Η μέχρι χθες κρατούσα και διδασκόμενη άποψη για την περίοδο του 1821 παρουσίαζε μια soft και μάλλον ρομαντική εικόνα της ιστορικής πραγματικότητας, περιοριζόμενη κυρίως στην εξιστόρηση ηρωϊκών στιγμών με εξιδανικευμένους πρωταγωνιστές. Με τον κλήρο να πρωτοστατεί αρχικά στη διάσωση του γένους κατά τους χαλεπούς χρόνους της Τουρκοκρατίας και στη συνέχεια να ηγείται πνευματικά του παλλαϊκού ξεσηκωμού. Με τους πολιτικούς να συμβάλλουν με ασαφή τρόπο και τις ξένες δυνάμεις να στηρίζουν καθοριστικά τον αγώνα, ευαισθητοποιούμενες από τις θυσίες και τα ολοκαυτώματα.
Απέναντι σ’ αυτή την περιγραφή αντιπαρατίθεται τα τελευταία χρόνια μια άλλη υποτίθεται περισσότερο επιστημονική και ρεαλιστική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η εκκλησία (κυρίως η επίσημη) κράτησε αρνητική στάση, όπου οι οπλαρχηγοί επεδίωκαν ως επί το πλείστον την περιουσιακή τους επιτυχία, οι απλοί αγωνιστές προσέβλεπαν στην απόκτηση κλήρου (ιδιόκτητων χωραφιών), όπου οι πολιτικοί προσέφεραν ανιδιοτελώς ανεκτίμητες υπηρεσίες στην συγκρότηση του νεοσύστατου κράτους και όπου οι ξένες δυνάμεις ήσαν αυτές, που με την κρίσιμη ναυμαχία του Ναυαρίνου χάρισαν την ανεξαρτησία στους απέλπιδες εξεγερμένους.
Η πρώτη ομάδα ιστορικών εμφανίζει ένα υπόδουλο χριστιανικό έθνος, που επί 400 χρόνια «το σκιαζε η φοβέρα και το πλάκωνε η σκλαβιά», να εξεγείρεται ενάντια στο ξένο κατακτητή, ο οποίος του συμπεριφέρεται με απίστευτη βαρβαρότητα στερώντας του κάθε ατομική και θρησκευτική ελευθερία, επιβάλλοντάς του απόλυτη βιοτική εξαθλίωση και σφαγιάζοντάς το σε κάθε ευκαιρία.
Αντίθετα η ομάδα των «ρεαλιστών επιστημόνων» εμφανίζει την Υψηλή Πύλη ως ουδόλως απασχολούμενη με την γλώσσα ή την θρησκεία των κατοίκων της επικράτειάς της, αλλά ενδιαφερόμενη αποκλειστικά για την ομαλή λειτουργία του άρτια οργανωμένου κατ’ εκείνη την περίοδο Οθωμανικού κράτους και ιδιαίτερα για την απρόσκοπτη είσπραξη των φόρων και την εν γένει κοινωνική ηρεμία. Προβάλλουν υπερβολικά την αιματοχυσία, που επακολούθησε στην άλωση της Τριπολιτσάς για να συμψηφίσουν τις θηριωδίες των Τούρκων με τις «αγριότητες» των Ελλήνων και προκειμένου να καταδείξουν την αναξιοπιστία της άλλης πλευράς ανάγουν σε μείζον ζήτημα την ανυπαρξία κρυφού σχολειού και την ανακρίβεια της κηρύξεως της επαναστάσεως στην Αγία Λαύρα από των Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης υπήρξαν οι αθλιότερες μορφές εκείνης της περιόδου, Φαναριώτης ο πρώτος, γιατρός του Αλή Πασά ο δεύτερος, σπουδάσαντες αμφότεροι στην Εσπερία ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για την προσωπική τους ανέλιξη. Χρησιμοποιώντας τα χρήματα από το πρώτο Αγγλικό δάνειο, έσπερναν την διχόνοια μοιράζοντας λουφέδες ώστε να στρέφουν τον ένα οπλαρχηγό εναντίον του άλλου και σπρώχνοντας τους Ρουμελιώτες να εισβάλλουν στην Πελοπόννησο την ώρα που ο Ιμπραήμ απειλούσε να καταπνίξει την επανάσταση. Χαρακτηριστική της εγκληματικής τους διαγωγής η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και η μεθόδευση της δολοφονίας του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Με το βίο και την πολιτεία τους έθεσαν τα θεμέλια της πολιτικής φαυλότητας, της ίντριγκας, της ιδιοτέλειας, της διαφθοράς και της διαπλοκής με τον ξένο παράγοντα, που έκτοτε στοιχειώνουν την πολιτική ιστορία της νεοτέρας Ελλάδος.
Αμφότερες όμως οι ιστορικές σχολές, «ρομαντικοί» και «ρεαλιστές», ενώ αναφέρονται ακροθιγώς στην περίοδο της διχόνοιας, αποφεύγουν επιμελώς να ξεσκεπάσουν τους πρωταιτίους. Ο λόγος απλός. Η ιστορία τους εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες και έχει ούτως ή άλλως γραφεί υπό την καθοδήγηση, επίβλεψη και χρηματοδότηση πολιτικών κύκλων, οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να συσκοτίσουν ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συνειρμικούς συσχετισμούς.
Έτσι ούτε η μία ούτε η άλλη παραλλαγή είναι ιδιαίτερα αντικειμενική και όπως είναι φυσικό η ιστορική αλήθεια βρίσκεται περίπου στη μέση και πάντως πέραν των ένθεν κακείθεν σκοπιμοτήτων.
Η αντικειμενική βάση της επανάστασης του 1821 δεν απέχει ιδιαίτερα από εκείνη της Γαλλικής επανάστασης του 1789. Πρόκειται δηλαδή για μια αστική επανάσταση με τις ιδιομορφίες του οθωμανικού φεουδαλισμού και τις εθνοτικές ιδιαιτερότητες των λαών της Βαλκανικής. Η κύρια αντίθεση, που διήγειρε τους υποδούλους και τους οδήγησε στην ασυμβίβαστη πάλη και την τελική τους επικράτηση υπήρξε οικονομική, τουτέστιν η ανάγκη των ακτημόνων της περιφέρειας και των αστών, βιοτεχνών, εμπόρων και καραβοκυραίων να απαλλαγούν από τα εμπόδια ενός οργανωμένου, αλλά αναχρονιστικού πλέον φεουδαρχικού καθεστώτος. Δεν είναι τυχαίο ότι η ιδέα της επανάστασης ξεκίνησε από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και ότι χρηματοδοτήθηκε στα πρώτα της βήματα από τις περιουσίες εμπόρων και εφοπλιστών της εποχής. Οι εθνικές και θρησκευτικές διαφορές συνέβαλλαν θετικά στην έξαρση της μαζικής επαναστατικότητας αλλά υπήρξαν δευτερεύουσες και όχι καθοριστικές αντιθέσεις. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι επαναστάσεις εθνικο-θρησκευτικού τύπου προηγήθηκαν αρκετές, αλλά καμιά δεν κατάφερε να ευδοκιμήσει όσο το φεουδαλικό σύστημα παρέμενε ικανοποιητικό και οι κατά τόπους προεστοί βολεύονταν μεταξύ κοτσαμπασισμού και αρματολικιών.
Οι παραδοσιακοί ιστορικοί είχαν ανάγκη να προσφέρουν στο νεοσύστατο κράτος εθνική ταυτότητα και στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα κοινή ιστορική συνείδηση, εθνικό όραμα και συνεκτικά εργαλεία, όπως η γλώσσα και η θρησκεία.
Οι νεότεροι που παριστάνουν τους «ρεαλιστές» έχουν απλώς αναλάβει εργολαβικά την αναδιασκευή της ιστορίας στα μέτρα της παγκοσμιοποίησης, που εξυπηρετείται από την αποδόμηση των εθνικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών διαφορών και απεργάζεται την λήθη των ερίδων του παρελθόντος μεταξύ δύο λαών, Ελλήνων και Τούρκων, οι οποίοι προώρισται να προχωρήσουν οσονούπω σε συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και όχι μόνο.