Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Η Δικαιοσύνη πρέπει να είναι τυφλή, αλλά ο Υπουργός της …ανοικτομάτης.

Το ρήμα κελεύω στα αρχαία ελληνικά μπορεί να έχει τρεις διαφορετικές ερμηνείες ανάλογα με την ιδιότητα του υποκειμένου και του αντικειμένου του.
Έτσι όταν «κελεύει» υφιστάμενος τον προϊστάμενό του, σημαίνει παρακαλώ. Όταν «κελεύει» κάποιος ομοιόβαθμό του, σημαίνει συμβουλεύω, παροτρύνω. Όταν όμως «κελεύει» κάποιος προϊστάμενος τον υφιστάμενό του, τότε σημαίνει εντέλλομαι, διατάσσω.
Καθ’ όμοιο τρόπο στα νεοελληνικά, τα οποία οφείλει να γνωρίζει καλά ένας Υπουργός Δικαιοσύνης, οι «συστάσεις» μεταξύ φίλων ή ομοιοβάθμων μπορεί να εκληφθούν ως συμβουλές, οι παραινέσεις. Οι συστάσεις όμως προς ιεραρχικά κατωτέρους μόνο ως εντολές μπορούν να νοηθούν.


Έτσι τι χρείαν μαρτύρων έχομε ότι υπήρξαν παρεμβάσεις στο έργο των οικονομικών εισαγγελέων όταν ο ίδιος ο κος Παπαϊωάννου ομολογεί ότι και ο ίδιος, αλλά και ο Εισαγγελεύς και ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου (άπαντες ιεραρχικά προϊστάμενοι) των κ.κ Πεπόνη και Μουζακίτη προέβησαν σε «εξαιρετικής διακριτικότητας σύσταση προς αυτούς για την κατά προτεραιότητα εξέταση υπόθεσης εξαιρετικής φύσης»;
Και όταν ο προϊστάμενος πιέζει «διακριτικά» τον υφιστάμενο να τελειώνει άρον – άρον με μια «υπόθεση εξαιρετικής φύσης», την ώρα που όλοι γνωρίζουν ότι οι δύο εισαγγελείς έχουν επιφορτισθεί με υπέρογκο φόρτο εργασίας χωρίς να τους έχουν διατεθεί τα στοιχειώδη μέσα επιστημονικής, γραμματειακής και λοιπής υλικής υποστήριξης, τότε η εντολή επίσπευσης προσομοιάζει με υπόδειξη κουκουλώματος ή εν πάση περιπτώσει θα μπορούσε να εκληφθεί ως τέτοια από κάποιους καχύποπτους πολίτες στους πονηρούς καιρούς, που διανύουμε.

Όταν μάλιστα έχει προηγηθεί μια νομοθετική προσπάθεια αντικατάστασης των εισαγγελέων, η οποία παραδόξως ναυάγησε μετά από την διάθεση παραίτησής τους και το σάλο, που προκάλεσε στην κοινή γνώμη, τότε ο μέσος πολίτης δικαιούται να γίνεται εξαιρετικά καχύποπτος.
Καχυποψία που δεν διασκεδάζουν, αλλά μάλλον εντείνουν οι χειρισμοί της υποθέσεως όχι μόνο από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, αλλά και από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.
Διότι βεβαίως αν η κυβέρνηση κρίνει αναγκαία την αντικατάσταση των οικονομικών εισαγγελέων , οι προσωπικές τους επιθυμίες και αντιδράσεις δεν αποτελούν σοβαρό λόγο ανάσχεσης της νομοθετικής της πρωτοβουλίας. Πλανάται λοιπόν αναπάντητο το ερώτημα για ποιο λόγο ανέκρουσε πρύμναν η εκτελεστική εξουσία επί τη απειλή της παραιτήσεως, κατά την πρώτη προσπάθειά της να αντικαταστήσει τους δύο εισαγγελείς με άλλον ανωτέρας βαθμίδας;

Χειρότερη όμως και πλέον ασυμβίβαστη με την ποινική δικονομία είναι η σπουδή της αρχειοθέτησης της υποθέσεως από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ο κάθε εισαγγελικός λειτουργός σύμφωνα με το άρθρο 36 του Κ.Π.Δ (Κώδικας Ποινικής Δικονομίας) υποχρεούται να κινήσει αυτεπάγγελτα την ποινική δίωξη ακόμη και αν οι πληροφορίες για πιθανώς αξιόλογες ποινικές πράξεις περιέλθουν σε γνώση του προφορικά, όπως οι δύο αντεισαγγελείς είχαν κάνει αρχικά ενημερώνοντας τους ανωτέρους τους για παρεμβάσεις στο έργο τους. Ακόμη χειρότερα στη συνέχεια εγείρονται μεγάλα ερωτηματικά γιατί ο κος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου έσπευσε δύο φορές να θέσει την υπόθεση στο αρχείο, ενώ κατά το άρθρο 43 του ΚΠΔ κάτι τέτοιο επιτρέπεται μόνο αν η αναφορά είναι νόμω αστήρικτη ή προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως. Πού λοιπόν στηρίχθηκε η ενέργεια του κου Αντεισαγγελέως;
Διότι νόμω βάσιμη ήταν αναμφισβίτητα η περί παρεμβάσεων αναφορά.
Το κύρος δε των συντακτών της, Οικονομικών Εισαγγελέων, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αξιολόγησης της ως προφανώς αβάσιμης, δηλαδή αναληθούς κατά την ουσία της.
Εάν δε για την δικαστική εκτίμησή της χρειαζόντουσαν περισσότερα στοιχεία, αυτά θα μπορούσαν να είχαν ζητηθεί ή εν πάση περιπτώσει η εξεύρεσή τους να είχε παραπεμφθεί στην μετέπειτα ανακριτική διαδικασία, όπως συνήθως συμβαίνει σε όλες τις φυσιολογικές περιπτώσεις.

Και ενώ επί εβδομάδες παρακολουθεί η κοινή γνώμη μία αήθη διελκυστίνδα μεταξύ υψηλόβαθμων δικαστικών λειτουργών, με δηλώσεις και αντιδηλώσεις, που επιχειρούν την αποφυγή ευθυνών για την ολιγωρία διερεύνησης σοβαρών υπονοιών παρεμβάσεων στο έργο των Οικονομικών Εισαγγελέων, μία απολύτως σύννομη ενέργειά τους (η παραπομπή μιας υποθέσεως στην Βουλή) αποκαλύπτει πλέον μια απείρου κάλλους καθεστωτική νοοτροπία, που διαπνέει το πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Το σύνθημα για την απηνή πλέον καταδίωξη των Οικονομικών εισαγγελέων δίνει πρώτος ο θεσμικά αναρμόδιος κος Μπεγλίτης, ο οποίος με την ιδιότητα του κομματικού εκπροσώπου επιτίθεται με απίστευτη σφοδρότητα και απαράδεκτη φρασεολογία στον κο Πεπόνη , τον οποίο υβρίζει ως «επικίνδυνα αφελή» ή πολύ χειρότερα ως επικίνδυνο για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.
Στην συνέχεια εμφανίζεται ο μέγας και πολύς κος Λοβέρδος με υπερφίαλες αν όχι τραμπουκίζουσες απειλές περί «μακελειού». Την σκυτάλη αναλαμβάνει η κα Διαμαντοπούλου με δηλώσεις απολύτως εναρμονισμένες με αυτές του κου Μπεγλίτη, καθώς και πολλοί και διάφοροι πολιτικοί και δημοσιογραφικοί παράγοντες, που επιχειρούν εμφανώς να δημιουργήσουν ένα άσχημο κλίμα στην κοινή γνώμη εις βάρος των δύο Εισαγγελέων.

Και τελικά επανέρχεται, ως μη όφειλε, ο κος Υπουργός Δικαιοσύνης παραπέμποντας τους δύο Αντεισαγγελείς στην κρίση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου με το αίτημα της αντικατάστασης τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κος Παπαϊωάννου ενεργεί μέσα στα όρια της αρμοδιότητός του.
Γενική όμως αίσθηση της κοινής γνώμης είναι ότι οι ενέργειές του είναι προς λάθος κατεύθυνση.
Ίσως να μη το κατανοεί ο εξοχότατος κος Υπουργός, όμως οι πολίτες θα επικροτούσαν μια σύστασή του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προκείμενου να μη καθυστερήσει ούτε στιγμή η διαβίβαση της υποθέσεως στη Βουλή.

Όπως θα εκτιμούσαν ιδιαιτέρως μια αντίδραση ευθιξίας και πολιτικής ευαισθησίας από τους άμεσα εμπλεκόμενους νυν και πρώην κυβερνητικούς παράγοντες . Όχι αυτό το θλιβερό φαινόμενο απρόκλητων, απρεπών επιθέσεων αναρμόδιων υπουργών, κομματικών αξιωματούχων και συνοδοιπόρων δημοσιογράφων εναντίον δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι , επί του παρόντος τουλάχιστον και μέχρις αποδείξεως του εναντίου, το μόνο το οποίο έπραξαν ήταν αυστηρά το συνταγματικό τους καθήκον.
Διότι από την στιγμή, που κατά την έρευνά τους οι δύο εισαγγελείς ανακάλυψαν εμπλοκή ονομάτων κυβερνητικών προσώπων, ούτε υποχρέωση, αλλά ούτε δικαίωμα είχαν να καθυστερήσουν την αποστολή της δικογραφίας στη Βουλή είτε με εξέταση του κου Γεωργίου, (όπως κάποιοι καλοθελητές κρυπτόμενοι από την ταμπέλα «νομικοί κύκλοι» διαδίδουν), είτε πολύ χειρότερα με αξιολογήσεις περί «πλάνης των Υπουργών». Όπως στο παρελθόν ένας άλλος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε αποτολμήσει παραβιάζοντας κατάφορα το Σύνταγμα και συμβάλλοντας σημαντικά στην καθυστέρηση διερεύνησης του σκανδάλου του Βατοπεδίου και εντεύθεν στην παραγραφή των ποινικών ευθυνών των εμπλεκομένων πολιτικών προσώπων.

Όσο για τις μεγαλόστομες κινδυνολογίες περί εθνικών κινδύνων και εθνικών συμφορών, όσο περισσότερο αυτές εκστομίζονται από μεγαλόσχημους πολιτικούς παράγοντες, τόσο περισσότερη «αλλεργία» παθαίνουν οι πολίτες.
Γιατί οι εθνικές συμφορές έχουν ήδη επέλθει από την αβελτηρία, την ανεπάρκεια, την ελαστική συνείδηση αυτών, που κυβέρνησαν τον τόπο τα τελευταία δέκα χρόνια. Και οι εθνικοί κίνδυνοι κυοφορούνται από την ατιμωρησία των πολιτικών και των περί αυτούς διαπλεκομένων και όχι από τον υποτιθέμενο «υπερβάλλοντα ζήλο» της δικαστικής λειτουργίας.

Εξ άλλου ζητήματα δημοσίου συμφέροντος ή διεθνών σχέσεων της χώρας δεν ανήκουν στην αξιολογική αρμοδιότητα των εισαγγελικών λειτουργών. Αυτά, ως αμιγώς πολιτικά και όχι νομικά ζητήματα, ανάγονται στην σφαίρα αρμοδιοτήτων του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος αν κρίνει ότι τίθενται σε διακινδύνευση τέτοιου τύπου αγαθά, έχει το δικαίωμα να αναβάλει ή να αναστείλει την ποινική δίωξη με προηγούμενη σύμφωνη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Ιδού λοιπόν πεδίον δόξης λαμπρόν για τους εξοχότατους Υπουργούς. Αν θεωρούν βάσιμη την απερίγραπτη κινδυνολογία τους, ας εξουσιοδοτήσουν τον συνάδελφό τους Υπουργό Δικαιοσύνης να ασκήσει το εκ της Ποινικής Δικονομίας (αρθ. 30.2) δικαίωμά του.

Κάθε άλλη πρακτική θεωρείται εκ του πονηρού από την κοινή γνώμη, η οποία ευλόγως εκλαμβάνει όλα αυτή την συγχορδία επιθετικών δηλώσεων και πρωτοβουλιών, ως αποτέλεσμα της ενοχλήσεως κάποιων σκοτεινών συμφερόντων από την δράση των οικονομικών Εισαγγελέων.

Δυστυχώς η πολιτική ελίτ της χώρας με αποκλειστικά δική της υπαιτιότητα έχει περιέλθει σε βαθύτατη αναξιοπιστία και έχει πλέον παγιωθεί μια απέραντη καχυποψία στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα για το πολιτικό προσωπικό, όπου τέτοιου είδους αψυχολόγητες δηλώσεις και πανικόβλητες κινήσεις δεν συντείνουν στην αναστροφή, αλλά μάλλον στην επιδείνωσή της.

Στις δύσκολες λοιπόν στιγμές, που περνάει ο Ελληνικός λαός, ο οποίος καλείται να πληρώσει για σφάλματα, ανομίες και ανοησίες άλλων, καλό θα είναι οι πολιτικοί αστέρες, οι οποίοι ούτως ή άλλως με άλλο πρόγραμμα εξελέγησαν και άλλες πολιτικές (ούτε καν ελληνικές) εφαρμόζουν να είναι περισσότερο σεμνοί στα λόγια και περισσότερο συνετοί στις πράξεις, ώστε να μη δυναμιτίζουν ένα κλίμα, που δυστυχώς είναι ήδη επικίνδυνα εκρηκτικό…



Δεν υπάρχουν σχόλια: