Η περίπτωση της υπερβάλλουσας προβολής της υπόθεσης του swap του 2001, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αθλιότητας μιας μερίδος της ελληνικής δημοσιογραφίας, που διαπλέκεται στενά με ότι χειρότερο στοιχείο υπάρχει στο πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Ανεξάρτητα από την οικονομική, πολιτική ή εθνική σκοπιμότητα που εξυπηρέτησε το εν λόγω χρηματιστηριακό προϊόν κατά την χρονική συγκυρία έκδοσής του είναι κοινώς αποδεκτό ότι δεν παρεβίασε κανενός τύπου ή επιπέδου νομικό πλαίσιο, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από το σύνολο των Ευρωπαϊκών κρατών ως μέσο ωραιοποίησης των οικονομικών τους δεικτών κατ’ εκείνη την περίοδο και ούτως ή άλλως η όποια συζήτηση λειτουργεί μόνο αρνητικά στη διεθνή εικόνα της χώρας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το ζήτημα ανακινείται από μια χώρα όπως η Αυστρία, που είναι παραδοσιακά στενότατα συνδεδεμένη (αν όχι απολύτως εξαρτημένη) στον Γερμανικό άξονα.
Ποιοι όμως μπορεί να είναι οι λόγοι, που Έλληνες δημοσιογράφοι και πολιτικοί αναλαμβάνουν, ως μη όφειλαν, την σκυτάλη της αναμόχλευσης αυτού του ανούσιου θέματος;
Αν παρατηρήσουμε καλύτερα θα διακρίνουμε ότι πρόκειται για τους ίδιους σκοτεινούς κύκλους τρωκτικών της δημοσιογραφίας και της πολιτικής, που έχουν επιδοθεί τελευταία σε μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια δυσφήμισης του Ανδρέα Παπανδρέου και της λεγόμενης Γενιάς του Πολυτεχνείου.
Υπάρχει μια συγκεκριμένη ομάδα διαμορφωτών-σφετεριστών της κοινής γνώμης, που λυμαίνονται συστηματικά την εξουσία και δι’ αυτής θησαυρίζουν τα τελευταία χρόνια και που στηρίζουν την επιβίωσή τους στο σκοταδισμό, την παραπληροφόρηση, το κουκούλωμα των πάσης φύσεως ανομιών και όπου αυτό δεν καθίσταται δυνατό στην συκοφαντία και τον συμψηφισμό σκανδάλων (υπαρκτών και πλαστών).
Μέχρι χθες οι άνθρωποι αυτοί στήριζαν την φαύλη διακυβέρνηση που οδήγησε τη χώρα στην οικονομική καταστροφή. Παρείχαν δημοσιογραφική ασυλία σε πολιτικούς και οικονομικούς εγκληματίες, που ιδιοτελώς διεσπάθιζαν και λεηλατούσαν τα δημόσια ταμεία. Συνεργούσαν στην συγκάλυψη των ενόχων, στην παρέλκυση των δικαστικών ερευνών, στο κουκούλωμα των σκανδάλων, στην παραγραφή του αξιοποίνου σωρείας εγκληματικών πράξεων εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου.
Σήμερα, που πλέον η λαϊκή οργή έχει ξεχειλίσει σύρονται σε υπόκωφες κραυγές του τύπου «ας πάει επί τέλους και κάποιος στη φυλακή…» και αναζητούν απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής από το κάδρο των δυνάμεων καταστροφής του Ελληνικού κράτους.
Πίσω από την υποκριτική νουθεσία προς την κυβέρνηση «να τιμωρήσει επί τέλους κάποιους» υποκρύπτεται η κουτοπόνηρη επιθυμία-ελπίδα τους για εκτόνωση του λαϊκού θυμού. Ουδόλως ενδιαφέρονται για την απόδοση δικαιοσύνης. Ευελπιστούν απλώς ότι έτσι θα ικανοποιηθεί το κοινόν αίσθημα και θα αποφύγουν οι ίδιοι τις συνέπειες των αμαρτημάτων τους.
Παρομοίως μέσω της δυσφήμισης των ιστορικών στιγμών του έθνους και των φωτεινών ηγετικών προσωπικοτήτων, επιδιώκουν την συσκότιση της πραγματικότητας τη διάχυση των ευθυνών, την αποφυγή επιμερισμού τους στους πραγματικούς υπευθύνους της σημερινής εθνικής τραγωδίας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε ένας ανιδιοτελής ιδεολόγος πολιτικός, που με την επαναστατική πολιτική του δικαίωσε τους πόθους και τις προσδοκίες του μη προνομιούχου Έλληνα. Με άλλα λόγια ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε ένας πολιτικός που «χάλασε την πιάτσα» της πολιτικής ελίτ, όπως αυτή είχε εδραιωθεί από την εποχή του Μαυροκορδάτου και εντεύθεν και επομένως θα πρέπει επειγόντως να δυσφημισθεί.
Η «γενιά του Πολυτεχνείου» σηματοδοτεί την ενότητα ενός καταπιεσμένου λαού, που εξεγέρθηκε ενάντια στην ξενόδουλη τυραννία διεκδικώντας την ελευθερία και την αξιοπρεπή του διαβίωση. Σήμερα, που η διάσπαση του λαϊκού κινήματος αποτελεί μοναδική ελπίδα επιβολής πρωτοφανών αντιλαϊκών πολιτικών και όπου η διαίρεση των κοινωνικών στρωμάτων και η υποκίνηση του ενός επαγγελματικού κλάδου εναντίον του άλλου έχουν αναχθεί σε κεντρικό προπαγανδιστικό εργαλείο διαχείρισης της μαζικής ψυχολογίας, ιστορικές στιγμές σαν το Πολυτεχνείο απειλούν την εφαρμογή των εντολών της τρόϊκας.
Το Πολυτεχνείο αποτελεί ένα ιστορικό Φάρο που δείχνει το δρόμο όπου ένας άοπλος λαός, λειτουργώντας αυθόρμητα και απαλλαγμένος από κοινωνικές διακρίσεις και κομματικές εξαρτήσεις καταφέρνει με την ενότητα και τον αγώνα του να επιβάλει την θέλησή του σε σιδηρόφρακτα φερέφωνα ξένων συμφερόντων. Ο ιστορικός αυτός φάρος πρέπει να σβήσει, τα μηνύματά του είναι ανάγκη να θολώσουν…
Παρομοίως τη στιγμή, που έχει πλέον καταστεί σαφές ότι το πολιτικό κατεστημένο ένθεν κακείθεν έχει συναποφασίσει την συγκάλυψη της σωρείας των συνταρακτικών σκανδάλων της τελευταίας πενταετίας, αλλά οι Βρυξέλλες εξακολουθούν να απαιτούν την διερεύνηση της υπόθεσης των πλασματικών στοιχείων της Ελληνικής στατιστικής υπηρεσίας, τα ίδια κυκλώματα χρειάζονται εναγωνίως να κατασκευάσουν ένα δήθεν παρόμοιο «πράσινο» σκάνδαλο προς συμψηφισμό των πολιτικών εντυπώσεων.
Έτσι η περίπτωση του swap επιλέγεται από την κίτρινη προπαγάνδα αφ’ ενός διότι και η ΕΕ καταλογίζει στην τότε κυβέρνηση όχι παρατυπία ως προς την χρήση, αλλά κυρίως ως προς την απόκρυψη της χρήσης του και αφ’ ετέρου διότι με αυτόν τον τρόπο δυσφημείται δεόντως ένας πρώην Πρωθυπουργός, που τουλάχιστον με τα μέτρα και τα σταθμά της Σοσιαλδημοκρατίας υπήρξε απολύτως επιτυχημένος, επιτελώντας ένα έργο, που έχαιρε και εξακολουθεί να χαίρει πανευρωπαϊκής καταξίωσης.
Αυτοί λοιπόν είναι οι υστερόβουλοι στόχοι και οι ανομολόγητοι πόθοι «των γνωστών αγνώστων» σκοτεινών κύκλων της αργυρώνητης δημοσιογραφίας, που ανακάλυψε οψίμως «τα περσινά ξινά σταφύλια του κου Σημίτη και της ιδιοτελούς πολιτικής, «που θέλει κι άλλες κουτσονούρες».
Όμως ατυχώς για όλους αυτούς ο λαός διαθέτει ιστορική μνήμη και κρίση και δεν πρόκειται πλέον να καταναλώσει άλλο τους μπαγιάτικους επικοινωνιακούς λωτούς, που επιχειρούν να τον ταΐσουν.
Ο λαός δεν ζητάει αορίστως «να βάλλουν επιτέλους και κάποιον στη φυλακή…»
Ο λαός απαιτεί συγκεκριμένα να αποδοθούν οι προβλεπόμενες ποινικές ευθύνες σ’ αυτούς που συμμετείχαν σε πολύ συγκεκριμένα οικονομικά σκάνδαλα και να υποχρεωθούν οι μεν κλέφτες να επιστρέψουν πίσω τα κλεμμένα, οι δε «αφελείς» και «παραπλανηθέντες» πολιτικοί να αποζημιώσουν το ελληνικό δημόσιο για την ζημιά που η αβελτηρία τους προξένησε.
Ο λαός δεν πείθεται ότι η κακοδαιμονία της χώρας οφείλεται γενικώς και αορίστως στα μέλη κάποιας γενιάς, αντίθετα θεωρεί ότι οι ευθύνες βαρύνουν πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα με ονοματεπώνυμο, διαφόρων ηλικιών. Ο λαός αναγνωρίζει στη γενιά του Πολυτεχνείου την ιστορική της συμβολή στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αντλώντας από τους αγώνες της τα κρίσιμα και χρήσιμα διδάγματα της ενότητας και της παλλαϊκής συμμετοχής στην υπεράσπιση της επιβίωσης του λαού και του έθνους.
Ο λαός δεν πείθεται ότι για το χρέος της Ελλάδας ευθύνεται η φιλολαϊκή οικονομική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου, ούτε ότι για την κατάντια στην οποία οδηγήθηκε η χώρα από την φαύλη διακυβέρνηση Καραμανλή, φταίει το swap του κου Σημίτη.
Ο λαός αναγνωρίζει ότι Ανδρέας Παπανδρέου και Κώστας Σημίτης υπήρξαν πολιτικές φυσιογνωμίες, που ο ένας με ειρηνικό, αλλά αμιγώς επαναστατικό τρόπο και ο άλλος με περισσότερο συστημικά συμβατές πολιτικές κατάφεραν να κάνουν την Ελλάδα διεθνώς σεβαστή, ενώ αντίθετα η πολιτική Καραμανλή οδήγησε τη χώρα σε διεθνή εξευτελισμό από τον οποίο η παρούσα Κυβέρνηση επιχειρεί να την απεγκλωβίσει με λάθος τρόπο.
Αυτά έχουν καταγραφεί ήδη στην πολιτική ιστορία της νεοτέρας Ελλάδος και έχουν εντυπωθεί ανεξίτηλα στη συλλογική συνείδηση του Ελληνικού λαού.
Και για μεν τον κο Καρμανλή ο κύβος ερίφθη ανεπιστρεπτί, για δε τον κο Γ. Παπανδρεόυ ίσως υπάρχει ακόμη διαθέσιμη μια ευκαιρία βελτίωσης της ιστορικής του εικόνας, αλλά ο χρόνος που απομένει για να διορθώσει την πολιτική του επιστρέφοντας στις αρχικές του εξαγγελίες, με τις οποίες απέσπασε το 2009 την ψήφο των Ελλήνων πολιτών, έχει μειωθεί δραματικά.
Ο νοών νοείτω και ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω…