Όταν η επαφή των πολιτών με τα
κυβερνητικά στελέχη αποκλείεται από τον κυματοθραύστη των δυνάμεων καταστολής
και η διαχείριση των αντιρρήσεων των επαγγελματικών κλάδων εξαντλείται στη
μεθοδολογία των επιστρατεύσεων, τότε είναι βέβαιο πως το πολίτευμα νοσεί
βαρέως.
Η παρατεταμένη οικονομική
αφαίμαξη του ελληνικού λαού, αλλά κυρίως η θηριώδης ανεργία σε συνδυασμό με την
κατάρρευση της εγχώριας αγοράς έχει οδηγήσει σε απόγνωση τεράστιες μάζες
πληθυσμού και είναι μοιραίο να προκαλεί την αντίδραση όλο και περισσότερων
επαγγελματικών ομάδων.
Σε μια σύγχρονη ευνομούμενη
δυτική Δημοκρατία είναι περίπου αυτονόητη η δυνατότητα των πολιτών, ιδιαίτερα
σε συλλογικό επίπεδο, να έρχονται σε άμεσο διάλογο με τους αρμόδιους
κυβερνητικούς παράγοντες, προκειμένου να εκθέτουν τον προβληματισμό τους, να
υποβάλλουν τις προτάσεις τους και αν μη τι άλλο να λαμβάνουν ικανοποιητικές
απαντήσεις στον εύλογο προβληματισμό τους.
Δυστυχώς αυτό στην Ελλάδα του
2014 μοιάζει εντελώς αδιανόητο.
Οι Υπουργοί, ακόμη και οι
βουλευτές και τα στελέχη των κυβερνητικών κομμάτων δεν έχουν καμιά διάθεση να
συναντήσουν τους διαμαρτυρόμενους πολίτες.
Οι συνδικαλιστές και οι
επαγγελματικές ενώσεις, που στο μοντέλο της Δυτικής Δημοκρατίας έχουν εξέχοντα θεσμικό
ρόλο, στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται ως αποδιοπομπαίοι τράγοι.
Οι διαμαρτυρόμενοι πολίτες
περίπου ως ταραξίες και υπονομευτές της εννόμου τάξεως, η πλάτη των οποίων
είναι προορισμένη για το τεστ αντοχής των γκλομπς των ειδικών δυνάμεων της
αστυνομίας.
Όσο για τον «διάλογο» της
Κυβέρνησης με τους όποιους απεργούς του Δημοσίου τομέα, αυτός νοείται
αποκλειστικά ως εξαγγελία επιβολής του ακραίου και βαθειά αντιδημοκρατικού
μέτρου της επιστράτευσης.
Και βεβαίως τα φαινόμενα αυτά,
του ακραίου ρήγματος στις σχέσεις κυβερνήσεως και κυβερνουμένων, της ασκήσεως
υπερβολικής κρατικής βίας και της συνεχώς κατάφορης παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας σε κάθε διοικητική
πράξη, ούτε παράδοξα είναι ούτε δυσεξήγητα.
Οφείλονται στην ανώμαλη εμπλοκή
των δανειστών στην άσκηση των κρατικών εξουσιών.
Η Τρόικα με τους συνεπίκουρους
μηχανισμούς του Ευρωπαϊκού Διευθυντηρίου, έχουν διεισδύσει εξωφρενικά σε κάθε
θεσμική και διοικητική λειτουργία με αποτέλεσμα να έχουν ευτελίσει στην
κυριολεξία τους θεσμούς και εξευτελίσει τα πρόσωπα, που τους επανδρώνουν.
Η κυβέρνηση δεν παράγει πλέον
πολιτικό σχεδιασμό. Δεν αναλαμβάνει νομοθετικές πρωτοβουλίες. Δεν λαμβάνει
διοικητικές αποφάσεις. Απλώς ενημερώνεται για τις απαιτήσεις των δανειστών. Τα
υπουργεία μεταφράζουν, ενίοτε πλημμελώς, τα νομοσχέδια, που τους δίδονται από
τους δανειστές και οι κυβερνητικοί βουλευτές, εκόντες άκοντες, υποχρεώνονται να
ψηφίσουν άρον άρον νόμους που βρίθουν αντιλαϊκών μέτρων και αντεθνικών
επιλογών.
Εξ άλλου οι μεταφράσεις των
νομοσχεδίων είναι απολύτως ανελαστικές, μη αφήνοντας κανένα περιθώριο στην
εκτελεστική εξουσία ούτε για δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις.
Υπ’ αυτούς τους όρους οι Υπουργοί
και οι συμπολιτευόμενοι βουλευτές στερούνται κάθε ίχνους κύρους, αλλά και
στοιχειώδους δυνατότητας να βρούν πειστικά επιχειρήματα για την ασκούμενη
κυβερνητική πολιτική και τρομάζουν στην ιδέα να συναντήσουν τους
αγανακτισμένους πολίτες.
Έτσι η προσφυγή στη προστασία των
δυνάμεων καταστολής και η επιστράτευση των «δυστροπούντων» αγανακτισμένων
αποτελεί μονόδρομο για τον Πρωθυπουργό και τους κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Εν τέλει δε η εμπλοκή της
Δικαιοσύνης στην διά της βίας εφαρμογή των έξωθεν επιβαλλόμενων αντιλαϊκών και
αντεθνικών οδηγιών καταντά όρος εξ ων ουκ άνευ της καθημερινής διακυβέρνησης.
Η απειλή του ποινικού κολασμού
αποτελεί κοινό εισπρακτικό εργαλείο και σύνηθες μέσο πειθαναγκασμού του
φορολογουμένου να υπερβεί την αντικειμενική αδυναμία του.
Οι αποφάσεις των ανώτατων
δικαστηρίων καλούνται να γίνουν φενάκη συνταγματικής επίφασης αντισυνταγματικών
νόμων και διοικητικών πράξεων.
Οι δικαστές όλων των βαθμίδων
υποχρεώνονται να θέτουν πολιτικά και όχι νομικά επιχειρήματα στο πρώτο σκέλος
των δικανικών συλλογισμών.
Έτσι σταδιακά και τώρα τελευταία
με επιταχυνόμενο ρυθμό και η δικαιοσύνη απειλείται με απώλεια του κύρους της
στο βωμό της εξυπηρέτησης αλλοδαπών οικονομικών συμφερόντων.
Τα φαινόμενα αυτά δεν είναι
τυχαία, ούτε μόνον εγχώρια.
Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση,
ιδιαίτερα η Ευρωζώνη, έχει «μολυνθεί» από την ανίατη ασθένεια της θεσμικής
αποσύνθεσης των επί μέρους κρατών.
Και αυτό δεν πρέπει να
ερμηνεύεται απλοϊκά ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και των
κατά περίπτωση κρατικών ελλειμμάτων, εθνικών χρεών και εντεύθεν δανειακών
αναγκών.
Δεν είναι συμπτωματικό ότι όλα τα
κράτη της Ευρωζώνης βυθίζονται λίγο ως πολύ στα εθνικά χρέη, σύρονται σε μέτρα
σκληρής λιτότητας περισσότερο ή λιγότερο επώδυνα, περιορίζουν δραματικά το
δικαίωμα αρμοδιότητας της αρμοδιότητας, τουτέστιν της εθνικής τους κυριαρχίας.
Και όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια
στιγμή που ένα από αυτά, η Γερμανία, με θηριώδες δημόσιο χρέος 1,3 τρις
καταφέρνει να δανείζεται με αρνητικό επιτόκιο, έχει αληθινά πλεονασματικούς
ισολογισμούς, ανακοινώνει αυτάρκη προϋπολογισμό για το 2015 και αντί μειώσεων προβαίνει σε
αυξήσεις των αποδοχών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Όσο δε για τα κυριαρχικά της δικαιώματα,
αυτά προδήλως αυξάνονται αντιστρόφως ανάλογα με τα κυριαρχικά δικαιώματα των
εταίρων της, που πλέον φαίνεται άλλοι μεν να έχουν μετατραπεί σε δορυφόρους της
και άλλοι, όπως εμείς, σε θλιβερές αποικίες της.
Είναι δε ηλίου φαεινότερο ότι,
όπως στο εσωτερικό της χώρας η κρίση εξαθλίωσε τις πλατειές λαϊκές μάζες,
ιδιαίτερα την αδοκίμως αποκαλούμενη «μεσαία τάξη», αλλά εκτόξευσε τον ατομικό
πλούτο μιας ελάχιστης απροκάλυπτα διαπλεκόμενης οικονομικής ολιγαρχίας, έτσι
και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο η συντριβή των επί μέρους εθνικών οικονομιών απετέλεσε
το θεμέλιο σωτηρίας της Γερμανικής οικονομίας, της συσσώρευσης πλούτου στις
Γερμανικές πολυεθνικές και της διατήρησης αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου στο
Γερμανικό λαό.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν είναι
περίεργο που ο Ευρωσκεπτικισμός, στην πραγματικότητα αντιγερμανισμός, κερδίζει
ολοένα και περισσότερο έδαφος στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν είναι περίεργο, που η
Γερμανία με απροκάλυπτο πλέον τρόπο επιδιώκει να οικειοποιηθεί την δημόσια και
ιδιωτική περιουσία των υπολοίπων λαών, ενώ παράλληλα επιδιώκει να επιβάλλει στους ευρωπαϊκούς
θεσμούς πρόσωπα της απολύτου επιρροής της, που θα της εξασφαλίζουν την απόλυτη
ηγεμονία.
Η οικονομική καταβρόχθιση των
εταίρων της είναι ο ασφαλής τρόπος διάσωσής της οικονομίας της, υπερπλουτισμού
της δικής της οικονομικής ολιγαρχίας και διατήρησης ενός ανεκτού επιπέδου
διαβίωσης του Γερμανικού «όχλου».
Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτός
ο εξόφθαλμος γερμανικός σχεδιασμός, που απειλεί ευθέως την επιβίωση των
υπόλοιπων ευρωπαϊκών κοινωνιών είναι δυνατόν να ευοδωθεί και μέχρι πόσο μπορεί
να διαρκέσει.
Είναι μάλλον αναπόφευκτο να
διεγείρει το ένστικτο αυτοσυντήρησης των εταίρων-θυμάτων της και αυτό ακριβώς φαίνεται
ότι συμβαίνει.
Ο Φάρατζ, ο Πέπε Γκρίλο και οι
περισσότεροι από τους Ευρωπαίους πολιτικούς όλων των αποχρώσεων σίγουρα δεν
είναι τόσο χαρισματικοί όσο φαίνονται. Σε μια άλλη περίοδο θα ήταν απλώς
γραφικοί, όμως η συγκυρία του ραγδαίως εξαπλούμενου ευρωσκεπτικισμού τους
αναδεικνύει σε εξέχουσες πολιτικές φυσιογνωμίες με μεγάλους αριθμούς οπαδών.
Στον αντίποδα οι παραδοσιακά
ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις, που έχουν προσδεθεί στο άρμα της Γερμανικής
ηγεμονίας, εμφανίζουν χαρακτηριστική αδυναμία ανάδειξης στελεχών με σοβαρή
απήχηση στο Ευρωπαϊκό κοινό. Η παλιά γενιά (τύπου Γιούνκερ) έχει ξεφτίσει η δε
νέα είναι μετρίων ικανοτήτων. Απογοητευτικά μετρίων ικανοτήτων.
Αυτή ακριβώς η ένδεια στελεχιακού
δυναμικού αναγκάζει τη Γερμανία σε κεντρικό και σε περιφερειακό ευρωπαϊκό
επίπεδο να διολισθαίνει σε όλο και περισσότερο αυταρχικές κινήσεις, προκειμένου
να επιβάλει την ακραίως σοβινιστική πολιτική της.
Κάτι που νομοτελειακά σύντομα θα
μεταλλάξει τον σημερινό εθνοκεντρικό ασύντακτο ευρωσκεπτικισμό σε υπερεθνικό,
πανευρωπαϊκό συντεταγμένο αντιγερμανισμό.
Και τότε τα πράγματα θα πάρουν
τέτοια τροπή, που «λαθροκυβερνήτες» τύπου τρόικας ή κατά τόπους ξένων (συνήθως
Γερμανών) επιτετραμμένων με «συμβουλευτικές» αρμοδιότητες δεν θα μπορούν
διαχειριστούν.
Αυτή δε η μετουσίωση της
πανευρωπαϊκής κοινής γνώμης θα επιταχυνθεί στο μέτρο, που η κατά χώρα κυβερνητική
αυθαιρεσία συνοδεύεται από αλαζονεία των κυβερνητικών παραγόντων.
Όπου η αυθαιρεσία συναντάται με την αλαζονεία, η βαρβαρότητα με
την ανοησία πάνε πακέτο.
Την αλαζονεία όμως που
ενδεχομένως δεν επιθυμούν οι Γερμανοί νεοαποικιοκράτες, δεν μπορούν να την
αποτρέψουν, γιατί ακριβώς είναι αδύνατον να βρούν αρκούντως ευφυές πολιτικό
προσωπικό, που θα είναι διατεθειμένο να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους.
Παραφράζοντας λοιπόν τη γνωστή
παροιμία «όταν ο Θεός θέλει να καταστρέψει το μυρμήγκι του δίνει φτερά»,
μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας:
Όταν ο Θεός θέλει να καταστρέψει
τον ανόητο πολιτικό του δίνει αλαζονεία.
Μακάριοι λοιπόν (ως πτωχοί τω πνεύματι) οι αλαζόνες,
ότι αυτοί θα είναι ο καταλύτης επιτάχυνσης των κοινωνικών ανατροπών σε πανευρωπαϊκή
κλίμακα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου