Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Τρόικα με Κυβέρνηση στο Παρίσι-Ανοησίες με ιδιάζουσα θρασύτητα στην Αθήνα..

Μια φορά κι ένα καιρό, όταν η Ελλάδα δεν είχε γίνει ακόμα αποικία χρέους, ο ρόλος των κυβερνητικών εκπροσώπων ήταν να προβάλλουν το έργο των κυβερνήσεων.
Ήταν ακόμα η εποχή, που οι κυβερνήσεις εφάρμοζαν δικά τους πολιτικά προγράμματα και οι Υπουργοί είχαν να επιδείξουν ένα  λίγο ως πολύ θετικό ισοζύγιο πολιτικών πεπραγμένων.
Τώρα πια, που οι κυβερνήσεις επιδίδονται μόνο σε καταστροφικές πολιτικές, δουλειά των κυβερνητικών εκπροσώπων είναι πώς να συσκοτίζουν την επικαιρότητα, να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και να αποκρύπτουν την πρωτοφανή βλαπτικότητα των κυβερνητικών δράσεων. Όσο για τους Υπουργούς έχουν κάθε συμφέρον να αποφεύγουν τα φώτα της δημοσιότητας.
Για το λόγο αυτό η επιτυχία τους δεν εξαρτάται από το μορφωτικό τους επίπεδο, την ιδεολογική τους σταθερότητα, την πνευματική τους οξυδέρκεια ή το συνειδησιακό τους υπόβαθρο.
Μυθοπλαστική ικανότητα, ιδιάζουσα θρασύτητα, ανενδοίαστη ψευδολογία είναι τα εξ ων ουκ άνευ ζητούμενα επαγγελματικά τους προσόντα.

Οι λόγοι που η Τρόικα θα ελέγχει την Ελλάδα από το Παρίσι, όπου θα μεταβαίνουν οι Υπουργοί με τους φακέλους υπό μάλης είναι απλούστατοι και ηλίου φαεινότεροι.
Η εξαθλίωση που έχει οδηγηθεί η Ελληνική κοινωνία έχει φθάσει στο απροχώρητο.
Η αγανάκτηση των πολιτών έχει φθάσει στο μη περαιτέρω.
Η επιμονή και η μαχητικότητα των απολυμένων καθαριστριών έχει δώσει ένα πρώτο σαφές δείγμα στην κυβέρνηση και στην Τρόικα για το πόσο «ευπρόσδεκτη» είναι σ’ αυτή τη χώρα.
Οι νέοι εξοντωτικοί φόροι και η περαιτέρω καταστροφή του παραγωγικού ιστού, ο θάνατος του μικρομεσαίου εμποράκου και κάθε είδους μικρομεσαίου προδιαγράφει το τοπίο των εκρηκτικών κοινωνικών αντιδράσεων, που προβλέπονται οσονούπω.
Οι έντονες αντιδράσεις των ενστόλων, που αποτελούν εξ ορισμού τον βραχίονα καταστολής των υπόλοιπων επαγγελματικών ομάδων είναι χαρακτηριστικός για το τι κλίμα επικρατεί για όσους, Υπουργούς και Τρόικα, η συλλογική συνείδηση θεωρεί υπαίτιους της οικονομικής και όχι μόνο καταστροφής της χώρας.
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι πλέον ή βέβαιο ότι από εδώ και πέρα η πρόσβαση των Τροϊκανών, ακόμη και των ελεγχομένων Υπουργών στα Υπουργεία θα ήταν αδύνατο να εξασφαλισθεί με συμβατικά μέσα προστασίας. Των ειδικών αστυνομικών σωμάτων περιλαμβανομένων.

Η μεταφορά λοιπόν της διαδικασίας του ελέγχου εκτός Ελληνικής επικράτειας ήταν μια αναπόφευκτη κίνηση στοιχειώδους πρόνοιας.
Ουδείς εχέφρων ελεγκτής (κατ’ ουσίαν  στυγνός εκμεταλλευτής) έχει πλέον την αποκοτιά να επισκεφθεί ένα λαό που τον βλέπει ως δήμιο. Και ουδείς φυσικά κυβερνητικός οικοδεσπότης μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια ενός τέτοιου επισκέπτη.
Η επιλογή συνεπώς να γίνονται αυτού του τύπου οι συναντήσεις στο Παρίσι ήταν μια ρεαλιστική ιδέα, που κατά πάσα πιθανότητα υπαγορεύτηκε από τον ένστικτο αυτοσυντήρησης των Τροϊκανών και έγινε ασμένως αποδεκτή από την Ελληνική πλευρά.

Είναι προφανές ότι η μετακίνηση ενός ολόκληρου συρφετού Τπουργών, υφυπουργών, ανώτερων διοικητικών  υπαλλήλων και λοιπών παρατρεχάμενων, θα στοιχίσει ένα σκασμό λεφτά στο χειμαζόμενο δημόσιο κορβανά.
Είναι γνωστό ότι ο πηγεμός των Υπουργών στους Τροϊκανούς σημειολογικά με βάση τα διεθνή πρότυπα τους καθιστά αυτόματα υφισταμένους, πράγμα διόλου κολακευτικό για τη χώρα.  
Γιατί όπως και να το κάνουμε ο υφιστάμενος πάει στον προϊστάμενο κι όχι το αντίθετο. Αυτή λοιπόν η κίνηση από μόνη της σηματοδοτεί κατά τρόπο αδιάψευστο την αποικιοκρατική ουσία της κατάστασής μας.
 Μόνο σε περίπτωση αποικίας ή κατοχής ο Υπουργός μιας χώρας παίρνει τους φακέλους υπό μάλης και πάει στο γραφείο κάποιων ξένων διοικητικών υπαλλήλων για να δώσει λογαριασμό για τα πεπραγμένα του. Να ακούσει ενδεχομένως τα σχολιανά του και να πάρει οδηγίες για τη συνέχεια.
Είναι επομένως ευνόητο γιατί Τρόικα και κυβέρνηση υιοθέτησαν αυτή την οικονομικά πανάκριβη και επικοινωνιακά ταπεινωτική λύση.

Και ενώ ο κόσμος το’ χει τούμπανο κι οι Υπουργοί κρυφό καμάρι, εμφανίζεται η Κυβερνητική εκπρόσωπος την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενη να μας δώσει το μυαλό στο χέρι.
Ούτε λίγο ούτε πολύ προσπαθεί να πείσει τους δύστυχους πλήν αγανακτισμένους ιθαγενείς ότι επρόκειτο και καλά για μια φαεινή ιδέα του Πρωθυπουργού.
Που και καλά δεν τους άρεσε των Τροϊκανών, αλλά η κραταιά Ελλάς τους την επέβαλε με το ζόρι.
Που και καλά αποτελεί επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης των ξένων τοποτηρητών για τη χώρα.
«Εφόσον είμαστε σε καλό δρόμο δεν υπάρχει λόγος γι αυτή την αυτοπρόσωπη παρουσία (των Τροϊκανών) και αυτό γίνεται αντιληπτό», εξήγησε με ύφος χιλίων υποκειμένων της δαρβινικής θεωρίας σε πρωϊνή εκπομπή γνωστού «αντικειμενικού» καναλιού.

Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει από αυτή την μεγαλοφυή ατάκα της εξοχότατης Κυβερνητικής εκπροσώπου είναι: 
Αφού είμαστε σε τόσο καλό δρόμο γιατί χρειάζεται η αυτοπρόσωπη πολυήμερη …απουσία των Υπουργών και η απομάκρυνσή τους από τα Υπουργεία τους σε μια απόσταση αρκετών χιλιάδων χιλιομέτρων..?
Τέτοια ερωτήματα βεβαίως δεν πρόκειται να απαντηθούν ποτέ από την σεβαστή Υπουργό γιατί απλούστατα ποτέ δεν πρόκειται να της τεθούν από τους δημοσιογράφους και συνομιλητές της στα πάνελ των ΜΜΕ, που επιλέγει να εμφανίζεται.
Κι αυτό καταντά τελικά ένα μειονέκτημα για την ίδια, γιατί μη έχοντας γνώμονα της θυμηδίας ή οργής, που προκαλούν οι εμφανίσεις της, ολισθαίνει ασυναίσθητα στην  αμετροέπεια, την αλαζονεία και εν τέλει στην ανοησία.

Και αν δεχθούμε ότι με τις φαιδρές αυτές κομπορρημοσύνες θα καταφέρει αυτή τη φορά να πείσει κάποιους αφελείς πως η εικόνα υπουργών να σέρνονται στα γραφεία των τροϊκανών είναι μαγκιά του Πρωθυπουργού.

Την επόμενη φορά, αν οι Υπουργοί κριθεί ασφαλέστερο να μετακομίσουν μόνιμα στο Παρίσι, τι θα βρεί να πεί για να παρουσιάσει τη νύκτα μέρα..?



Πηγή φωτογραφίας εδώ

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Ο κ.Μεϊμαράκης δήλωσε παρών στην κούρσα διαδοχής..

Και την ώρα που το στρατόπεδο Σαμαρά-Βενιζέλου προσπαθεί με νύχια και με δόντια να πείσει ότι ο μαγικός αριθμός είναι εξασφαλισμένος, ούτως ώστε να περιορίσει τις φυγόκεντρες τάσεις των βουλευτών της συμπολίτευσης και να συντηρήσει την εύθραυστη κυβερνητική συνοχή, έρχεται ο κ. Μεϊμαράκης να χαλάσει την συνταγή.
Στo περιθώριο του εορτασμού της 40ης επετείου της Δημοκρατίας ο εξοχότατος Πρόεδρος της Βουλής, προτείνει τη διεξαγωγή συνεδρίου το φθινόπωρο με στόχο την συστράτευση της Κεντροδεξιάς παράταξης για να φτιαχτεί ένα εθνικό σχέδιο που θα ξαναφέρει την ΝΔ στο 40(!)

Η ανατρεπτική αυτή πρόταση μπορεί από πρώτη άποψη να μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου. Kινείται σε μια κατεύθυνση εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτήν του Πρωθυπουργού.
Σαμαράς και Βενιζέλος προσπαθούν να ψαρέψουν παρασκηνιακά μερικούς πρόθυμους βουλευτές και να εξασφαλίσουν στα μουλωχτά μερικούς ακόμη μήνες διακυβέρνησης. Κι έρχεται ο κος Μεϊμαράκης και κατ’ ουσίαν ζητάει από τον αρχηγό της ΝΔ να αφήσει τις σκοτεινές ίντριγκες καi δολοπλοκίες, να βγεί στο ξέφωτο και να διεκδικήσει με σοβαρούς πολιτικούς όρους την ηγεμονία στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.

Συνέδριο μέχρι το φθινόπωρο είναι αδύνατον να οργανωθεί. 
Εθνικό σχέδιο με τρόικα και τήρηση των μνημονιακών δεσμεύσεων είναι έννοιες ασύμβατες. Πανστρατιά της κεντροδεξιάς με τον κο Σαμαρά, όπως και της κεντρο«αριστεράς» με τον κο Βενιζέλο αποτελεί ουτοπία, που ούτε οι ίδιοι πιστεύουν.
Γιατί λοιπόν ο κος Μεϊμαράκης κάνει μια πρόταση, που είναι εκ των προτέρων βέβαιο ότι θα πάει άπατη?
Αν επρόκειτο για κανένα νέο ερασιτέχνη η εξήγηση θα ήταν εύκολη.
Ο κος Μεϊμαράκης όμως και οξυδερκής είναι και παλιά καραβάνα στην πολιτική.
Επομένως η κίνησή του, καθώς και ο χρόνος που επέλεξε να την κάνει έχουν και βαρύτητα και σημασία.

Κατ’ αρχήν είναι ενδιαφέρον ότι επέλεξε να την κάνει απ’ ευθείας σε δημοσιογράφους και όχι σε κομματικό όργανο ή, το φυσιολογικότερο, στον Πρόεδρο του κόμματος.
Απ’ αυτό και μόνο το γεγονός θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ελάχιστα τον ενδιέφερε η υιοθέτησή της από την ηγετική ομάδα της ΝΔ. Ήθελε πρωτίστως να την κάνει γνωστή στην ευρύτερη κοινή γνώμη με όλη την σημειολογία, που η κίνηση και η πρότασή του εμπεριέχει.

Η πρόταση λοιπόν αυτή αποτελεί ευθεία απόρριψη των χειρισμών του κου Σαμαρά και των συμβούλων του.
Η προτροπή για συνέδριο, εθνικό σχέδιο και πρόσκληση ενότητας είναι η επιτομή της θαρραλέας, ανοιχτής εσωκομματικής και κοινωνικής πολιτικής σύγκρουσης. Είναι ακριβώς αυτό που φοβούνται και ξορκίζουν οι ηγετικές ομάδες των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων, οι οποίες προσπαθούν να κερδίσουν πολιτικό χρόνο με προπαγανδιστικά παραμύθια και έξωθεν στήριξη.
Ουσιαστικά λοιπόν ο κος Μεϊμαράκης θέτει στον κο Σαμαρά μια πρόταση παγίδα. Αν την δεχθεί θα οδηγηθεί σε συνέδριο αυτοκτονίας. Αν όχι παρουσιάζεται δειλός και ανίκανος να αναλάβει θαρραλέες πρωτοβουλίες στον ευρύτερο πολιτικό στίβο, όπως περίπου τον κατηγορεί και η αντιπολίτευση.

Αυτή τη στιγμή η ΝΔ βρίσκεται στο χειρότερο σημείο αποσύνθεσης. Πάμπολλα ιστορικά στελέχη της έχουν διαγραφεί, αποχωρήσει, αποστασιοποιηθεί από το κόμμα. Ακόμα και από όσα έχουν παραμείνει, πολλά βρίσκονται απομονωμένα από την πέριξ του Πρωθυπουργού ομάδα.
Σε τι συνέδριο λοιπόν να πάει ο Σαμαράς? Και πώς να επιτευχθεί «πανστρατιά» με ένα αρχηγό που απομάκρυνε το 80% της παράταξης?
Το χειρότερο απ’ όλα, πώς να ηγηθεί παραταξιακής πανστρατιάς ένα πρόσωπο, που έχει ταυτισθεί με την σκληρή εφαρμογή του μνημονίου, την ώρα ακριβώς που η ελληνική κοινωνία αναζητά τον απεγκλωβισμό της από αυτό?
Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερο ότι ο κος Μεϊμαράκης θέλει να καταδείξει πως η ΝΔ με αυτόν τον αρχηγό είναι εγκλωβισμένη σε μια αυτοκτονική πορεία, που την οδήγησε σε αυτή την ιστορικά πρωτοφανή συρρίκνωση και μαθηματικά την σύρει στην πλήρη αποσύνθεσή της.

Και για να μην υπάρξει αμφιβολία ο κος Μεϊμαράκης φροντίζεινα ε επεξηγήσει την πρότασή του: «απαιτείται πρόγραμμα, σχέδιο, επιχειρήματα στις εξαγγελίες και όχι φούσκες που θα βλέπει ο κόσμος πως δεν υλοποιούνται». 
Χρειάζεται μεγάλη εξυπνάδα για να καταλάβει κανείς ποιους λοιδορεί ο κος Μεϊμαράκης?
Ποιος τα τελευταία δύο χρόνια έχει κουράσει τον κόσμο με «φούσκες που στο τέλος βλέπει ότι δεν υλοποιούνται»? 
Ποιος άλλος εκτός από τον Πρωθυπουργό, τους κυβερνητικούς εκπροσώπους, τους Υπουργούς Οικονομικών οι οποίοι κάθε τρείς μήνες ανανεώνουν τις σαπουνόφουσκες περί εξόδου από τα μνημόνια, σταθεροποίησης της οικονομίας, φρεναρίσματος της ανεργίας, προσέλκυσης επενδύσεων, ανάκαμψης και άλλα παρόμοια, που ανήκουν στη σφαίρα της φαντασιοπληξίας?

Με την παρέμβασή του λοιπόν δεν απευθύνεται στην παρούσα ηγετική ομάδα, που γνωρίζει εκ προοιμίου ότι δεν πρόκειται να τον ακούσει.
Απευθύνεται στην ευρύτερη κομματική και παραταξιακή στελεχιακή βάση και ρίχνει τον σπόρο της ανάγκης ανατροπής της ακολουθούμενης αδιέξοδης πολιτικής και συνακόλουθα της ανεπαρκούς και φοβικής κομματικής ηγεσίας.

Ο κος Μεϊμαράκης αντιλαμβάνεται πολύ καλά ότι η παρούσα κυβέρνηση πνέει τα λοίσθια.
Ότι η επέλευση των εκλογών είναι νομοτελειακά αναπόφευκτη.
 Όχι από αδυναμία εξεύρεσης 180 ιδιοτελών οσφυοκαμπτών, αλλά εξ αιτίας των εκρηκτικών κοινωνικών συνθηκών, που δημιουργεί η εξαθλίωση των πολιτών και η αδιαλλαξία των δανειστών.
Σπεύδει λοιπόν να προλάβει τις εξελίξεις και να δηλώσει παρών στις επερχόμενες εσωκομματικές ανακατατάξεις.

Με την πρότασή του προβάλλει τον εαυτό του ως ηγετική φυσιογνωμία ικανή να κάνει όλα αυτά, που δεν μπορεί να κάνει ο κος Σαμαράς.
Να ενώσει την παράταξη, να συντάξει εθνικό σχέδιο, να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους  ψηφοφόρους και να οδηγήσει το κόμμα στην εξουσία στηριζόμενο στην ιστορική του πλειοψηφία του 40% και όχι στη εγχώρια διαπλοκή και στα ξένα κέντρα οικονομικών συμφερόντων.
Αυτή είναι η σημειολογία και η εσωτερική σκοπιμότητα της πρότασης Μεϊμαράκη.

Και προφανώς δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι παρότι την έκανε δημόσια συζητώντας με πολιτικούς συντάκτες, πέρασε περίπου απαρατήρητη από τα ΜΜΕ και τους επαγγελματίες σχολιαστές..

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Ζητούνται 180 γενναίοι για την ομάδα «εθνικής (μνημονιακής) σωτηρίας»

Παρά την εικόνα σιγουριάς και αυτοπεποίθησης, που μοχθεί να παρουσιάσει ο συγκυβερνητικός συνασπισμός, τα συμπτώματα προδίδουν ότι μαύρη απελπισία έχει φωλιάσει στα κομματικά του επιτελεία.

Χαρακτηριστικό του πανικού, που έχει κυριεύσει Υπουργούς, βουλευτές και στελέχη των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης, είναι ότι καθημερινό πλέον θέμα συζήτησης είναι η δυνατότητα εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή.

Η εμπλοκή του ίδιου του Πρωθυπουργού με τις αισιόδοξεςδηλώσεις περί τελικής εξασφάλισης του ποθητού αριθμού των 180, αυτόν ακριβώς τον πανικό επιβεβαιώνει.
Όπως εξ άλλου και οι καθημερινές άτσαλες αναφορές στο θέμα τηςΚυβερνητικής εκπροσώπου κας Βούλτεψη με την χαρακτηριστική αμετροέπεια, που την διακρίνει.

Και δεν έχει βεβαίως άδικο το κυβερνητικό επιτελείο, που προσπαθεί με μύχια και με δόντια να διασκεδάσει την υπόθεση.
Η αμφιβολία περί της δυνατότητας αυτής της Βουλής να εκλέξει πρόεδρο δημοκρατίας, αποτελεί από μόνη της μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της συγκυβέρνησης.

Είναι αναμφίβολο ότι τα δύο κόμματα και συνακόλουθα οι βουλευτές τους δεν έχουν καμιά επιθυμία να χάσουν την κουτάλα της εξουσίας. Kαι καμία μνημονιακή συνταγή, όσο σκληρή, όσο καταστροφική κι όσο λαομίσητη κι αν είναι, δεν μπορεί να τους οδηγήσει σε αυτόβουλο χρονικό περιορισμό της κυβερνητικής τους θητείας.
Όμως αν στο μυαλό βουλευτών και Υπουργών φωλιάσει ό φόβος της αναγκαστικής προσφυγής στις κάλπες, τότε η ενίσχυση των φυγόκεντρων δυνάμεων εντός του κυβερνητικού συνασπισμού και η επιτάχυνση της τάσης κατάρρευσης της κυβέρνησης θα είναι αναπόφευκτη.
Η ιδέα της προσωπικής διάσωσης του καθ’ ενός στην εκλογική του περιφέρεια θα υπερισχύσει κάθε άλλης σκέψης και όλοι θα στραφούν εναντίον όλων στη βάση της εξασφάλισης ενός επικοινωνιακού προφίλ ικανού να επιτύχει την επανεκλογή τους.

Είναι επομένως ιδιαίτερα κρίσιμο για τους κκ Σαμαρά και Βενιζέλο να διασκεδάζουν την αγωνία των βουλευτών τους γύρω από αυτό το κρίσιμο ζήτημα.
Μπορούν ή δε μπορούν να βρουν τους 180?
Ή επί το ορθότερον μπορούν ή δε μπορούν να εξασφαλίσουν την ανεύρεση των 25-30 καλοθελητών, που σε πείσμα της λαϊκής κατακραυγής θα τολμήσουν αν δώσουν το φιλί της ζωής στη παραπαίουσα κυβερνητική κομπανία?
Αν πείσουν ότι μπορούν, τότε εξασφαλίζουν τους ψήφους των βουλευτών της συμπολίτευσης και κυρίως συντηρούν την απαραίτητη κυβερνητική συνοχή.
Αν η αμφιβολία παραμείνει, τότε ούτε καν οι ψήφοι των βουλευτών τους μπορούν να θεωρούνται εξασφαλισμένοι, καθώς κάποιοι από αυτούς θα εναποθέσουν την ελπίδα σωτηρίας τους στην υιοθέτηση του ρόλου του αντιμνημονιακού αντάρτη. Έστω και οψίμως.. Έστω και την τελευταία ώρα…

Και τότε η κατάσταση θα είναι πλέον μη αναστρέψιμη.

Τίποτε ούτε οι φιλότιμες προσπάθειες των ΜΜΕ, ούτε  οι απειλές των δανειστών, ούτε οι ωμές παρεμβάσεις του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου ή της γερμανικής Καγκελαρίας θα μπορούν να τη σώσουν….

Κυβερνητική πλοήγηση με GPS..

Διαδοχικές συναντήσεις με τους υπουργούς της κυβέρνησης έχει από το πρωί ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, παρουσία του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Ευ. Βενιζέλου.

Αντικείμενο των συγκυβερνητικών συνευρέσεων, όπως γράφεται στα ΜΜΕ, είναι η αντιμετώπιση των εκκρεμοτήτων εν όψει της επιστροφής της Τρόικας το Φθινόπωρο.

Πάνω που είχαμε χαρεί με τις μεγαλοστομίες του κου Σαμαρά, πως είχε σκίσει το μνημόνιο φύλο-φύλο, ήρθε η Τρόικα με τον νέο μας Υπουργό Οικονομικών να μας προσγειώσουν στην πεζή πραγματικότητα.
Η χώρα χρειάζεται να διευθετήσει ένα πακετάκι εκκρεμότητες και να ολοκληρώσει καμιά εξακοσαριά μνημονιακές προσαρμογούλες, αν θέλει να πάρει την επόμενη δόση και να παραμείνει εντός πλαισίου Ευρωζωνικής «διάσωσης».

Από τον ουρανό της κατάργησης του μνημονίου μέχρι τα Τάρταρα της στυγνής εφαρμογής μέτρων περαιτέρω εξαθλίωσης, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη για να χωνευθεί αμάσητη από τους ιθαγενείς.
Εξ΄ου και επιστρατεύθηκαν τα γνωστά μιντιακά παπαγαλεία, ξαναστήθηκε το επαναλαμβανόμενο σκηνικό των «ανταρτών» βουλευτών, αξιοποιήθηκαν δεόντως στημένα και τυχαία περιστατικά της επικαιρότητας.
Από τον κροκόδειλο στην Κρήτη, μέχρι τις ενδοκυβερνητικές ψευτοκόντρες, και από τον Μαζιώτη μέχρι τις εστίες πυρός στην ευρύτερη περιοχή, τίποτε δεν αφέθηκε να πάει χαμένο, προκειμένου να ξεφύγει η προσοχή της κοινής γνώμης από την αλγεινή κυβερνητική δραστηριότητα.

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της επικοινωνιακής διαχείρισης πρέπει να ενταχθεί και η χθεσινή συνάντηση του κου Σαμαρά με τον κο Βενιζέλο, οι οποίοι επισήμως σχεδίασαν τον «οδικό χάρτη» ανάκαμψης της χώρας, ανεπισήμως όμως μάλλον σχεδίασαν το σενάριο λαϊκής παραμυθίας. 
Τα επί μέρους δρώμενα και τους κατ’ ιδίαν ρόλους.

Τι ανάγκη άλλωστε «οδικού χάρτη» υπάρχει, αφού ως γνωστόν η Φράου Μέρκελ τους έχει προ πολλού εφοδιάσει με κατάλληλο GPS, στο οποίο έχει φροντίσει να τοποθετήσει η ίδια το «σωτήριο» σημείο τελικού προορισμού της αποικίας.


Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Μακάριοι οι αλαζόνες...

Όταν η επαφή των πολιτών με τα κυβερνητικά στελέχη αποκλείεται από τον κυματοθραύστη των δυνάμεων καταστολής και η διαχείριση των αντιρρήσεων των επαγγελματικών κλάδων εξαντλείται στη μεθοδολογία των επιστρατεύσεων, τότε είναι βέβαιο πως το πολίτευμα νοσεί βαρέως.

Η παρατεταμένη οικονομική αφαίμαξη του ελληνικού λαού, αλλά κυρίως η θηριώδης ανεργία σε συνδυασμό με την κατάρρευση της εγχώριας αγοράς έχει οδηγήσει σε απόγνωση τεράστιες μάζες πληθυσμού και είναι μοιραίο να προκαλεί την αντίδραση όλο και περισσότερων επαγγελματικών ομάδων.
Σε μια σύγχρονη ευνομούμενη δυτική Δημοκρατία είναι περίπου αυτονόητη η δυνατότητα των πολιτών, ιδιαίτερα σε συλλογικό επίπεδο, να έρχονται σε άμεσο διάλογο με τους αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες, προκειμένου να εκθέτουν τον προβληματισμό τους, να υποβάλλουν τις προτάσεις τους και αν μη τι άλλο να λαμβάνουν ικανοποιητικές απαντήσεις στον εύλογο προβληματισμό τους.
Δυστυχώς αυτό στην Ελλάδα του 2014 μοιάζει εντελώς αδιανόητο.

Οι Υπουργοί, ακόμη και οι βουλευτές και τα στελέχη των κυβερνητικών κομμάτων δεν έχουν καμιά διάθεση να συναντήσουν τους διαμαρτυρόμενους πολίτες.
Οι συνδικαλιστές και οι επαγγελματικές ενώσεις, που στο μοντέλο της Δυτικής Δημοκρατίας έχουν εξέχοντα θεσμικό ρόλο, στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται ως αποδιοπομπαίοι τράγοι.
Οι διαμαρτυρόμενοι πολίτες περίπου ως ταραξίες και υπονομευτές της εννόμου τάξεως, η πλάτη των οποίων είναι προορισμένη για το τεστ αντοχής των γκλομπς των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας.
Όσο για τον «διάλογο» της Κυβέρνησης με τους όποιους απεργούς του Δημοσίου τομέα, αυτός νοείται αποκλειστικά ως εξαγγελία επιβολής του ακραίου και βαθειά αντιδημοκρατικού μέτρου της επιστράτευσης.

Και βεβαίως τα φαινόμενα αυτά, του ακραίου ρήγματος στις σχέσεις κυβερνήσεως και κυβερνουμένων, της ασκήσεως υπερβολικής κρατικής βίας και της συνεχώς κατάφορης παραβίασης της  αρχής της αναλογικότητας σε κάθε διοικητική πράξη, ούτε παράδοξα είναι ούτε δυσεξήγητα.
Οφείλονται στην ανώμαλη εμπλοκή των δανειστών στην άσκηση των κρατικών εξουσιών.
Η Τρόικα με τους συνεπίκουρους μηχανισμούς του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου, έχουν διεισδύσει εξωφρενικά σε κάθε θεσμική και διοικητική λειτουργία με αποτέλεσμα να έχουν ευτελίσει στην κυριολεξία τους θεσμούς και εξευτελίσει τα πρόσωπα, που τους επανδρώνουν.
Η κυβέρνηση δεν παράγει πλέον πολιτικό σχεδιασμό. Δεν αναλαμβάνει νομοθετικές πρωτοβουλίες. Δεν λαμβάνει διοικητικές αποφάσεις. Απλώς ενημερώνεται για τις απαιτήσεις των δανειστών. Τα υπουργεία μεταφράζουν, ενίοτε πλημμελώς, τα νομοσχέδια, που τους δίδονται από τους δανειστές και οι κυβερνητικοί βουλευτές, εκόντες άκοντες, υποχρεώνονται να ψηφίσουν άρον άρον νόμους που βρίθουν αντιλαϊκών μέτρων και αντεθνικών επιλογών.
Εξ άλλου οι μεταφράσεις των νομοσχεδίων είναι απολύτως ανελαστικές, μη αφήνοντας κανένα περιθώριο στην εκτελεστική εξουσία ούτε για δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις.

Υπ’ αυτούς τους όρους οι Υπουργοί και οι συμπολιτευόμενοι βουλευτές στερούνται κάθε ίχνους κύρους, αλλά και στοιχειώδους δυνατότητας να βρούν πειστικά επιχειρήματα για την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική και τρομάζουν στην ιδέα να συναντήσουν τους αγανακτισμένους πολίτες.
Έτσι η προσφυγή στη προστασία των δυνάμεων καταστολής και η επιστράτευση των «δυστροπούντων» αγανακτισμένων αποτελεί μονόδρομο για τον Πρωθυπουργό και τους κυβερνητικούς αξιωματούχους.

Εν τέλει δε η εμπλοκή της Δικαιοσύνης στην διά της βίας εφαρμογή των έξωθεν επιβαλλόμενων αντιλαϊκών και αντεθνικών οδηγιών καταντά όρος εξ ων ουκ άνευ της καθημερινής διακυβέρνησης.
Η απειλή του ποινικού κολασμού αποτελεί κοινό εισπρακτικό εργαλείο και σύνηθες μέσο πειθαναγκασμού του φορολογουμένου να υπερβεί την αντικειμενική αδυναμία του.
Οι αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων καλούνται να γίνουν φενάκη συνταγματικής επίφασης αντισυνταγματικών νόμων και διοικητικών πράξεων.
Οι δικαστές όλων των βαθμίδων υποχρεώνονται να θέτουν πολιτικά και όχι νομικά επιχειρήματα στο πρώτο σκέλος των δικανικών συλλογισμών.
Έτσι σταδιακά και τώρα τελευταία με επιταχυνόμενο ρυθμό και η δικαιοσύνη απειλείται με απώλεια του κύρους της στο βωμό της εξυπηρέτησης αλλοδαπών οικονομικών  συμφερόντων.

Τα φαινόμενα αυτά δεν είναι τυχαία, ούτε μόνον εγχώρια.
Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα η Ευρωζώνη, έχει «μολυνθεί» από την ανίατη ασθένεια της θεσμικής αποσύνθεσης των επί μέρους κρατών.
Και αυτό δεν πρέπει να ερμηνεύεται απλοϊκά ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και των κατά περίπτωση κρατικών ελλειμμάτων, εθνικών χρεών και εντεύθεν δανειακών αναγκών.
Δεν είναι συμπτωματικό ότι όλα τα κράτη της Ευρωζώνης βυθίζονται λίγο ως πολύ στα εθνικά χρέη, σύρονται σε μέτρα σκληρής λιτότητας περισσότερο ή λιγότερο επώδυνα, περιορίζουν δραματικά το δικαίωμα αρμοδιότητας της αρμοδιότητας, τουτέστιν της εθνικής τους κυριαρχίας.

Και όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια στιγμή που ένα από αυτά, η Γερμανία, με θηριώδες δημόσιο χρέος 1,3 τρις καταφέρνει να δανείζεται με αρνητικό επιτόκιο, έχει αληθινά πλεονασματικούς ισολογισμούς, ανακοινώνει αυτάρκη προϋπολογισμό  για το 2015 και αντί μειώσεων προβαίνει σε αυξήσεις των αποδοχών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Όσο δε για τα κυριαρχικά της δικαιώματα, αυτά προδήλως αυξάνονται αντιστρόφως ανάλογα με τα κυριαρχικά δικαιώματα των εταίρων της, που πλέον φαίνεται άλλοι μεν να έχουν μετατραπεί σε δορυφόρους της και άλλοι, όπως εμείς, σε θλιβερές αποικίες της.

Είναι δε ηλίου φαεινότερο ότι, όπως στο εσωτερικό της χώρας η κρίση εξαθλίωσε τις πλατειές λαϊκές μάζες, ιδιαίτερα την αδοκίμως αποκαλούμενη «μεσαία τάξη», αλλά εκτόξευσε τον ατομικό πλούτο μιας ελάχιστης απροκάλυπτα διαπλεκόμενης οικονομικής ολιγαρχίας, έτσι και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο η συντριβή των επί μέρους εθνικών οικονομιών απετέλεσε το θεμέλιο σωτηρίας της Γερμανικής οικονομίας, της συσσώρευσης πλούτου στις Γερμανικές πολυεθνικές και της διατήρησης αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου στο Γερμανικό λαό.

Υπό αυτές τις συνθήκες δεν είναι περίεργο που ο Ευρωσκεπτικισμός, στην πραγματικότητα αντιγερμανισμός, κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν είναι περίεργο, που η Γερμανία με απροκάλυπτο πλέον τρόπο επιδιώκει να οικειοποιηθεί την δημόσια και ιδιωτική περιουσία των υπολοίπων λαών, ενώ παράλληλα  επιδιώκει να επιβάλλει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς πρόσωπα της απολύτου επιρροής της, που θα της εξασφαλίζουν την απόλυτη ηγεμονία.
Η οικονομική καταβρόχθιση των εταίρων της είναι ο ασφαλής τρόπος διάσωσής της οικονομίας της, υπερπλουτισμού της δικής της οικονομικής ολιγαρχίας και διατήρησης ενός ανεκτού επιπέδου διαβίωσης του Γερμανικού «όχλου».

Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτός ο εξόφθαλμος γερμανικός σχεδιασμός, που απειλεί ευθέως την επιβίωση των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κοινωνιών είναι δυνατόν να ευοδωθεί και μέχρι πόσο μπορεί να διαρκέσει.
Είναι μάλλον αναπόφευκτο να διεγείρει το ένστικτο αυτοσυντήρησης των εταίρων-θυμάτων της και αυτό ακριβώς φαίνεται ότι συμβαίνει.
Ο Φάρατζ, ο Πέπε Γκρίλο και οι περισσότεροι από τους Ευρωπαίους πολιτικούς όλων των αποχρώσεων σίγουρα δεν είναι τόσο χαρισματικοί όσο φαίνονται. Σε μια άλλη περίοδο θα ήταν απλώς γραφικοί, όμως η συγκυρία του ραγδαίως εξαπλούμενου ευρωσκεπτικισμού τους αναδεικνύει σε εξέχουσες πολιτικές φυσιογνωμίες με μεγάλους αριθμούς οπαδών.

Στον αντίποδα οι παραδοσιακά ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις, που έχουν προσδεθεί στο άρμα της Γερμανικής ηγεμονίας, εμφανίζουν χαρακτηριστική αδυναμία ανάδειξης στελεχών με σοβαρή απήχηση στο Ευρωπαϊκό κοινό. Η παλιά γενιά (τύπου Γιούνκερ) έχει ξεφτίσει η δε νέα είναι μετρίων ικανοτήτων. Απογοητευτικά μετρίων ικανοτήτων.
Αυτή ακριβώς η ένδεια στελεχιακού δυναμικού αναγκάζει τη Γερμανία σε κεντρικό και σε περιφερειακό ευρωπαϊκό επίπεδο να διολισθαίνει σε όλο και περισσότερο αυταρχικές κινήσεις, προκειμένου να επιβάλει την ακραίως σοβινιστική πολιτική της.

Κάτι που νομοτελειακά σύντομα θα μεταλλάξει τον σημερινό εθνοκεντρικό ασύντακτο ευρωσκεπτικισμό σε υπερεθνικό, πανευρωπαϊκό συντεταγμένο αντιγερμανισμό.

Και τότε τα πράγματα θα πάρουν τέτοια τροπή, που «λαθροκυβερνήτες» τύπου τρόικας ή κατά τόπους ξένων (συνήθως Γερμανών) επιτετραμμένων με «συμβουλευτικές» αρμοδιότητες δεν θα μπορούν διαχειριστούν.
Αυτή δε η μετουσίωση της πανευρωπαϊκής κοινής γνώμης θα επιταχυνθεί στο μέτρο, που η κατά χώρα κυβερνητική αυθαιρεσία συνοδεύεται από αλαζονεία των κυβερνητικών παραγόντων.
Όπου η αυθαιρεσία  συναντάται με την αλαζονεία, η βαρβαρότητα με την ανοησία πάνε πακέτο.
Την αλαζονεία όμως που ενδεχομένως δεν επιθυμούν οι Γερμανοί νεοαποικιοκράτες, δεν μπορούν να την αποτρέψουν, γιατί ακριβώς είναι αδύνατον να βρούν αρκούντως ευφυές πολιτικό προσωπικό, που θα είναι διατεθειμένο να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους.

Παραφράζοντας λοιπόν τη γνωστή παροιμία «όταν ο Θεός θέλει να καταστρέψει το μυρμήγκι του δίνει φτερά», μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας:
Όταν ο Θεός θέλει να καταστρέψει τον ανόητο πολιτικό του δίνει αλαζονεία.
Μακάριοι λοιπόν (ως πτωχοί τω πνεύματι) οι αλαζόνες, ότι αυτοί θα είναι ο καταλύτης επιτάχυνσης των κοινωνικών ανατροπών σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.