Αυτό που εξοργίζει τους πολίτες πέρα από την σκληρή τους καθημερινότητα είναι η απίθανη ψευδολογία και η απέραντη κοροϊδία, που έχει πλέον γίνει κρατούσα πολιτική συμπεριφορά.
Τα τελευταία χρόνια με αποκορύφωμα το παρόν διάστημα όλο και περισσότεροι πρωτοκλασάτοι από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα επιμένουν να εφαρμόζουν τον χρυσού κανόνα της πολιτικής «καπατσοσύνης» που διδάσκει ότι:
«Αν δεν μπορείς να τους πείσεις δεν πειράζει, μπέρδεψέ τους».
Έτσι ενώ ο λαουτζίκος υπομένει τα πλείστα όσα μαρτύρια, καλούμενος για άλλη μια φορά να πληρώσει τα σπασμένα της φαυλότητας μιας ομάδας διαπλεχθέντων καταχραστών της δημόσιας περιουσίας και της ελεεινής καμαρίλας τους, υφίσταται και από πάνω τον εμπαιγμό των λοιπών, που υποτίθεται ότι έχουν αναλάβει την «σωτηρία» του λαμβάνοντας μέτρα, που οδηγούν μαθηματικά στην φυσική του εξόντωση.
Διότι η αναγκαιότητα της υπογραφής του μνημονίου και τα όσα αντιλαϊκά μέτρα αυτό υιοθετεί είναι ένα θέμα που επιδέχεται συζητήσεως.
Το να επιμένουν όμως κάποιοι ότι όλα όσα γίνονται είναι καλώς καμωμένα και ότι όσοι διαμαρτύρονται υπονομεύουν το εθνικό συμφέρον, αυτό είναι από τα …άγραφα.
Και το άκρον άωτον του πρωτοφανούς εμπαιγμού μας είναι η επιχειρηματολογία του κου Υπουργού απασχόλησης, που επιμένει σε όλους τους τόνους, ότι οι νομοθετικές του πρωτοβουλίες είναι δήθεν απολύτως συμβατές με το ισχύον σύνταγμα.
Εξηγήσαμε προχθές γιατί ολόκληρος ο νέος ασφαλιστικός νόμος και οποιαδήποτε άλλη νομοθετική ρύθμιση επί οιουδήποτε αντικειμένου είναι απολύτως αντισυνταγματική στο μέτρο, που αλλάζει-θίγει αναδρομικά ρυθμίσεις άλλων διατάξεων προγενέστερων και ευνοϊκότερων για τους πολίτες.(Σ. άρθρο 77, παρ. 2).
Κορωνίδα όμως σ’ αυτή την χιονοστιβάδα αντισυνταγματικών νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης κατ’ επιταγή του επάρατου μνημονίου, αποτελεί η δια νόμου κατάργηση αποφάσεων των Διαιτητικών Δικαστηρίων.
Μία θεμελιώδης αρχή όλων των ισχυσάντων από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους Συνταγμάτων, όπως διδάσκεται παγίως στο πρώτο έτος των Νομικών Σχολών, είναι η αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται η παρέμβαση της μιας εξουσίας σε αρμοδιότητες της άλλης, εκτός των περιπτώσεων, που ορίζεται περιοριστικά από το ίδιο το ισχύον Σύνταγμα.
Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 15 παρ. 6γ του νόμου 1876/1990 εφ’ όσον η απόφαση του Διαιτητή υπογραφεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη «εξομοιώνεται με συλλογική σύμβαση εργασίας», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.3 του ιδίου νόμου «όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των νόμων».
Με απλά λόγια οι διαιτητικές αποφάσεις από της εκδόσεως και υπογραφείς τους από τα μέρη και τον διαιτητή επέχουν θέση νόμου και μάλιστα υπερισχύοντος έναντι παντός άλλου, που τυχόν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις.
Επιπροσθέτως οι διαιτητικές αποφάσεις, ως εκ του τρόπου και της διαδικασίας καταρτίσεώς τους μετέχουν τρόπον τινά και της δικαστικής φύσεως.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οποιαδήποτε νομοθετική παρέμβαση σκοπούσα την κατάργηση Διαιτητικής αποφάσεως συνιστά εκτός των άλλων και παραβίαση της συνταγματικής αρχής διακρίσεως των εξουσιών.
Το επιχείρημα ότι μετά την υπογραφή της Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας δεν επιτρέπεται σε άλλους να υπερβαίνουν τα υπ’ αυτής προβλεπόμενα είναι εντελώς αντιεπιστημονικό.
Αντιθέτως η Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ρυθμίζει παγίως τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων, ενώ παραδοσιακά οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις περιέχουν συνηθέστατα ανώτερες αποδοχές και εκ του νόμου υπερισχύουν της ΓΣΣΕ.
Όσο για το επιχείρημα ότι ο νόμος βασίζεται σε πράξη νομοθετικού περιεχομένου του 1985, αυτό είναι πολιτικά τουλάχιστον ατυχές.
Όλοι αυτοί οι κύριοι, που δεν είναι ικανοί ούτε να δέσουν τα κορδόνια των παπουτσιών του Ανδρέα Παπανδρέου και που οφείλουν την ύπαρξή τους στο αίμα και τους αγώνες χιλιάδων αγνών σοσιαλιστών εκείνης της πολιτικής περιόδου, δεν νομιμοποιούνται να επικαλούνται την πολιτεία εκείνου, που υπήρξε ένας λαμπρός κοινωνικός μεταρρυθμιστής, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα αλλεπάλληλα αντικοινωνικά μέτρα, τα οποία επιχειρούν κατ’ εντολήν μιας γραφειοκρατικής κάστας των Βρυξελλών.
Ας επαναφέρουν το σύνολο της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας του Ανδρέα Παπανδρέου και τότε ας εξετάσουμε και την κατ’ ιδίαν περίπτωση της εν λόγω πράξεως. Άλλως δεν πρόκειται για νομική βάση, αλλά για ένα ακόμη φθηνό πολιτικό εμπαιγμό, που ενέχει χαρακτήρα συκοφαντικής ύβρεως ενάντια στο κόμμα που υποτίθεται ότι υπηρετούν και ενάντια στον ιστορικό του ιδρυτή.
Το ζήτημα λοιπόν είναι ότι όλες αυτές οι νομοθετικές πρωτοβουλίες αποτελούν κατάφωρες παραβιάσεις του Συντάγματος, η ύπαρξη του οποίου φαίνεται πλέον ξεκάθαρα ότι αγνοείται παντελώς από τους συντάκτες του επάρατου μνημονίου.
Και επειδή προφανώς το νομοθετικό έργο δεν τελείωσε και θα υπάρξουν σίγουρα και άλλες εξ ίσου συνταγματικά «παρδαλές» πρωτοβουλίες, θα ήταν καλύτερα να παραδεχθεί η κυβέρνηση την δεινή πραγματικότητα και να απαλλάξει τα μέλη της από το άχθος της νομικής υπεράσπισης τέτοιων πρωτοβουλιών.
Ιδίως όσους εξ αυτών φέρουν ακαδημαϊκούς τίτλους εγκρίτων συνταγματολόγων.
Ας συνεκτιμηθεί ότι κατά περιόδους όλοι μας γνωρίσαμε μικρές ή μεγάλες επαγγελματικές αποτυχίες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναιρέσουμε την επιστημονική μας ιδιότητα ή να σχίσουμε και τα πτυχία μας…
Γνωστό δημοφιλές λαϊκό τραγούδι προειδοποιεί ότι
«Υπάρχει κι ένα μονοπάτι πονηρό, που πάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη…»
Φοβούμε ότι τέτοιο «μονοπάτι πονηρό» θα εξελιχθεί για την Κυβέρνηση το μνημόνιο και τουλάχιστον ο νομικός κόσμος δεν δικαιούται να παρακολουθεί σιωπηρός την συστηματική καταστρατήγηση του καταστατικού χάρτη της χώρας.
Η νομική επιστημονική κοινότητα οφείλει επιτέλους να πάρει θέση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου