Είναι βέβαιο ότι ο κυρίαρχος ήχος, που επικράτησε σήμερα στο σπίτι της μέσης ελληνικής οικογένειας την στιγμή που έπαιρνε το πρωινό της, ήταν ένας βαθύς αναστεναγμός ανακούφισης, οφειλόμενος στη συναισθηματικά λυτρωτική πληροφορία ,που μετέδιδαν όλοι οι παραδοσιακά κατ’ εκείνη την ώρα ανοικτοί τηλεοπτικοί δέκτες για την αναίμακτη εκκένωση της Νομικής.
Η εικόνες των άμοιρων απελπισμένων εγκλείστων και των σιδηρόφρακτων πολιορκητών, εικόνες που ξυπνούσαν τις μνήμες τραυματικών για το λαό μας εμπειριών άλλων πέτρινων εποχών, είχαν στείλει το προηγούμενο βράδυ τους πολίτες για ύπνο με το δικαιολογημένο φόβο ότι ενδεχομένως εκκολαπτόταν μια «νύκτα του Αγίου Βαρθολομαίου».
Ευτυχώς αυτό δεν συνέβη και είναι κάτι, που θα πρέπει μεγαλόψυχα να πιστωθεί στους ψύχραιμους χειρισμούς της Κυβέρνησης, της Εισαγγελικής αρχής και της Αστυνομίας.
Το μείγμα της απελπισίας μιας φούχτας δυστυχισμένων μεταναστών, της απερίγραπτης ανοησίας κάποιων ονειροπόλων φοιτητών και των πολιτικών τους μεντόρων, καθώς και της ασύγγνωστης ανεμελιάς του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και των Πρυτανικών αρχών δημιούργησαν μια άκρως επικίνδυνη ατμόσφαιρα για το λαό και τη χώρα.
Ευτυχώς αποφθέχθηκαν τα χειρότερα. Όμως τα προβλήματα παραμένουν και ο χρόνος που μας χωρίζει ως κοινωνία, από τη στιγμή που αυτά θα προσλάβουν την μορφή μιας ανεξέλεγκτης χιονοστιβάδας δείχνει να έχει περιορισθεί δραματικά.
Είναι γνωστό ότι τα θεμέλια του μεταναστευτικού προβλήματος τέθηκαν επί Πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και Υπουργίας Αντώνη Σαμαρά, όταν προ 20ετίας προσκαλούσαν τους κατοίκους της γειτονικής Αλβανίας να προσέλθουν στην Ελληνική «γη της επαγγελίας».
Έκτοτε η αβελτηρία όλων των διαδοχικών κυβερνήσεων και ίσως οι προσωπικές στρατηγικές των στελεχών όλων των κομμάτων δημιούργησαν ένα απίθανα περιπεπλεγμένο μεταναστευτικό πρόβλημα με αποκορύφωμα την γνωστή συνθήκη του «Δουβλίνου ΙΙ», που κατέστησε πλέον και επισήμως την Ελλάδα σε άθλια «χωματερή» προσφύγων της ΕΕ.
Από την άλλη μια ξεχαρβαλωμένη Πανεπιστημιακή Κοινότητα, που αδυνατεί να ρυθμίσει τα του οίκου της και να περιφρουρήσει στοιχειωδώς τον ζωτικό της χώρο.
Γύρω γύρω δε ένα απίθανο καραβάνι, πολιτικών τζουτζέδων και τηλεοπτικών σαλτιμπάγκων, που καραδοκεί για να επιτεθεί ενάντια στο Πανεπιστημιακό άσυλο και κατ’ επέκταση στην πολύπαθη Δημοκρατία.
Ήτανε βέβαιο ότι όλοι οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι νοσταλγοί της χούντας και οι διάφοροι ψευδώνυμοι δημοκράτες του «μεσαίου» και του ακραίου φιλελεύθερου χώρου δεν θα έχαναν την ευκαιρία. Ήταν περίπου αναμενόμενο ότι και κάποιοι οπορτουνιστές κυβερνητικοί παράγοντες θα υπέκυπταν στον πειρασμό να μετακυλήσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στην ανώδυνη περί ασύλου φιλολογία, παρά να υπομείνουν τη βάσανο της εις βάρος τους κριτικής.
Οι αφελείς εμπνευστές του απονενοημένου διαβήματος των δυστυχισμένων μεταναστών, πιθανότατα να το είχαν προβλέψει και ενδεχομένως να το επεδίωκαν, ως πολιτική διελκυστίνδα πολιτικά γι αυτούς συμφέρουσα και δικαιολογητική της ύπαρξής τους στο ζοφερό πολιτικοκοινωνικό τοπίο.
Ίσως να είχαν προβλέψει ακόμη και μια πιθανότητα αιματοκυλίσματος των άμοιρων εγκλείστων, αλλά και αυτή την αποδέχθηκαν ως παράπλευρη και αμελητέα απώλεια στο βωμό της θετικής εξέλιξης του ιστορικού προτσές.
Αυτό που μάλλον δεν αντιλήφθηκαν, αλλά που σίγουρα προέβλεψαν κάποιοι χαφιέδες, που δεν λείπουν κατά την οργάνωση τέτοιων χαζοχαρούμενων ακτιβιστικών πρωτοβουλιών, είναι ο επικίνδυνος διχασμός της ελληνικής κοινωνίας σε «αλληλέγγυους» και «διώκτες» των μεταναστών.
Μια δευτερεύουσα αντίθεση, που θα εκτροχιάσει τους Έλληνες πολίτες σε βολικές για τους υπεύθυνους της κακοδαιμονίας τους αντιπαλότητες, την ώρα που το κύριο πεδίο αντιπαράθεσης είναι η πραγματική εκθεμελίωση του Κράτους Δικαίου από το ίδιο το θεσμικό προσωπικό της χώρας, με συνέπεια την κατάργηση κάθε έννοιας κοινωνικού δικαιώματος και αγαθού και την περίπου αστραπιαία εξαθλίωση του συνολικού αυτόχθονος πληθυσμού παράλληλα με την απάνθρωπη αντιμετώπιση των μεταναστών.
Όσο για τους φαιδρούς διώκτες του Πανεπιστημιακού ασύλου και τους Πανεπιστημιακούς ανεπαρκείς διαχειριστές του θα αναγκασθούμε «κομίζοντας γλαύκα» να υπενθυμίσουμε το αυτονόητο.
Το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων και εντεύθεν το σχετικό άσυλο της πνευματικής ελευθερίας και των δικαιουμένων χρηστών δεν είναι απλώς κατάκτηση του φοιτητικού κινήματος και πεμπτουσία του πατροπαράδοτου Ελληνικού Πολιτισμού, είναι από πολλών αιώνων πάγιος θεσμός όλων των ανώτατων εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του πολιτισμένου κόσμου και άνευ εξαιρέσεως της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής.
Η βασική διαφορά όπου το άσυλο στον υπόλοιπο κόσμο δεν αποτελεί καταφύγιο παραβατικών ατόμων είναι ότι με σύγχρονα μέσα και εντεταλμένο προσωπικό ασφαλείας οι αντίστοιχες Πανεπιστημιακές κοινότητες φροντίζουν να περιφρουρούν το ζωτικό τους χώρο τους. Και ο λόγος που τα ξένα Πανεπιστήμια δεν γίνονται καταφύγια καταφρονεμένων και επαναστατημένων κοινωνικών ομάδων είναι ότι εκεί ακόμη λειτουργεί το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου.
Ας μην μωρολογούν λοιπόν και ας μην χύνουν κροκοδείλια δάκρια περί καταλύσεως της Δημοκρατίας οι κατά βάθος θιασώτες άλλων παρελθόντων ανεπιστρεπτί καθεστώτων.
Εξ άλλου η ιστορία διδάσκει ότι είτε με άσυλο είτε χωρίς άσυλο όταν τα καθεστώτα καταντούν ανελεύθερα και αντικοινωνικά τότε τα Πανεπιστήμια καθίστανται de facto οι σημαιοφόροι των γόνιμων προοδευτικών λαϊκών αντιδράσεων.