Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008

Η Συμφωνία της Λισσαβόνας και η αθλιότητα του πολιτικού μας συστήματος

Τα δημοψηφίσματα δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Χρειάζονται έντιμους πολιτικούς. Ανεξάρτητη και συγκροτημένη δημοσιογραφία και λαούς με πολιτική ωριμότητα.
Όσο λιγότερο ισχύουν αυτές οι προϋποθέσεις τόσο συχνότερα γίνεται η διαχείριση πολιτικών θεμάτων μεγάλου βεληνεκούς ερήμην των λαϊκών μαζών.
Αν μάλιστα ο λαός αντιμετωπίζει σκληρά προβλήματα καθημερινότητας, και ο δημοσιογραφικός κόσμος πρόθυμα πελαγοδρομεί σε αναλύσεις υπαρξιακών προβλημάτων ομοφυλοφίλων και εξιχνιάσεις εγκλημάτων με ιδιαίτερο σεξουαλικό υπόβαθρο, τότε παρέχεται ανοικτό το πεδίο για χειρισμό θεμάτων, που θα σφραγίσουν το μέλλον της χώρας για πολλές δεκαετίες με όρους και διαδικασίες διαπροσωπικών διεθνών κοινωνικών επαφών.
Πριν από μερικά χρόνια η Ευρώπη «απέφυγε» την εφαρμογή του Ευρωσυντάγματος εξ αιτίας της αρνητικής στάσης των Γάλλων (29.5.2005) και των Ολλανδών (1.6.2005) , που κατά λάθος κλήθηκαν τότε να αποφασίσουν μέσω σχετικού δημοψηφίσματος.
Οι γενικότερες σφυγμομετρήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση έδειξαν βεβαίως, ότι οι περισσότεροι λαοί της Ευρώπης έτρεφαν τα ίδια αισθήματα για το Ευρωσύνταγμα και είδαν με ανακούφιση την άρνηση των Γάλλων.
Έτσι η πρόταση του τότε Έλληνα πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη για συγκρότηση επιτροπής ενημέρωσης των ευρωπαϊκών λαών περί της σημασίας του απορριφθέντος Ευρωσυντάγματος, κρίθηκε μάλλον αλυσιτελής.
Τα μεγάλα όνειρα για τη δημιουργία ενός μεγαλοπρεπούς Ευρωπαϊκού καταστατικού χάρτη εγκαταλείφθηκαν.
Κάθε ονειροπόλος βαρόνος ή ευπατρίδης της Ευρωπαϊκής σκηνής, στυλ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν και Σημίτη αποστρατεύθηκε μετά πολλών επαίνων, και το χειρισμό του προβλήματος ανέλαβαν νεότεροι, ρεαλιστές και μοντέρνοι πολιτικοί, στυλ Μπαρόζο και συντροφία.
Αποτυχημένες πρακτικές του παρελθόντος, που οδήγησαν σε ναυάγιο εγκαταλείφθηκαν.
Η καταστατική ρύθμιση περιορίσθηκε στα θέματα συγκεκριμένου ενδιαφέροντος.
Απέβαλλε το επίσημο ένδυμα του «Ευροσυντάγματος» και πήρε το ταπεινό όνομα «συνθήκη».
Και αντί του δύσβατου δρόμου των δημοψηφισμάτων, επελέγη το ασφαλές μονοπάτι των εθνικών κοινοβουλίων.
Για λαούς μάλιστα «ανήσυχους», όπως ανέκαθεν θεωρείται ο ελληνικός, επελέγη η «πίσω πόρτα» της μεταμεσονύχτιας κοινοβουλευτικής συνεδρίασης.
Όμως έστω και με λιγότερες σελίδες, έστω και με «παρατσούκλι» η «Συνθήκη της Λισαβώνας» παραμένει (θεωρητικά τουλάχιστον) ένας μακροπρόθεσμος καταστατικός χάρτης, που θα επηρεάσει σημαντικά τις τύχες των Ευρωπαϊκών λαών στις επόμενες δεκαετίες.
Μόνο εξ αυτού του γεγονότος είναι ηλίου φαεινότερο ότι σε οποιαδήποτε αξιοπρεπή δημοκρατία η πλήρης και αναλυτική ενημέρωση των πολιτών για το ακριβές περιεχόμενο μιας τέτοιας συνθήκης θα εθεωρείτο αυτονόητη προϋπόθεση για την κύρωσή της.
Μας αφήνει σ’ αυτή τουλάχιστον τη φάση αδιάφορους το ζήτημα της ορθότητας ή της αρτιότητας του περιεχομένου της συνθήκης.
Μπορούμε να θεωρήσουμε δευτερεύον το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο θα κυρωθεί. Η ψευτοδιλημματική φιλολογία περί δημοψηφίσματος αποτελεί επί του παρόντος ανούσια πολυτέλεια.
Εκείνο, που έχει για μας τεράστια σημασία είναι ότι σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της χώρας απαξίωσε να ενημερώσει τους Έλληνες πολίτες για το περιεχόμενο αυτής της συνθήκης, τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματα, τις αρνητικές ή τις θετικές της συνέπειες.

Αποτελεί λοιπόν απίστευτη αθλιότητα για το ελληνικό πολιτικό σύστημα ότι επιχειρείται η κύρωσή της με τρόπο όπου κανένας πολίτης αυτής της χώρας δεν έχει ιδέα για την «ταμπακέρα».

Και είναι ιδιαίτερα απογοητευτικό ότι κόμματα, τα οποία έχουν κάνει κεντρικό στοιχείο της επικοινωνιακής τους πολιτικής την απόλυτη πρόθεσή τους να «βγάλουν τους πολίτες στο προσκήνιο της πολιτικής», «να τους κάνουν ενεργούς πολίτες», να τους «καταστήσουν συμμέτοχους στις αποφάσεις», συνεργούν ασύστολα σε τέτοιου είδους πρακτικές παρασκηνιακής μεθοδολογίας.
Διότι είναι απολύτως βέβαιο ότι ακόμα και τα μέλη και τα στελέχη αυτών των κομμάτων δεν γνωρίζουν «γρυ» για αυτή τη συνθήκη, την ίδια ώρα που οι ηγεσίες τους αποφασίζουν ερήμην τους να συμμετέχουν σε μια παρωδία επικύρωσης.
Και δυστυχώς καμιά ηγεσία, κανενός κόμματος, δεν μπορεί να εξαιρεθεί της ευθύνης.
Η εκκωφαντική σιωπή τους όλο το προηγούμενο διάστημα και η παρουσία τους στη συγκεκριμένη συνεδρίαση της βουλής, τους καθιστά όλους συνυπεύθυνους.
Η κατ’ ιδίαν στάση τους ελάχιστη έχει σημασία. Το αν προτείνουν ή όχι δημοψήφισμα αποτελεί «πρόφαση εν αμαρτίαις». Το αν υπερψήφισαν ή καταψήφισαν έχει κάποια ποσοτική μόνο διαφορά.
Ποιοτικά η στάση τους είναι πανομοιότυπα απαξιοτική για τους ψηφοφόρους τους στο μέτρο, που συνειδητά επέλεξαν το δρόμο της «ερήμην (του λαού) διαδικασίας».
Υπ’ όψιν δε ότι μετά την κύρωση οποιεσδήποτε δηλώσεις, διαδηλώσεις ή άλλες για «το θεαθήναι τοις ανθρώποις» εκδηλώσεις ουδεμία αξία έχουν.
Αφού ως γνωστόν «μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται».


Υ.Γ Πίσω έχει η Ιρλανδία …την ουρά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: