Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Εκκλησία-Δικαιοσύνη: «Τα σπίτια των κρεμασμένων…»

Σε αήθη και άκομψη επίθεση κατά του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων διολίσθησε ο αξιότιμος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κατά την διάρκεια εκδήλωσης που διοργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών για να τιμήσει την 50χρονη συμβολή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στη δημιουργία ενιαίου χώρου προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στο χαιρετισμό του σχολίασε αρνητικά την πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ για απομάκρυνση του σταυρού από τα Ιταλικά σχολεία και κατελόγισε γενικότερη αστοχία στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, ισχυριζόμενος ότι «οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου προκαλούν μερικές φορές σχόλια και δεν συνάδουν με το περί δικαίου συναίσθημα της πλειοψηφίας των πολιτών των κρατών-μελών» και ότι «πρέπει το ΕΔΔΑ να προσπαθεί να γίνονται δεκτές οι αποφάσεις του από την πλειοψηφία των πολιτών».

Σφοδρή επίθεση κατά του ΕΔΔΑ εξαπέλυσε και ο Αρχιεπίσκοπος κος Ιερώνυμος χαρακτηρίζοντας φαιδρή την σχετική απόφαση, υπεραμυνόμενος των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας, που δεν επιθυμεί την απομάκρυνση των ιερών συμβόλων από τα σχολεία, τα δικαστήρια και τους λοιπούς δημόσιους χώρους και επιφυλασσόμενος να θέσει το θέμα στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Πολλοί εξ’ άλλου «δημοφιλείς» ιεράρχες δεν έχασαν την ευκαιρία να εκφράσουν από άμβωνος τον τη φρίκη και τον αποτροπιασμό τους.

Αυτό καθεαυτό το θέμα της δημόσιας χρήσης και προβολής των θρησκευτικών συμβόλων από άτομα, συλλογικούς φορείς κρατικούς ή ιδιωτικούς είναι και πολύ σοβαρό και ιδιαίτερα σύνθετο.
Σίγουρα έχει να κάνει με ευαίσθητα προσωπικά βιώματα, εθνικές ευαισθησίες, κρατικές και υπερκρατικές σκοπιμότητες και αντίστοιχα βραχυπρόθεσμα κα διαχρονικά συμφέροντα.
Είναι επομένως χρήσιμο και επιβεβλημένο σοβαρές κοινωνίες πολιτών να διαβουλευθούν και να διαμορφώσουν συγκροτημένη κοινή αντίληψη για το θέμα, σύμφωνη με την ιστορική πορεία και την πολιτιστική αξιοπρέπεια του συγκεκριμένου λαού, ως ειρηνικού κοινωνού της ευρύτερης παγκόσμιας κοινότητας.
Είναι κατανοητό ότι η άσκηση των θρησκευτικών δραστηριοτήτων δεν μπορεί να γίνεται με τρόπο καταπιεστικό για κάποια μερίδα αλλοθρήσκων, αλλά παραμένει ελεγκτέον και το κατά πόσο η οποιαδήποτε απαγόρευση μπορεί να εξικνείται μέχρι του σημείου θρησκευτικής καταπίεσης της προσωπικότητας άλλων ανθρώπων ή καταπάτησης των δικών τους θρησκευτικών ατομικών ελευθεριών.
Είναι δηλαδή απαράδεκτο οι θρησκευτικές προτιμήσεις να αποτελούν αφορμή διακρίσεων η περιθωριοποίησης πολιτών, αλλά ενδεχομένως είναι εξ’ ίσου απαράδεκτο να εμποδίζεται ο πιστός να επικαλείται δημοσίως τον θεό της δικής του πεποίθησης ή να φέρει τα σύμβολα της δικής του θρησκείας.
Έτσι μερικά μέτρα κρατικού ή διακρατικού καταναγκασμού σε αποχή από τη χρήση θρησκευτικών συμβόλων ή συμβολισμών όσο και αν λαμβάνονται με το πρόσχημα της προοδευτικότητας και της «πολυπολιτισμικότητας» δύσκολα μπορούν να πείσουν τον μέσο Ευρωπαίο ότι δεν υποκρύπτουν άλλα όχι τόσο μεγαλόφρονα σχέδια και δεν εξυπηρετούν άλλες ανομολόγητες πιο πεζές σκοπιμότητες.

Κατά την ταπεινή μας αντίληψη για παράδειγμα οι πολίτες του σύγχρονου λαϊκού πολυπολιτισμικού κράτους δεν έχουν ανάγκη από κοντόφθαλμες καταπιεστικές νομοθετικές ρυθμίσεις τύπου Σαρκοζί, που να απαγορεύουν την μαντήλα, το σταυρό ή το άστρο του Δαυίδ. Έχουν ανάγκη από μια διαπαιδαγώγηση, που να τους καθιστά ανεκτικούς απέναντι στις θρησκευτικές προτιμήσεις και τις συνειδησιακές ιδιαιτερότητες των συνανθρώπων τους.

Είναι λοιπόν βέβαιο ότι το θέμα αυτό έχει ακόμα μπροστά του μεγάλο δρόμο διαλόγου να διανύσει μέχρι η παγκόσμια κοινότητα να αποκτήσει ένα κοινό τόπο θεώρησης και συναντίληψης.

Όμως τόσο ό προκαθήμενος της Ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας και οι συν αυτώ άγιοι Πατέρες, όπως και ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας οφείλουν να είναι πιο προσεκτικοί και ιδίως πιο συνεσταλμένοι στις δημόσιες τοποθετήσεις τους.
Προτού ρίψουν τον λίθο του αναθέματος σ’ αυτούς, που υποτίθεται ότι προσβάλλουν το ιερό σταυρικό σύμβολο ή το περί δικαίου ή θρησκείας αίσθημα των πολιτών, οφείλουν να ενσκήψουν αυτοκριτικά στα ατοπήματα, τις αβελτηρίες και τα ανομήματα των χώρων, που συμβαίνει να εκπροσωπούν.

Οι έλληνες πολίτες θρησκευόμενοι ή όχι δεν είναι ούτε μικρόνοες, ούτε λωτοφάγοι.
Οι έλληνες πολίτες τους οποίους υποτίθεται ότι επιδιώκουν να προστατεύσουν έχουν πολύ πρόσφατες και πολύ έντονες τραυματικές εμπειρίες από τα έργα και τις ημέρες των υψηλοβάθμων εκκλησιαστικών αλλά και δικαστικών λειτουργών.
Δεν έχουν ξεχάσει ούτε τους βδελυρούς διαμεσολαβητές σφετερισμού των δημοσίων κτημάτων, ούτε τους δια πράξεων και παραλήψεων υποθάλψαντες τους άμεσους ή έμμεσους συνεργούς κατάχρησης ή διασπάθισης δημόσιου χρήματος.
Θυμούνται ακόμη την αλγεινή για το χριστεπώνυμο πλήρωμα αφωνία του κου Ιερώνυμου στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου και βεβαίως όσο και αν προσπαθούν αδυνατούν να θυμηθούν κάποια κατακριτική δημόσια δήλωση του αξιότιμου Προέδρου του Αρείου Πάγου για όποιους συναδέλφους του είτε παρελκύοντας διαδικαστικές πράξεις, είτε παραλείποντας νόμιμες υποχρεώσεις τους, είτε υπερβαίνοντας την καθ’ ύλην αρμοδιότητά τους, ενίοτε αντιποιούμενοι ακόμη και την αρμοδιότητα της Βουλής, παρεμπόδιζαν με κάθε τρόπο την εξέλιξη της έρευνας για τον εντοπισμό των υπευθύνων και για τον καταλογισμό των ποινικών ευθυνών σε πλείστες όσες υποθέσεις οικονομικών σκανδάλων.

Διότι πόσο «αστεία και φαιδρή» αλήθεια υπήρξε για την «πλειοψηφία» των χριστιανών η προσποίηση των Μεγάλων Ποιμένων της εκκλησίας ότι δεν αντελήφθησαν τόσα χρόνια κάποιους «δουλεύοντες» τω Μαμονά αρχιμανδρίτες και έχουν χρεία της δικαστικής εκκαθάρισης των υποθέσεων προκειμένου να αρθρώσουν επιτιμητικό λόγο ψυχικής παρηγορίας για το σκανδαλισθέν χριστιανικό πλήρωμα;
Πόσο «αστεία και φαιδρή» η κρίση του Παναγιότατου Πατριάρχη ότι ό φερόμενος ως εγκέφαλος της πλεκτάνης ηγούμενος είναι απαλλακτέος των καθηκόντων οικονομικής διαχείρισης της μονής, αλλά καθόλα άξιος για την άσκηση του «πνευματικού» του έργου;
Και πόσο αλήθεια «συνάδουν με το περί δικαίου συναίσθημα της πλειοψηφίας» οι απίστευτες μεθοδεύσεις μερίδος δικαστικών λειτουργών, που επί πέντε χρόνια φρόντισαν καθ’ υπέρβασιν πάσης επαγγελματικής δεοντολογίας να προσφέρουν αθέμιτες υπηρεσίες στους κυρίους της δεξιάς του Κυρίου;

Πειθόμενοι λοιπόν είτε στη ρήση του λαϊκού θυμόσοφου «στο σπίτι του κρεμασμένου δεν πρέπει να μιλάμε για σχοινί», είτε στη Κυριακή επιταγή «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω» είναι σοφότερο για τους θεσμικούς ηγήτορες της εκκλησίας και της δικαιοσύνης να ενσκήψουν αυτοκριτικά και θεραπευτικά στους χώρους που είναι ταγμένοι να ποιμαίνουν και να διακονούν.

Προτού επιτεθούν λαύροι τιμητές των «διωκτών» του σταυρικού συμβόλου να αναλογισθούν τι έπραξαν οι ίδιοι για να υπερασπίσουν την τιμή της ορθόδοξης εκκλησίας και να διαφυλάξουν το κύρος του ορθοδόξου σταυρού και των οικουμενικών αξιών, που αυτός διαχρονικά συμβολίζει και ακτινοβολεί.

Προτού αυτοαναγορευθούν σε γενναίους υπερασπιστές του «περί δικαίου συναισθήματος της πλειοψηφίας» να αναλογισθούν τι έπραξαν για να απαλλάξουν το χώρο τους από άτομα και συμπεριφορές, που πλήττουν βάναυσα αυτό το κοινό περί δικαίου αίσθημα και ουδέποτε θα γίνουν «αποδεκτές στη συνείδηση της πλειοψηφίας των ελλήνων πολιτών»….

Δεν υπάρχουν σχόλια: