Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Η αλεπού η κουτσονούρα θέλει κι’ άλλες κουτσονούρες…

Η περίπτωση της υπερβάλλουσας προβολής της υπόθεσης του swap του 2001, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αθλιότητας μιας μερίδος της ελληνικής δημοσιογραφίας, που διαπλέκεται στενά με ότι χειρότερο στοιχείο υπάρχει στο πολιτικό προσωπικό της χώρας.

Ανεξάρτητα από την οικονομική, πολιτική ή εθνική σκοπιμότητα που εξυπηρέτησε το εν λόγω χρηματιστηριακό προϊόν κατά την χρονική συγκυρία έκδοσής του είναι κοινώς αποδεκτό ότι δεν παρεβίασε κανενός τύπου ή επιπέδου νομικό πλαίσιο, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από το σύνολο των Ευρωπαϊκών κρατών ως μέσο ωραιοποίησης των οικονομικών τους δεικτών κατ’ εκείνη την περίοδο και ούτως ή άλλως η όποια συζήτηση λειτουργεί μόνο αρνητικά στη διεθνή εικόνα της χώρας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το ζήτημα ανακινείται από μια χώρα όπως η Αυστρία, που είναι παραδοσιακά στενότατα συνδεδεμένη (αν όχι απολύτως εξαρτημένη) στον Γερμανικό άξονα.

Ποιοι όμως μπορεί να είναι οι λόγοι, που Έλληνες δημοσιογράφοι και πολιτικοί αναλαμβάνουν, ως μη όφειλαν, την σκυτάλη της αναμόχλευσης αυτού του ανούσιου θέματος;

Αν παρατηρήσουμε καλύτερα θα διακρίνουμε ότι πρόκειται για τους ίδιους σκοτεινούς κύκλους τρωκτικών της δημοσιογραφίας και της πολιτικής, που έχουν επιδοθεί τελευταία σε μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια δυσφήμισης του Ανδρέα Παπανδρέου και της λεγόμενης Γενιάς του Πολυτεχνείου.

Υπάρχει μια συγκεκριμένη ομάδα διαμορφωτών-σφετεριστών της κοινής γνώμης, που λυμαίνονται συστηματικά την εξουσία και δι’ αυτής θησαυρίζουν τα τελευταία χρόνια και που στηρίζουν την επιβίωσή τους στο σκοταδισμό, την παραπληροφόρηση, το κουκούλωμα των πάσης φύσεως ανομιών και όπου αυτό δεν καθίσταται δυνατό στην συκοφαντία και τον συμψηφισμό σκανδάλων (υπαρκτών και πλαστών).

Μέχρι χθες οι άνθρωποι αυτοί στήριζαν την φαύλη διακυβέρνηση που οδήγησε τη χώρα στην οικονομική καταστροφή. Παρείχαν δημοσιογραφική ασυλία σε πολιτικούς και οικονομικούς εγκληματίες, που ιδιοτελώς διεσπάθιζαν και λεηλατούσαν τα δημόσια ταμεία. Συνεργούσαν στην συγκάλυψη των ενόχων, στην παρέλκυση των δικαστικών ερευνών, στο κουκούλωμα των σκανδάλων, στην παραγραφή του αξιοποίνου σωρείας εγκληματικών πράξεων εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου.

Σήμερα, που πλέον η λαϊκή οργή έχει ξεχειλίσει σύρονται σε υπόκωφες κραυγές του τύπου «ας πάει επί τέλους και κάποιος στη φυλακή…» και αναζητούν απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής από το κάδρο των δυνάμεων καταστροφής του Ελληνικού κράτους.

Πίσω από την υποκριτική νουθεσία προς την κυβέρνηση «να τιμωρήσει επί τέλους κάποιους» υποκρύπτεται η κουτοπόνηρη επιθυμία-ελπίδα τους για εκτόνωση του λαϊκού θυμού. Ουδόλως ενδιαφέρονται για την απόδοση δικαιοσύνης. Ευελπιστούν απλώς ότι έτσι θα ικανοποιηθεί το κοινόν αίσθημα και θα αποφύγουν οι ίδιοι τις συνέπειες των αμαρτημάτων τους.

Παρομοίως μέσω της δυσφήμισης των ιστορικών στιγμών του έθνους και των φωτεινών ηγετικών προσωπικοτήτων, επιδιώκουν την συσκότιση της πραγματικότητας τη διάχυση των ευθυνών, την αποφυγή επιμερισμού τους στους πραγματικούς υπευθύνους της σημερινής εθνικής τραγωδίας.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε ένας ανιδιοτελής ιδεολόγος πολιτικός, που με την επαναστατική πολιτική του δικαίωσε τους πόθους και τις προσδοκίες του μη προνομιούχου Έλληνα. Με άλλα λόγια ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε ένας πολιτικός που «χάλασε την πιάτσα» της πολιτικής ελίτ, όπως αυτή είχε εδραιωθεί από την εποχή του Μαυροκορδάτου και εντεύθεν και επομένως θα πρέπει επειγόντως να δυσφημισθεί.

Η «γενιά του Πολυτεχνείου» σηματοδοτεί την ενότητα ενός καταπιεσμένου λαού, που εξεγέρθηκε ενάντια στην ξενόδουλη τυραννία διεκδικώντας την ελευθερία και την αξιοπρεπή του διαβίωση. Σήμερα, που η διάσπαση του λαϊκού κινήματος αποτελεί μοναδική ελπίδα επιβολής πρωτοφανών αντιλαϊκών πολιτικών και όπου η διαίρεση των κοινωνικών στρωμάτων και η υποκίνηση του ενός επαγγελματικού κλάδου εναντίον του άλλου έχουν αναχθεί σε κεντρικό προπαγανδιστικό εργαλείο διαχείρισης της μαζικής ψυχολογίας, ιστορικές στιγμές σαν το Πολυτεχνείο απειλούν την εφαρμογή των εντολών της τρόϊκας.

Το Πολυτεχνείο αποτελεί ένα ιστορικό Φάρο που δείχνει το δρόμο όπου ένας άοπλος λαός, λειτουργώντας αυθόρμητα και απαλλαγμένος από κοινωνικές διακρίσεις και κομματικές εξαρτήσεις καταφέρνει με την ενότητα και τον αγώνα του να επιβάλει την θέλησή του σε σιδηρόφρακτα φερέφωνα ξένων συμφερόντων. Ο ιστορικός αυτός φάρος πρέπει να σβήσει, τα μηνύματά του είναι ανάγκη να θολώσουν…

Παρομοίως τη στιγμή, που έχει πλέον καταστεί σαφές ότι το πολιτικό κατεστημένο ένθεν κακείθεν έχει συναποφασίσει την συγκάλυψη της σωρείας των συνταρακτικών σκανδάλων της τελευταίας πενταετίας, αλλά οι Βρυξέλλες εξακολουθούν να απαιτούν την διερεύνηση της υπόθεσης των πλασματικών στοιχείων της Ελληνικής στατιστικής υπηρεσίας, τα ίδια κυκλώματα χρειάζονται εναγωνίως να κατασκευάσουν ένα δήθεν παρόμοιο «πράσινο» σκάνδαλο προς συμψηφισμό των πολιτικών εντυπώσεων.

Έτσι η περίπτωση του swap επιλέγεται από την κίτρινη προπαγάνδα αφ’ ενός διότι και η ΕΕ καταλογίζει στην τότε κυβέρνηση όχι παρατυπία ως προς την χρήση, αλλά κυρίως ως προς την απόκρυψη της χρήσης του και αφ’ ετέρου διότι με αυτόν τον τρόπο δυσφημείται δεόντως ένας πρώην Πρωθυπουργός, που τουλάχιστον με τα μέτρα και τα σταθμά της Σοσιαλδημοκρατίας υπήρξε απολύτως επιτυχημένος, επιτελώντας ένα έργο, που έχαιρε και εξακολουθεί να χαίρει πανευρωπαϊκής καταξίωσης.

Αυτοί λοιπόν είναι οι υστερόβουλοι στόχοι και οι ανομολόγητοι πόθοι «των γνωστών αγνώστων» σκοτεινών κύκλων της αργυρώνητης δημοσιογραφίας, που ανακάλυψε οψίμως «τα περσινά ξινά σταφύλια του κου Σημίτη και της ιδιοτελούς πολιτικής, «που θέλει κι άλλες κουτσονούρες».

Όμως ατυχώς για όλους αυτούς ο λαός διαθέτει ιστορική μνήμη και κρίση και δεν πρόκειται πλέον να καταναλώσει άλλο τους μπαγιάτικους επικοινωνιακούς λωτούς, που επιχειρούν να τον ταΐσουν.

Ο λαός δεν ζητάει αορίστως «να βάλλουν επιτέλους και κάποιον στη φυλακή…»

Ο λαός απαιτεί συγκεκριμένα να αποδοθούν οι προβλεπόμενες ποινικές ευθύνες σ’ αυτούς που συμμετείχαν σε πολύ συγκεκριμένα οικονομικά σκάνδαλα και να υποχρεωθούν οι μεν κλέφτες να επιστρέψουν πίσω τα κλεμμένα, οι δε «αφελείς» και «παραπλανηθέντες» πολιτικοί να αποζημιώσουν το ελληνικό δημόσιο για την ζημιά που η αβελτηρία τους προξένησε.

Ο λαός δεν πείθεται ότι η κακοδαιμονία της χώρας οφείλεται γενικώς και αορίστως στα μέλη κάποιας γενιάς, αντίθετα θεωρεί ότι οι ευθύνες βαρύνουν πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα με ονοματεπώνυμο, διαφόρων ηλικιών. Ο λαός αναγνωρίζει στη γενιά του Πολυτεχνείου την ιστορική της συμβολή στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αντλώντας από τους αγώνες της τα κρίσιμα και χρήσιμα διδάγματα της ενότητας και της παλλαϊκής συμμετοχής στην υπεράσπιση της επιβίωσης του λαού και του έθνους.

Ο λαός δεν πείθεται ότι για το χρέος της Ελλάδας ευθύνεται η φιλολαϊκή οικονομική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου, ούτε ότι για την κατάντια στην οποία οδηγήθηκε η χώρα από την φαύλη διακυβέρνηση Καραμανλή, φταίει το swap του κου Σημίτη.

Ο λαός αναγνωρίζει ότι Ανδρέας Παπανδρέου και Κώστας Σημίτης υπήρξαν πολιτικές φυσιογνωμίες, που ο ένας με ειρηνικό, αλλά αμιγώς επαναστατικό τρόπο και ο άλλος με περισσότερο συστημικά συμβατές πολιτικές κατάφεραν να κάνουν την Ελλάδα διεθνώς σεβαστή, ενώ αντίθετα η πολιτική Καραμανλή οδήγησε τη χώρα σε διεθνή εξευτελισμό από τον οποίο η παρούσα Κυβέρνηση επιχειρεί να την απεγκλωβίσει με λάθος τρόπο.

Αυτά έχουν καταγραφεί ήδη στην πολιτική ιστορία της νεοτέρας Ελλάδος και έχουν εντυπωθεί ανεξίτηλα στη συλλογική συνείδηση του Ελληνικού λαού.

Και για μεν τον κο Καρμανλή ο κύβος ερίφθη ανεπιστρεπτί, για δε τον κο Γ. Παπανδρεόυ ίσως υπάρχει ακόμη διαθέσιμη μια ευκαιρία βελτίωσης της ιστορικής του εικόνας, αλλά ο χρόνος που απομένει για να διορθώσει την πολιτική του επιστρέφοντας στις αρχικές του εξαγγελίες, με τις οποίες απέσπασε το 2009 την ψήφο των Ελλήνων πολιτών, έχει μειωθεί δραματικά.

Ο νοών νοείτω και ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω…

Ο κατά φαντασίαν σταυροφόρος κος Παπανδρέου.

Βλέποντας την εικόνα του κου Πρωθυπουργού να αναλαμβάνει «πανευρωπαϊκή εκστρατεία» για την έκδοση ευρωομολόγου, αισθάνθηκα ότι αυτή η εικόνα ήταν πολύ όμορφη για να είναι αληθινή.

Όχι μόνο διότι η περίπτωση ενός ανθρώπου, που την μια μέρα επιβραβεύεται από την Ντόϋτσε Μπανκ, την επόμενη συγκρούεται με την κα Μέρκελ , την μια συγκατατίθεται αδιαμαρτύρητα στην επί τα χείρω τροποποίηση της συνθήκης της Λισσαβόνας και την ίδια στιγμή αναλαμβάνει πρωτοβουλίες ενάντια στη βούληση του Γαλλογερμανικού άξονα, είναι ούτως ή άλλως περίπλοκη και νοητικά δύσπεπτη.

Κυρίως διότι όλοι αυτοί οι κύριοι που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν αντίπαλα στρατόπεδα στην ΕΕ, από τον «πεφωτισμένο» κο Γιούγκερ μέχρι την «στενόμυαλη» κα Μέρκελ είναι τόσο στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους, που είναι δύσκολο να φαντασθείς τον ένα χωρίς την ύπαρξη του άλλου.

Είναι λοιπόν ευνόητο ότι ο «προοδευτικός» κος Γιούγκερ δεν θα τολμούσε ποτέ να μιλήσει για ευρωομόλογο αν δεν είχε την σύμφωνη γνώμη όλων των υπολοίπων κρατών της ευρωζώνης, από τα οποία εξαρτάται η θέση του ως Προέδρου του Γιουρογκρούπ, και ιδιαίτερα της Γερμανίδας Καγκελαρίου.

Είναι επίσης ευνόητο ότι ούτως ή άλλως η τακτική του κου Τρισέ να αγοράζει σωρηδόν (σχεδόν αποκλειστικά) τα κρατικά ομόλογα των οικονομικά ασθενέστερων Κρατών αποτελεί ουσιαστικά ένα πρωτόλειο οιονεί ευρωομόλογο.

Αντιλαμβάνονται όμως πλέον όλοι οι Ευρωπαϊκοί εγκέφαλοι ότι αυτή η τακτική είναι αδιέξοδη. Διότι σαν μέσο παρηγορίας των «αγορών» έχει αποτύχει. Οι «αγορές» δεν πείθονται ότι οι χώρες, που πωλούν τα ομόλογά τους στον κο Τρισέ θα μπορέσουν να αποφύγουν την χρεοκοπία και αρνούνται πεισματικά να μπούν στο παιχνίδι. Έτσι η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα υπερφορτώνεται με κατ’ ουσίαν «τοξικά» ομόλογα δημιουργώντας μια «φούσκα», η οποία απειλεί να τινάξει στον αέρα ολόκληρη την Ευρωζώνη. Σε μια τέτοια περίπτωση καμία χώρα δεν θα μπορούσε να γλιτώσει. Ο θάνατος της Ευρωπαϊκής οικονομίας υπό την σημερινή της μορφή θα ήταν ακαριαίος και οι επί μέρους οικονομίες των Ευρωπαϊκών κρατών θα κατέρρεαν σαν τραπουλόχαρτα.

Συγχρόνως όμως κανένα ημίμετρο, όπως τα γιατροσόφια του Τρισέ ή οι ληστρικοί μηχανισμοί στήριξης δεν μπορούν να αποτρέψουν την αλυσιδωτή χρεωκοπία των υπερχρεωμένων κρατών, που συνεχίζουν να αιμορραγούν εξ αιτίας των βάρβαρων επιτοκίων δανεισμού τους.

Έτσι η δημιουργία ενός ευρωομολόγου αποτελεί μονόδρομο για την σωτηρία ολόκληρης της Ευρωπαϊκής οικονομίας.

Γιατί λοιπόν παίζεται αυτό το κακόγουστο θέατρο με τις δήθεν διαφωνίες και τις φαιδρές «σταυροφορίες»;

Ο λόγος είναι απλός.

Εξ αιτίας της γνωστής αφόρητης Κοινοτικής γραφειοκρατίας η έκδοση ενός ευρωομολόγου χρειάζεται χρόνο, για την ακρίβεια αρκετούς μήνες.

Η εξαγγελία του μέσου χωρίς την άμεση υλοποίησή του θα είχε μόνον αρνητικά αποτελέσματα, διότι θα αποτελούσε επίσημη παραδοχή αποτυχίας των ήδη εφαρμοζόμενων πολιτικών. Άρα στο μεσοδιάστημα μέχρι την έκδοσή του θα κλονιζόταν ανεπανόρθωτα η εμπιστοσύνη των «αγορών» στα υπάρχοντα κρατικά ομόλογα ανεξαρτήτως προελεύσεως.

Έτσι η τακτική αυτή της δήθεν ενδοκοινοτικής αντιδικίας κερδίζει χρόνο για τη δυσκίνητη γραφειοκρατική κάστα των κεντρικών ευρωπαϊκών μηχανισμών, ενώ παράλληλα προσφέρει αντικείμενο αποπροσανατολιστικών επικοινωνιακών ζυμώσεων στις περιφερειακές υποκυβερνήσεις.

Σε ότι αφορά τα καθ’ υμάς, καθίσταται λοιπόν προφανές ότι η περιβόητη «σταυροφορία» δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία ακόμη ειδική αποστολή.

Μια αποστολή την οποία πιθανότατα ουδείς άλλος ευρωπαίος Πρωθυπουργός δέχθηκε να αναλάβει, διότι κατ’ αναλογία των όσων εξηγήσαμε παραπάνω, ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την κρατική του φερεγγυότητα. Με απλά λόγια ο όποιος σημαιοφόρος της εν λόγω «εκστρατείας» παραδέχεται εμμέσως πλην σαφώς ότι η χώρα του χωρίς το ευρωομόλογο δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, και αυτό θα είχε άμεσες καταστροφικές επιπτώσεις στην συμπεριφορά των «αγορών».

Γι αυτό καμία χώρα του Ευρωπαϊκού Νότου δεν θα τολμούσε να δηλώσει ευθέως ότι επιθυμεί διακαώς την έκδοση ενός ευρωομολόγου, πολώ δε μάλλον οι χώρες των ισχυρότερων οικονομιών του Βορρά, που μέχρι αυτή τη στιγμή παραμένουν, ως μη όφειλαν, στο απυρόβλητο.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ως «σταροφόροι» του εγχειρήματος προβάλλονται στη δεδομένη φάση οι κκ Γιουνκέρ και Παπανδρέου. Ο μεν πρώτος διότι είναι κυρίως Κοινοτικός αξιωματούχος, αλλά και ούτως ή άλλως διότι το Λουξεμβούργο αποτελεί μια sui generis κρατική οντότητα, που απολαμβάνει μιας διεθνούς ιδιότυπης πολιτικής και οικονομικής ασυλίας.

Ο δε ημέτερος Πρωθυπουργός διότι απλά στην προκειμένη περίπτωση είναι ο θαρραλέος «βρεγμένος, που την βροχή δεν την φοβάται»…

It is a dirty job but someone has to do it, όπως θα έλεγαν και κάποιοι φίλοι μου, που έχουν αποκλεισθεί αυτές τις μέρες στα αεροδρόμια της Μεγ. Βρετανίας. (είναι μια βρώμικη δουλειά, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει…)

Το πόσο ανούσια είναι η εν λόγω σταυροφορία φαίνεται ξεκάθαρα και από την φαιδρότητα του στόχου της να μαζέψει ένα εκατομμύριο υπογραφές από πολίτες της ΕΕ.

Αν αναλογισθούμε ότι ο ίδιος ο κος Παπανδρέου όντας το ΠΑΣΟΚ στην αντιπολίτευση είχε μαζέψει 1.000.000 μέλη και φίλους, που τον ψήφισαν για την ανάδειξη του στην αρχηγεία του κόμματος και ότι μόνο η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, (χώρες που λαχταρούν για την έκδοση ευρωομολόγου) αριθμούν πάνω από 100 εκατομμύρια πληθυσμό, αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι ο στόχος είναι μηδαμινής δυσκολίας και δεν χρειάζεται καμιά ειδική επιτροπή και καμιά ειδική εκστρατεία για να επιτευχθεί.

Το παραμύθι όμως της συλλογής υπογραφών προσφέρει ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα:

Επιτρέπει στους εμπνευστές τους να ανακοινώσουν ότι «κατάφεραν» να κατακτήσουν το στόχο της εκστρατείας τους και να συγκεντρώσουν τις δήθεν αναγκαίες υπογραφές ευθύς μόλις η δυσκίνητη Κοινοτική γραφειοκρατία θα έχει ολοκληρώσει την διαδικασία έκδοσης του ευρωομολόγου.

Τώρα για να είμαστε απολύτως αντικειμενικοί πρέπει να πούμε ότι η έκδοση ευρωομολόγου είναι ωφέλιμη για την Ελλάδα και υπό αυτή την έννοια η θετική στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης είναι σωστή.

Μέχρι εκεί κανείς δεν μπορεί να έχει αντίρρηση.

Όμως οι παραπλανητικές μεγαλοστομίες περί σταυροφοριών και τα τοιαύτα υποτιμούν την νοημοσύνη μας, μειώνουν τη σοβαρότητα της Ελληνικής Κυβέρνησης, προσβάλλουν την εικόνα του Ελληνικού λαού, που τον εμφανίζουν ότι αρέσκεται να καταναλώνει τέτοιου είδους παραμυθάκια και το κυριότερο διακινδυνεύουν την αποστολή επιζήμιων μηνυμάτων στις διεθνείς αγορές, για ους λόγους εξηγήσαμε παραπάνω.

Ας εννοήσει λοιπόν επί τέλους το επικοινωνιακό επιτελείο του κου Πρωθυπουργού ότι τέτοιου είδους παρωχημένες πρακτικές δεν ωφελούν κανένα και μάλλον απογοητεύουν περισσότερο ακόμη και τους πλέον φανατικούς οπαδούς του ΠΑΣΟΚ, ακόμη και τα ιστορικά του μέλη.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες…

Όσοι είχαν την ατυχία να περάσουν την εφηβεία τους στη ζοφερή περίοδο της χούντας και την τύχη να βιώσουν ως φοιτητές τη φωτεινή περίοδο της μεταπολίτευσης γνωρίζουν από πρώτο χέρι δύο βασικούς κανόνες που διέπουν τις λαϊκές κινητοποιήσεις.

Πρώτον ότι κάθε επόμενη διαδήλωση είναι αρτιότερα οργανωμένη από την προηγούμενη και δεύτερον ότι καμιά δύναμη καταστολής δεν είναι αρκετή να αναχαιτίσει διαδηλωτές, που αγωνίζονται για το δίκιο τους με άδειο στομάχι.

Αυτά δυστυχώς τα αγνοούν τα media children των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, τουτέστιν οι πολιτικοί-τέκνα του μιντιακού σωλήνα, που οφείλουν την ύπαρξη και την ανάδειξή τους στην προπαγάνδα των ΜΜΕ και όχι στη συμμετοχή τους σε κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.

Έτσι εκτός που δεν μπορούν να αφουγκραστούν τις ανάγκες και τις αγωνίες των απλών ανθρώπων, δεν αποφεύγουν ξεπερασμένες, αλυσιτελείς πρακτικές, που αντί να εκτονώνουν αντίθετα εξάπτουν την λαϊκή οργή.

Αυτό που συμβαίνει στην Αγγλία δεν είναι ένα απλό τοπικό φοιτητικό φαινόμενο. Μακάρι να ήταν τέτοιο.

Δυστυχώς όμως πρόκειται για κάτι πιο σπουδαίο και πιο ευρύτερο.

Κατ’ αρχήν πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η Μεγάλη Βρετανία είναι η πλέον συντηρητική χώρα της Ευρώπης. Και μόνο εξ αυτού του λόγου, μια οποιαδήποτε λαϊκή αντίδραση σε μια τόσο βαθειά συντηρητική κοινωνία έχει πάντα ιδιαίτερη σημασία για τον υπόλοιπο κόσμο.

Επιπροσθέτως η βασιλική οικογένεια είναι (ήταν τουλάχιστον μέχρι προχθές) ιδιαίτερα συμπαθής στον μέσο Βρετανό πολίτη, γι αυτό άλλωστε και τα μέλη της συνήθιζαν να κινούνται ελεύθερα και ανέμελα στους δρόμους και σε μαζικούς χώρους.

Εξ άλλου είναι κοινή η αντίληψη ότι η Γκότλαντ Γιαρντ είναι η πλέον οργανωμένη και αποτελεσματική αστυνομία της Ευρώπης.

Με δυό λόγια σε μια συντηρητική χώρα έχουμε μια εξαιρετικής έντασης φοιτητική εξέγερση, που δεν διστάζει να στραφεί ενάντια σε ένα άκακο εκπρόσωπο ενός κυβερνητικά ανεύθυνου και λαϊκά συμπαθούς βασιλικού οίκου, τον οποίο η πιο άρτια και ισχυρή αστυνομική δύναμη της Ευρώπης εμφανίζεται ανίκανη να προστατεύσει.

Αν αυτά λοιπόν συμβαίνουν στη Γηραιά Αλβιόνα, με την τόσο μακρά παράδοση στην εμπέδωση της κοινωνικής τάξης και της κρατικής ασφάλειας, τότε τι θα πρέπει να αναμένει κανείς στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, που όψιμα επιχειρούν να προσχωρήσουν στο συντηρητισμό με κυβερνητικά επιτελεία που συντίθενται στην καλύτερη περίπτωση από αρχοντοχωριάτες τύπου Γαλλογερμανικού άξονα και στη χειρότερη από γιαλατζί σοσιαλιστές τύπου Μεσογειακού νότου;

Το κλασικό λάθος της Βρετανικής Κυβέρνησης ήταν ότι απέσπασε την ψήφο του Βρετανικού λαού εξαπατώντας τον με ασύστολα ψέματα και στη συνέχεια αντί να κοιτάξει στα μάτια και να διαπραγματευθεί με τους ευλόγως διαμαρτυρόμενους φοιτητές, προτίμησε να κρυφθεί πίσω από τα ΜΜΕ και τις δυνάμεις καταστολής.

Το σφάλμα της Βρετανικής αστυνομίας ήταν ότι αντί να πλαισιώσει διακριτικά τις φοιτητικές διαδηλώσεις, προσπάθησε να εφαρμόσει συστήματα κλιμακούμενης κρατικής βίας.

Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Οι φοιτητές, όπως συμβαίνει πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, απάντησαν με κλιμακούμενη βελτίωση της οργάνωσής τους και με αυξανόμενη ένταση των κινητοποιήσεών τους, με αποτέλεσμα κυβέρνηση και αστυνομία, να βρεθούν σε ελάχιστο χρόνο ενώπιον πρωτόγνωρων και πάντως ανεξέλεγκτων καταστάσεων.

Ο τραυματισμένος πολίτης της φωτογραφίας, που δημοσιεύτηκε στην nydailynews το πλέον πιθανό είναι ότι δεν πρόκειται μετά την τραυματική του εμπειρία να σταματήσει να συμμετέχει σε διαδηλώσεις. Αντίθετα μάλλον θα φροντίσει του λοιπού να φοράει κράνος και θα διαπνέεται πλέον από αρνητικά συναισθήματα για κάθε ένστολο, που θα συναντά.

Οι φοιτητές, είτε είναι παιδιά κτηνοτρόφων και ανθρακωρύχων, που ονειρεύτηκαν να ξεφύγουν από την πατρική τους μιζέρια, είτε είναι γόνοι αστικών οικογενειών, που τους έλαχε ο κλήρος να συνεχίσουν τα πάτρια επαγγέλματα, δεν πρόκειται να απεμπολήσουν το δικαίωμά τους στη μόρφωση, στην επαγγελματική σταδιοδρομία, στην κοινωνική ανέλιξη. Δεν πρόκειται να θυσιάσουν για κανένα το όνειρό τους για μια καλύτερη ζωή.

Και την ώρα που λαμβάνονται ευρύτερης εφαρμογής αντιλαϊκά μέτρα όσο η κυβερνητική αντίδραση θα είναι σπασμωδική, αψυχολόγητη και βίαια, τόσο οι φοιτητικές κινητοποιήσεις θα ενισχύονται από τη συμμετοχή ευρύτερων ομάδων του πληθυσμού, καθιστώντας ολοένα και πιο αναποτελεσματικούς τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς.

Αυτά δεν αποτελούν Βρετανική πρωτοτυπία. Έτσι συμβαίνει παντού και πάντα.

Τώρα γιατί οι τυραννικοί κυβερνήτες δεν καταφέρνουν διαχρονικά να διδαχθούν από την ιστορία και τα παθήματα των προκατόχων τους, αλλά επιμένουν μαζοχιστικά να προσπαθούν να στηρίξουν τις αντιλαϊκές πολιτικές τους στις ιστορικά κατ’ επανάληψη αποδειχθείσες αδύναμες πλάτες των δυνάμεων καταστολής, αυτό ανήκει στις «πύλες του ανεξήγητου».

Ίσως γιατί ούτως ή άλλως στην μακρά θαυμαστή διαδρομή της ιστορικής εξέλιξης δεν υπάρχουν αδιέξοδα και κατά τρόπο θαυμαστό στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές «μωραίνει Κύριος ους βούλεται απωλέσαι…»