Η κοινωνική αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίον πολιτεύονται οι δημόσιοι άνδρες, δεν είναι τυχαία ή συμπτωματική. Τουναντίον μάλιστα υπόκειται σε κανόνες λογικούς και διαχρονικούς.
Ένας τέτοιος κανόνας είναι ότι κανείς δεν μπορεί να γίνει ρεζίλι, αν ο ίδιος δεν θέσει τις βασικές προϋποθέσεις.
Θλιβερή επιβεβαίωση του εν λόγω κανόνα αποτέλεσε η πρόσφατη φαιδρή εμφάνιση των αυτοαποκαλούμενων «κοινωνικών εταίρων», οι οποίοι συνελθόντες σε «άτυπη» παρασκηνιακή συνάντηση το μόνο το οποίο κατάφεραν τελικά ήταν να εκθέσουν εαυτούς και αλλήλους στην ελληνική κοινή γνώμη (ίσως όχι για πρώτη και μάλλον ούτε για τελευταία φορά).
Ανεξάρτητα από τις δικαιολογίες και τις αιτιάσεις της κάθε πλευράς και αδιαφόρως προς τον τρόπο, που το κάθε ΜΜΕ αξιοποίησε το θέμα, ένα πράγμα είναι απολύτως βέβαιο.
Ότι οι εν λόγω συνευρεθέντες απώλεσαν κάθε ίχνος σοβαρότητας στο μέτρο, που αποδείχθηκαν ανίκανοι να αντιληφθούν ο μεν κος Παναγόπουλος ότι συμμετέσχε στη συνάντηση, ο κος Κορκίδης ότι ουδέν συμφωνήθηκε, οι δε υπόλοιποι με τι είδους συνδαιτυμόνες ανάλωσαν τον πολύτιμο χρόνο τους.
Έτσι μια υποτιθέμενη πολύ σοβαρή υπόθεση κατέληξε σε ένα άνευ προηγουμένου φιάσκο με την κοινή γνώμη να εκπλήσσεται αρνητικά από την απίστευτη ελαφρότητα των περιβόητων «κοινωνικών εταίρων».
Όμως όπως είπαμε από την αρχή κανένας και τίποτε δεν μπορεί να προκαλέσει την λαϊκή θυμηδία, εάν από μόνος του δεν προσφέρει συμπτώματα φαιδρότητας.
Και να ποια είναι αυτά στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Υποτίθεται ότι το αντικείμενο της συνάντησης ήταν οι όροι και οι προϋποθέσεις των επιχειρηματικών συμβάσεων. Υποτίθεται επίσης ότι οι εκπρόσωποι των παραγωγικών τάξεων ήθελαν να διαμορφώσουν μια κοινή πλατφόρμα, η οποία θα βοηθούσε την Υπουργό Εργασίας στην διαπραγμάτευσή της με την τριαρχία.
Επομένως βασικές στοιχειώδεις προϋποθέσεις ήταν: α) η γνώση του υπό συζήτηση αντικειμένου και η επίγνωση της σοβαρότητάς του, β) η νομιμοποίηση των συσκεπτομένων υπό την έννοια της ουσιαστικής εκπροσώπησης του ευρύτερου κλάδου τους και γ) η παρουσία της Υπουργού, μόνης ικανής να προδιαγράψει τα αναγκαία κατά την κρίση της χαρακτηριστικά της επιδιωκόμενης συμφωνίας, ώστε να είναι πράγματι επιβοηθητική των επόμενων δικών της διαπραγματεύσεων.
Δυστυχώς κανένας από τους πρωταγωνιστές της φαρσοκωμωδίας δεν μερίμνησε για την εξασφάλιση οποιασδήποτε από τις παραπάνω προϋποθέσεις. Προσήλθαν αφελώς σαν μια χαρούμενη παρεούλα, απούσης της αρμοδίας υπουργού, εκπροσωπώντας μερικοί εξ αυτών (όπως αποδείχθηκε τουλάχιστον για τον Πρόεδρο της ΓΣΕΕ) μονάχα τον εαυτό τους.
Η υπόθεση των επιχειρησιακών συμβάσεων και ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται ότι είναι προαποφασισμένο να ρυθμισθεί, αποτελεί μια απόλυτη ανατροπή όχι απλώς της ισχύουσας εργατικής νομοθεσίας, αλλά αυτής καθεαυτής της εργασιακής φιλοσοφίας, που ξεκίνησε από την εποχή των αστικών επαναστάσεων και εξελίχθηκε ιστορικά μέσα από κοινωνικές συγκρούσεις και επιστημονικές αντιπαραθέσεις δύο τουλάχιστον αιώνων και πολύ περισσότερων γενεών.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι ακόμη και στην ηπιότερη της μορφή, μια οποιαδήποτε ενίσχυση της τυπικής ισχύος των ατομικών (διότι περί αυτού πρόκειται) συμβάσεων έναντι των συλλογικών θα επιφέρει βίαια ανατροπή στο βιοτικό επίπεδο εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και ως εκ τούτου μπορεί να αποτελέσει υπό προϋποθέσεις ατομική βόμβα μεγατόνων τόσο για την κοινωνική συνοχή, όσο και για την κοινωνική ειρήνη.
Θα ανέμενε λοιπόν κανείς αυτοί οι κύριοι, αλλά και η κα Υπουργός να αντιμετώπιζαν το όλο θέμα με μεγαλύτερη σοβαρότητα.
Ιδίως ο κος Πρόεδρος της ΓΣΕΕ όφειλε να προσέχει περισσότερο από τους υπόλοιπους, που πάει, πώς πάει, ποιόν συναντάει και τι συζητάει.
Οι υπόλοιποι έχουν το στενόμυαλο άλλοθι ότι προσέρχονται σε μία διαπραγμάτευση από την οποία θα εξέλθουν οπωσδήποτε κερδισμένοι, αφού από την αρχή είναι προδιαγεγραμμένο το «ψαλίδισμα» των αποδοχών των υπαλλήλων τους.
Αντίθετα ο κος Παναγόπουλος όφειλε να είναι περισσότερο επιφυλακτικός, συμμετέχοντας σε μια συζήτηση που για τους εργαζόμενους εκ προοιμίου είχε δεδομένο ότι θα χάσουν και «διαπραγματεύσιμο» μόνο το πόσα θα χάσουν.
Το ελάχιστο λοιπόν που έπρεπε να είχε φροντίσει ο κος Πρόεδρος ήταν οι συζητήσεις να είχαν πλήρη δημοσιότητα, για να μη κατηγορηθεί για στυγνή συμπαιγνία με την εργοδοσία και πρωτίστως να έχει την στοιχειώδη επίφαση νομιμοποίησης.
Όφειλε δηλαδή, επειδή ακριβώς πρόκειται για ιστορικής σημασίας ανατροπή των κεκτημένων δεκάδων επαγγελματικών κλάδων, να είχε προηγουμένως εξασφαλίσει την συναίνεση και ρητή ειδική εξουσιοδότηση όλων των Διοικητικών Συμβουλίων των δευτεροβαθμίων συνδικαλιστικών οργανώσεων, που εκπροσωπούν τους κατ’ ιδίαν κλάδους εργαζομένων.
Αντ’ αυτού ο κος Παναγόπουλος φάνηκε ότι προσήλθε σε μία εν κρυπτώ (παρ)άτυπη συνάντηση, χωρίς να έχει εξασφαλίσει ούτε τη σύμφωνη γνώμη της ευρύτερης διοίκησης της ίδιας της ΓΣΕΕ.
Και το χειρότερο φαίνεται ότι ο άνθρωπος πήγε εντελώς αδιάβαστος.
Διότι αν ευσταθούν οι πληροφορίες, που δημοσιεύονται από τα ΜΜΕ, η κα Υπουργός με τους κ.κ. «κοινωνικούς εταίρους» συνεννοούνται για τον προσδιορισμό ενός ενιαίου ποσοστού περικοπής μισθών και ημερομισθίων της τάξεως του 12,5%.
Σε μια τέτοια περίπτωση ο κος Παναγόπουλος συλλαμβάνεται αδιάβαστος σχετικά με τα επίπεδα των αποδοχών, που προβλέπουν οι κατ’ ιδίαν συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Διότι υπάρχουν πλείστες όσες ΣΣΕ που ορίζουν αποδοχές ελάχιστα διαφέρουσες από την γενική συλλογική και πάντως πολύ λιγότερο από 12,5%. Για παράδειγμα οι κατώτατες αποδοχές της ΣΣ των τραπεζοϋπαλλήλων ή των λογιστών μπορεί να υπερκαλύπτουν αυτό το ποσοστό, όμως πολλές άλλες όπως π.χ των εργαζομένων στη σιδηροβιομηχανία έχουν πολύ μικρότερη διαφορά (7-8%).
Είναι επομένως εντελώς αφελές αν όχι κακόπιστο να αναζητείται ενιαίο ισοπεδωτικό ποσοστό περικοπής των μισθών και ημερομισθίων.
Αντί λοιπόν να αναλώνονται σε κακόγουστες επικοινωνιακές σκηνοθεσίες θα ήταν καλύτερα όλοι αυτοί οι κύριοι να αντιμετώπιζαν το θέμα με μεγαλύτερο αίσθημα ευθύνης και αν μη τι άλλο με περισσότερο επαγγελματικό ρεαλισμό.
Διότι οι εργοδοτικοί φορείς θα έπρεπε να ενδιαφέρονται για την διάσωση και όχι για την φαλκίδευση των αποδοχών των εργαζομένων, αντιλαμβανόμενοι ότι αυτές αποτελούν εργαλείο ανάπτυξης της οικονομίας όχι απλώς συντελεστή κόστους, όπως κοντόφθαλμα σκέπτονται.
Η δε κα Υπουργός στο πλαίσιο του πολιτικού της ρόλου μάλλον θα ισχυροποιήσει την διαπραγματευτική της θέση με μια κοινή ανυποχώρητη συμφωνία των παραγωγικών τάξεων για διατήρηση ακεραίων των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα.
Όσον αφορά τέλος τον κο Παναγόπουλο, αν δεν μπορεί να μελετήσει τις ιδιαιτερότητες των ΣΣΕ, τουλάχιστον ας διαβάσει τον μύθο του Αισώπου για το πάθημα της καλιακούδας, που άφησε τους δικούς της για να προσκολληθεί στη συντροφιά των περιστεριών και στο τέλος αποβλήθηκε από αμφοτέρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου