Μετά από πολυετείς προσπάθειες και ενδελεχείς έρευνες η Γερμανική δικαιοσύνη για το σκάνδαλο του αιώνα, που συντάραξε τουλάχιστον τρεις ηπείρους αποφάσισε να επιβάλει στον Διευθυντή της SIEMENS, που κρίθηκε ένοχος για 49 περιπτώσεις την «εξοντωτική» ποινή της φυλάκισης δυο ετών με αναστολή και 108.000 ευρώ πρόστιμο.
Ιστορική απόφαση!
Κατόπιν αυτού mutatis mutandis χαλαρά η Ελληνική δικαιοσύνη νομιμοποιείται να θέσει τον φάκελο στο αρχείο και να δώσει …εύφημο μνεία στον εδώ Διευθυντή της αμαρτωλής πολυεθνικής εταιρίας.
dum spiro cogito: MACEDONIAN HISTORY IS ABSOLUTELY HELLENIC AND NOT NEGOTIABLE ./. ACROPOLIS marbles: It is time to return.
Τρίτη 29 Ιουλίου 2008
Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008
Δικαιοσύνη: Μια σταγόνα μέλι…
Οι αυξήσεις σε μισθούς περίπου κατά 100%, από όσο τουλάχιστον γνωρίζω δεν πρέπει να έχουν ανάλογο προηγούμενο στα δημοσιοϋπαλληλικά χρονικά.
Από άποψη αρχής δυσκολευόμαστε βέβαια να εναντιωθούμε στην βελτίωση των αποδοχών οποιουδήποτε εργαζομένου. Πολλώ μάλλον των δικαστικών λειτουργών, που αναμφισβήτητα προσφέρουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, εργαζόμενοι συνήθως κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Δυσκολευόμαστε όμως να κατανοήσουμε και την αιτιολογική βάση αυτής της εκπληκτικής αυξήσεως στη δεδομένη χρονική συγκυρία.
Συνήθως οι αυξήσεις των εργαζομένων τελούν σε κάποια μαθηματική σχέση με τον τρέχοντα πληθωρισμό ή με τα έσοδα του εργοδότη τους.
Στην παρούσα χρονική στιγμή ο επίσημος πληθωρισμός τρέχει με ένα 5%, τα έσοδα του Ελληνικού Δημοσίου παρουσιάζουν υστέρηση και τα ελλείμματα στο δημόσιο «κορβανά» έχουν καλπάζουσα αυξητική τάση.
Αν επρόκειτο για ιδιωτικούς υπαλλήλους ενδεχομένως να συνέτρεχαν και οι περιπτώσεις της επιβράβευσης για εξαιρετική αποδοτικότητα ή της παροχής κινήτρου για την υποστήριξη υψηλών επιχειρηματικών στόχων. Αλλά παρότι ο κ. Χατζηγάκης και ο κ. Αλογοσκούφης, πολιτικοί με σύγχρονες ιδέες, έχουν συχνά υποστηρίξει την ανάγκη εισαγωγής ιδιωτικοοικονομικών μεθόδων διοίκησης στο δημόσιο τομέα, είναι προφανές ότι τέτοιου τεραστίου μεγέθους οικονομικές παροχές σε περίοδο ισχνών αγελάδων σαν αυτήν που διανύουμε, κανένας επιχειρηματίας δεν θα αποτολμούσε.
Ανεξάρτητα επομένως από την απέραντη εκτίμησή μας στην συμπαθή οικογένεια των δικαστικών, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα για ποιο λόγο η κυβέρνηση αποφάσισε να τους χορηγήσει τώρα μια αύξηση, που οποιοσδήποτε άλλος κλάδος με τα συνήθη ποσοστά ετησίων αυξήσεων θα χρειασθεί τουλάχιστον είκοσι χρόνια για να την απολαύσει.
Και αυτό σε μια περίοδο, που όλοι οι αρμόδιοι Υπουργοί και οι συνοδοιπόροι τραπεζίτες μιλούν για οικονομική ύφεση, εκτεταμένα συμπτώματα στασιμοπληθωρισμού και ανάγκη περικοπής δαπανών και «σφιξίματος στο ζωνάρι».
Οι άλλοι άμεσα ωφελούμενοι από αυτή την υπόθεση είναι οι αγαπητοί μας βουλευτές. Αποτελούν και αυτοί μια ομάδα θεσμικών λειτουργών, που η οικονομική θωράκισή τους έναντι των όποιων κακόβουλων «δωρητών» αποτελεί θεωρητικά εγγύηση για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Υπάρχουν βέβαια δύο αδύνατα σημεία σ΄αυτή τη θεωρία. Αφ΄ενός ότι το κόστος του βίου και της πολιτείας μερικών εξ αυτών υπερβαίνει πάντοτε τα όρια των δυνατοτήτων των όποιων αποδοχών τους και προφανώς αυτό δεν θα διορθωθεί ούτε μετά την τελευταία αύξηση. Αφ΄ετέρου υπάρχει πάντα ένα επικοινωνιακής, αν όχι ηθικής, τάξεως ζήτημα, πως δηλαδή δικαιολογείται να τυχαίνει τέτοιας ευνοϊκής εισοδηματικής αντιμετώπισης ο βουλευτής την ώρα, που ο μέσος ψηφοφόρος έχει φθάσει στο σημείο να περικόπτει ακόμα και τις δαπάνες διατροφής του;
Και γιατί ας πούμε ο μισθός του Προέδρου του Αρείου Πάγου να συνδέεται ευθέως ανάλογα με τις αποδοχές του βουλευτή και να μην επηρεάζει θετικά τις πενιχρές αποδοχές του εργάτη, του υπάλληλου, του συνταξιούχου, αυτών που με το μόχθο τους αποτελούν τη βασική πηγή των κρατικών εσόδων;
Όλα αυτά τα ερωτήματα βεβαίως είναι από ρητορικά ως ρομαντικά και όπως συμβαίνει συνήθως με τέτοια ερωτήματα ο καθένας θα δώσει μόνος του τη δική του απάντηση.
Για όποιον λοιπόν αρέσκεται στην επίλυση παρόμοιων γρίφων ιδού μερικές ακόμη ψηφίδες από το τρέχον πολιτικό σκηνικό.
Η πολιτική σκηνή συνταράσσεται από μια σειρά θεμάτων, που παρουσιάζουν έντονα χαρακτηριστικά παράνομων έως εγκληματικών δραστηριοτήτων.
Οικονομικά σκάνδαλα αποκαλύπτονται με ανησυχητικό ρυθμό.
Η υπόθεση ΖΗΜΕΝΣ κινδυνεύει να πάρει διαστάσεις χιονοστιβάδας.
Πρόεδροι ανεξάρτητων αρχών, που ξεκίνησαν με άριστες προϋποθέσεις παρουσιάζουν περίεργα συμπτώματα κόπωσης.
Η πειθαρχική δίωξη του κ. Μπάγια κατέληξε σε πανηγυρική αθώωσή του.
Ο πρόσκαιρος εξοβελισμός βουλευτών από την κοινοβουλευτική ομάδα ως παραδειγματική τιμωρία, φάνηκε να μη έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού δεν απέτρεψε τους συνήθεις αντιρρησίες από τον «ανταρτοπόλεμο», το αγαπημένο τους σπορ. Εξ’ άλλου η οριακή πλειοψηφία δεν επιτρέπει την χρήση του μέτρου σε ευρεία κλίμακα, ούτε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Και έχει μάλλον αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα διότι οι «αντάρτες» αποκτούν αναντικατάστατο ειδικό βάρος για την εξασφάλιση της «δεδηλωμένης».
Η Κυβέρνηση έχει δηλώσει την αταλάντευτη απόφασή της να κτυπήσει τη διαφθορά και να επιβάλλει με κάθε τρόπο την διαφάνεια στο δημόσιο τομέα.
Για να το πετύχει χρειάζεται κατ’ αρχήν να παραμείνει στην εξουσία, δηλαδή την στήριξη των βουλευτών.
Αφ’ ετέρου την φιλόπονη προσπάθεια της δικαιοσύνης, που επιβαρύνεται καθημερινά με την διαλεύκανση σωρείας σκανδάλων και οικονομικών εγκλημάτων.
Η μεταρρύθμιση της «ανεξάρτητης» αρχής, ώστε να προεδρεύεται από εν ενεργεία εισαγγελέα και να λογοδοτεί άμεσα στο ΥΠΕΘΟ, είναι ένα πρώτο βήμα.
Η κατάργηση του αυτοδιοίκητου της δικαιοσύνης, ώστε οι προϊστάμενοι των δικαστηρίων να διορίζονται από το κράτος και όχι να εκλέγονται από τους ίδιους τους δικαστικούς είναι ένα δεύτερο βήμα.
Όμως μια λαϊκή παροιμία λέει: «Μια σταγόνα μέλι μπορεί να φέρει μεγαλύτερα αποτελέσματα από μια νταμιτζάνα ξύδι».
Και εδώ δεν μιλάμε για μια σταγόνα αλλά για ένα βαρέλι μέλι.
Άρα οι αυξήσεις δικαστικών και βουλευτών μπορεί να μην είναι απλώς ένα τρίτο βήμα.
Μπορεί να είναι …το (αποφασιστικό) βήμα…
Από άποψη αρχής δυσκολευόμαστε βέβαια να εναντιωθούμε στην βελτίωση των αποδοχών οποιουδήποτε εργαζομένου. Πολλώ μάλλον των δικαστικών λειτουργών, που αναμφισβήτητα προσφέρουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, εργαζόμενοι συνήθως κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Δυσκολευόμαστε όμως να κατανοήσουμε και την αιτιολογική βάση αυτής της εκπληκτικής αυξήσεως στη δεδομένη χρονική συγκυρία.
Συνήθως οι αυξήσεις των εργαζομένων τελούν σε κάποια μαθηματική σχέση με τον τρέχοντα πληθωρισμό ή με τα έσοδα του εργοδότη τους.
Στην παρούσα χρονική στιγμή ο επίσημος πληθωρισμός τρέχει με ένα 5%, τα έσοδα του Ελληνικού Δημοσίου παρουσιάζουν υστέρηση και τα ελλείμματα στο δημόσιο «κορβανά» έχουν καλπάζουσα αυξητική τάση.
Αν επρόκειτο για ιδιωτικούς υπαλλήλους ενδεχομένως να συνέτρεχαν και οι περιπτώσεις της επιβράβευσης για εξαιρετική αποδοτικότητα ή της παροχής κινήτρου για την υποστήριξη υψηλών επιχειρηματικών στόχων. Αλλά παρότι ο κ. Χατζηγάκης και ο κ. Αλογοσκούφης, πολιτικοί με σύγχρονες ιδέες, έχουν συχνά υποστηρίξει την ανάγκη εισαγωγής ιδιωτικοοικονομικών μεθόδων διοίκησης στο δημόσιο τομέα, είναι προφανές ότι τέτοιου τεραστίου μεγέθους οικονομικές παροχές σε περίοδο ισχνών αγελάδων σαν αυτήν που διανύουμε, κανένας επιχειρηματίας δεν θα αποτολμούσε.
Ανεξάρτητα επομένως από την απέραντη εκτίμησή μας στην συμπαθή οικογένεια των δικαστικών, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα για ποιο λόγο η κυβέρνηση αποφάσισε να τους χορηγήσει τώρα μια αύξηση, που οποιοσδήποτε άλλος κλάδος με τα συνήθη ποσοστά ετησίων αυξήσεων θα χρειασθεί τουλάχιστον είκοσι χρόνια για να την απολαύσει.
Και αυτό σε μια περίοδο, που όλοι οι αρμόδιοι Υπουργοί και οι συνοδοιπόροι τραπεζίτες μιλούν για οικονομική ύφεση, εκτεταμένα συμπτώματα στασιμοπληθωρισμού και ανάγκη περικοπής δαπανών και «σφιξίματος στο ζωνάρι».
Οι άλλοι άμεσα ωφελούμενοι από αυτή την υπόθεση είναι οι αγαπητοί μας βουλευτές. Αποτελούν και αυτοί μια ομάδα θεσμικών λειτουργών, που η οικονομική θωράκισή τους έναντι των όποιων κακόβουλων «δωρητών» αποτελεί θεωρητικά εγγύηση για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Υπάρχουν βέβαια δύο αδύνατα σημεία σ΄αυτή τη θεωρία. Αφ΄ενός ότι το κόστος του βίου και της πολιτείας μερικών εξ αυτών υπερβαίνει πάντοτε τα όρια των δυνατοτήτων των όποιων αποδοχών τους και προφανώς αυτό δεν θα διορθωθεί ούτε μετά την τελευταία αύξηση. Αφ΄ετέρου υπάρχει πάντα ένα επικοινωνιακής, αν όχι ηθικής, τάξεως ζήτημα, πως δηλαδή δικαιολογείται να τυχαίνει τέτοιας ευνοϊκής εισοδηματικής αντιμετώπισης ο βουλευτής την ώρα, που ο μέσος ψηφοφόρος έχει φθάσει στο σημείο να περικόπτει ακόμα και τις δαπάνες διατροφής του;
Και γιατί ας πούμε ο μισθός του Προέδρου του Αρείου Πάγου να συνδέεται ευθέως ανάλογα με τις αποδοχές του βουλευτή και να μην επηρεάζει θετικά τις πενιχρές αποδοχές του εργάτη, του υπάλληλου, του συνταξιούχου, αυτών που με το μόχθο τους αποτελούν τη βασική πηγή των κρατικών εσόδων;
Όλα αυτά τα ερωτήματα βεβαίως είναι από ρητορικά ως ρομαντικά και όπως συμβαίνει συνήθως με τέτοια ερωτήματα ο καθένας θα δώσει μόνος του τη δική του απάντηση.
Για όποιον λοιπόν αρέσκεται στην επίλυση παρόμοιων γρίφων ιδού μερικές ακόμη ψηφίδες από το τρέχον πολιτικό σκηνικό.
Η πολιτική σκηνή συνταράσσεται από μια σειρά θεμάτων, που παρουσιάζουν έντονα χαρακτηριστικά παράνομων έως εγκληματικών δραστηριοτήτων.
Οικονομικά σκάνδαλα αποκαλύπτονται με ανησυχητικό ρυθμό.
Η υπόθεση ΖΗΜΕΝΣ κινδυνεύει να πάρει διαστάσεις χιονοστιβάδας.
Πρόεδροι ανεξάρτητων αρχών, που ξεκίνησαν με άριστες προϋποθέσεις παρουσιάζουν περίεργα συμπτώματα κόπωσης.
Η πειθαρχική δίωξη του κ. Μπάγια κατέληξε σε πανηγυρική αθώωσή του.
Ο πρόσκαιρος εξοβελισμός βουλευτών από την κοινοβουλευτική ομάδα ως παραδειγματική τιμωρία, φάνηκε να μη έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού δεν απέτρεψε τους συνήθεις αντιρρησίες από τον «ανταρτοπόλεμο», το αγαπημένο τους σπορ. Εξ’ άλλου η οριακή πλειοψηφία δεν επιτρέπει την χρήση του μέτρου σε ευρεία κλίμακα, ούτε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Και έχει μάλλον αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα διότι οι «αντάρτες» αποκτούν αναντικατάστατο ειδικό βάρος για την εξασφάλιση της «δεδηλωμένης».
Η Κυβέρνηση έχει δηλώσει την αταλάντευτη απόφασή της να κτυπήσει τη διαφθορά και να επιβάλλει με κάθε τρόπο την διαφάνεια στο δημόσιο τομέα.
Για να το πετύχει χρειάζεται κατ’ αρχήν να παραμείνει στην εξουσία, δηλαδή την στήριξη των βουλευτών.
Αφ’ ετέρου την φιλόπονη προσπάθεια της δικαιοσύνης, που επιβαρύνεται καθημερινά με την διαλεύκανση σωρείας σκανδάλων και οικονομικών εγκλημάτων.
Η μεταρρύθμιση της «ανεξάρτητης» αρχής, ώστε να προεδρεύεται από εν ενεργεία εισαγγελέα και να λογοδοτεί άμεσα στο ΥΠΕΘΟ, είναι ένα πρώτο βήμα.
Η κατάργηση του αυτοδιοίκητου της δικαιοσύνης, ώστε οι προϊστάμενοι των δικαστηρίων να διορίζονται από το κράτος και όχι να εκλέγονται από τους ίδιους τους δικαστικούς είναι ένα δεύτερο βήμα.
Όμως μια λαϊκή παροιμία λέει: «Μια σταγόνα μέλι μπορεί να φέρει μεγαλύτερα αποτελέσματα από μια νταμιτζάνα ξύδι».
Και εδώ δεν μιλάμε για μια σταγόνα αλλά για ένα βαρέλι μέλι.
Άρα οι αυξήσεις δικαστικών και βουλευτών μπορεί να μην είναι απλώς ένα τρίτο βήμα.
Μπορεί να είναι …το (αποφασιστικό) βήμα…
Τετάρτη 23 Ιουλίου 2008
ΣΚΟΠΙΑΝΟ: Τι ακριβώς σηματοδοτεί και ποιούς τελικά ευνοεί η επιφυλακτική στάση του κ. Μπαρόζο?
Η Κομισιόν (κ. Μπαρόζο), απέφυγε προς το παρόν να απαντήσει στην αλυτρωτική επιστολή του Σκοπιανού Πρωθυπουργού, επικαλούμενη την ανάγκη γνωμοδότησης των αρμοδίων κοινοτικών υπηρεσιών.Η στάση αυτή του Προέδρου της Κομισιόν, ο οποίος έτυχε της θερμής στήριξης της Ελλάδος κατά την εκλογή του και θεωρείται καλός φίλος του Έλληνα Πρωθυπουργού, δεν μπορεί να κριθεί ευχάριστη για τη χώρα μας.
Επιφανειακά αξιολογούμενη φαίνεται να μην συνάδει στην προσπάθεια άμεσου εντυπωσιασμού της εσωτερικής και διεθνούς κοινής γνώμης, που επιθυμεί να επιτύχει ο κ. Γκρούεφσκι.
Η κίνηση όμως Γκρούεφσκι, που ούτως ή άλλως θα έχει συνέχεια δεν επιδιώκει απλώς την δημιουργία εφήμερων συζητήσεων. Επιδιώκει κυρίως τη διεύρυνση της ατζέντας με την προσθήκη σ’ αυτήν του συνόλου των αλυτρωτικών στρατηγικών στόχων της Σκοπιανής διπλωματίας. Την μετατόπιση του κέντρου βάρους των συζητήσεων. Το στρίμωγμα της Ελλάδος σύμφωνα με τη λογική του Χότζα σε ένα διάλογο με πληθώρα ανεπιθύμητων γι αυτήν θεμάτων.
Με αυτή την τακτική προσδοκούν ότι η Ελλάδα θα προβεί σε περαιτέρω υποχωρήσεις προκειμένου να κλείσει όπως-όπως ένα διάλογο με ανεπιθύμητα θέματα. Από την άλλη ότι θα έχουν εγγράψει αξιόλογες υποθήκες σε μια σειρά ζητήματα, που μπορεί να έχουν αρκετά προβληθεί στον υπόλοιπο κόσμο αλλά όχι τόσο στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Κάτω από αυτό το πρίσμα η αντίδραση του κ. Μπαρόζο μπορεί μεν να μην ικανοποιεί τους μαξιμαλιστικούς στόχους των ακραίων εθνικιστικών κύκλων των Σκοπίων, αφού δεν τάσσεται άμεσα και αναφανδόν υπέρ των θέσεων της επιστολής Γκρούεφσκι.
Αν όμως λάβουμε υπ’ όψιν ότι οι θέσεις αυτές είναι ανεδαφικές και ανιστόρητες και ότι προβάλλονται με τρόπο και διατύπωση διπλωματικώς απαράδεκτη έως θρασύτατη.
Αν αναλογισθούμε ότι η Ελλάδα είναι από τα αρχαιότερα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ ουσίαν δέχεται απρόκλητη και απροκάλυπτη συκοφαντική επίθεση από ένα τρίτο κράτος.
Αν συνυπολογίσουμε ότι ο κ. Μπαρόζο οφείλει να είναι απόλυτα ενημερωμένος τόσο από την εσωτερική οργάνωση της ΕΕ όσο και από την πρόσφατη επιστολή του Έλληνα Πρωθυπουργού για την ιστορική αλήθεια, την σημερινή πραγματικότητα, αλλά και για τις επι μέρους θέσεις της Ελλάδος.
Τότε αβίαστα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η στάση του κ. Μπαρόζο εξυπηρετεί τους ουσιαστικούς στόχους της Σκοπιανής διπλωματίας.
Διότι ο κ. Μπαρόζο όφειλε να προβεί σε μια άμεση συνολική και καθαρή απόρριψη της επιστολής του κ. Γκρούεφσκι και να τον καλέσει να προσαρμοσθεί στις πρόσφατες αποφάσεις της συνόδου των αρχηγών κρατών της ΕΕ, ήτοι να συμβάλλει στην εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής ονομασίας.
Αντ’ αυτού η επιφύλαξη για αξιολόγηση και απάντηση στο μέλλον στη γλώσσα της διεθνούς διπλωματίας σημαίνει απόδοση σοβαρότητας στα θέματα της επιστολής και επομένως αποτελεί ήττα της Ελληνικής διπλωματίας, που σε επίπεδο Πρωθυπουργού υπεστήριξε προ μερικών εικοσιτετραώρων ότι τα θέματα αυτά είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα.
Η μήπως στην ίδια διπλωματική γλώσσα αυτή καθεαυτή η εμπλοκή της Ελλάδος σε μια διεξοδική απαντητική διαδικασία στα φληναφήματα του Σκοπιανού Πρωθυπουργού προσέδωσε ουσιαστικό χαρακτήρα διμερούς διαφοράς στα πλαστά ζητήματα που τεχνηέντως ηγέρθησαν?
Μήπως θα ήταν φρονιμότερο για την Ελληνική διπλωματία να μη παρασύρεται σε τέτοιες περιπτώσεις σε διμερείς διεξοδικούς διαλόγους, αλλά να περιορίζεται σε άμεσες, ολιγόλογες και συνολικώς απορριπτικές δηλώσεις υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου εξωτερικών?
Επιφανειακά αξιολογούμενη φαίνεται να μην συνάδει στην προσπάθεια άμεσου εντυπωσιασμού της εσωτερικής και διεθνούς κοινής γνώμης, που επιθυμεί να επιτύχει ο κ. Γκρούεφσκι.
Η κίνηση όμως Γκρούεφσκι, που ούτως ή άλλως θα έχει συνέχεια δεν επιδιώκει απλώς την δημιουργία εφήμερων συζητήσεων. Επιδιώκει κυρίως τη διεύρυνση της ατζέντας με την προσθήκη σ’ αυτήν του συνόλου των αλυτρωτικών στρατηγικών στόχων της Σκοπιανής διπλωματίας. Την μετατόπιση του κέντρου βάρους των συζητήσεων. Το στρίμωγμα της Ελλάδος σύμφωνα με τη λογική του Χότζα σε ένα διάλογο με πληθώρα ανεπιθύμητων γι αυτήν θεμάτων.
Με αυτή την τακτική προσδοκούν ότι η Ελλάδα θα προβεί σε περαιτέρω υποχωρήσεις προκειμένου να κλείσει όπως-όπως ένα διάλογο με ανεπιθύμητα θέματα. Από την άλλη ότι θα έχουν εγγράψει αξιόλογες υποθήκες σε μια σειρά ζητήματα, που μπορεί να έχουν αρκετά προβληθεί στον υπόλοιπο κόσμο αλλά όχι τόσο στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Κάτω από αυτό το πρίσμα η αντίδραση του κ. Μπαρόζο μπορεί μεν να μην ικανοποιεί τους μαξιμαλιστικούς στόχους των ακραίων εθνικιστικών κύκλων των Σκοπίων, αφού δεν τάσσεται άμεσα και αναφανδόν υπέρ των θέσεων της επιστολής Γκρούεφσκι.
Αν όμως λάβουμε υπ’ όψιν ότι οι θέσεις αυτές είναι ανεδαφικές και ανιστόρητες και ότι προβάλλονται με τρόπο και διατύπωση διπλωματικώς απαράδεκτη έως θρασύτατη.
Αν αναλογισθούμε ότι η Ελλάδα είναι από τα αρχαιότερα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ ουσίαν δέχεται απρόκλητη και απροκάλυπτη συκοφαντική επίθεση από ένα τρίτο κράτος.
Αν συνυπολογίσουμε ότι ο κ. Μπαρόζο οφείλει να είναι απόλυτα ενημερωμένος τόσο από την εσωτερική οργάνωση της ΕΕ όσο και από την πρόσφατη επιστολή του Έλληνα Πρωθυπουργού για την ιστορική αλήθεια, την σημερινή πραγματικότητα, αλλά και για τις επι μέρους θέσεις της Ελλάδος.
Τότε αβίαστα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η στάση του κ. Μπαρόζο εξυπηρετεί τους ουσιαστικούς στόχους της Σκοπιανής διπλωματίας.
Διότι ο κ. Μπαρόζο όφειλε να προβεί σε μια άμεση συνολική και καθαρή απόρριψη της επιστολής του κ. Γκρούεφσκι και να τον καλέσει να προσαρμοσθεί στις πρόσφατες αποφάσεις της συνόδου των αρχηγών κρατών της ΕΕ, ήτοι να συμβάλλει στην εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής ονομασίας.
Αντ’ αυτού η επιφύλαξη για αξιολόγηση και απάντηση στο μέλλον στη γλώσσα της διεθνούς διπλωματίας σημαίνει απόδοση σοβαρότητας στα θέματα της επιστολής και επομένως αποτελεί ήττα της Ελληνικής διπλωματίας, που σε επίπεδο Πρωθυπουργού υπεστήριξε προ μερικών εικοσιτετραώρων ότι τα θέματα αυτά είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα.
Η μήπως στην ίδια διπλωματική γλώσσα αυτή καθεαυτή η εμπλοκή της Ελλάδος σε μια διεξοδική απαντητική διαδικασία στα φληναφήματα του Σκοπιανού Πρωθυπουργού προσέδωσε ουσιαστικό χαρακτήρα διμερούς διαφοράς στα πλαστά ζητήματα που τεχνηέντως ηγέρθησαν?
Μήπως θα ήταν φρονιμότερο για την Ελληνική διπλωματία να μη παρασύρεται σε τέτοιες περιπτώσεις σε διμερείς διεξοδικούς διαλόγους, αλλά να περιορίζεται σε άμεσες, ολιγόλογες και συνολικώς απορριπτικές δηλώσεις υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου εξωτερικών?
Παρασκευή 18 Ιουλίου 2008
ΠΑΣΟΚ: Πίθος Δαναΐδων
Το παράπονό του φέρεται να εξέφρασε ο κ. Παπανδρέου για την αδράνεια των στελεχών και την υπνηλία του κομματικού μηχανισμού.
«Τα στελέχη πρέπει να λειτουργούν σαν πολλαπλασιαστές» των πρωτοβουλιών του και το κόμμα πρέπει να βάζει πλάτη σε κάθε περίπτωση.
Ταλαίπωρε Πρόεδρε, όσο και αν ηχεί σαν παραδοξολογία, η περιγραφή της στάσης των «πρωτοκλασάτων» και της κατάστασης του κόμματος, που προβάλλουν τα παράπονά σου, αποτελεί υπερβολικό εξωραϊσμό της πραγματικότητας.
Διότι η αλήθεια φευ είναι πολύ χειρότερη.
Το μεν κόμμα είναι περίπου ανύπαρκτο.
Στην πραγματικότητα κατά την «μεταΛαλιώτια» εποχή της η κομματική οργάνωση διαλύθηκε. Προφανώς η εφαρμογή των μεγαλοφυών σχεδίων για την αλλαγή ιδεολογίας, κόμματος και συμβόλων ξεκίνησε με την κατεδάφιση του κόμματος και ποτέ δεν προχώρησε περαιτέρω στη φάση της ανοικοδόμησης. ΄Εκτοτε παρέμειναν κάποιες οργανώσεις-σφραγίδες στα χέρια παραγοντίσκων παλαιοκομματικής αντίληψης, που εξαντλούνται σε προεκλογικές εξυπηρετήσεις τοπικών πολιτευτών ή δημοτικών παραγόντων.
Και δυστυχώς η κατάσταση δεν βελτιώθηκε από τις φιλότιμες προσπάθειες του σημερινού Γραμματέα, ίσως διότι οι οργανωτικές του πρωτοβουλίες βρέθηκαν σε ευθεία αντίθεση με τις οργανωτικές παραινέσεις του πολύπαθου Προέδρου.
Δηλαδή την ώρα, που ο Πρόεδρος καλούσε τον λαό σε αυτοοργάνωση, οι αρμόδιοι συμβουλάτορες και οργανοπατέρες προχωρούσαν εντελώς αντίστροφα.
Πρώτα έκαναν εκλογές για ανάδειξη Προέδρου. Μετά έκαναν συνέδριο για εκλογή ανωτάτων καθοδηγητικών οργάνων. Έπειτα εσπευσμένα προχώρησαν σε συνοπτικές διαδικασίες εκλογής ενδιαμέσων καθοδηγητικών οργάνων και συντονιστικών επιτροπών.
Δεν γνωρίζουμε αν αυτή η μεθόδευση υπήρξε αποτέλεσμα απειρίας ή σκοπιμότητας. Το βέβαιο είναι ότι ως «αυτοοργάνωση» αποτελεί παγκόσμια πατέντα. Διότι σε όλες τις ιστορικές περιόδους και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης όταν ο λαός αυτοοργανώνεται η πορεία είναι εντελώς ανάποδη.
Πρώτα ο κόσμος μαζεύεται και φτιάχνει οργανώσεις βάσεις. Μετά εκλέγει τοπικές επιτροπές (συντονιστικές). Μετά εκλέγει περιφερειακά ενδιάμεσα όργανα. Ύστερα σε συνέδριο βγάζει Κεντρική επιτροπή και τέλος εκλέγει και Πρόεδρο και εκτελεστικό γραφείο ή ότι άλλο.
Για την ιστορία έτσι ακριβώς έφτιαξε ο Ανδρέας Παπανδρέου το ΠΑΣΟΚ και κατάφερε από το μηδέν να οδηγήσει τις λαϊκές μάζες σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία διακυβέρνησης, που άλλαξε την ποιότητα της δημοκρατίας, την μορφή της Ελληνικής καθημερινότητας και την διεθνή εικόνα της χώρας.
Δυστυχώς οι επίγονοι παρέλαβαν ένα κομματικό οργανισμό, που αποτελούσε πρωτοπορία στα πολιτικά δρώμενα της χώρας και το μετέτρεψαν σε ψοφοδεές μικρομάγαζο.
Όσο για τους «πρωτοκλασάτους» το παράπονο ότι «δεν λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές των πρωτοβουλιών του Προέδρου» μοιάζει περισσότερο με κολακευτικό σχόλιο.
Διότι στην πραγματικότητα οι πλείστοι εξ αυτών ακολουθώντας στενόμυαλες και στενόκαρδες προσωπικές στρατηγικές συνήθως υπονομεύουν με τις πράξεις και τις παραλήψεις τους κάθε προσπάθεια του κ. Παπανδρέου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη ιστορία του πολέμου με το ΚΚΕ, που μας προέκυψε από το πουθενά.
Ο αριστερός και ο δεξιός "ψάλτης" της Νέας Δημοκρατίας ξεκίνησαν κάποιες αντεγκλήσεις με πιθανό στόχο να μετατωπίσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από ένα σκάνδαλο μεγατόνων, που με μαθηματική ακρίβεια θα έπληττε σοβαρά τη δημόσια εικόνα του κυβερνώντος κόμματος. Και ακριβώς την ώρα, που οι προσπάθειες του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ άρχισαν να αποδίδουν επικοινωνιακά και οι δημοσκοπήσεις επιβεβαίωναν την πολιτική φθορά της Κυβέρνησης, κατά ένα «περίεργο» τρόπο πρωτοκλασάτος υψηλού πολιτικού ειδικού βάρους φρόντισε με αφελείς δηλώσεις του να εμπλέξει το ΠΑΣΟΚ στον πόλεμο του ΚΚΕ με το ΛΑΟΣ.
Το αποτέλεσμα ήταν σε λίγες ώρες να συρθεί εκόν άκον ολόκληρο το επικοινωνιακό επιτελείο του ΠΑΣΟΚ, μηδέ του Προέδρου εξαιρουμένου, σε ένα ανούσιο έως αηδιαστικό πετροπόλεμο με τα μικρά κόμματα της αντιπολίτευσης.
Έτσι η Νέα Δημοκρατία απεγκλωβίζεται από την επικοινωνιακή της δυσπραγία, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως το μόνο κόμμα, που ασχολείται με σοβαρά θέματα όπως τα σκάνδαλα, η ακρίβεια, οι φωτιές, η νομιμοποίηση των κολεγίων και το ΠΑΣΟΚ φαίνεται για άλλη μια φορά πολύ μικρόνοο για το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Τάλαινα Πρόεδρε η πικρία σου και δικαιολογημένη είναι και κατανοητή.
Ορθώς αντιλαμβάνεσαι ότι «αντλείς εις πίθον Δαναΐδων» όσο περιστοιχίζεσαι από άπειρους ή κουτοπόνηρους συνεργάτες.
Το ερώτημα που παραμένει είναι τι προτίθεσαι να κάνεις για να επισκευάσεις το πάτο του «πιθαριού».
Το παράπονό του φέρεται να εξέφρασε ο κ. Παπανδρέου για την αδράνεια των στελεχών και την υπνηλία του κομματικού μηχανισμού.
«Τα στελέχη πρέπει να λειτουργούν σαν πολλαπλασιαστές» των πρωτοβουλιών του και το κόμμα πρέπει να βάζει πλάτη σε κάθε περίπτωση.
Ταλαίπωρε Πρόεδρε, όσο και αν ηχεί σαν παραδοξολογία, η περιγραφή της στάσης των «πρωτοκλασάτων» και της κατάστασης του κόμματος, που προβάλλουν τα παράπονά σου, αποτελεί υπερβολικό εξωραϊσμό της πραγματικότητας.
Διότι η αλήθεια φευ είναι πολύ χειρότερη.
Το μεν κόμμα είναι περίπου ανύπαρκτο.
Στην πραγματικότητα κατά την «μεταΛαλιώτια» εποχή της η κομματική οργάνωση διαλύθηκε. Προφανώς η εφαρμογή των μεγαλοφυών σχεδίων για την αλλαγή ιδεολογίας, κόμματος και συμβόλων ξεκίνησε με την κατεδάφιση του κόμματος και ποτέ δεν προχώρησε περαιτέρω στη φάση της ανοικοδόμησης. ΄Εκτοτε παρέμειναν κάποιες οργανώσεις-σφραγίδες στα χέρια παραγοντίσκων παλαιοκομματικής αντίληψης, που εξαντλούνται σε προεκλογικές εξυπηρετήσεις τοπικών πολιτευτών ή δημοτικών παραγόντων.
Και δυστυχώς η κατάσταση δεν βελτιώθηκε από τις φιλότιμες προσπάθειες του σημερινού Γραμματέα, ίσως διότι οι οργανωτικές του πρωτοβουλίες βρέθηκαν σε ευθεία αντίθεση με τις οργανωτικές παραινέσεις του πολύπαθου Προέδρου.
Δηλαδή την ώρα, που ο Πρόεδρος καλούσε τον λαό σε αυτοοργάνωση, οι αρμόδιοι συμβουλάτορες και οργανοπατέρες προχωρούσαν εντελώς αντίστροφα.
Πρώτα έκαναν εκλογές για ανάδειξη Προέδρου. Μετά έκαναν συνέδριο για εκλογή ανωτάτων καθοδηγητικών οργάνων. Έπειτα εσπευσμένα προχώρησαν σε συνοπτικές διαδικασίες εκλογής ενδιαμέσων καθοδηγητικών οργάνων και συντονιστικών επιτροπών.
Δεν γνωρίζουμε αν αυτή η μεθόδευση υπήρξε αποτέλεσμα απειρίας ή σκοπιμότητας. Το βέβαιο είναι ότι ως «αυτοοργάνωση» αποτελεί παγκόσμια πατέντα. Διότι σε όλες τις ιστορικές περιόδους και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης όταν ο λαός αυτοοργανώνεται η πορεία είναι εντελώς ανάποδη.
Πρώτα ο κόσμος μαζεύεται και φτιάχνει οργανώσεις βάσεις. Μετά εκλέγει τοπικές επιτροπές (συντονιστικές). Μετά εκλέγει περιφερειακά ενδιάμεσα όργανα. Ύστερα σε συνέδριο βγάζει Κεντρική επιτροπή και τέλος εκλέγει και Πρόεδρο και εκτελεστικό γραφείο ή ότι άλλο.
Για την ιστορία έτσι ακριβώς έφτιαξε ο Ανδρέας Παπανδρέου το ΠΑΣΟΚ και κατάφερε από το μηδέν να οδηγήσει τις λαϊκές μάζες σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία διακυβέρνησης, που άλλαξε την ποιότητα της δημοκρατίας, την μορφή της Ελληνικής καθημερινότητας και την διεθνή εικόνα της χώρας.
Δυστυχώς οι επίγονοι παρέλαβαν ένα κομματικό οργανισμό, που αποτελούσε πρωτοπορία στα πολιτικά δρώμενα της χώρας και το μετέτρεψαν σε ψοφοδεές μικρομάγαζο.
Όσο για τους «πρωτοκλασάτους» το παράπονο ότι «δεν λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές των πρωτοβουλιών του Προέδρου» μοιάζει περισσότερο με κολακευτικό σχόλιο.
Διότι στην πραγματικότητα οι πλείστοι εξ αυτών ακολουθώντας στενόμυαλες και στενόκαρδες προσωπικές στρατηγικές συνήθως υπονομεύουν με τις πράξεις και τις παραλήψεις τους κάθε προσπάθεια του κ. Παπανδρέου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη ιστορία του πολέμου με το ΚΚΕ, που μας προέκυψε από το πουθενά.
Ο αριστερός και ο δεξιός "ψάλτης" της Νέας Δημοκρατίας ξεκίνησαν κάποιες αντεγκλήσεις με πιθανό στόχο να μετατωπίσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από ένα σκάνδαλο μεγατόνων, που με μαθηματική ακρίβεια θα έπληττε σοβαρά τη δημόσια εικόνα του κυβερνώντος κόμματος. Και ακριβώς την ώρα, που οι προσπάθειες του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ άρχισαν να αποδίδουν επικοινωνιακά και οι δημοσκοπήσεις επιβεβαίωναν την πολιτική φθορά της Κυβέρνησης, κατά ένα «περίεργο» τρόπο πρωτοκλασάτος υψηλού πολιτικού ειδικού βάρους φρόντισε με αφελείς δηλώσεις του να εμπλέξει το ΠΑΣΟΚ στον πόλεμο του ΚΚΕ με το ΛΑΟΣ.
Το αποτέλεσμα ήταν σε λίγες ώρες να συρθεί εκόν άκον ολόκληρο το επικοινωνιακό επιτελείο του ΠΑΣΟΚ, μηδέ του Προέδρου εξαιρουμένου, σε ένα ανούσιο έως αηδιαστικό πετροπόλεμο με τα μικρά κόμματα της αντιπολίτευσης.
Έτσι η Νέα Δημοκρατία απεγκλωβίζεται από την επικοινωνιακή της δυσπραγία, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως το μόνο κόμμα, που ασχολείται με σοβαρά θέματα όπως τα σκάνδαλα, η ακρίβεια, οι φωτιές, η νομιμοποίηση των κολεγίων και το ΠΑΣΟΚ φαίνεται για άλλη μια φορά πολύ μικρόνοο για το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Τάλαινα Πρόεδρε η πικρία σου και δικαιολογημένη είναι και κατανοητή.
Ορθώς αντιλαμβάνεσαι ότι «αντλείς εις πίθον Δαναΐδων» όσο περιστοιχίζεσαι από άπειρους ή κουτοπόνηρους συνεργάτες.
Το ερώτημα που παραμένει είναι τι προτίθεσαι να κάνεις για να επισκευάσεις το πάτο του «πιθαριού».
Τρίτη 15 Ιουλίου 2008
Κύριο πιάτο "ΓΕΡΜΑΝΟΣ" με επιδόρπιο "ρώσσικη σαλάτα"
Η προηγούμενη Παρασκευή (11/07), θα επισημανθεί στα δικαστικά χρονικά ως αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα για δύο συμβάντα.
Το πρώτο είναι η ομόφωνη απόφαση του Πειθαρχικού συμβουλίου που απήλλαξε πανηγυρικά τον κ. Μπάγια. Για το θέμα αυτό, που είχε αναστατώσει το σύνολο του νομικού κόσμου της χώρας, είχαμε εκφράσει εγκαίρως τον προβληματισμό μας.
Ευτυχώς με την απόφαση αυτή περισώθηκε το κύρος της δημοκρατίας μας.
Διότι προφανώς το κύρος της δικαιοσύνης ουδέποτε κινδύνεψε από τη δράση του διωκόμενου για τις απόψεις του συνδικαλιστή δικαστικού λειτουργού.
Το δεύτερο σημαντικό ζήτημα ήταν η άσκηση ποινικών διώξεων για την υπόθεση της εξαγοράς της «ΓΕΡΜΑΝΟΣ» από τον ΟΤΕ.
Ανεξάρτητα από το ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης, για το οποίο δεν διαθέτουμε ούτε επαρκή στοιχεία, ούτε καθ’ ύλην αρμοδιότητα για να κάνουμε ποινικής φύσεως αξιολογήσεις, αυτή καθεαυτή η άσκηση διώξεων έχει μεγάλη θεσμική σπουδαιότητα, εξαιτίας του πολιτικού της ενδιαφέροντος.
Είναι πολύ σημαντικό για την Ελληνική Δικαιοσύνη ότι οι συγκεκριμένοι δικαστές λειτούργησαν σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της συνείδησης τους και δεν δίστασαν να λάβουν αποφάσεις που προφανώς πλήττουν την επικοινωνιακή εικόνα κεντρικών επιλογών και δράσεων της εκτελεστικής εξουσίας.
Η πολιτική βαρύτητα του όλου ζητήματος είναι πλέον αυταπόδεικτη από τον πολιτικό σάλο, που ξεσήκωσαν οι διώξεις αμέσως μετά την δημοσιοποίησή τους.
Αυτές τις πολιτικές παρενέργειες αξίζει τον κόπο να προσεγγίσουμε τουλάχιστον ακροθιγώς, καθ’ όσον εξ άλλου ο πολιτικός σχολιασμός είναι δικαίωμα και καθήκον μας, ως φορολογουμένων, πολιτών και ψηφοφόρων αυτής της τάλαινας res publica.
Ο χορός των πολιτικών δηλώσεων ξεκίνησε με την δήλωση του εξοχότατου ΥΠΕΘΟ:
«Η Cosmote έκανε μία επιχειρηματική κίνηση, η οποία θεώρησε ότι είναι προς όφελός της και προς όφελος του ΟΤΕ. Η κίνηση αυτή δικαιώθηκε από την αγορά και τις εξελίξεις. Παρότι σέβομαι απολύτως τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, ειλικρινά δεν αντιλαμβάνομαι το σκεπτικό αυτής της συγκεκριμένης απόφασης».Παρότι θέλουμε να αντιμετωπίζουμε με καλοπιστία και συμπάθεια όλα τα διαπρεπή μέλη της Κυβέρνησης, που με αυτοθυσία και ανιδιοτέλεια εργάζονται άοκνα για το καλό του τόπου δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε κάποια ερωτηματικά.
Αφού η Cosmote είναι μια επιχείρηση, που έκανε επιχειρηματικές κινήσεις γιατί ο ΥΠΕΘΟ αισθάνεται την ανάγκη να σχολιάσει τόσο έντονα το όλο θέμα?. Κατά το κοινώς λεγόμενο εκείνος «τι ζόρι τραβάει?». Διότι βεβαίως δεν είναι συνηθισμένη πρακτική οι ΥΠΕΘΟ να σχολιάζουν γενικώς τις διάφορες επιχειρηματικές επιλογές των διάφορων εταιριών. Και εν πάση περιπτώσει όταν μια επιχείρηση «κάνει κινήσεις, που θεωρεί ότι είναι προς όφελός της» αυτό σημαίνει ότι η δικαιοσύνη δεν δικαιούται να ελέγξει την τυπική ή ουσιαστική νομιμότητά τους?
Και πώς ακριβώς «η κίνηση δικαιώθηκε από την αγορά και τις εξελίξεις»? Από όσο γνωρίζουμε ούτε η μετοχή του ΟΤΕ ανέβηκε, ούτε τα κέρδη της εταιρίας αυξήθηκαν, ούτε τα τιμολόγια για τους καταναλωτές μειώθηκαν.
Επίσης η διατύπωση «δεν αντιλαμβάνομαι το σκεπτικό της συγκεκριμένης απόφασης», με δεδομένη την οξυδέρκεια του κ. Υπουργού δεν αποτελεί κατ’ ουσία απαξιοτική κρίση για την ενέργεια των δικαστικών λειτουργών?
Είναι δυνατόν αυτό, που κατανοούν εδώ και πάρα πολύ καιρό όλοι οι πολίτες να μη το κατανοεί ο κ. Υπουργός? Και αν πράγματι έχει μια τέτοια αντιληπτική δυσχέρεια γιατί δεν ζητά την βοήθεια του (θού Κύριε φυλακή τω στόματί μου) κ. Τράγκα ή του (οι μάγκες δεν υπάρχουν πια τους πάτησε το τραίνο) κ. Μανώλη, που συναγωνίζονται σε επίδειξη κατανόησης στα τηλεοπτικά παράθυρα και τις εφημερίδες?
Αν πάλι αναφερόμενος στο σκεπτικό της απόφασης στην πραγματικότητα υπαινίσσεται το σκεπτικό των Δικαστών, υπό την έννοια του πως βρήκαν το θάρρος να αποφασίσουν την άσκηση ποινικών διώξεων για ένα τέτοιο θέμα, τότε το πρόβλημα δεν είναι ούτε της Δικαιοσύνης, ούτε δικό του.
Το πρόβλημα ανάγεται στην λειτουργία του πολιτεύματος.
Διότι απλούστατα μπορεί να αποτελεί ανεπίτρεπτη, έμμεση πλην σαφή, σύγχυση δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Διασκεδαστική όμως ήταν και η κόντρα του ΚΚΕ με το ΛΑΟΣ.
Ο Πρόεδρος του ΛΑΟΣ έκανε ένα σαφές και απλοϊκό ερώτημα σχετικά με την απουσία του κομμουνιστικού κόμματος από τη Βουλή όταν διεξήγετο συζήτηση για τη «ΓΕΡΜΑΝΟΣ».
Στο ευθύ και απέριττο αυτό ερώτημα το ΚΚΕ απήντησε με ένα σωρό «περικοκλάδες», με συνομωσιολογίες, «με προβοκάτσιες», με «αντικομμουνισμούς» και με γενικές θεωρίες περί αντικαπιταλιστικών αγώνων.
Μακράν ημών μέχρις αποδείξεως του εναντίου οποιαδήποτε καχυποψία για την επίσημη στάση του ΚΚΕ περί την κρινόμενη αγοραπωλησία, αλλά βεβαίως σε μιας τέτοιας βαρύτητας ζήτημα δεν αρκεί η δικαιολογία ότι σύσσωμη η κοινοβουλευτική ομάδα περί άλλων τύρβαζε. Ούτε οι δηλώσεις μεμονωμένων βουλευτών σε ένα τέτοιο θέμα αποτελούν επαρκή επίσημη κάλυψη ενός κόμματος. Τουναντίον μπορεί να σημαίνει επίσημη προσπάθεια υποβάθμισης ενός θέματος.
Τέλος η βαρύγδουπη δήλωση "ότι εκείνο που ενοχλεί διάφορους είναι ότι το ΚΚΕ δεν παλεύει μόνο κατά των σκανδάλων, αλλά και κατά της αιτίας που τα γεννά: Το καπιταλιστικό σύστημα και η αντιλαϊκή πολιτική", κάθε άλλο παρά καθησυχαστική είναι.
Και τούτο διότι στην πράξη τις τρεις τουλάχιστον τελευταίες δεκαετίες ο πολίτης παρακολουθεί το ΚΚΕ να αναπτύσσει ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα μια συνεπή πολεμική, που συνίσταται σε διασπαστικές δραστηριότητες στον συνδικαλιστικό χώρο και στην τοπική αυτοδιοίκηση, σε λυσσαλέες επιθέσεις κατά του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, που συμπτωματικά η Κοινοβουλευτική του στάση διευκόλυνε την Κυβέρνηση. Όπως και γενικά οι δημόσιες παρεμβάσεις του αντικειμενικά συμπλέουν με τα κεντρικά επικοινωνιακά προτάγματα της Κυβέρνησης ότι για όλα φταίει το ΠΑΣΟΚ ή τουλάχιστον ότι η ΝΔ δεν είναι χειρότερη από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Αν λοιπόν υπάρχει διάχυτη μια αμφιβολία για την στάση του Κομμουνιστικού κόμματος αυτή προκύπτει μάλλον αβίαστα από την γενικότερη πολιτική πρακτική του και όχι τόσο από την ειδική αυτή περίπτωση.
Μια μακροχρόνια συνεπής αρνητική πρακτική, που ευλόγως προσέδωσε στο ΚΚΕ τον τίτλο του "αριστερού ψάλτη" της Νέας Δημοκρατίας.
Και επομένως ο πιο κατάλληλος για να αξιολογήσει αυτή την πρακτική είναι ποιος άλλος παρά ο ΛΑΟΣ. Δηλαδή ο "δεξιός ψάλτης" της Νέας Δημοκρατίας.
Είναι εξ άλλου κοινό μυστικό στους εκκλησιαστικούς κύκλους ότι η ευγενής άμιλλα και οι αψιμαχίες μεταξύ αριστερών και δεξιών ψαλτών είναι σύνηθες φαινόμενο και στις καλλίτερες των εκκλησιών.
Και επειδή εσχάτως με αφορμή το σκάνδαλο της SIEMENS τα δύο αυτά κόμματα αυτοπροβάλλονται και με την ιδιότητα της "αμόλυντης παρθένας", που φρίττει απεγνωσμένα με τις διεφθαρμένες συνιστώσες του δικομματισμού, ας μην εκπλήσσονται από τις ατεκμηρίωτες καταγγελίες, που εκτοξεύουν το ένα εναντίον του άλλου.
Διότι ως είναι επίσης γνωστό στους εκπαιδευτικούς κύκλους τα αστήρικτα κουτσομπολιά είναι σύνηθες φαινόμενο και στα καλλίτερα των παρθεναγωγείων.
Το πρώτο είναι η ομόφωνη απόφαση του Πειθαρχικού συμβουλίου που απήλλαξε πανηγυρικά τον κ. Μπάγια. Για το θέμα αυτό, που είχε αναστατώσει το σύνολο του νομικού κόσμου της χώρας, είχαμε εκφράσει εγκαίρως τον προβληματισμό μας.
Ευτυχώς με την απόφαση αυτή περισώθηκε το κύρος της δημοκρατίας μας.
Διότι προφανώς το κύρος της δικαιοσύνης ουδέποτε κινδύνεψε από τη δράση του διωκόμενου για τις απόψεις του συνδικαλιστή δικαστικού λειτουργού.
Το δεύτερο σημαντικό ζήτημα ήταν η άσκηση ποινικών διώξεων για την υπόθεση της εξαγοράς της «ΓΕΡΜΑΝΟΣ» από τον ΟΤΕ.
Ανεξάρτητα από το ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης, για το οποίο δεν διαθέτουμε ούτε επαρκή στοιχεία, ούτε καθ’ ύλην αρμοδιότητα για να κάνουμε ποινικής φύσεως αξιολογήσεις, αυτή καθεαυτή η άσκηση διώξεων έχει μεγάλη θεσμική σπουδαιότητα, εξαιτίας του πολιτικού της ενδιαφέροντος.
Είναι πολύ σημαντικό για την Ελληνική Δικαιοσύνη ότι οι συγκεκριμένοι δικαστές λειτούργησαν σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της συνείδησης τους και δεν δίστασαν να λάβουν αποφάσεις που προφανώς πλήττουν την επικοινωνιακή εικόνα κεντρικών επιλογών και δράσεων της εκτελεστικής εξουσίας.
Η πολιτική βαρύτητα του όλου ζητήματος είναι πλέον αυταπόδεικτη από τον πολιτικό σάλο, που ξεσήκωσαν οι διώξεις αμέσως μετά την δημοσιοποίησή τους.
Αυτές τις πολιτικές παρενέργειες αξίζει τον κόπο να προσεγγίσουμε τουλάχιστον ακροθιγώς, καθ’ όσον εξ άλλου ο πολιτικός σχολιασμός είναι δικαίωμα και καθήκον μας, ως φορολογουμένων, πολιτών και ψηφοφόρων αυτής της τάλαινας res publica.
Ο χορός των πολιτικών δηλώσεων ξεκίνησε με την δήλωση του εξοχότατου ΥΠΕΘΟ:
«Η Cosmote έκανε μία επιχειρηματική κίνηση, η οποία θεώρησε ότι είναι προς όφελός της και προς όφελος του ΟΤΕ. Η κίνηση αυτή δικαιώθηκε από την αγορά και τις εξελίξεις. Παρότι σέβομαι απολύτως τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, ειλικρινά δεν αντιλαμβάνομαι το σκεπτικό αυτής της συγκεκριμένης απόφασης».Παρότι θέλουμε να αντιμετωπίζουμε με καλοπιστία και συμπάθεια όλα τα διαπρεπή μέλη της Κυβέρνησης, που με αυτοθυσία και ανιδιοτέλεια εργάζονται άοκνα για το καλό του τόπου δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε κάποια ερωτηματικά.
Αφού η Cosmote είναι μια επιχείρηση, που έκανε επιχειρηματικές κινήσεις γιατί ο ΥΠΕΘΟ αισθάνεται την ανάγκη να σχολιάσει τόσο έντονα το όλο θέμα?. Κατά το κοινώς λεγόμενο εκείνος «τι ζόρι τραβάει?». Διότι βεβαίως δεν είναι συνηθισμένη πρακτική οι ΥΠΕΘΟ να σχολιάζουν γενικώς τις διάφορες επιχειρηματικές επιλογές των διάφορων εταιριών. Και εν πάση περιπτώσει όταν μια επιχείρηση «κάνει κινήσεις, που θεωρεί ότι είναι προς όφελός της» αυτό σημαίνει ότι η δικαιοσύνη δεν δικαιούται να ελέγξει την τυπική ή ουσιαστική νομιμότητά τους?
Και πώς ακριβώς «η κίνηση δικαιώθηκε από την αγορά και τις εξελίξεις»? Από όσο γνωρίζουμε ούτε η μετοχή του ΟΤΕ ανέβηκε, ούτε τα κέρδη της εταιρίας αυξήθηκαν, ούτε τα τιμολόγια για τους καταναλωτές μειώθηκαν.
Επίσης η διατύπωση «δεν αντιλαμβάνομαι το σκεπτικό της συγκεκριμένης απόφασης», με δεδομένη την οξυδέρκεια του κ. Υπουργού δεν αποτελεί κατ’ ουσία απαξιοτική κρίση για την ενέργεια των δικαστικών λειτουργών?
Είναι δυνατόν αυτό, που κατανοούν εδώ και πάρα πολύ καιρό όλοι οι πολίτες να μη το κατανοεί ο κ. Υπουργός? Και αν πράγματι έχει μια τέτοια αντιληπτική δυσχέρεια γιατί δεν ζητά την βοήθεια του (θού Κύριε φυλακή τω στόματί μου) κ. Τράγκα ή του (οι μάγκες δεν υπάρχουν πια τους πάτησε το τραίνο) κ. Μανώλη, που συναγωνίζονται σε επίδειξη κατανόησης στα τηλεοπτικά παράθυρα και τις εφημερίδες?
Αν πάλι αναφερόμενος στο σκεπτικό της απόφασης στην πραγματικότητα υπαινίσσεται το σκεπτικό των Δικαστών, υπό την έννοια του πως βρήκαν το θάρρος να αποφασίσουν την άσκηση ποινικών διώξεων για ένα τέτοιο θέμα, τότε το πρόβλημα δεν είναι ούτε της Δικαιοσύνης, ούτε δικό του.
Το πρόβλημα ανάγεται στην λειτουργία του πολιτεύματος.
Διότι απλούστατα μπορεί να αποτελεί ανεπίτρεπτη, έμμεση πλην σαφή, σύγχυση δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Διασκεδαστική όμως ήταν και η κόντρα του ΚΚΕ με το ΛΑΟΣ.
Ο Πρόεδρος του ΛΑΟΣ έκανε ένα σαφές και απλοϊκό ερώτημα σχετικά με την απουσία του κομμουνιστικού κόμματος από τη Βουλή όταν διεξήγετο συζήτηση για τη «ΓΕΡΜΑΝΟΣ».
Στο ευθύ και απέριττο αυτό ερώτημα το ΚΚΕ απήντησε με ένα σωρό «περικοκλάδες», με συνομωσιολογίες, «με προβοκάτσιες», με «αντικομμουνισμούς» και με γενικές θεωρίες περί αντικαπιταλιστικών αγώνων.
Μακράν ημών μέχρις αποδείξεως του εναντίου οποιαδήποτε καχυποψία για την επίσημη στάση του ΚΚΕ περί την κρινόμενη αγοραπωλησία, αλλά βεβαίως σε μιας τέτοιας βαρύτητας ζήτημα δεν αρκεί η δικαιολογία ότι σύσσωμη η κοινοβουλευτική ομάδα περί άλλων τύρβαζε. Ούτε οι δηλώσεις μεμονωμένων βουλευτών σε ένα τέτοιο θέμα αποτελούν επαρκή επίσημη κάλυψη ενός κόμματος. Τουναντίον μπορεί να σημαίνει επίσημη προσπάθεια υποβάθμισης ενός θέματος.
Τέλος η βαρύγδουπη δήλωση "ότι εκείνο που ενοχλεί διάφορους είναι ότι το ΚΚΕ δεν παλεύει μόνο κατά των σκανδάλων, αλλά και κατά της αιτίας που τα γεννά: Το καπιταλιστικό σύστημα και η αντιλαϊκή πολιτική", κάθε άλλο παρά καθησυχαστική είναι.
Και τούτο διότι στην πράξη τις τρεις τουλάχιστον τελευταίες δεκαετίες ο πολίτης παρακολουθεί το ΚΚΕ να αναπτύσσει ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα μια συνεπή πολεμική, που συνίσταται σε διασπαστικές δραστηριότητες στον συνδικαλιστικό χώρο και στην τοπική αυτοδιοίκηση, σε λυσσαλέες επιθέσεις κατά του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, που συμπτωματικά η Κοινοβουλευτική του στάση διευκόλυνε την Κυβέρνηση. Όπως και γενικά οι δημόσιες παρεμβάσεις του αντικειμενικά συμπλέουν με τα κεντρικά επικοινωνιακά προτάγματα της Κυβέρνησης ότι για όλα φταίει το ΠΑΣΟΚ ή τουλάχιστον ότι η ΝΔ δεν είναι χειρότερη από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Αν λοιπόν υπάρχει διάχυτη μια αμφιβολία για την στάση του Κομμουνιστικού κόμματος αυτή προκύπτει μάλλον αβίαστα από την γενικότερη πολιτική πρακτική του και όχι τόσο από την ειδική αυτή περίπτωση.
Μια μακροχρόνια συνεπής αρνητική πρακτική, που ευλόγως προσέδωσε στο ΚΚΕ τον τίτλο του "αριστερού ψάλτη" της Νέας Δημοκρατίας.
Και επομένως ο πιο κατάλληλος για να αξιολογήσει αυτή την πρακτική είναι ποιος άλλος παρά ο ΛΑΟΣ. Δηλαδή ο "δεξιός ψάλτης" της Νέας Δημοκρατίας.
Είναι εξ άλλου κοινό μυστικό στους εκκλησιαστικούς κύκλους ότι η ευγενής άμιλλα και οι αψιμαχίες μεταξύ αριστερών και δεξιών ψαλτών είναι σύνηθες φαινόμενο και στις καλλίτερες των εκκλησιών.
Και επειδή εσχάτως με αφορμή το σκάνδαλο της SIEMENS τα δύο αυτά κόμματα αυτοπροβάλλονται και με την ιδιότητα της "αμόλυντης παρθένας", που φρίττει απεγνωσμένα με τις διεφθαρμένες συνιστώσες του δικομματισμού, ας μην εκπλήσσονται από τις ατεκμηρίωτες καταγγελίες, που εκτοξεύουν το ένα εναντίον του άλλου.
Διότι ως είναι επίσης γνωστό στους εκπαιδευτικούς κύκλους τα αστήρικτα κουτσομπολιά είναι σύνηθες φαινόμενο και στα καλλίτερα των παρθεναγωγείων.
Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008
ΥΠΠΟ: Η παρατυπία με την μακροχρόνια επανάληψή της δημιουργεί δίκαιο.
Όταν ένας φτωχοδήμαρχος ενός ακριτικού δήμου χρησιμοποιήσει 100 ευρώ από το κονδύλιο για τις λακκούβες προκειμένου να πληρώσει τις υπερωρίες ενός υπάλληλου καθαριότητας ή να αγοράσει γραφική ύλη, διαπράττει ποινικά κολάσιμη πράξη.
Η πειθαρχική και ποινική δίωξη δημάρχων, που μπλέκουν τα χρήματα των διαφόρων λογιστικών κωδικών είτε από άγνοια είτε από ανάγκη να αντιμετωπίσουν την μόνιμη οικονομική ανεπάρκεια των δήμων, αποτελεί συνήθη ασχολία των περιφερειαρχών και των κατά τόπους εισαγγελικών λειτουργών.
Όταν όμως ένας Υπουργός Πολιτισμού παίρνει τα χρήματα (δεκάδες εκατομμύρια ευρώ) που προορίζονται για πολιτιστικές εκδηλώσεις και τα διαθέτει σε δύο σωματεία εργαζομένων του Υπουργείου του και αυτά με τη σειρά τους αντί πολιτιστικών εκδηλώσεων τα μοιράζουν στα μέλη τους, τότε ο Υπουργός δεν διαπράττει αξιόποινη, αλλά τουναντίον θεάρεστη και κοινωνικώς αξιέπαινη πράξη.
Και βεβαίως ο «αναιδής» εισαγγελέας που «τολμά» να εντοπίσει και να αναδείξει την Υπουργική αταξία, θα πρέπει να τύχει της δέουσας παλλαϊκής αποδοκιμασίας για την «ιδιάζουσα θρασύτητά» του.
Αυτά περίπου προσπαθούν να υποστηρίξουν με τις εντυπωσιακές δηλώσεις τους τέσσερεις διαπρεπείς υπουργοί του Υπουργείου Πολιτισμού σε μια ομολογουμένως συγκινητική υπερκομματική σύμπτωση απόψεων.
Αυτό, που ομως εντυπωσιάζει δεν είναι ούτε αυτή καθεαυτή η παρατυπία ούτε το γενικότερο απίστευτο «μπάχαλο», που φαίνεται να επικρατεί στον τρόπο και τις διαδικασίες διάθεσης του δημόσιου χρήματος.
Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι εξέχοντες πολιτικοί, με μακρά εμπειρία στη δημόσια διοίκηση και με αξιόλογη νομική συγκρότηση (οι τρείς εξ αυτών), δεν αντιλαμβάνονται την ανάγκη να παραδεχθούν μια διαχειριστική αταξία ή τουλάχιστον να μπουν στον κόπο να επινοήσουν σοβαρότερα επιχειρήματα για την αναμφισβήτητη παρατυπία τους.
Ουδείς μπορεί να διαφωνήσει με την ανάγκη να πληρωθούν οι υπερωρίες των υπαλλήλων ή ακόμη και με την προφανή ανάγκη δραστικής βελτίωσης των αποδοχών τους. Αυτό όμως δεν αποτελεί άλλοθι για την παραβίαση της ισχύουσας νομοθεσίας περί του τρόπου διάθεσης των δημοσίων κονδυλίων.
Και βάσει ποίου νομικού κανόνος νομιμοποιείται «το υπουργείο Οικονομικών για δημοσιονομικούς λόγους να προτιμάει την λύση αυτή αντί να καταβάλλει τα επιδόματα και τις υπερωρίες που δικαιούνται οι εργαζόμενοι από τον τακτικό προϋπολογισμό»?
Και αν για το 2001 «διαμορφώθηκε σε συνεννόηση με το υπουργείο Οικονομικών» μια Υπουργική απόφαση, που κάλυψε την αλλαγή του προορισμού χρήσης του συγκεκριμένου κονδυλίου, πως αυτή η Υπουργική απόφαση μπορεί να αποτελέσει νομική κάλυψη για παρόμοιες πρακτικές επόμενων οικονομικών ετών?
Άραγε δεν απαιτείται κατ’ έτος έκδοση νέας Υπουργικής αποφάσεως για κάθε νέα παράκαμψη κάθε νέου προϋπολογισμού?
Τέλος βάσει ποιάς αλήθεια νομικής αρχής «η μακροχρόνια αυτή πρακτική» μπορεί να μεταλλάξει σε νόμιμη μια τυπικά παράτυπη και μάλιστα ποινικώς αξιόλογη πράξη?
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς καθηγητής Νομικής για να αντιληφθεί ότι εν προκειμένω υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις παραβίασης των κανόνων του Δημόσιου Λογιστικού.
Νομίμως λοιπόν οι εισαγγελείς σχημάτισαν και παρέπεμψαν σχετική δικογραφία στην Βουλή. Δικαιούνται επομένως δημόσιο έπαινο, διότι όχι απλώς ορθώς ερμήνευσαν και εφήρμοσαν το νόμο, αλλά επέδειξαν και την επιβεβλημένη για το λειτούργημά τους αρετή και τόλμη να μην επηρεαστούν από την εμπλοκή τεσσάρων διαπρεπών υπουργών.
Εύλογα συνεπώς θα περίμεναν οι πολίτες μια δήλωση παραδοχής ενός ανθρώπινου σφάλματος. Και με τη λογική ότι τα σφάλματα αποτελούν μαθήματα, θα μπορούσαν να αισιοδοξούν ότι το δημόσιο λογιστικό θα τύχαινε περισσότερου σεβασμού στο μέλλον.
Αντ’ αυτού δυστυχώς οι δηλώσεις είναι περισσότερο ανησυχητικές από αυτό καθεαυτό το λάθος.
Διότι επιχειρούν να εισάγουν ένα νομικά αδόκιμο εξ υποκειμένου κριτήριο της «μακροχρόνιας πρακτικής». Σύμφωνα με το οποίο η μακροχρόνια πρακτική των Υπουργών δημιουργεί δίκαιο την ίδια ώρα που η μακροχρόνια πρακτική των δημάρχων δημιουργεί έγκλημα κατ’ εξακολούθηση.
Διότι αδικούν την δικαιοσύνη, που βεβαίως οφείλει να ξεσκεπάσει όλες τις πτυχές των οικονομικών σκανδάλων, που ταλανίζουν τον τόπο, αλλά δεν επιτρέπεται να εγκαλείται στη τάξη αντί να επαινείται όταν κάνει το καθήκον της.
Και κυρίως διότι αδικούν τους ίδιους τους Υπουργούς και τους πολιτικούς τους φίλους.
Η πειθαρχική και ποινική δίωξη δημάρχων, που μπλέκουν τα χρήματα των διαφόρων λογιστικών κωδικών είτε από άγνοια είτε από ανάγκη να αντιμετωπίσουν την μόνιμη οικονομική ανεπάρκεια των δήμων, αποτελεί συνήθη ασχολία των περιφερειαρχών και των κατά τόπους εισαγγελικών λειτουργών.
Όταν όμως ένας Υπουργός Πολιτισμού παίρνει τα χρήματα (δεκάδες εκατομμύρια ευρώ) που προορίζονται για πολιτιστικές εκδηλώσεις και τα διαθέτει σε δύο σωματεία εργαζομένων του Υπουργείου του και αυτά με τη σειρά τους αντί πολιτιστικών εκδηλώσεων τα μοιράζουν στα μέλη τους, τότε ο Υπουργός δεν διαπράττει αξιόποινη, αλλά τουναντίον θεάρεστη και κοινωνικώς αξιέπαινη πράξη.
Και βεβαίως ο «αναιδής» εισαγγελέας που «τολμά» να εντοπίσει και να αναδείξει την Υπουργική αταξία, θα πρέπει να τύχει της δέουσας παλλαϊκής αποδοκιμασίας για την «ιδιάζουσα θρασύτητά» του.
Αυτά περίπου προσπαθούν να υποστηρίξουν με τις εντυπωσιακές δηλώσεις τους τέσσερεις διαπρεπείς υπουργοί του Υπουργείου Πολιτισμού σε μια ομολογουμένως συγκινητική υπερκομματική σύμπτωση απόψεων.
Αυτό, που ομως εντυπωσιάζει δεν είναι ούτε αυτή καθεαυτή η παρατυπία ούτε το γενικότερο απίστευτο «μπάχαλο», που φαίνεται να επικρατεί στον τρόπο και τις διαδικασίες διάθεσης του δημόσιου χρήματος.
Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι εξέχοντες πολιτικοί, με μακρά εμπειρία στη δημόσια διοίκηση και με αξιόλογη νομική συγκρότηση (οι τρείς εξ αυτών), δεν αντιλαμβάνονται την ανάγκη να παραδεχθούν μια διαχειριστική αταξία ή τουλάχιστον να μπουν στον κόπο να επινοήσουν σοβαρότερα επιχειρήματα για την αναμφισβήτητη παρατυπία τους.
Ουδείς μπορεί να διαφωνήσει με την ανάγκη να πληρωθούν οι υπερωρίες των υπαλλήλων ή ακόμη και με την προφανή ανάγκη δραστικής βελτίωσης των αποδοχών τους. Αυτό όμως δεν αποτελεί άλλοθι για την παραβίαση της ισχύουσας νομοθεσίας περί του τρόπου διάθεσης των δημοσίων κονδυλίων.
Και βάσει ποίου νομικού κανόνος νομιμοποιείται «το υπουργείο Οικονομικών για δημοσιονομικούς λόγους να προτιμάει την λύση αυτή αντί να καταβάλλει τα επιδόματα και τις υπερωρίες που δικαιούνται οι εργαζόμενοι από τον τακτικό προϋπολογισμό»?
Και αν για το 2001 «διαμορφώθηκε σε συνεννόηση με το υπουργείο Οικονομικών» μια Υπουργική απόφαση, που κάλυψε την αλλαγή του προορισμού χρήσης του συγκεκριμένου κονδυλίου, πως αυτή η Υπουργική απόφαση μπορεί να αποτελέσει νομική κάλυψη για παρόμοιες πρακτικές επόμενων οικονομικών ετών?
Άραγε δεν απαιτείται κατ’ έτος έκδοση νέας Υπουργικής αποφάσεως για κάθε νέα παράκαμψη κάθε νέου προϋπολογισμού?
Τέλος βάσει ποιάς αλήθεια νομικής αρχής «η μακροχρόνια αυτή πρακτική» μπορεί να μεταλλάξει σε νόμιμη μια τυπικά παράτυπη και μάλιστα ποινικώς αξιόλογη πράξη?
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς καθηγητής Νομικής για να αντιληφθεί ότι εν προκειμένω υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις παραβίασης των κανόνων του Δημόσιου Λογιστικού.
Νομίμως λοιπόν οι εισαγγελείς σχημάτισαν και παρέπεμψαν σχετική δικογραφία στην Βουλή. Δικαιούνται επομένως δημόσιο έπαινο, διότι όχι απλώς ορθώς ερμήνευσαν και εφήρμοσαν το νόμο, αλλά επέδειξαν και την επιβεβλημένη για το λειτούργημά τους αρετή και τόλμη να μην επηρεαστούν από την εμπλοκή τεσσάρων διαπρεπών υπουργών.
Εύλογα συνεπώς θα περίμεναν οι πολίτες μια δήλωση παραδοχής ενός ανθρώπινου σφάλματος. Και με τη λογική ότι τα σφάλματα αποτελούν μαθήματα, θα μπορούσαν να αισιοδοξούν ότι το δημόσιο λογιστικό θα τύχαινε περισσότερου σεβασμού στο μέλλον.
Αντ’ αυτού δυστυχώς οι δηλώσεις είναι περισσότερο ανησυχητικές από αυτό καθεαυτό το λάθος.
Διότι επιχειρούν να εισάγουν ένα νομικά αδόκιμο εξ υποκειμένου κριτήριο της «μακροχρόνιας πρακτικής». Σύμφωνα με το οποίο η μακροχρόνια πρακτική των Υπουργών δημιουργεί δίκαιο την ίδια ώρα που η μακροχρόνια πρακτική των δημάρχων δημιουργεί έγκλημα κατ’ εξακολούθηση.
Διότι αδικούν την δικαιοσύνη, που βεβαίως οφείλει να ξεσκεπάσει όλες τις πτυχές των οικονομικών σκανδάλων, που ταλανίζουν τον τόπο, αλλά δεν επιτρέπεται να εγκαλείται στη τάξη αντί να επαινείται όταν κάνει το καθήκον της.
Και κυρίως διότι αδικούν τους ίδιους τους Υπουργούς και τους πολιτικούς τους φίλους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)