Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Καλά τα φαρδομάνικα, μα για τους Δεσποτάδες….



Πριν κάνει δηλώσεις ο κος Μεϊμαράκης ομοίαζε με πρόεδρο ωσεί παρόντα. Μετά τις εξωφρενικές δηλώσεις του φοβούμαι ότι  διολισθαίνει σε πρόεδρο «άντε γειά».

Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι το θέμα για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, με τον τρόπο και στο χρόνο που «έσκασε» εξυπηρετεί ποικιλοτρόπως τις επικοινωνιακές ανάγκες της Συγκυβέρνησης και ιδιαιτέρως το Μαξίμου.
Πρωτίστως και κυρίως διότι απομακρύνει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από το μείζον και φλέγον ζήτημα του δολοφονικού πακέτου μέτρων και των άλλων σκανδαλωδών εγκλημάτων που συντελούνται παράλληλα σε εκτέλεση των ληστρικών σχεδίων των δανειστών και των τραπεζιτών.
Δεύτερον (με ένα σμπάρο δυό τρυγόνια) μετατοπίζει τον προβολέα της σκανδαλολογίας σε πρόσωπα, που δεν είναι του στενού περιβάλλοντος του αρχηγού και που αν τελικώς εξοντωθούν δεν θα ζημιώσουν ιδιαιτέρως την νέα ηγετική ομάδα του κόμματος. Αντιθέτως μάλλον θα διευκολύνουν την κυριαρχία της (όπως ακριβώς συμβαίνει και με την αντίστοιχη περίπτωση Τσοχατζόπουλου). Ας  μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι η ΝΔ δεν θα μπορούσε να παριστάνει επί μακρόν την άμωμη και άσπιλη μέσα σε ένα κατάφορα σεσηπός και αβάστακτα όζον πολιτικό τοπίο.

Η διαχείριση του όχλου απαιτεί «άρτον και θεάματα» σε μια σωστή αναλογία.
Όσο λιγοστεύει ο «άρτος» τόσο εντονότερο πρέπει να είναι το θέαμα. Πιο σκληροτράχηλοι οι «μονομάχοι», πιο  θηριώδεις οι μονομαχίες.
Παλιά, δοκιμασμένη συνταγή.

Εφ’ όσον ο κος Μεϊμαράκης είναι αθώος, καθαρός και ξάστερος, (όπως ο ίδιος δηλώνει και εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να μην τον πιστέψουμε), είναι φυσικό να πικραίνεται και να θυμώνει με την εμπλοκή του ονόματος του.
Αλλά μέχρι εκεί. Όλες οι υπόλοιπες αντιδράσεις του είναι αφύσικες. Ιδιαίτερα για ένα θεσμικό παράγοντα, όπως ο Πρόεδρος της Βουλής.

Βεβαίως είναι εξωφρενικό ένα θέμα τέτοιων διαστάσεων να σέρνεται μεταξύ διοικητικών και δικαστικών «συρταριών» επί δύο χρόνια και να βγαίνει στο προσκήνιο την προηγουμένη της συμφωνίας των κυβερνητικών συνεταίρων για την κατακρεούργηση του κοσμάκη.

Βεβαίως είναι εξοργιστικό ο «λαουτζίκος» να ψάχνει απεγνωσμένα για το μονόευρο και να ακούει το όνομα σου μπλεγμένο σε τζίρους δισεκατομμυρίων.

Βεβαίως είναι συνταρακτικό (έως σατανικό) αν κάποιοι παρότι εγνώριζαν το περιεχόμενο των κρίσιμων καταθέσεων ανέβασαν τον κο Μεϊμαράκη στην Προεδρία του Κοινοβουλίου, ώστε να είναι  θεαματικότερη η «πτώση» του.

Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν δικαιολογεί τους δικούς του χειρισμούς, ως θεσμικού παράγοντος και ιδιαίτατα ως αθώου.

Λάθος η πρώτη αντίδρασή του να θέσει εαυτόν σε αναστολή εκτελέσεως των καθηκόντων του. Αυθαιρεσία ολκής, αφού πουθενά δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο, ούτε συγχωρείται από το Σύνταγμα ή τον Κανονισμό της Βουλής ο εκλεγμένος από το σώμα των βουλευτών Πρόεδρος να παίρνει άδεια από "την σημαία".
 
Αντίθετα μάλιστα για να απόσχει των καθηκόντων του ο κοινός βουλευτής πρέπει να πάρει άδεια από το Σώμα, πόσο μάλλον ο Πρόεδρος που συνταγματικά καλείται να εκτελεί τα καθήκοντα του Προέδρου της Δημοκρατίας οψέποτε εκείνου κωλυομένου.
Εξ άλλου ή ο άνθρωπος αισθάνεται απόλυτα αθώος και στέλνει στα τσακίδια τους «γαϊδάρους», που τον συκοφαντούν, όπως έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν οι συκοφάντες του τον παρέπεμπαν στο Ειδικό Δικαστήριο, ή εκτιμά ότι οι κατήγοροί του είναι σημαντικοί και αφήνει την Προεδρική καρέκλα, προκειμένου απερίσπαστος να τους αντιμετωπίσει, όπως τους αξίζει.
Μεσοβέζικες και θεσμικά έωλες πρακτικές εκπέμπουν αμφίσημα μηνύματα, που δεν βοηθούν ούτε τους θεσμούς, ούτε τα πρόσωπα που τις επιχειρούν.

Μεγαλύτερο όμως λάθος η δεύτερη αντίδραση. Αυτή η περιττή συνάντηση με τους δημοσιογράφους και οι απαράδεκτες για θεσμικό (υπερκομματικό) παράγοντα δηλώσεις, που αποτελούν μνημείο πολιτικής αμετροέπειας.

Είναι αδιανόητο ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί το σύνολο των πτερύγων της Βουλής να χρησιμοποιεί φρασεολογία ακατάλληλη ακόμη και για στενά κομματικό ακροατήριο σε καφενείο της Άνω Κωλοπετεινίτσας.   
 Ακόμη πιο αδιανόητο είναι να μιλάει με τόση ελαφρότητα για  «μαφιόζους», «εκβιαστές» και για πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους, οι οποίοι απεργάζονται σχέδια αποσταθεροποίησης σε στιγμές τόσο κρίσιμες για τη χώρα. Ο Πρόεδρος της Βουλής είναι ο αρμοδιότερος, αλλά και ο πλέον υπόχρεος όλων για να καταγγείλει τέτοιου είδους εγκλήματα και συμμορίες στο μέτρο που πράγματι υπάρχουν.

Και βεβαίως εξαιρετικά ανησυχητική είναι η αντίληψη που εμπεριέχεται εμμέσως πλην σαφώς στην φράση:
 «δεν με ενδιαφέρουν οι μηνύσεις και οι σαχλαμάρες, ούτε η εξεταστική, ας έρθουν να την κάνουν. Η κοινωνία θα καταλάβει ότι είμαι αθώος μόνο εάν ένα όργανο κύρους όπως το ΣΔΟΕ με έχει βγάλει ότι είμαι αθώος».

Είναι εντελώς αφύσικο έως συνταρακτικό ένας θεσμικός παράγοντας του επιπέδου του Προέδρου της Βουλής να εκφράζεται εξόφθαλμα απαξιοτικά για την λειτουργία δύο θεμελιωδών θεσμών της Ελληνικής Πολιτείας: Της Δικαιοσύνης (μηνύσεις σαχλαμάρες) και της Βουλής (εξεταστική). Και να αναγορεύει μια τυπικά και ουσιαστικά υποδεέστερη διοικητική αρχή, όπως το ΣΔΟΕ, σε όργανο μεγαλύτερου (κατά το νόημα των λεγομένων του ) κύρους συγκριτικά με αυτές.
Απαράδεκτη έως ανατριχιαστική άποψη για Πρόεδρο Βουλής, έστω και αληθής υπολαμβανομένη. 
Εξ’ άλλου με ποια λογική μπορεί να πεισθεί ο κοσμάκης από το πόρισμα μερικών διοικητικών υπάλληλων, οι οποίοι μάλιστα πιέζονται να βγάλουν άρον –άρον το πόρισμά τους κάτω από ένα καταιγισμό δημοσιευμάτων και δημοσίων αντιπαραθέσεων;
Και γιατί να μην είναι απείρως πειστικότερες οι διαδικασίες και οι αποφάσεις εξουσιών ηυξημένου θεσμικού κύρους, όπως η Δικαιοσύνη και η Βουλή, και αρμοδίων ειδικευμένων λειτουργών όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς και οι βουλευτές;

Εκτός που την ίδια στιγμή ένας άλλος θεσμικός παράγοντας του Κοινοβουλίου, η Κοινοβουλευτική εκπρόσωπος της ΝΔ, η κα Βούλτεψη καταφέρεται κατά του ΣΔΟΕ , το οποίο φαίνεται να υπερεκτιμά ο κος Μεϊμαράκης, με ιδιαίτερα απαξιοτικούς χαρακτηρισμούς στυλ «ρουφιανομάγαζο».

Εξηγούμαστε για να μην παρεξηγούμαστε.
Δεν έχει άδικο να θλίβεται ο κος Μεϊμαράκης για την εμπλοκή του ονόματος του.
Δεν έχει άδικο η κα Βούλτεξη να αγανακτεί για τις διαρροές στοιχείων από έρευνες ή δικογραφίες, οι οποίες υποτίθεται ότι ευρίσκονται σε στάδιο καλυπτόμενο από υποχρεωτική εκ του νόμου μυστικότητα.
Δεν δικαιολογείται όμως ούτε η επιλεκτική θλίψη και αγανάκτηση.
Ούτε συγχωρείται η αμετροέπεια και η τόση αθυροστομία, που εγγίζει τα όρια της βωμολοχίας λαμβανομένων υπ΄όψιν της ιδιότητος των προσώπων και της επισημότητος του χώρου, όπου εκφέρονται.
 Γιατί τότε θα δικαιολογείται και ο απλός πολίτης αν χρησιμοποιήσει την γνωστή δημώδη αθυροστομία «τα μεταξωτά βρακιά αρμόζουν σε μεταξωτούς κώλους».
Κάτι βεβαίως που πρέπει πάντα να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους όσοι διορίζουν ή εκλέγουν διάφορα πρόσωπα σε θεσμικούς  ρόλους….

Διότι σεβαστός ο συναισθηματικός κόσμος του κάθ’ ενός, αλλά και οι θεσμοί χρειάζεται να λειτουργούν με νηφαλιότητα και κυρίως με αυτοσεβασμό.


Νομίζω;….  

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Στο σπίτι του κρεμασμένου….



Η απόλυτη λογική αναντιστοιχία των μέτρων σε σχέση με την επίσημη προπαγανδιστική γραμμή περί «ανάταξης της οικονομίας», «επιστροφής στην ανάπτυξη» και «σωτηρίας της πατρίδος», όπως την αναλύσαμε στην προχθεσινή μας ανάρτηση, καθιστά εξαιρετικά μειονεκτική την θέση των κυβερνητικών στελεχών ακόμα και στις πιο στημένες τηλεοπτικές συζητήσεις.
Δεν είναι τυχαίο, που οι τρείς  πολιτικοί αρχηγοί αποφεύγουν «σαν τον διάολο με το λιβάνι» τους δημοσιογράφους και ελάχιστοι πλέον είναι οι γενναίοι, που αποτολμούν να συμμετάσχουν στα «παράθυρα» ή τα « τραπέζια» των καναλιών, μη διαθέτοντας άλλα εφόδια πλην του αχαλίνωτου θράσους τους.

Έτσι ο κος Σαμαράς, πέραν των απολύτως αναγκαίων και εν πολλοίς απογοητευτικών δηλώσεών του κατά τις διεθνείς συναντήσεις του, τηρεί απόλυτη σιγή ιχθύος στο εσωτερικό με τους ιδιότυπους «κύκλους του Μαξίμου» να διαρρέουν από καιρού εις καιρόν την «δυσαρέσκεια» της εξοχότητός του.

Ο κος Βενιζέλος έχει αυτοπεριορισθεί δραματικά σε λογίδρια ενώπιον ολιγομελών και αυστηρώς επιλεγμένων κομματικών ακροατηρίων.

Ο δε κος Κουβέλης, ο οποίος παλαιότερα με μεγάλη ευχαρίστηση συμμετείχε σε τηλεοπτικά δελτία, τώρα πια κάνει  μόνο λακωνικές σιβυλλικές  δηλώσεις μετά από τις ανούσιες συσκέψεις με τους κυβερνητικούς του εταίρους.

Παρόμοια δε τακτική εφαρμόζουν και οι πλείστοι των Υπουργών, ιδιαίτερα οι καθ’ ύλην αρμοδιότεροι, στη λογική ότι οι μεν «εταίροι» θέλουν έργα και όχι λόγια, οι δε «ιθαγενείς» όσο λιγότερα γνωρίζουν τόσο το καλύτερο.

Έτσι ο κλήρος για την  υπεράσπιση του νέου πακέτου σφαγιασμού των μικρομεσαίων στρωμάτων και του ξεπουλήματος των «ασημικών» καλούνται να σηκώσουν ελάχιστα στελέχη, τα οποία στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα δεν καταφέρνουν να αποφύγουν τις αμετροεπείς υπερβολές και τους αδόκιμους συσχετισμούς.
Απεργία λοιπόν σήμερα και το μοναδικό πρωϊνό πολιτικό πάνελ βρίσκεται στην εκπομπή του κου Αυτιά στο ΣΚΑΪ, όπου συμμετέχει ο μετεκλογικά περίπου μονοπωλών την τηλεοπτική εκπροσώπηση της ΝΔ κος Άδωνις Γεωργιάδης.
Με την γνωστή πομπώδη και δραματική ρητορική του προσπαθεί να πείσει τον Πρόεδρο των πολυτέκνων Θεσσαλονίκης για την αναγκαιότητα της περικοπής του επιδόματός τους, επικαλούμενος την «εμπόλεμη κατάσταση» της χώρας.

« Η Ελλάς βρίσκεται σε πόλεμο αυτή την στιγμή και οι πολύτεκνοι, που είναι πατριώτες,  οφείλουν να υποστούν αγόγγυστα αυτή τη θυσία». «Φαντάζεσθε», κατακεραύνωσε  τον κατατρεγμένο ανθρωπάκο ο αξιότιμος βουλευτής σε μια έντονα συγκινητική αποστροφή του λόγου του, «φαντάζεσθε, κε πρόεδρε των πολυτέκνων, όταν οι Έλληνες έφευγαν για το μέτωπο, κάποιοι άλλοι να διαδήλωναν για τα επιδόματά τους;».

Οποίος ατυχής παραλληλισμός !!!

Ο δυστυχής Πρόεδρος των πολυτέκνων δεν είχε την ετοιμότητα ή ίσως την θέληση να εναντιωθεί στα ρηχά  πατριωτικά επιχειρήματα του συνομιλητή του.
Όμως είναι βέβαιο ότι οι μυριάδες  των τηλεθεατών έκαναν αυτομάτως άλλους πολλούς και μάλλον απευκταίους για την ΝΔ συνειρμούς.

Διότι είναι γεγονός ότι μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης έχει προσχωρήσει στην άποψη ότι η Ελλάδα υφίσταται μια ιδιότυπη πολεμική επίθεση από το λεγόμενο Δ’ Ράιχ και μάλιστα ότι ήδη ευρίσκεται υπό νέα Γερμανική κατοχή.

Όμως είναι επίσης κοινή η ιστορική γνώση και η εθνική συλλογική μνήμη ότι κατά την προηγούμενη πολεμική και αργότερα κατοχική περίοδο υπήρχε βεβαίως ο λαός, που πολεμούσε στα μέτωπα, που θυσιαζόταν, που λιμοκτονούσε, που αντιστέκονταν με όλα τα μέσα για την ελευθερία και την πατρίδα.
Την ίδια ώρα όμως η πολιτική ηγεσία προεξαρχούσης της τότε βασιλικής οικογένειας είχε διαφύγει στο εξωτερικό. Αρκετοί όσων παρέμειναν εδώ συνεργάσθηκαν επαίσχυντα με τον κατακτητή και την ώρα που ο κοσμάκης ξεψυχούσε από την πείνα στα πεζοδρόμια, κάποιοι πλούτιζαν κάνοντας τον μαυραγορίτη ή ακόμη χειρότερα τον κουκουλοφόρο καταδότη.
Σημειωτέον δε ότι  οι θυσίες του ελληνικού λαού είχαν ως θεμελιακό αίτιο και ηθικό έρεισμα το ΟΧΙ στον εισβολέα.

Σήμερα λοιπόν με βάση την προσομείωση   του αξιότιμου υπερασπιστή της συγκυβέρνησης έχουμε τον ίδιο εισβολέα, ο οποίος επιχειρεί να λεηλατήσει την ήδη καθημαγμένη πατρίδα. 
Έχουμε νεκρούς.
Έχουμε συσσίτια.
Έχουμε εκατοντάδες χιλιάδες ελληνόπουλα που υποσιτίζονται και οσονούπω θα παρουσιάσουν μη αναστρέψιμη καχεξία.
 Έχουμε «μαυραγορίτες», που επιμένουν να αυξάνουν τις τιμές στα τρόφιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης.
Έχουμε ελλείψεις σε φάρμακα και υγειονομικό υλικό.
 Έχουμε μυστηριώδεις πληροφοριοδότες της τρόϊκας, ώστε να βάζει όλο και πιο βαθιά το χέρι στα εισοδήματα, στις καταθέσεις και στα όποια περιουσιακά στοιχεία του κοσμάκη. Έχουμε  κατάλυση του Συντάγματος. (Αυτό θα το αναλύσουμε προσεχώς).
Έχουμε βαρεία απώλεια εθνικής κυριαρχίας και είναι ηλίου φαεινότερο ότι έχουμε προ πολλού παραχωρήσει την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας αρχικά στις Βρυξέλλες και τώρα στην Γερμανία, εκπροσωπουμένη από την ενδημούσα τρόϊκα και τους μονίμως εγκατεστημένους Γερμανούς τοποτηρητές της με τις δήθεν συμβουλευτικές αρμοδιότητες.

Όλα αυτά τα στοιχεία συνάδουν στην περί εμπολέμου καταστάσεως αντίληψη του κου Γεωργιάδη.
Γιατί όμως αλήθεια του Ελληνικού λαού του «μπήκε ο διάολος» και  αντιδρά στην ιδέα των αενάως επαναλαμβανόμενων θυσιών;
Ίσως γιατί ο «διάολος κρύβεται στις λεπτομέρειες».
Και η λεπτομέρεια εν προκειμένω είναι ότι η Συγκυβέρνηση δεν είπε ΟΧΙ στον εισβολέα.
 Τουναντίον επιμένει να τον πείσει ότι αυτή ειδικώς την φορά πρέπει να ενδώσει αμαχητί στον κατακτητή, να του παραχωρήσει ευχαρίστως τα πάντα και να δεχθεί αγόγγυστα τον σφαγιασμό του εις τους επόμενους αιώνες των αιώνων.

Αντί  για ήρωες του ΟΧΙ, αντικρίζει λεγεωνάριους του ΝΑΙ.

 Πώς να συστρατευθεί;
Πώς να ομοψυχίσει  όταν καθημερινά μπολιάζεται με το δηλητήριο του κοινωνικού αυτοματισμού, της συγκάλυψης των σκανδάλων, της ατιμωρησίας των Μαυροκορδάτων, της ασυδοσίας των τραπεζών και των ξένων πολυεθνικών.
Να «πολεμήσει», αλλά έναντι ποίου; Ποιος είναι πράγματι ο εχθρός κατά την ιδιόρρυθμη αντίληψη της Συγκυβέρνησης;
Να θυσιασθεί, αλλά για ποιό ακριβώς στόχο και για ποιού ακριβώς το συμφέρον;

Σαν κάπως παράταιρο  το βλέπει ο λαός το πράμα και μάλλον δεν έχει άδικο.
Σαν κάπως σύγκριση ανομοίων φαντάζει και συνεπώς αδόκιμο και το παράδειγμα του αξιότιμου Βουλευτή και ίσως θα πρέπει να το αποσύρει από την τρέχουσα επιχειρηματολογία του .
Διότι πολύ απλά «στο σπίτι του κρεμασμένου δεν πρέπει να μιλάμε ποτέ για σχοινί….».

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Απόλυτα επιτυχημένη η συνταγή της Τρόϊκα



Όσοι ισχυρίζονται  ότι δήθεν η συνταγή της Τρόϊκας είναι αποτυχημένη είναι ή αφελείς ή βαποράκια ξένων συμφερόντων, χωρίς βεβαίως η μία ιδιότητα να αποκλείει την άλλη.
Γι αυτό άλλωστε ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα έχουν πυκνώσει υπερβολικά οι φωνές αυτών που ασκούν έντονη και συνήθως ανέξοδη κριτική στην εμμονή της Τρόϊκα σε μια σειρά μέτρων υφεσιακής κατευθύνσεως, παρά τα προφανή καταστροφικά για την οικονομία αποτελέσματά τους.
Και είναι ενδιαφέρον ότι σ’ αυτή την ρητορική επιδίδονται με την ίδια σχεδόν ένταση πολιτικοί, δημοσιογράφοι και λοιποί παράγοντες του δημόσιου βίου, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης ή συμφεροντικού στρατοπέδου.

Από τον καταγγελτικό τόνο της αριστεράς μέχρι το παραπονιάρικο ύφος της δεξιάς η εν πολλοίς λαϊκιστική διαπίστωση της δήθεν  αναποτελεσματικότητας των μνημονίων, επιμένουμε ότι μόνο την ανοησία ή την δολιότητα μπορεί να έχει ως αφετηρία.

Ο λόγος είναι πολύ απλός.

Βαδίζουμε ήδη αισίως στην τέταρτη «επικαιροποίηση» του μνημονίου. Αλλά και πριν από μας η ίδια συνταγή, που δεν είναι επινόηση της τρόϊκα, αλλά συγκροτημένο σύστημα του ΔΝΤ έχει εφαρμοσθεί σε δεκάδες χώρες σ’ όλο τον πλανήτη.
Παντού όπου εφαρμόσθηκε είχε ακριβώς τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα για τις κατά τόπους κοινωνίες και  οικονομίες. Παρά τις όποιες μεταξύ τους διαφορές όλες βίωσαν την κόλαση της εξαθλίωσης και κυρίως της καταλήστευσης του εθνικού και ιδιωτικού τους πλούτου.
Όταν λοιπόν κάποιος λέει πως οι τεχνοκράτες της τρόϊκας εφαρμόζουν «λάθος συνταγή», εάν όντως το πιστεύει είναι ηλίθιος.  Αν επιπλέον είναι και αρμόδιος να θέσει φραγμό στην εφαρμογή της συνταγής αλλά δεν το πράττει και απλώς περιορίζεται σε κλαψιάρικες διαπιστώσεις, τότε είναι μάλλον πολιτικός απατεώνας.

Η επιτυχία ή η αποτυχία μιας συνταγής κρίνεται με βάση τους πραγματικούς, όχι τους επικοινωνιακούς της στόχους.
Είναι λοιπόν τουλάχιστον ανόητος όποιος μετά από τόσα χρόνια ανακύκλωσης της ύφεσης πιστεύει ακόμα πως ο στόχος της τρόικας είναι η «δημοσιονομική εξυγίανση», «η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας», «η σωτηρία του ευρώ» και άλλα ευτράπελα.
Περί της ελληνικής οικονομίας δεν τους καίγεται καρφί και όσο για το ευρώ έχει χυθεί πολύ μελάνι σε χιλιάδες άρθρα που εξηγούν ότι επρόκειτο για ένα κερδοσκοπικό εργαλείο με το οποίο κυρίως η Γερμανία (αλλά όχι μόνο αυτή) κατάφεραν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να απομυζήσουν τον επί αιώνες συσσωρευμένο πλούτο του ευρωπαϊκού νότου. Αν λοιπόν το ευρώ εξετέλεσε τον προορισμό του κανείς από τη ληστοσυμμορία των ωφελημένων δεν θα επιστρέψει τα «κλοπιμαία» για να το σώσει.

Αυτή λοιπόν η θεωρία της τεχνοκρατικής πλην  ψυχωτικής τρόικας με τις παράδοξες εμμονές στη λάθος συνταγή και τους δήθεν αποτυχημένους υπαλλήλους, που θα έπρεπε να είχαν απολυθεί, αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένουν στις θέσεις τους προσκυνούμενοι από την «ευφυή πλην ρεαλιστική» ελληνική πολιτική ελίτ, είναι τουλάχιστον παιδαριώδης, όταν προβάλλεται από αντιμνημονιακούς και καταφανώς υποκριτική όταν υποστηρίζεται από πολιτικά στελέχη των κομμάτων της μνημονιακής συγκυβέρνησης.

Είναι παιδαριώδης γιατί ο δείκτης σοβαρότητας οποιασδήποτε θεωρίας είναι ανάλογος με  το πλήθος των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών φαινομένων που ερμηνεύει. Η ποσότητα των ερωτημάτων στα οποία απαντά κρίνει την αξιοπιστία της θεωρίας.
Και αυτή η θεωρία δεν απαντά σχεδόν σε κανένα ερώτημα.

Γιατί άραγε επιμένουν οι Γερμανοί και οι τραπεζίτες στην ίδια «αποτυχημένη» συνταγή της ύφεσης, αφού κόπτονται για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη;
Γιατί η τρόϊκα που υποτίθεται ότι επιδιώκει την «εξυγίανση» του δημόσιου επιμένει τόσο πολύ σε θέματα περικοπής μισθών και δικαιωμάτων στον ιδιωτικό τομέα;
Γιατί αφού αναζητούνται τρόποι αύξησης των δημοσίων εσόδων ξεπουλιούνται κυρίως οι κερδοφόρες επιχειρήσεις;
Γιατί  με υποδειγματική μεθοδικότητα όλα τα μέτρα κατατείνουν στην αύξηση των φόρων με παράλληλη μείωση των εισοδημάτων;
Γιατί το σπιτάκι του μικροαστού και σε λίγο και το χωραφάκι του αγρότη γίνεται υπ’ αριθμόν ένα στόχος φορομπηχτικής επιβάρυνσης;
Γιατί δεν επιτρέπει η τρόϊκα περισσότερες δόσεις για το φόρο εισοδήματος καθιστώντας έτσι αμφίβολη την πληρωμή του από χιλιάδες ανήμπορους φορολογούμενους;
Γιατί ενώ υπάρχει άμεση ανάγκη εσόδων στο Δημόσιο, η έκπτωση για την εφ’ άπαξ καταβολή μειώθηκε στο αστείο ποσοστό του 1,5% το οποίο καταλήγει να γίνεται κίνητρο για επιλογή των δόσεων ακόμη και για εκείνους, που ενδεχομένως θα είχαν την δυνατότητα να καταβάλλουν εφ’ άπαξ;
Όλα αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα με αυτού του είδους τις θεωρίες επικοινωνιακής κατανάλωσης.

Αντίθετα μπορούν να απαντηθούν ικανοποιητικά αν αλλάξει η αντίληψη περί του διαχρονικού ρόλου του ΔΝΤ και περαιτέρω των αληθινών στοχεύσεων της τρόικας.

Η αληθινή λοιπόν στόχευση της τρόικας δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ η διάσωση της Ελληνικής οικονομίας.  Μοναδικός στόχος ήταν η ιδιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, η καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας, η διαρπαγή των καταθέσεων και της ακίνητης ιδιοκτησίας των Ελλήνων και η εξόντωση της ελληνικής επιχειρηματικότητας, ιδίως σε κλάδους ενδιαφέροντες συγκεκριμένες πολυεθνικές εταιρείες. 

Αυτός εξ άλλου είναι και ο διαχρονικός ρόλος του ΔΝΤ σε όλες τις χώρες που επισκέφθηκε και αποδείχθηκε δοκιμασμένο εργαλείο απόλυτα επιτυχημένο σε αυτήν την κατεύθυνση η συνταγή του παντού, σε οποίο μέρος του πλανήτη εφαρμόσθηκε πανομοιότυπα μέχρι σήμερα.
Με βάση λοιπόν τη δική μας θεώρηση, που κάποιοι ίσως σπεύσουν να χαρακτηρίσουν συνομωσιολογική, αλλά για μας είναι απολύτως ρεαλιστική, κανένα από τα παραπάνω ερωτήματα δεν παραμένει αναπάντητο.
Τουναντίον κάθε μέτρο, κάθε παραμικρή λεπτομέρεια των δανειακών συμβάσεων, κάθε δράση και κάθε αντίδραση των τροϊκανών παύει να είναι ανεξήγητη, ανόητη, λαθεμένη ή αναποτελεσματική και αντιθέτως γίνεται αμέσως κατανοητή, ευεξήγητη και επιτυχημένη.

Δεν  υπάρχει κανείς πλέον στη χώρα, που να μην έχει αντιληφθεί την μεγάλη επιθυμία ξένων παραγόντων να βάλλουν χέρι σε διάφορους τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας, που άπτονται δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας.
Άλλοι ενδιαφέρονται για την ενέργεια (ήλιος, ΔΕΗ, πετρέλαιο, φυσικό αέριο κ.λ.π) άλλοι για φυσικό πλούτο (νερό, ορυκτά κ.λ.π), άλλοι για μεταφορές (αεροδρόμια, λιμάνια  σιδηρόδρομος), άλλοι για τουρισμό (νησιά, παραλίες, ξενοδοχεία), άλλοι για υπηρεσίες υγείας, παιδείας κ.λ.π Για κάθε τι που έχει οικονομική αξία ή παράγει κέρδος υπάρχει κάποιο ξένο μονοπώλιο, που ενδιαφέρεται.

Ποιος είναι λοιπόν ο ασφαλέστερος τρόπος για να αποξενωθεί ένας λαός, ένα κράτος ή ένας ιδιώτης από τα περιουσιακά του στοιχεία με ελάχιστο κόστος για τον επίδοξο «αξιοποιητή». Ποιος άλλος από την μεθόδευση της οικονομικής του εξαθλίωσης ώστε να πειθαναγκασθεί να υποκύψει αμαχητί στις ληστρικές ορέξεις των πολυεθνικών συμφερόντων με όρους μεσαιωνικής αποικιοκρατίας.

Διότι ποιό κράτος θα σκεφτόταν να πουλήσει αντί πινακίου φακής κερδοφόρες δημόσιες επιχειρήσεις στρατηγικής συμμαχίες σε περίοδο οικονομικής ευρωστίας και ποιός λαός θα έστεργε να του «κλέψουν» το νερό του και να του στερήσουν τη εθνική του αξιοπρέπεια αν δεν ερχόταν αντιμέτωπος με το φάσμα της λιμοκτονίας;
Και ποιος επιχειρηματίας θα επείθετο ποτέ να εγκαταλείψει μια πολυετή, συχνά οικογενειακή επιχείρηση, αν με την διάλυση της εσωτερικής αγοράς, την τραπεζική ασφυξία και την κρατική καταδίωξη δεν οδηγείτο στην απόγνωση, στην πτώχευση, στην  φυλακή;

Εδώ και πολλά χρόνια τα «κοράκια» του πολυεθνικού real estate ανακάλυψαν ότι η Ελλάδα είχε μια ιδιομορφία. Ήταν η χώρα με το εξωφρενικό σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη ποσοστό ατομικής ιδιοκτησίας σε κατοικίες (αστικές και εξοχικές) και σε πάσης φύσεως κτήματα.
Πώς λοιπόν θα μπορούσε μια ξένη εταιρία αυτού του είδους να δραστηριοποιηθεί σ’ αυτή την χώρα αν δεν αποξενώνονταν όλα αυτά τα εκατομμύρια μικροϊδιοκτητών από τις ατομικές, συχνά πατρογονικές, ακίνητες περιουσίες τους; 

Η συνταγή λοιπόν των Τροϊκανών δεν είναι αποτυχημένη. Τουναντίον είναι απόλυτα επιτυχής. Δεν είναι καθόλου ανόητη. Τουναντίον είναι μεγαλοφυής.
Όχι μόνο κρινόμενη εκ του αποτελέσματος επειδή εξόφθαλμα φαίνεται να επιτυγχάνει διάνα τους πραγματικούς της στόχους, αλλά κυρίως για την απλότητα στη σύλληψή της.
Η δημόσια και ιδιωτική περιουσία, τα δημοκρατικά δικαιώματα η εθνική κυριαρχία είναι σημαντικά αγαθά. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να τα στερηθεί.
Ο μόνος τρόπος για να υποχρεωθεί να τα θυσιάσει είναι να βρεθεί ενώπιον του κινδύνου να χάσει άλλα αγαθά σημαντικότερα.
Αυτή είναι η απλούστατη μεγαλοφυής λογική της τρόϊκας και της συνταγής της.

Ο  προσφορότερος τρόπος για να εξαναγκάσεις τον ιδιοκτήτη ακινήτου να θυσιάσει την ιδιοκτησία του είναι να απειληθεί η διατροφή, η υγεία, η ελευθερία του.
Τόσο απλά είναι α πράγματα και όσο πιο γρήγορα το πάρουμε χαμπάρι, από τον άνεργο μέχρι τον μεγαλοβιομήχανο και από τον ακροαριστερό μέχρι τον ακροδεξιό, τόσο μεγαλύτερη  ελπίδα υπάρχει να σώσουμε τη χώρα και τον εαυτό μας.
Κοινή γαρ η τύχη όσων απόμειναν σ’ αυτόν τον τόπο, κοινός ο εχθρός και το μέλλον ζοφερό και τρισάθλιο αν συνεχίζουμε να το εμπιστευόμαστε σ’ αυτούς που το σχεδίασαν για μας χωρίς εμάς…
Σ’ αυτούς, που θεωρούν ότι η Ελλάδα θα ήταν το ομορφότερο μέρος του κόσμου, αν…. δεν την κατοικούσαν Έλληνες.
Σ’ αυτούς τους αιμοσταγείς νεοαποικιοκράτες, που προφανώς πιστεύουν ότι καλός Έλληνας είναι ο ξεψυχισμένος Έλληνας, όπως παλιότερα οι πρόγονοί τους εκτιμούσαν ότι καλός Ινδιάνος ήταν ο νεκρός Ινδιάνος…