Ο όρος κεντροαριστερά έχει τη ίδια πολιτική αξία όση έχουν
και οι όροι σοσιαλδημοκρατία ή εθνικοσοσιαλισμός. Τουτέστιν καμία απολύτως.
Και στις τρείς αυτές περιπτώσεις, και όχι μόνο, πρόκειται
απλώς για ονοματολογικούς εξωραϊσμούς ανομολόγητων πολιτικών στόχων προκειμένου
να ξεγελασθούν οι μάζες και να εγκλωβισθούν σε ψευδεπίγραφα πολιτικά σχήματα,
τα οποία ανερχόμενα στην εξουσία κινούνται μονίμως σε κυβερνητικές κατευθύνσεις
εκ διαμέτρου αντίθετες με τις προεκλογικές τους ρητορίες.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη νοημοσύνη για να αντιληφθεί κανείς
ότι ο όρος «εθνικοσοσιαλισμός» θεωρητικά και πρακτικά αποτελεί μνημείο οξύμωρου
σχήματος, μιας που ο σοσιαλισμός είναι απόλυτα ανθρωποκεντρικός χωρίς διακρίσεις
οποιουδήποτε είδους. Αντίθετα με τον απόλυτο ρατσισμό που χαρακτηρίζει τον υποκρυπτόμενο φασιστικό ιδεολογικό πυρήνα
του εθνικοσοσιαλισμού αποκλείονται και στοχοποιούνται μεγάλες ομάδες του
πληθυσμού (αλλοεθνείς, ετερόδοξοι, ομοφυλόφιλοι, ιδεολογικοί αντιπάλοι κ.λ.π) και
ο εθνικοσοσιαλισμός παύει να είναι σοσιαλισμός, ο δε προβαλλόμενος εθνικισμός
του πόρρω απέχει από τον πατριωτισμό, όπως σε κάθε κρίσιμη ιστορική στιγμή
αποδείχθηκε.
Παρομοίως και η περίφημη «σοσιαλδημοκρατία» αποτελεί ένα
ανούσιο λεκτικό πλεονασμό. Οι έχοντες μικρή γνώση των πολιτικών θεωριών γνωρίζουν
καλά ότι ούτως ή άλλως ο σοσιαλισμός είναι σύμφυτος με την έννοια της δημοκρατίας και επομένως παρέλκει η
οποιαδήποτε ονοματολογική σύνθεση των δύο αυτών όρων. Διότι απλούστατα ο
σοσιαλισμός είναι η πεμπτουσία της άσκησης της εξουσίας από την δημοκρατικά δομημένη,
διαβουλευόμενη, συναποφασίζουσα και εν τέλει διακυβερνώσα κοινωνία. Ενώ
ιστορικά έχει αποδειχθεί στην πράξη, ότι όπου επικράτησαν «σοσιαλδημοκρατικές»
δυνάμεις, η κοινωνία παρέμεινε στη γωνία, η δημοκρατία υπέστη πλήθος
περιορισμών και οι εφαρμοζόμενες πολιτικές ελάχιστα διαφοροποιήθηκαν από τις αντίστοιχες
«φιλελεύθερες».
Ειδικότερα δε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο βίος κι η πολιτεία των
αυτοαποκαλούμενων «σοσιαλδημοκρατικών» κομμάτων υπήρξε ιδιαίτερα «αμαρτωλός».
Στην πράξη σε κυβερνητικό επίπεδο τα κόμματα αυτά εφάρμοσαν απαρέγκλιτα
τις κεντρικές εντολές του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου παρουσιάζοντας συνήθως
μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην επιβολή αντιλαϊκών μέτρων από τα «αντίπαλά» τους φιλελεύθερα κόμματα.
Σε
προσωπικό δε επίπεδο τα πολιτικά τους στελέχη διεπλάκησαν εξ ίσου ισχυρά και
παραβατικά με τις κατά τόπους ομάδες συμφερόντων, αλλά και με μεγάλους οικονομικούς
παράγοντες του εξωτερικού.
Έτσι αφού στο διάστημα 1990-2000 αμαύρωσαν τη εικόνα του
εφηρμοσμένου στη Δυτική Ευρώπη σοσιαλισμού, κατάφεραν στην επόμενη δεκαετία
2000-2010 να ξευτιλίσουν και την ψευδεπίγραφη έννοια της λεγόμενης
σοσιαλδημοκρατίας, με αποκορύφωμα την ταύτισή της με τις πλέον σκληρές
νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Και τέτοια υπήρξε η αναισχυντία της Ευρωπαϊκής
Σοσιαλδημοκρατίας, που δε δίστασε επί των ημερών μας να συγκυβερνήσει με τα
συντηρητικά κόμματα. Αποδεχόμενη το ρόλο του κυβερνητικού κομπάρσου που
αποτελεί το αναγκαίο δεκανίκι του κατά τόπους κυβερνώντος δεξιού κόμματος και
αρκούμενη σε πολιτική και οικονομική ικανοποίηση της κομματικής της νομεγκλατούρας
και σε στοιχειώδη επαγγελματική κάλυψη της
εκλογικής της πελατείας.
Βεβαρημένη λοιπόν με σωρεία θεσμικών παραβιάσεων, κινούμενη
τα τελευταία χρόνια στον αστερισμό των μνημονίων και εφαρμόζοντας σκληρά
προγράμματα λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης. Πρωτοστατώντας σε ραγδαία
εξαθλίωση των λαϊκών μαζών, οικονομική εξόντωση της λεγόμενης μεσαίας τάξης,
βιβλική καταστροφή των παραγωγικών υποδομών, ρευστοποίηση κάθε είδους δημόσιας
περιουσίας και σε παραχώρηση κάθε στοιχείου
εθνικού πλούτου σε εξωχώριους δανειστές και πολυεθνικές. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία
δεν είναι απλώς βαρύτατα εκτεθειμένη στα μάτια του μέσου Ευρωπαίου ψηφοφόρου.
Έχει διαρρήξει πλήρως τη σχέση της με τα κοινωνικά στρώματα, που ιστορικά
αποτέλεσαν την μήτρα δημιουργίας της και την διαχρονική βάση εκλογικής της δύναμης.
Σε άλλες εποχές ο κος
Σουλτς θα ήταν ο αδιαφιλονίκητος νικητής των επερχόμενων ευρωεκλογών στην βάση
και μιας άτυπης συμφωνίας κυρίων, που προβλέπει την εναλλαγή των δύο μεγάλων
ευρωπαϊκών ομάδων (σοσιαλιστικής και συντηρητικής) στις θεσμικές θέσεις της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Τώρα, εξ αιτίας της κρίσης και της πολιτικής αναλγησίας που πρυτάνευσε
στην διαχείρισή της, μια αξιοπρεπής ήττα θα μπορούσε να είναι ένα καλό
αποτέλεσμα για τους σοσιαλδημοκράτες καθώς και για τους συντηρητικούς συνεταίρους
τους.
Τα πράγματα όμως είναι ακόμη χειρότερα για την ντόπια
σοσιαλδημοκρατία και τους εγχώριους αντιπροσώπους της. Κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ
και η ΔΗΜΑΡ, αλλά και πολιτικά στελέχη, που συμμετείχαν σε μνημονιακές
κυβερνήσεις ή ερωτοτρόπησαν μ’ αυτές παντοιοτρόπως, βρίσκονται πλέον μπροστά
στο φάσμα της απόλυτης εκλογικής συντριβής.
Μια τέτοια δε ορατή εξέλιξη είναι σφόδρα πιθανό να
συνεπιφέρει και δυσάρεστες δικαστικές περιπέτειες σε μια σειρά από πρωτοκλασάτα
στελέχη αυτών των κομμάτων, που ευλόγως ανησυχούν πως η όψιμη νομοθεσία περί μη
καταλογισμού ευθυνών σε διαχειριστές δημόσιας περιουσίας δύσκολα θα αποτελέσει
σοβαρή ασπίδα δικανικής τους προστασίας.
Το αδήριτο προσωπικό υπαρξιακό τους πρόβλημα, που κλήθηκαν ως
εκ τούτου να λύσουν οι παντοειδείς «σοσιαλδημοκράτες», ήταν πώς θα αποφύγουν
την κομματική και προσωπική εκλογική συντριβή. Δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν,
ότι για να το πετύχουν, θα έπρεπε όχι απλώς να θυσιάσουν τα κομματικά τους «μαγαζάκια»,
αλλά να βρούν και μια νέα ιδεολογική φενάκη, μιας και η παλιά σοσιαλδημοκρατική
τους «προβιά» είχε γίνει κουρέλι.
Το να σχίσουν τις κομματικές τους ταυτότητες και να
παραμερίσουν τις μέχρι πρότινος υπερφίαλες προσωπικές τους φιλοδοξίες ήταν
αναπόφευκτο. Η πλειοψηφία από τα γκρουπούσκουλα και τις κατ’ ιδίαν «προσωπικότητες»
δεν άργησαν να το κατανοήσουν.
Εκεί που δυσκολεύθηκαν περισσότερο φαίνεται πως ήταν η
επιλογή της ιδεολογικο-πολιτικής δηθενιάς.
Εκτιμώντας ορθά ότι
εξ αιτίας της λιτότητας και των μνημονιακών αθλιοτήτων η εκλογική μάζα
ριζοσπαστικοποιείται στρεφόμενη προς τα αριστερά, εφηύραν την «κεντροαριστερή»
τιποτολογία. Μια έννοια κενή ουσιαστικού περιεχομένου, πέραν ίσως του τοπικού
προσδιορισμού της θέσεως βουλευτικών εδράνων ανά τα βουλευτήρια της Ευρωπαϊκής
ηπείρου.
Άρχισαν λοιπόν να
συνέρχονται, να συσκέπτονται και να ομιλούν για την «επανίδρυση της κεντροαριστεράς».
Γρήγορα όμως κατάλαβαν ότι οι μεγαλεπήβολες παπαρολογίες τους δεν έπειθαν
κανένα, διότι εκτός των άλλων τα αριστερόστροφα στελέχη χωρίς σκελετούς στο
ντουλάπι και οι αντίστοιχοι ψηφοφόροι δεν είχαν καμιά διάθεση να ρισκάρουν σε
αμφιβόλου ποιότητας μνημονιακούς σχηματισμούς. Εκτός του ότι ακόμη και στην
υποκριτική χρήση του όρου αριστερά, έστω και εν συνθέσει με απολίτικα
προσδιοριστικά στοιχεία, μεγάλη μερίδα των αναγκαίων συνδαιτυμόνων πάθαινε ενός είδους πολιτική αλλεργία.
Έτσι το μεγαλύτερο ποσοστό των «επώνυμων» στελεχών με κύριο
κορμό το εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσόν ΠΑΣΟΚ κατάφεραν να βολευθούν κάτω από
την τετριμμένη ταμπέλα της «Δημοκρατικής Παράταξης», η οποία ιδεολογικά και
πολιτικά δεν παραπέμπει πουθενά.
Στην καλλίτερη δε περίπτωση αποτελεί μια
ξεπερασμένη πολιτική «κουρελού» κάτω από την οποία μπορούν να κρυφθούν όπως-όπως
η ανυπαρξία πολιτικής πλατφόρμας και στρατηγικής, τα λάθη και οι παραλήψεις, οι
προσωπικές φιλοδοξίας και τα ενοχικά σύνδρομα των ετερόκλητων εταίρων.
Στερούμενοι δε και στοιχειώδους φαντασίας οι μικρού
βεληνεκούς πρωτεργάτες της εν λόγω κίνησης υιοθέτησαν ακρίτως και τον
διακριτικό τίτλο της ΕΛΙΑΣ. Τίτλο που δεν αποτελεί κάποιου είδους εννοιολογική ακροστιχίδα
κατά τα ειωθότα, αλλά είναι μια δάνεια κενή περιεχομένου ξενόφερτη ονομασία, που
ουδόλως συνδιαλέγεται με την ιδιοσυγκρασία του μέσου Έλληνα ψηφοφόρου και
κυρίως ουδόλως απεικονίζει διαλεκτικά τις υποκειμενικές τάσεις των δεδομένων
αντικειμενικών συνθηκών της παρούσης ιστορικής συγκυρίας.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι αυτός ο σχηματισμός δεν αποτελεί
ομοιογενή παράταξη, αλλά απλώς μια συγκυριακή συμπαράταξη ετερόκλητων φιλομνημονιακών
στοιχείων, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενων, για προφανείς λόγους πρόσκαιρης
εκλογικής σκοπιμότητος.
Και είναι ακόμη προφανέστερο ότι στις παρούσες συνθήκες
η «δημοκρατία» είτε ως εσωκομματική οργανωτική διαχείριση είτε ως πολιτειακή
δομή δεν αποτελεί το κυρίαρχο αίτημα των ψηφοφόρων, που θέτουν ευλόγως άλλου
τύπου και επιπέδου υπαρξιακά ζητήματα στις επερχόμενες εκλογές.
Ζητήματα που αναφέρονται στην ατομική, οικογενειακή και
εθνική τους επιβίωση.
Ζητήματα που αναπότρεπτα παρά τις φιλότιμες προσπάθειες
διαφόρων ευρωπαϊκών και εγχώριων κύκλων καθιστούν μη πειστικά έως φαιδρά τα
εγχειρήματα κάλυψης του λεγόμενου «κενού» στο χώρο της κεντροαριστεράς.
Πρώτον γιατί ο όρος κεντροαριστερά είναι ο ίδιος ένα άχρηστο
κέλυφος κενό ιδεολογίας και με πολλούς «σκελετούς στο ντουλάπι».
Δεύτερον διότι η αριστερά γενικώς δεν παρουσιάζει κανένα
κενό βρίθουσα πέραν του ΣΥΡΙΖΑ από πολλές άλλες κομματικές συλλογικότητες και
διαθέτουσα πληθώρα προσωπικοτήτων αμόλυντων πολιτικά, αν μη τι πλέον.
Τρίτον διότι το «Κέντρο» ως πολιτική πλατφόρμα και ως παράταξη
απέθνηξε ανεπιστρεπτί μετά τον αείμνηστο
Ζίγδη και πολλώ μάλλον κανένα περιθώριο αναβίωσής της δεν δίνει η πόλωση που
νομοτελειακά δημιουργούν η λιτότητα και οι αντικοινωνικές πολιτικές των
μνημονίων.
Τέταρτον διότι τόσο τα κόμματα (ΠΑΣΟΚ,ΔΗΜΑΡ), που έχουν
στηρίξει τις μνημονιακές πολιτικές, όσο και τα διάφορα στελέχη που εμφανίζονται
να αναλαμβάνουν τις σχετικές πρωτοβουλίες, ακόμη και οι από δήθεν παρθενογένεση
προκύπτοντες από το πουθενά εκλεκτοί γνωστών δημοσιογραφικών οργανισμών, είναι
αδύνατον να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των υποψιασμένων ψηφοφόρων.
Έχοντας βιώσει στο πετσί του επί πέντε χρόνια τα ψέματα και
την κοινωνική αναλγησία των υποστηρικτών των μνημονίων, ο μέσος ψηφοφόρος
στέκεται πλέον κριτικά και καχύποπτα απέναντι σε όψιμα συγκυριακά μορφώματα
τύπου «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΛΙΑΣ», «ΤΡΙΤΟΥ ΠΟΛΟΥ», «ΠΟΤΑΜΙΟΥ» και τα τοιαύτα.
Ιδιαίτερα δε οι πρωταγωνιστές τους, οι πλείστοι των οποίων έχουν «λερωμένη τη
φωλειά τους» είτε λόγω συμμετοχής σε μνημονιακές κυβερνήσεις, είτε λόγω
τυχοδιωκτικών μετακινήσεων σε διάφορα κατά καιρούς κόμματα, είτε λόγω μακράς
επαγγελματικής τους θητείας σε φιλομνημονιακά ΜΜΕ, αδυνατούν παντελώς να
περιβληθούν την εικόνα του ανιδιοτελούς σωτήρα.
Αντίθετα στις περισσότερες των περιπτώσεων οι χαροκαμένοι
ψηφοφόροι τους αντιλαμβάνονται ως πολιτικούς σαλτιμπάγκους, ένα νεοφανές είδος πολιτικού
κάγκουρα, που διακρίνεται από ιδεολογική άνοια, πολιτική ασυνέπεια, ρητορική
μπουρδολογία, απίθανη αναισχυντία και απέραντη ιδιοτέλεια.
Και σαν τέτοιους αναμφίβολα θα τους «τιμήσει» δεόντως στις επερχόμενες
εκλογές, όπου προς μεγάλη λύπη του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου, των ιθαγενών κυβερνητικών
παρατρεχάμενων και των καθεστωτικών ΜΜΕ, το διακύβευμα σε όλη την Ευρώπη και
εις τα καθ’ ημάς θα είναι ναι η όχι στη συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών
λιτότητας, οικονομικής εξαθλίωσης και εθνικής υποτέλειας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου