Πριν
κάνει δηλώσεις ο κος Μεϊμαράκης ομοίαζε με πρόεδρο ωσεί παρόντα. Μετά τις εξωφρενικές
δηλώσεις του φοβούμαι ότι διολισθαίνει
σε πρόεδρο «άντε γειά».
Δεν χωράει
καμία αμφιβολία ότι το θέμα για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, με τον τρόπο και
στο χρόνο που «έσκασε» εξυπηρετεί ποικιλοτρόπως τις επικοινωνιακές ανάγκες της Συγκυβέρνησης
και ιδιαιτέρως το Μαξίμου.
Πρωτίστως
και κυρίως διότι απομακρύνει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από το μείζον και
φλέγον ζήτημα του δολοφονικού πακέτου μέτρων και των άλλων σκανδαλωδών
εγκλημάτων που συντελούνται παράλληλα σε εκτέλεση των ληστρικών σχεδίων των
δανειστών και των τραπεζιτών.
Δεύτερον
(με ένα σμπάρο δυό τρυγόνια) μετατοπίζει τον προβολέα της σκανδαλολογίας σε
πρόσωπα, που δεν είναι του στενού περιβάλλοντος του αρχηγού και που αν τελικώς
εξοντωθούν δεν θα ζημιώσουν ιδιαιτέρως την νέα ηγετική ομάδα του κόμματος.
Αντιθέτως μάλλον θα διευκολύνουν την κυριαρχία της (όπως ακριβώς συμβαίνει και
με την αντίστοιχη περίπτωση Τσοχατζόπουλου). Ας μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι η ΝΔ δεν θα
μπορούσε να παριστάνει επί μακρόν την άμωμη και άσπιλη μέσα σε ένα κατάφορα
σεσηπός και αβάστακτα όζον πολιτικό τοπίο.
Η διαχείριση
του όχλου απαιτεί «άρτον και θεάματα» σε μια σωστή αναλογία.
Όσο
λιγοστεύει ο «άρτος» τόσο εντονότερο πρέπει να είναι το θέαμα. Πιο σκληροτράχηλοι
οι «μονομάχοι», πιο θηριώδεις οι
μονομαχίες.
Παλιά,
δοκιμασμένη συνταγή.
Εφ’ όσον
ο κος Μεϊμαράκης είναι αθώος, καθαρός και ξάστερος, (όπως ο ίδιος δηλώνει και
εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να μην τον πιστέψουμε), είναι φυσικό να πικραίνεται
και να θυμώνει με την εμπλοκή του ονόματος του.
Αλλά μέχρι
εκεί. Όλες οι υπόλοιπες αντιδράσεις του είναι αφύσικες. Ιδιαίτερα για ένα
θεσμικό παράγοντα, όπως ο Πρόεδρος της Βουλής.
Βεβαίως
είναι εξωφρενικό ένα θέμα τέτοιων διαστάσεων να σέρνεται μεταξύ διοικητικών και
δικαστικών «συρταριών» επί δύο χρόνια και να βγαίνει στο προσκήνιο την
προηγουμένη της συμφωνίας των κυβερνητικών συνεταίρων για την κατακρεούργηση
του κοσμάκη.
Βεβαίως
είναι εξοργιστικό ο «λαουτζίκος» να ψάχνει απεγνωσμένα για το μονόευρο και να
ακούει το όνομα σου μπλεγμένο σε τζίρους δισεκατομμυρίων.
Βεβαίως
είναι συνταρακτικό (έως σατανικό) αν κάποιοι παρότι εγνώριζαν το περιεχόμενο
των κρίσιμων καταθέσεων ανέβασαν τον κο Μεϊμαράκη στην Προεδρία του Κοινοβουλίου,
ώστε να είναι θεαματικότερη η «πτώση»
του.
Όμως τίποτε
από όλα αυτά δεν δικαιολογεί τους δικούς του χειρισμούς, ως θεσμικού παράγοντος
και ιδιαίτατα ως αθώου.
Λάθος η
πρώτη αντίδρασή του να θέσει εαυτόν σε αναστολή εκτελέσεως των καθηκόντων του. Αυθαιρεσία
ολκής, αφού πουθενά δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο, ούτε συγχωρείται από το
Σύνταγμα ή τον Κανονισμό της Βουλής ο εκλεγμένος από το σώμα των βουλευτών
Πρόεδρος να παίρνει άδεια από "την σημαία".
Αντίθετα
μάλιστα για να απόσχει των καθηκόντων του ο κοινός βουλευτής πρέπει να πάρει
άδεια από το Σώμα, πόσο μάλλον ο Πρόεδρος που συνταγματικά καλείται να εκτελεί
τα καθήκοντα του Προέδρου της Δημοκρατίας οψέποτε εκείνου κωλυομένου.
Εξ άλλου
ή ο άνθρωπος αισθάνεται απόλυτα αθώος και στέλνει στα τσακίδια τους «γαϊδάρους»,
που τον συκοφαντούν, όπως έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν οι συκοφάντες του
τον παρέπεμπαν στο Ειδικό Δικαστήριο, ή εκτιμά ότι οι κατήγοροί του είναι
σημαντικοί και αφήνει την Προεδρική καρέκλα, προκειμένου απερίσπαστος να τους αντιμετωπίσει,
όπως τους αξίζει.
Μεσοβέζικες
και θεσμικά έωλες πρακτικές εκπέμπουν αμφίσημα μηνύματα, που δεν βοηθούν ούτε τους
θεσμούς, ούτε τα πρόσωπα που τις επιχειρούν.
Μεγαλύτερο
όμως λάθος η δεύτερη αντίδραση. Αυτή η περιττή συνάντηση με τους δημοσιογράφους
και οι απαράδεκτες για θεσμικό (υπερκομματικό) παράγοντα δηλώσεις, που
αποτελούν μνημείο πολιτικής αμετροέπειας.
Είναι
αδιανόητο ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί το σύνολο
των πτερύγων της Βουλής να χρησιμοποιεί φρασεολογία ακατάλληλη ακόμη και για
στενά κομματικό ακροατήριο σε καφενείο της Άνω Κωλοπετεινίτσας.
Ακόμη πιο
αδιανόητο είναι να μιλάει με τόση ελαφρότητα για «μαφιόζους», «εκβιαστές» και για πολιτικούς
και οικονομικούς κύκλους, οι οποίοι απεργάζονται σχέδια αποσταθεροποίησης σε
στιγμές τόσο κρίσιμες για τη χώρα. Ο Πρόεδρος της Βουλής είναι ο αρμοδιότερος,
αλλά και ο πλέον υπόχρεος όλων για να καταγγείλει τέτοιου είδους εγκλήματα και
συμμορίες στο μέτρο που πράγματι υπάρχουν.
Και βεβαίως εξαιρετικά ανησυχητική
είναι η αντίληψη που εμπεριέχεται εμμέσως πλην σαφώς στην φράση:
«δεν με ενδιαφέρουν οι μηνύσεις και οι σαχλαμάρες, ούτε η εξεταστική, ας
έρθουν να την κάνουν. Η κοινωνία θα καταλάβει ότι είμαι αθώος μόνο εάν ένα
όργανο κύρους όπως το ΣΔΟΕ με έχει βγάλει ότι είμαι αθώος».
Είναι εντελώς αφύσικο έως
συνταρακτικό ένας θεσμικός παράγοντας του επιπέδου του Προέδρου της Βουλής να
εκφράζεται εξόφθαλμα απαξιοτικά για την λειτουργία δύο θεμελιωδών θεσμών της Ελληνικής
Πολιτείας: Της Δικαιοσύνης (μηνύσεις σαχλαμάρες) και της Βουλής (εξεταστική). Και
να αναγορεύει μια τυπικά και ουσιαστικά υποδεέστερη διοικητική αρχή, όπως το
ΣΔΟΕ, σε όργανο μεγαλύτερου (κατά το νόημα των λεγομένων του ) κύρους
συγκριτικά με αυτές.
Απαράδεκτη έως ανατριχιαστική
άποψη για Πρόεδρο Βουλής, έστω και αληθής υπολαμβανομένη.
Εξ’ άλλου με ποια λογική
μπορεί να πεισθεί ο κοσμάκης από το πόρισμα μερικών διοικητικών υπάλληλων, οι οποίοι
μάλιστα πιέζονται να βγάλουν άρον –άρον το πόρισμά τους κάτω από ένα καταιγισμό
δημοσιευμάτων και δημοσίων αντιπαραθέσεων;
Και γιατί να μην είναι απείρως
πειστικότερες οι διαδικασίες και οι αποφάσεις εξουσιών ηυξημένου θεσμικού
κύρους, όπως η Δικαιοσύνη και η Βουλή, και αρμοδίων ειδικευμένων λειτουργών όπως οι
δικαστές, οι εισαγγελείς και οι βουλευτές;
Εκτός που την ίδια στιγμή ένας
άλλος θεσμικός παράγοντας του Κοινοβουλίου, η Κοινοβουλευτική εκπρόσωπος της ΝΔ,
η κα Βούλτεψη καταφέρεται κατά του ΣΔΟΕ , το οποίο φαίνεται να υπερεκτιμά ο κος
Μεϊμαράκης, με ιδιαίτερα απαξιοτικούς χαρακτηρισμούς στυλ «ρουφιανομάγαζο».
Εξηγούμαστε για να μην παρεξηγούμαστε.
Δεν έχει άδικο να θλίβεται ο
κος Μεϊμαράκης για την εμπλοκή του ονόματος του.
Δεν έχει άδικο η κα Βούλτεξη
να αγανακτεί για τις διαρροές στοιχείων από έρευνες ή δικογραφίες, οι οποίες
υποτίθεται ότι ευρίσκονται σε στάδιο καλυπτόμενο από υποχρεωτική εκ του νόμου
μυστικότητα.
Δεν δικαιολογείται όμως ούτε η
επιλεκτική θλίψη και αγανάκτηση.
Ούτε συγχωρείται η αμετροέπεια
και η τόση αθυροστομία, που εγγίζει τα όρια της βωμολοχίας λαμβανομένων υπ΄όψιν
της ιδιότητος των προσώπων και της επισημότητος του χώρου, όπου εκφέρονται.
Γιατί τότε θα δικαιολογείται και ο απλός
πολίτης αν χρησιμοποιήσει την γνωστή δημώδη αθυροστομία «τα μεταξωτά βρακιά
αρμόζουν σε μεταξωτούς κώλους».
Κάτι βεβαίως που πρέπει πάντα
να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους όσοι διορίζουν ή εκλέγουν διάφορα πρόσωπα σε
θεσμικούς ρόλους….
Διότι σεβαστός ο
συναισθηματικός κόσμος του κάθ’ ενός, αλλά και οι θεσμοί χρειάζεται να λειτουργούν
με νηφαλιότητα και κυρίως με αυτοσεβασμό.
Νομίζω;….