Επί της ουσίας η υπόθεση Παυλίδη αποτελεί μια ακόμα τυπική περίπτωση αλληλοεξόντωσης υψηλόβαθμων στελεχών της κυβερνώσας παράταξης και σαν τέτοια μπορεί να έχει μόνο υπαρξιακό ενδιαφέρον για το παραταξιακό μέλλον της Ν.Δ και μιας κυβέρνησης, που παραπαίει επί πέντε χρόνια μεταξύ φθοράς και διαφθοράς.
Περισσότερο ενδιαφέρον έχει προφανώς η αποκάλυψη ενός όζοντος περιβάλλοντος μέσα στο οποίο έχουν καταδικασθεί να μαραζώνουν τα νησιά μας και όπου ευδοκιμούν όλα τα άνθη του κακού.
Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι κατά την συζήτηση για την σύσταση της ειδικής επιτροπής υπήρξε πρωτοφανής συμφωνία όλων των πτερύγων της Βουλής για την απαράδεκτη καθυστέρηση αποστολής της δικογραφίας.
Τόσο πρωτόγνωρη δε ήταν η ομοφωνία όσο και ή ένταση των τοποθετήσεων πολλών ομιλητών, που αναγκάσθηκε ο Υπουργός Δικαιοσύνης να αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο άσκησης πειθαρχικής δίωξης κατά των υπαιτίων δικαστικών λειτουργών.
Παρότι όμως όλοι επισήμαναν ότι με την πολύμηνη καθυστέρηση αποστολής του φακέλου στη Βουλή ο ανακριτής παρεβίασε ευθέως το σύνταγμα, υπήρξαν δύο ενδιαφέρουσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, που αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε, διότι προέρχονται από τηλεοπτικά καταξιωμένους νομικούς.
Και οι δύο αφορούν την λέξη «αμελλητί», που περιέχεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 86 του Συντάγματος.
Από την όπως αποδεικνύεται μυστηριώδη για τους σύγχρονους έλληνες αυτή λεξούλα και δη από την ερμηνεία της εξαρτάται απόλυτα ο καταλογισμός ή όχι ευθυνών για παράβαση του συντάγματος στους δικαστικούς λειτουργούς, που ασχολήθηκαν με την καταγγελία του εφοπλιστή.
Από δε την κρίση περί παραβιάσεως ή μη του συντάγματος εξαρτάται και μια ολόκληρη πολιτική φιλολογία γύρω από την πιθανότητα παρέμβασης της Κυβέρνησης στις αρμοδιότητες της Δικαστικής εξουσίας.
Είναι λοιπόν προφανής η βαρύτητα, που έχει αυτή η απίθανη λεξούλα και η σοβαρότητα που προσλαμβάνει η έννοια, που κανείς θα καταφέρει να της αποδώσει.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η επίμαχη διάταξη έχει ως εξής:
Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα (μέλη της Κυβέρνησης ή Υπουργοί) και τα αδικήματα (ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους) της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση , προανάκριση ή εξέταση.
Περισσότερο ενδιαφέρον έχει προφανώς η αποκάλυψη ενός όζοντος περιβάλλοντος μέσα στο οποίο έχουν καταδικασθεί να μαραζώνουν τα νησιά μας και όπου ευδοκιμούν όλα τα άνθη του κακού.
Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι κατά την συζήτηση για την σύσταση της ειδικής επιτροπής υπήρξε πρωτοφανής συμφωνία όλων των πτερύγων της Βουλής για την απαράδεκτη καθυστέρηση αποστολής της δικογραφίας.
Τόσο πρωτόγνωρη δε ήταν η ομοφωνία όσο και ή ένταση των τοποθετήσεων πολλών ομιλητών, που αναγκάσθηκε ο Υπουργός Δικαιοσύνης να αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο άσκησης πειθαρχικής δίωξης κατά των υπαιτίων δικαστικών λειτουργών.
Παρότι όμως όλοι επισήμαναν ότι με την πολύμηνη καθυστέρηση αποστολής του φακέλου στη Βουλή ο ανακριτής παρεβίασε ευθέως το σύνταγμα, υπήρξαν δύο ενδιαφέρουσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, που αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε, διότι προέρχονται από τηλεοπτικά καταξιωμένους νομικούς.
Και οι δύο αφορούν την λέξη «αμελλητί», που περιέχεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 86 του Συντάγματος.
Από την όπως αποδεικνύεται μυστηριώδη για τους σύγχρονους έλληνες αυτή λεξούλα και δη από την ερμηνεία της εξαρτάται απόλυτα ο καταλογισμός ή όχι ευθυνών για παράβαση του συντάγματος στους δικαστικούς λειτουργούς, που ασχολήθηκαν με την καταγγελία του εφοπλιστή.
Από δε την κρίση περί παραβιάσεως ή μη του συντάγματος εξαρτάται και μια ολόκληρη πολιτική φιλολογία γύρω από την πιθανότητα παρέμβασης της Κυβέρνησης στις αρμοδιότητες της Δικαστικής εξουσίας.
Είναι λοιπόν προφανής η βαρύτητα, που έχει αυτή η απίθανη λεξούλα και η σοβαρότητα που προσλαμβάνει η έννοια, που κανείς θα καταφέρει να της αποδώσει.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η επίμαχη διάταξη έχει ως εξής:
Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα (μέλη της Κυβέρνησης ή Υπουργοί) και τα αδικήματα (ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους) της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση , προανάκριση ή εξέταση.
Σημειώνουμε ότι οι εντός παρενθέσεως προσθήκες είναι δικές μας.
Η επίμαχη λεξούλα «αμελλητί» καθορίζει ακριβώς το πότε ο ανακριτής οφείλει να διαβιβάσει το φάκελο στη Βουλή.
Στην ενδιαφέρουσα λοιπόν τοποθέτησή του κατά τη συζήτηση στη Βουλή ο κ. Βορίδης υποστήριξε ότι είναι επιτρεπτή η μικρή καθυστέρηση αποστολής του φακέλου αφού ο νόμος προϋποθέτει την συλλογή στοιχείων και επομένως ο ανακριτής θα πρέπει να ασχοληθεί με αυτό το αντικείμενο εντός ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος..
Βεβαίως ο κ. Βορίδης παραδέχθηκε ότι χωρίς καμία αμφιβολία η καθυστέρηση στην προκειμένη περίπτωση υπερβαίνει υπερβολικά τα όρια, που η ερμηνεία του μπορεί να επιτρέψει.
Με την άποψη του κ. Βορίδη συντάχθηκε ανεπιφύλακτα η πρώην Πρόεδρος της Βουλής και καθηγήτρια του Ποινικού Δικαίου κ. Ψαρούδα-Μπενάκη, η οποία τον διαδέχθηκε στο βήμα.
Μία δεύτερη ερμηνεία, που αναπτύχθηκε από τον συνήγορο του κ. Μανούση στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ALTER (8/4/09), υποστήριξε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι ο ανακριτής οφείλει να συλλέξει στοιχεία, να εξετάσει την βασιμότητά τους και μετά ταύτα να διαβιβάσει το φάκελο στη Βουλή για τα περαιτέρω. Επομένως με βάση αυτή την ερμηνεία ουδεμία παράβαση προκύπτει από την πολύμηνη καθυστέρηση του ανακριτή.
Στην ενδιαφέρουσα λοιπόν τοποθέτησή του κατά τη συζήτηση στη Βουλή ο κ. Βορίδης υποστήριξε ότι είναι επιτρεπτή η μικρή καθυστέρηση αποστολής του φακέλου αφού ο νόμος προϋποθέτει την συλλογή στοιχείων και επομένως ο ανακριτής θα πρέπει να ασχοληθεί με αυτό το αντικείμενο εντός ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος..
Βεβαίως ο κ. Βορίδης παραδέχθηκε ότι χωρίς καμία αμφιβολία η καθυστέρηση στην προκειμένη περίπτωση υπερβαίνει υπερβολικά τα όρια, που η ερμηνεία του μπορεί να επιτρέψει.
Με την άποψη του κ. Βορίδη συντάχθηκε ανεπιφύλακτα η πρώην Πρόεδρος της Βουλής και καθηγήτρια του Ποινικού Δικαίου κ. Ψαρούδα-Μπενάκη, η οποία τον διαδέχθηκε στο βήμα.
Μία δεύτερη ερμηνεία, που αναπτύχθηκε από τον συνήγορο του κ. Μανούση στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ALTER (8/4/09), υποστήριξε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι ο ανακριτής οφείλει να συλλέξει στοιχεία, να εξετάσει την βασιμότητά τους και μετά ταύτα να διαβιβάσει το φάκελο στη Βουλή για τα περαιτέρω. Επομένως με βάση αυτή την ερμηνεία ουδεμία παράβαση προκύπτει από την πολύμηνη καθυστέρηση του ανακριτή.
Δυστυχώς και οι δύο ερμηνείες είναι αβάσιμες.
Όταν αποφασίζουμε να ασχοληθούμε με την κατανόηση του κειμένου ενός νομοθετήματος, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αυτή είναι μια εργασία, που οφείλει να πειθαρχεί σε δεδομένους κανόνες, και διέπεται από συγκεκριμένη μεθοδολογία.
Έτσι λοιπόν η αναμφισβήτητη αφετηρία για την ερμηνεία οποιασδήποτε νομικής διατάξεως είναι η λεγόμενη γραμματική ερμηνεία. Δηλαδή η ανάλυση της λεκτικής της διατύπωσης και ο ακριβής εννοιολογικός προσδιορισμός των λέξεων, που έχει χρησιμοποιήσει ο νομοθέτης.
Είναι γεγονός ότι σε νομοθετήματα, που συντάσσονται πρόχειρα, εσπευσμένα και ενίοτε από μη νομικούς απαντάμε συχνά ατυχείς επιλογές λέξεων και εκφράσεων, που παρουσιάζουν αντιφάσεις, επιδέχονται παρερμηνειών, βρίθουν κενών και γενικά υποβαθμίζουν την αξία της γραμματικής ερμηνείας.
Σοβαρά νομοθετήματα όμως και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, όπως το Σύνταγμα, που αποτελούν έργο εξαιρετικών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, περιλαμβάνουν κατά τεκμήριο απολύτως εύστοχες και πρόσφορες διατυπώσεις.
Ερμηνευτική λοιπόν ελευθεριότητα και διασταλτικές ερμηνείες σε διατάξεις του συντάγματος και δη δικονομικού ποινικού περιεχομένου, όπως αυτή για την οποία συζητάμε, διατρέχουν εκ προοιμίου τον κίνδυνο να καταλήξουν σε αντιεπιστημονικά συμπεράσματα.
Η λέξη «αμελλητί», τροπικο-χρονικό επίρρημα του επιθέτου αμέλλητος προέρχεται από τη σύνθεση του στερητικού α με τη ρίζα του ρήματος μέλλω (α+μέλλω).
Αμέλλητος κατ’ ακρίβεια σημαίνει αυτόν, που δεν δύναται να έχει μέλλον, δηλαδή αυτόν, που η ύπαρξή του τελειώνει στο παρόν, στην παρούσα στιγμή, αυτόν που δεν επιδέχεται επομένως αναβολής, τον ανυπέρθετο.
Στο θεμελιώδες λοιπόν ερώτημα τόσο από δικονομικής όσο και από πολιτικής απόψεως, περί του πότε και πώς δηλαδή ο ανακριτής οφείλει να διαβιβάσει φακέλους που σχετίζονται με ποινικά αδικήματα Υπουργών στη βουλή, ο συνταγματικός νομοθέτης απαντά με απόλυτη σαφήνεια και ακρίβεια: «ΑΜΕΛΛΗΤΙ», δηλαδή αυτοστιγμεί, αυθωρεί και παραχρήμα, ανυπερθέτως. Με τρόπο, που να αποτρέπει την μελλοντική εξέλιξη οπιασδήποτε πράξεως που εκτελείται από αυτόν ή άλλο λειτουργό της δικαιοσύνης και μπορεί να αφορά άδικες πράξεις Υπουργών ή Υφυπουργών.
Αυτή και μόνη η ερμηνεία του επιρρήματος «αμελλητί» δεν αφήνει καμιά απολύτως αμφιβολία για το καθήκον του δικαστικού λειτουργού, δικαστή ή εισαγγελέως, να διακόψει αμέσως την δική του ενασχόληση με οποιοδήποτε στοιχείο περιέλθει εις γνώση του για αδικήματα, που αναφέρονται σε ποινικώς ενδιαφέρουσες πράξεις και παραλήψεις μελών της Κυβέρνησης και Υφυπουργών, και να το παραπέμψει με το ταχύτερο μέσο στην Βουλή.
Είναι γνωστό ότι για εκπαιδευτικούς κυρίως λόγους κατά την ακαδημαϊκή διδασκαλία διδάσκεται συνήθως ότι η γραμματική ερμηνεία δύναται και οφείλει να εξικνείται μέχρι των ορίων του εννοιολογικού περιβόλου των λέξεων, που ερμηνεύουμε. Επιτρέπεται να κινηθούμε στον πέριξ του εννοιολογικού πυρήνα της λέξεως χώρο, που προσφυώς παρομοιάζεται με περίβολο, αλλά χωρίς να υπερβούμε τον αυλόγυρο, γιατί τότε θα οδηγηθούμε σε contra legem ακροβασίες. Όμως κατά κακή τύχη των όποιων επίδοξων ερμηνευτών εννοιολογικά η λέξη «αμελλητί» δεν διαθέτει περίβολο. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει μόνο πίσω αυλή, υπό την έννοια ότι επιτρέπει την ύπαρξη παρελθόντος, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελεί τον έσχατο φράκτη σε οποιαδήποτε σκέψη περί προεκτάσεως στο μέλλον, στο μετά ταύτα, στο χρονικό επέκεινα.
Η τελολογική ερμηνεία επιβεβαιώνει τα παραπάνω.
Είναι απολύτως παραδεκτό από όλους ότι ο Νομοθέτης είχε ως σκοπό να αναθέσει την έρευνα περί της τελέσεως ποινικά κολάσιμων πράξεων Υπουργών και Υφυπουργών στην αρμοδιότητα της Βουλής και ιδιαίτερα από το αρχικό ακόμη στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, όπως ρητά ορίζεται στην πρώτη και δεύτερη παράγραφο του άρθρου 86 του ισχύοντος Συντάγματος.
Με την ρύθμιση αυτή ήθελε να εξασφαλίσει προφανώς την απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης σε θέματα τα οποία κατά τεκμήριο πέραν του ποινικού παρουσιάζουν συνήθως μεγάλο πολιτικό ειδικό βάρος και επομένως κοινωνικό και δημοσιογραφικό ενδιαφέρον.
Ως εκ τούτου ορθώς έκρινε ο Νομοθέτης ότι το διερευνητικό βάρος τέτοιας φύσεως υποθέσεων δεν μπορεί να αφεθεί στους ώμους των απλών δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών αλλά θα πρέπει να ανατεθεί σε ένα συλλογικό όργανο ανωτάτου κύρους και θεσμικής ισχύος, όπως η Βουλή και οι επιτροπές της. Πολλώ μάλλον καθόσον όσοι πέρασαν από κυβερνητικές θέσεις προφανώς διαθέτουν πολιτική δύναμη, οπαδούς και κοινωνικές κι όχι μόνο διασυνδέσεις, που είναι πιθανό να χρησιμοποιήσουν προκειμένου να παρεμποδίσουν την εις βάρος τους εξέλιξη μιας ποινικής διαδικασίας ιδιαίτερα στην ευαίσθητη εναρκτήρια φάση της.
Ορθότατα ο συνταγματικός Νομοθέτης εκτιμά ότι ο αγώνας ανάμεσα σε ένα διατελέσαντα ή διατελούντα Υπουργό, ιδίως εάν το κόμμα του εξακολουθεί να κυβερνά τη χώρα, και ένα απλό παράγοντα της δικαστικής λειτουργίας μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά άνισος.
Προς προστασία δε του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού, αλλά κυρίως προς εξασφάλιση της απονομής της δικαιοσύνης, όσο ψηλά και αν βρίσκονται οι πιθανοί ένοχοι ποινικώς κολάσιμων πράξεων, ο Νομοθέτης δεν αρκείται να αναθέσει την αρμοδιότητα της διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης και της άσκησης ποινικής διώξεως στη Βουλή με το άρθρο 86, αλλά με την διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου δύο απαγορεύει στον ενεργούντα οποιαδήποτε έρευνα ή ανακριτική πράξη να ασχοληθεί με πιθανά αδικήματα Υπουργών ακόμη και στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων και τον διατάσσει να αποστείλει τα όποια στοιχεία έχουν περιέλθει σε γνώση του αμέσως στη Βουλή, ως μόνη αρμοδία για να ερευνήσει, να εξετάσει προκαταρκτικά, να αξιολογήσει ποινικά και εν τέλει να αποφασίσει περί της ασκήσεως ή μη ποινικής διώξεως.
Είναι επομένως εντελώς ανεπίτρεπτες οι διάφορες αντιεπιστημονικές ερμηνείες, που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τη ratio legis (σκοπό του νόμου) και εξυπηρετούν άλλου είδους εφήμερες σκοπιμότητες.
Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και η αυστηρή εφαρμογή των επιταγών του χαρακτηρίζει την ποιότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος και αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση για όλους τους μετέχοντες των κρατικών λειτουργιών.
Ούτε στο βωμό της πολιτικής σκοπιμότητας, επειδή το ΛΑ.Ο.Σ χρειάζεται «να κλείσει και ολίγο το μάτι» στη Ν.Δ, ούτε και χάριν επαγγελματικών σκοπιμοτήτων, επειδή ο πελάτης μας δήλωσε ανενδοίαστα ότι συμφώνησε με τον εισαγγελέα να παγώσουν την έρευνα της υπόθεσης μέχρι να γίνουν οι βουλευτικές εκλογές του 2007, συγχωρούνται οι ερμηνευτικές ασχημίες, που δημιουργούν άλλοθι σε κραυγαλέες αντισυνταγματικές πρακτικές.
Ο επιστημονικός κόσμος δεν δικαιούται πλέον να παραμένει απαθής θεατής αυτών των αχαρακτήριστων πρακτικών, που άλλους εισαγγελείς εξαναγκάζει σε παραίτηση και άλλους σε παράβαση καθήκοντος.
Τέλος επειδή πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την ανάγκη τροποποίησης της συγκεκριμένης διάταξης και του σχετικού νόμου περί ευθύνης υπουργών, καλό είναι να μην ευτελίζουμε τους θεσμούς για εφήμερη επικοινωνιακή κατανάλωση ή για μετατόπιση ευθυνών.
Εσχάτως στην Ελλάδα για όλα φταίνε οι νόμοι, ενώ όσοι δεν τους εφαρμόζουν ή τους καταστρατηγούν παραμένουν στο απυρόβλητο.
Προφανώς δεν φταίει ο νόμος αν ένας εισαγγελέας αναρμοδίως ασχολείται επί μήνες με υπόθεση, που αφορά υπουργό και δεν στέλνει αμέσως την όποια καταγγελία περιέρχεται σε γνώση του μαζί με τον καταγγέλοντα στη Βουλή.
Δεν φταίει ο νόμος αν ένας εισαγγελέας αρνείται πεισματικά να στείλει, ως οφείλει, αμελλητί μια δικογραφία στη βουλή και όταν εξαναγκάζεται να το πράξει φροντίζει, ως μη όφειλε, να την συνοδέψει με κρίσεις περί της υπάρξεως δόλου ή όχι στις ενέργειες των Υπουργών.
Δεν φταίει ο νόμος αν ένας ανακριτής επιμένει να διεξάγει έρευνα άνευ αρμοδιότητος και ένας φερόμενος ως δωροδοκηθείς πρώην Υπουργός πηγαινοέρχεται στο γραφείο του επί μήνες προσκομίζοντας στοιχεία, που υποχρεούται να καταθέσει μόνο στην ειδική επιτροπή της Βουλής εάν και όποτε αυτή συσταθεί, με αποτέλεσμα να κινδυνέψει να οδηγηθεί η υπόθεση σε παραγραφή.
Δεν φταίει ο νόμος αν η πλειοψηφία της Βουλής παρεμποδίζεται να προσέλθει σε ψηφοφορία, προκειμένου να διασωθεί μια ισχνή Κυβέρνηση.
Και προφανώς δεν φταίνε οι νόμοι, που τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα τα πάσης φύσεως σκάνδαλα μονοπωλούν τα δελτία ειδήσεων και οι πρωταγωνιστές των σκανδάλων, πολιτικοί, διοικητικοί παράγοντες, κληρικοί κ.λ.π ελέω μιας εξόφθαλμης διαπροσωπικής διαπλοκής απολαμβάνουν ιδιότυπης ασυλίας και εξακολουθούν να προκαλούν με τις δημόσιες εμφανίσεις τους το κοινό περί δικαίου και ηθικής αίσθημα.
Δεν υποστηρίζουμε ότι η ισχύουσα νομοθεσία είναι τέλεια.
Όμως σίγουρα δεν φταίει αυτή, που κάποιοι αρμόδιοι επιμένουν συστηματικά να την αγνοούν ή να την καταστρατηγούν.
Και αν χρειάζεται κάποια αλλαγή αυτό δεν μπορεί να γίνει εν θερμώ με συζητήσεις στα κανάλια και με ευρήματα δημοσκοπήσεων αμφιβόλου ποιότητας.
Θα πρέπει να γίνει από ειδικούς επιστήμονες και προπαντός όχι από πολιτικούς.
Και αν χρειάζεται κάποια αλλαγή αυτό δεν μπορεί να γίνει εν θερμώ με συζητήσεις στα κανάλια και με ευρήματα δημοσκοπήσεων αμφιβόλου ποιότητας.
Θα πρέπει να γίνει από ειδικούς επιστήμονες και προπαντός όχι από πολιτικούς.
Διότι αν το άρθρο 86 προσαρμοσθεί στην πρακτική, η οποία εφαρμόσθηκε στις τελευταίες υποθέσεις, που ταλανίζουν τον τόπο, τότε θα πρέπει να προβλέπει ότι ποινική δίωξη κατά Υπουργών ασκείται από τον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατόπιν αδείας του Πρωθυπουργού…
Σε κάθε άλλη περίπτωση μάλλον δεν θα έχει πολλές ελπίδες να τύχει μεγαλύτερου σεβασμού από το σημερινό... Νομίζω;…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου