση της οριστικής συγκάλυψης των πολιτικών ανομιών με το θεσμικό κύρος του Κοινοβουλίου.
Κρίμα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: