Όταν ένας φτωχοδήμαρχος ενός ακριτικού δήμου χρησιμοποιήσει 100 ευρώ από το κονδύλιο για τις λακκούβες προκειμένου να πληρώσει τις υπερωρίες ενός υπάλληλου καθαριότητας ή να αγοράσει γραφική ύλη, διαπράττει ποινικά κολάσιμη πράξη.
Η πειθαρχική και ποινική δίωξη δημάρχων, που μπλέκουν τα χρήματα των διαφόρων λογιστικών κωδικών είτε από άγνοια είτε από ανάγκη να αντιμετωπίσουν την μόνιμη οικονομική ανεπάρκεια των δήμων, αποτελεί συνήθη ασχολία των περιφερειαρχών και των κατά τόπους εισαγγελικών λειτουργών.
Όταν όμως ένας Υπουργός Πολιτισμού παίρνει τα χρήματα (δεκάδες εκατομμύρια ευρώ) που προορίζονται για πολιτιστικές εκδηλώσεις και τα διαθέτει σε δύο σωματεία εργαζομένων του Υπουργείου του και αυτά με τη σειρά τους αντί πολιτιστικών εκδηλώσεων τα μοιράζουν στα μέλη τους, τότε ο Υπουργός δεν διαπράττει αξιόποινη, αλλά τουναντίον θεάρεστη και κοινωνικώς αξιέπαινη πράξη.
Και βεβαίως ο «αναιδής» εισαγγελέας που «τολμά» να εντοπίσει και να αναδείξει την Υπουργική αταξία, θα πρέπει να τύχει της δέουσας παλλαϊκής αποδοκιμασίας για την «ιδιάζουσα θρασύτητά» του.
Αυτά περίπου προσπαθούν να υποστηρίξουν με τις εντυπωσιακές δηλώσεις τους τέσσερεις διαπρεπείς υπουργοί του Υπουργείου Πολιτισμού σε μια ομολογουμένως συγκινητική υπερκομματική σύμπτωση απόψεων.
Αυτό, που ομως εντυπωσιάζει δεν είναι ούτε αυτή καθεαυτή η παρατυπία ούτε το γενικότερο απίστευτο «μπάχαλο», που φαίνεται να επικρατεί στον τρόπο και τις διαδικασίες διάθεσης του δημόσιου χρήματος.
Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι εξέχοντες πολιτικοί, με μακρά εμπειρία στη δημόσια διοίκηση και με αξιόλογη νομική συγκρότηση (οι τρείς εξ αυτών), δεν αντιλαμβάνονται την ανάγκη να παραδεχθούν μια διαχειριστική αταξία ή τουλάχιστον να μπουν στον κόπο να επινοήσουν σοβαρότερα επιχειρήματα για την αναμφισβήτητη παρατυπία τους.
Ουδείς μπορεί να διαφωνήσει με την ανάγκη να πληρωθούν οι υπερωρίες των υπαλλήλων ή ακόμη και με την προφανή ανάγκη δραστικής βελτίωσης των αποδοχών τους. Αυτό όμως δεν αποτελεί άλλοθι για την παραβίαση της ισχύουσας νομοθεσίας περί του τρόπου διάθεσης των δημοσίων κονδυλίων.
Και βάσει ποίου νομικού κανόνος νομιμοποιείται «το υπουργείο Οικονομικών για δημοσιονομικούς λόγους να προτιμάει την λύση αυτή αντί να καταβάλλει τα επιδόματα και τις υπερωρίες που δικαιούνται οι εργαζόμενοι από τον τακτικό προϋπολογισμό»?
Και αν για το 2001 «διαμορφώθηκε σε συνεννόηση με το υπουργείο Οικονομικών» μια Υπουργική απόφαση, που κάλυψε την αλλαγή του προορισμού χρήσης του συγκεκριμένου κονδυλίου, πως αυτή η Υπουργική απόφαση μπορεί να αποτελέσει νομική κάλυψη για παρόμοιες πρακτικές επόμενων οικονομικών ετών?
Άραγε δεν απαιτείται κατ’ έτος έκδοση νέας Υπουργικής αποφάσεως για κάθε νέα παράκαμψη κάθε νέου προϋπολογισμού?
Τέλος βάσει ποιάς αλήθεια νομικής αρχής «η μακροχρόνια αυτή πρακτική» μπορεί να μεταλλάξει σε νόμιμη μια τυπικά παράτυπη και μάλιστα ποινικώς αξιόλογη πράξη?
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς καθηγητής Νομικής για να αντιληφθεί ότι εν προκειμένω υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις παραβίασης των κανόνων του Δημόσιου Λογιστικού.
Νομίμως λοιπόν οι εισαγγελείς σχημάτισαν και παρέπεμψαν σχετική δικογραφία στην Βουλή. Δικαιούνται επομένως δημόσιο έπαινο, διότι όχι απλώς ορθώς ερμήνευσαν και εφήρμοσαν το νόμο, αλλά επέδειξαν και την επιβεβλημένη για το λειτούργημά τους αρετή και τόλμη να μην επηρεαστούν από την εμπλοκή τεσσάρων διαπρεπών υπουργών.
Εύλογα συνεπώς θα περίμεναν οι πολίτες μια δήλωση παραδοχής ενός ανθρώπινου σφάλματος. Και με τη λογική ότι τα σφάλματα αποτελούν μαθήματα, θα μπορούσαν να αισιοδοξούν ότι το δημόσιο λογιστικό θα τύχαινε περισσότερου σεβασμού στο μέλλον.
Αντ’ αυτού δυστυχώς οι δηλώσεις είναι περισσότερο ανησυχητικές από αυτό καθεαυτό το λάθος.
Διότι επιχειρούν να εισάγουν ένα νομικά αδόκιμο εξ υποκειμένου κριτήριο της «μακροχρόνιας πρακτικής». Σύμφωνα με το οποίο η μακροχρόνια πρακτική των Υπουργών δημιουργεί δίκαιο την ίδια ώρα που η μακροχρόνια πρακτική των δημάρχων δημιουργεί έγκλημα κατ’ εξακολούθηση.
Διότι αδικούν την δικαιοσύνη, που βεβαίως οφείλει να ξεσκεπάσει όλες τις πτυχές των οικονομικών σκανδάλων, που ταλανίζουν τον τόπο, αλλά δεν επιτρέπεται να εγκαλείται στη τάξη αντί να επαινείται όταν κάνει το καθήκον της.
Και κυρίως διότι αδικούν τους ίδιους τους Υπουργούς και τους πολιτικούς τους φίλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου