Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Το Υπουργείο Ανάπτυξης βλάπτει σοβαρά την νησιωτική οικονομία.

Μετά από μια «επιτυχημένη» διαδρομή στο Υπουργείο Παιδείας, η κα Διαμαντοπούλου μετακινήθηκε άρον-άρον στο Υπουργείο Ανάπτυξης προκειμένου να αποτελειώσει το «εθνοσωτήριο» έργο του κου Χρυσοχοΐδη, ο οποίος παρά τις καλές του προθέσεις είχε αξιολογηθεί ως απελπιστικά αναποτελεσματικός από τον Γερμανό ομόλογό του και κατ’ ουσίαν φυσικό του προϊστάμενο κο Ρέσλερ.



Έχοντας πρόσφατο το μάθημά της από το πάθημα του ατυχούς προκατόχου της, ξεκίνησε τη θητεία της με ένα ταξίδι στo Βερολίνο, την μητρόπολη του Ευρωπαϊκού μεσαιωνισμού, προκειμένου προφανώς να εξηγήσει στους «φιλέλληνες» κυρίους Σόϊμπλε και Ρέσλερ την φιλοσοφία του «πολιτικού ρεαλισμού» που την διακατέχει και να της εξηγήσουν εκείνοι το «πολιτικώς ρεαλιστικό πρόγραμμα», το οποίο οφείλει να εφαρμόσει τάχιστα και χωρίς αποκλίσεις.


Πριν την συνάντηση φρόντισε να μελετήσει τα ζητήματα των Γερμανών επιχειρηματιών (ψηφοφόρων του κου Ρέσλερ) και έτσι ως μελετηρή και πρόθυμη φαίνεται ότι κατάφερε να κερδίσει την συμπάθειά τους.


Επέστρεψε λοιπόν «φορτσάτη και στριτζάτη» κατά την λαϊκή έκφραση, πανέτοιμη να μεγαλουργήσει χωρίς χρονοτριβή, χωρίς παλινωδίες, χωρίς ανώφελους συναισθηματισμούς, χωρίς ανούσιες ευαισθησίες.


Με σθένος, με ορμή, με αποφασιστικότητα και κυρίως με πλατιές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.


Έτσι όπως έδρασε και στο Υπουργείο παιδείας, όπου επέτυχε εκείνη την ιστορική υπερψήφιση του νόμου για τα πανεπιστήμια. Εκείνου του λαμπρού νόμου, που έβαλε μπουρλότο στα ανά την επικράτεια ΑΕΙ, δεν εφαρμόστηκε ως τώρα και ο διάδοχός της κος Μπαμπινιώτης ακόμα ψάχνει πώς να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα.


Παρομοίως λοιπόν ασκεί τα νέα της καθήκοντα η εξοχοτάτη Υπουργός επιδεικνύοντας, θλιβερόν ειπείν (και αβάστακτον υπομένειν), απαράδεκτη επαγγελματική ανεπάρκεια.


Διότι πως αλλιώς μπορεί να αξιολογηθεί η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα εν όψει των εορτών του Πάσχα και πάνω στην έναρξη της θερινής περιόδου;


Λιμενεργάτες εξαγριωμένοι από την μια μεριά. Αγρότες, έμποροι και τουριστικοί επαγγελματίες απελπισμένοι από την άλλη.


Η υπόθεση του καμποτάζ δεν είναι ούτε καινούργια, ούτε αθώα. Είναι συνεπώς σύνθετη και άπτεται κατ’ ανάγκην πολλών και διαφόρων συμφερόντων, εν πολλοίς αντικρουόμενων.


Είναι γνωστό ότι εφαρμόσθηκε αρχικά από την κυβέρνηση Μητσοτάκη προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένοι Έλληνες ακτοπλόοι εκείνης της αλησμόνητης εποχής. Σήμερα οι καιροί έχουν αλλάξει. Σήμερα σε όλους τους κλάδους προωθούνται κατά προτεραιότητα οι κερδοσκοπικοί στόχοι ξένων πολυεθνικών εταιριών και επομένως η ελληνική επιχειρηματική δραστηριότητα οποιασδήποτε μορφής στερείται από κάθε μορφή προστατευτισμού, τίθεται υπό διωγμό και οδηγείται μεθοδικά στην πτώχευση.


Για τα εργατοϋπαλληλικά επαγγέλματα δεν τίθεται ούτως ή άλλος λόγος. Με καμποτάζ ή χωρίς καμποτάζ οι εργαζόμενοι στην ναυτιλία ήταν και θα παραμείνουν «οι φτωχοί συγγενείς». Σε περίοδο καμποτάζ εξαθλιώθηκε ο κλάδος και καταστράφηκε ο ασφαλιστικός τους φορέας και φυσικά στην επερχόμενη άνευ καμποτάζ περίοδο η μοίρα τους δεν θα γίνει καλλίτερη.


Τους παραπλανούν λοιπόν όσοι δεδομένων των μνημονιακών αποικιοκρατικών συνθηκών τους παρουσιάζουν την διατήρηση του καμποτάζ ως εξασφάλιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων και τους εμπαίζουν ασύστολα όσοι τους προπαγανδίζουν ότι η κατάργησή του θα σημάνει την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και εντεύθεν την ατομική των εργαζομένων ευημερία.


Και τότε και τώρα η πρωτεύουσα πολιτική σκοπιμότητα ήταν και είναι η εξυπηρέτηση εφοπλιστικών συμφερόντων. Τώρα ακόμη χειρότερα γιατί τα συμφέροντα είναι αμιγώς αλλοδαπά.


Και σε αυτή την άθλια φάση που έχει περιέλθει η χώρα δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά.


Το ναυτιλιακό αντικείμενο είναι πολύ μεγάλο για να αφήσει αδιάφορες τις αλλοδαπές πολυεθνικές εταιρείες που πατρονάρουν και προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή (και όχι μόνο) πολιτική ελίτ και κανείς Υπουργός μιας κυβέρνησης «ειδικού σκοπού» δεν θα μπορούσε να εναντιωθεί στις πιεστικές υποδείξεις των Γερμανών νεοαποικιοκρατών.


Θα μπορούσε όμως να ασκήσει τα καθήκοντά του με λιγότερο καταστροφικό τρόπο.


Στην προκειμένη περίπτωση η καταστροφή δεν προέρχεται από την εύλογη αντίδραση του ναυτεργατικού κλάδου.


Προκαλείται  από την επαγγελματική ανεπάρκεια της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Ανάπτυξης.


Η επίσπευση της προώθησης της νομοθετικής ρύθμισης στα μέσα της Μεγάλης Εβδομάδας αποτελεί παροιμιώδη πολιτική απρονοησία. Ήταν απόλυτα προβλέψιμο ότι ο θιγόμενος κλάδος θα αντιδρούσε απεργιακά τουλάχιστον κατά τις ημέρες ψηφίσεως του σχετικού νομοσχεδίου. Θα ήταν εντελώς ανόητο να ελπίζει κανείς ότι οι ενδιαφερόμενες συνδικαλιστικές οργανώσεις θα έμεναν με σταυρωμένα τα χέρια και ότι οι ναζιστικές τακτικές του κοινωνικού αυτοματισμού θα πειθανάγκαζαν τους ναυτεργάτες συνδικαλιστές να κάνουν συνδικαλιστικό «χαρακίρι» αναστέλλοντας τις εξαγγελμένες απεργιακές τους κινητοποιήσεις.


Η επιμονή λοιπόν στην ψήφιση του νόμου σήμερα πέραν της απρονοησίας προδίδει και απαράδεκτη αλαζονεία εκ μέρους μιας κυβέρνησης, που γνωρίζει ότι ούτως ή άλλως δεν διαθέτει πλέον την παραμικρή δημοκρατική νομιμοποίηση.


Και βεβαίως ο αυταρχισμός, που αποπνέουν οι υπαινικτικές απειλές περί επιστρατεύσεως, μόνον ως ανεδαφικός κουτσαβακισμός μπορούν να αξιολογηθούν, αφού και ο πλέον αφελής αντιλαμβάνεται ότι η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου απαιτεί πολυήμερη τυπική διαδικασία, που υπερβαίνει κατά πολύ τα χρονικά όρια της Μεγάλης Εβδομάδας.


Προφανώς από μια κυβέρνηση αυτού του τύπου και αυτής της συνθέσεως δεν μπορεί κανείς να αναμένει φιλολαϊκή ή φιλεργατική πολιτική.


Μπορεί όμως να απαιτεί την επίδειξη κοινής λογικής. Μπορεί να αξιώνει την άσκηση διακυβέρνησης με στόχο την επίτευξη του ελάσσονος κακού ή άλλως της μείζονος αποφυγής παράπλευρων καταστροφικών συνεπειών.


Με απλά λόγια θα μπορούσε τουλάχιστον να αναβληθεί η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία για μετά το Πάσχα, ώστε να αποφευχθεί η αφόρητη ταλαιπωρία του κοσμάκη και το συντριπτικό πλήγμα στην τουριστική, εμπορική και παραγωγική δραστηριότητα της νησιωτικής Ελλάδας.


Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου ανάπτυξης δεν κατάφερε να ενεργήσει ούτε καν ως «τεχνοκράτης» του νεοφιλελευθερισμού. Ενήργησε απλώς ως ταύρος σε υαλοπωλείο, με αποτέλεσμα να προκληθεί μία αφάνταστη αναστάτωση στον παραδοσιακό εορτασμό των αγίων ημερών και κυρίως μια μη αναγκαία και ανυπολόγιστων διαστάσεων οικονομική καταστροφή στην οικονομία των νησιών, στον ευρύτερο τουριστικό τομέα, στην καρκινοβατούσα εθνική οικονομία γενικότερα.


Απρονοησία λοιπόν, αλαζονεία, αυταρχισμός. Το τρίπτυχο του πολιτικού αναχρονισμού.


Στοιχεία που βεβαίως μπορεί εύκολα να διακρίνει κανείς σε πλείστες όσες φιγούρες του σημερινού πολιτικού θιάσου, ο όποιος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο για την απαξίωση ιστορικών μεγάλων κομμάτων και για την συνολική κατάντια της χώρας.


Μιας χώρας που ενώ αποτελεί αντικειμενικά τον μέγιστο διαχρονικό ευεργέτη της ανθρωπότητας μετατρέπεται επί των ημερών τους σε αποδιοπομπαίο τράγο της παγκόσμιας κοινότητας, εξ αιτίας της φαύλης και σκανδαλώδους πολιτικής τους δράσης.


Εξ αιτίας της άσωτης ενίοτε και καταχρηστικής κακοδιαχείρισης του αξιοθαύμαστου εθνικού πλούτου που αποθησαύρισε ο μόχθος τριών διαδοχικών γενεών Ελλήνων εργαζομένων, οι οποίες με αίμα και ιδρώτα οικοδόμησαν την μεταπολεμική Ελλάδα. Την μέχρι πρότινος αξιοθαύμαστη χώρα με τις σημαντικές υποδομές, το υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα και την περίοπτη θέση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.


Κρίμα και άδικο…





Δεν υπάρχουν σχόλια: