Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Η θεωρία του κόμματος ως (διε)φθαρμένου προϊόντος.


Η αντίληψη του πολιτικού κόμματος ως «εμπορεύσιμου» προϊόντος δεν είναι ούτε καινούργια, ούτε βεβαίως ελληνική.
Για την ακρίβεια δεν είναι καν Ευρωπαϊκή.
Ο πρώτος διδάξας την βαρβαρική αυτή πολιτική θεωρία επί Ευρωπαϊκού εδάφους υπήρξε ό κος Κλίντον κατά την τελευταία επίσκεψή του στην Αθήνα όπου κατά το τέλος της συνάντησής του με τον κ. Παπανδρέου προέβη στην εκπληκτική τότε υπόδειξη ότι «όταν ένα προϊόν δεν πουλάει» (εννοούσε σε εκείνη την περίπτωση το ΠΑΣΟΚ) «τότε πρέπει να το αλλάζουμε».

Η αντίληψη αυτή εκφερόμενη από το στόμα ενός Αμερικανού πολιτικού μπορεί να τύχει μιας ευρύτερης ανοχής ή συγκατάβασης. Και τούτο διότι ολόκληρο το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ έχει μια ιδιότυπη επιχειρησιοκεντρική φιλοσοφία, όπου στην δομή τη λειτουργία και την δράση των κομμάτων επενδύονται τεράστια ιδιωτικά κεφάλαια προσδίδοντάς τους έντονα χαρακτηριστικά ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής πολιτικών υπηρεσιών.
Μια ατάκα όμως του στυλ «η Νέα Δημοκρατία είναι ένα φθαρμένο προϊόν» προβαλλόμενη σε ευρωπαϊκό και μάλιστα ελληνικό περιβάλλον ακούγεται το λιγότερο σαν κακόγουστη «αμερικανιά», που προφανώς δεν ταιριάζει στην ελληνική ιδιοσυγκρασία, αλλά ούτε και στον μακραίωνα ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό.

Καλώς ή κακώς η Ευρώπη ως μήτρα και κοιτίδα όχι μόνο του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά και όλων σχεδόν των παλιότερων και σύγχρονων φιλοσοφικών ρευμάτων έχει κατακτήσει και επιβάλλει την αντίληψη των κομμάτων ως κορυφαίων συλλογικών οργανώσεων με συγκεκριμένη οραματική συναντίληψη των μελών τους, εμφορούμενων από κοινή ιδεολογία, τα οποία αγωνίζονται για την ανάληψη της εξουσίας προς διαρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, οργάνωση του κράτους και διαχείριση των κρατικών υποθέσεων στην κατεύθυνση του δεδομένου οράματός τους για το παρόν και το μέλλον του τόπου.
Έτσι η περιγραφή του κόμματος περίπου ως κενής περιεχομένου σαπουνόπερας, που στοχεύει στην στιγμιαία εκλογική αποτύπωση πλειοψηφικής προτίμησης τηλεθεατών(ψηφοφόρων), ώστε να υφαρπαγή η ευκαιρία διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας επ’ ωφελεία των μελών και των πάσης προελεύσεως «επενδυτών», δεν είναι μόνο ασύμβατη με τα ευρωπαϊκά ειωθότα, δεν παρίσταται μόνο ως πολιτικά μικρόνοη και ως διανοητικά ρηχή. Αν δεν είναι ατυχές αποτέλεσμα μιας απέλπιδος προσπάθειας οψίμου επαρχιωτικού (σε σχέση με την Αμερικανική μητρόπολη) εκμοντερνισμού, αλλά είναι συνειδητή αντίληψη περί της ουσιαστικής υποστάσεως και του σύγχρονου ρόλου των πολιτικών κομμάτων, τότε προφανώς η σχετική δήλωση αποτελεί προβολή πολιτικού κυνισμού αγρίου μεγέθους.


Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια πολιτική αντίληψη αναπόφευκτα οδηγεί στην τερατώδη πολιτική λογική ότι «η ιδεολογία είναι επιζήμια ως άχρηστη τροχοπέδη, που οδηγεί στην περιχαράκωση των κομμάτων» και εντεύθεν στην ανάλγητη θεωρία ότι «τα κόμματα οφείλουν απαλλαγμένα κάθε ιδεολογικής προκατάληψης να επιδιώκουν παντί τρόπω την προσέλκυση του αναγκαίου αριθμού ψηφοφόρων, που θα τα επαναφέρει όσον τάχιστα στην νομή των δημοσίων ταμείων».
Όμως η αντίληψη αυτή είναι εξαιρετικά αρρωστημένη γιατί είναι εξαιρετικά ιδιοτελής.


Αν στην πολιτική επιστήμη μιλούσαμε με όρους βιολογίας και προς στιγμήν υποκαθιστούσαμε τα πολιτικά κόμματα με ινδικά χοιρίδια ή έστω με υβρίδια αραβοσίτου τότε θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε την πλέον τερατώδη ηθικοπολιτική μετάλλαξη.


Είναι ευνόητο ότι οι πλατιές λαϊκές μάζες δεν έχουν κανένα συμφέρον αν την διακυβέρνηση λυμαίνεται το ένα ή το άλλο κόμμα, αλλά πρωτίστως επί τη βάσει ποιών αρχών και προτεραιοτήτων, τουτέστι ποιών ιδεολογικών προτύπων ασκείται η διαχείριση των κοινών.

Έτσι προφανώς το ζήτημα γρήγορης επανόδου στην εξουσία δεν αποτελεί αυτοτελές ζητούμενο της ευρείας λαϊκής πλειοψηφίας, αλλά απλώς υψηλό πόθο μιας «διψασμένης» κομματικής ηγετικής μειοψηφίας, που προσδοκά κάλυψη προσωπικών οικονομικών ή ψυχολογικών αναγκών.
Το ενδιαφέρον για τους κυβερνομένους είναι προφανώς, πόσο αποτελεσματικοί και πόσο έντιμοι, άρα πόσο χρήσιμοι θα αποδειχθούν οι επίδοξοι κυβερνήτες τους.
Άρα όταν ζητούν αλλαγή, ζητούν απλούστατα πρωτίστως απαλλαγή του κόμματος από άτομα, που έχουν δοκιμασθεί και αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά ή ανέντιμα και πάντως επιζήμια. Αλλαγή των φθαρμένων προσωπικοτήτων, των διεφθαρμένων στελεχών και μηχανισμών, αναζητούν οι ψηφοφόροι.


Επομένως όταν οι διεκδικητές της εξουσίας επιχειρούν συγκάλυψη του πρόσφατου ζημιογόνου κυβερνητικού παρελθόντος τους και αντιπροτείνουν αόριστη αλλαγή του κόμματος, απλώς επιχειρούν «να πετάξουν την μπάλα στη εξέδρα».
Όταν με διάφορες προφάσεις εν αμαρτίαις αρνούνται την αυτοκριτική, την διαλεύκανση των σκανδάλων, την κάθαρση και επιμένουν στην αόριστη διάχυση των ευθυνών, στην καταναγκαστική λωτοφαγία και στην συγκάλυψη και υπόθαλψη ημετέρων, δεν μπορούν να πείσουν για τις ανιδιοτελείς τους προθέσεις «εκσυγχρονισμού» του κόμματος.
Με απλά λόγια δεν μπορούν να ευαγγελίζονται την επισκευή της κομματικής φθοράς όταν επί πέντε χρόνια και ακόμη και σήμερα πρωταγωνιστούν στην ανοχή, στη συγκάλυψη και στον εξωραϊσμό της κρατικής διαφθοράς.
Και ως εκ τούτου τα κουτοπόνηρα διλλήματα περί μονόπλευρης, αμφίπλευρης, δεξιομεσαίας ή κεντροδεξιάς διεύρυνσης του κόμματος είναι πομφόλυγες αποπροσανατολισμού της στενής κομματικής βάσης, που δεν μπορεί να έχουν καμία τύχη στην ευρύτερη κοινωνία των ελλήνων πολιτών.


Εδώ που κατήντησαν την Νέα Δημοκρατία οι πολιτικοί άθλοι όσων συμμετείχαν στο σύστημα διακυβέρνησης Καραμανλή, όλα αυτά, ακόμα και τα μικροπολιτικά «μαχαιρώματα», φαντάζουν σαν ζητήματα πολυτελείας.
Το βασικό ερώτημα του έλληνα «χαροκαμένου» ψηφοφόρου αν και όταν κληθεί και πάλι να επιλέξει κυβερνήτη θα παραμένει κατά πόσον αυτό το κόμμα θα έχει αλλάξει όλους αυτούς που τον έκλεψαν, τον εξαθλίωσαν οικονομικά και τον εξευτέλισαν διεθνώς.
Και από ότι φαίνεται αυτό το υπαρξιακό για την επιβίωση της ΝΔ ερώτημα ουδείς από τους διεκδικητές της αρχηγίας προτίθεται να το απαντήσει.

2 σχόλια:

Unknown είπε...

Φίλε Choricos καλησπέρα,
Λαμβάνοντας ως αφορμή τα όσα ανέλυσες και εξέθεσες περί της φύσης και του χαρακτήρα της εν Ελλάδι κομματικής οντότητας, θεωρώ σχετικό και θα ήθελα εδώ να εκφράσω την άποψη μου για τα αίτια της μεγάλης νίκης του ΠΑΣΟΚ την 4η Οκτωβρίου 2009
Είναι αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ το 2004, παρέδωσε μια νοικοκυρεμένη κατάσταση στην Οικονομία. Βέβαια στον αντίποδα, υπήρχε και ένας ιδεολογικοπολιτικά ξεχειλωμένος και οργανωτικά ανύπαρκτος κομματικός μηχανισμός.
Ένας μηχανισμός που λόγω της λαίμαργης και προκλητικής νομής της εξουσίας, προσέβαλε τότε χυδαία και βάναυσα τον απλό πολίτη ιδιαίτερα στον περίγυρο των μικρών κοινωνιών όπου γνωριζόμαστε αναμεταξύ μας.
Αυτό βάραινε υπερβολικά και έτσι, χάθηκε η εξουσία.
Τώρα, ύστερα από 5 ½ χρόνια άσκησης της εξουσίας, δεν πιστεύω ότι η Νέα Δημοκρατία έχασε τις εκλογές επειδή οι ΠΑΣΟΚΟΙ ξαφνικά αποκαθάρθηκαν και συμμαζεύτηκαν και έτσι, άμεμπτοι, άμωμοι και «μαγκίτες» με επικεφαλής τον ΓΑΠ κατατροπώσανε την νεοδεξιά του Καραμανλή
Ακλόνητη πεποίθησης μου είναι (και γνωρίζω ότι δεν «κομίζω γλαύκας ες Αθήνας»), ότι η Νέα Δημοκρατία έχασε τις εκλογές, γιατί τα έκανε μπάχαλο στην Οικονομία, στην Υγεία, στην Διοίκηση των Δημοσίων υποθέσεων και αποδείχτηκε, συλλήβδην ένας διεφθαρμένος «εσμός» που πρόσβαλε, φτώχαινε και εκνεύρισε υπερβολικά τον απλό κοσμάκη..

choricos είπε...

Φίλε Δωδωναίε ευχαριστώ για το σχόλιό σου.
Αν κατανοώ καλά οι απόψεις μας μπορούν να συγκλίνουν στα εξής:
Η κυβερνήσεις Σημίτη δεν μπορούν να κατηγορηθούν ούτε για κυβερνητική ανεπάρκεια, ούτε για αναποτελεσματικότητα, ούτε για ηθικό έλλειμμα.
Προσωπικά θεωρώ ότι υπήρξαν από τις παραγωγικότερες κυβερνήσεις της νεωτέρας Ελλάδας.
Ολοκλήρωσε τεράστια έργα υποδομής, ισχυροποίησε σημαντικά την οικονομία, μεγιστοποίησε το διεθνές κύρος της χώρας καθιστώντας την Ελλάδα ιδιαιτέρως αξιόπιστη στην ΕΕ και πρωταγωνίστρια στις εξελίξεις των Βαλκανίων. (Αν ρωτήσουμε οποιονδήποτε καλόπιστο Έλληνα της ομογένειας θα επιβεβαιώσει ότι για πρώτη φορά αισθάνθηκε να αντιμετωπίζεται με εκτίμηση έως θαυμασμό από τους κατά τόπους συμπολίτες του εξ αιτίας της καταγωγής του).
Εξ άλλου είναι αναμφισβήτητο ότι στη δεκαετία 1994-2004 υπήρξε εξαιρετική ανάπτυξη στον επιχειρηματικό τομέα, το μέσο βιοτικό επίπεδο ανέβηκε σημαντικά και επιτέλους πραγματοποιήθηκε το όνειρο πολλών ελληνικών γενεών να αποκτήσουν ιδιόκτητο «κεραμίδι» και αυτοκίνητο.
Τα ελλείμματα πολιτικής αυτών των κυβερνήσεων Σημίτη υπήρξαν λοιπόν αμιγώς ιδεολογικά.
Δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην κατασκευή μεγάλων έργων υποδομής, η τελική εκμετάλλευση των οποίων παραδόθηκε στην ιδιωτική πρωτοβουλία (γέφυρα Ρίου, Αττική οδός, αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος). Κτίσθηκαν χιλιάδες σχολικές αίθουσες ανά την επικράτεια, αλλά δεν υπήρξε φροντίδα για την επάνδρωσή τους με σοβαρό παιδαγωγικό δυναμικό ούτε για την γενικότερη θωράκισή της δωρεάν δημόσιας παιδείας με αποτέλεσμα η παραπαιδεία να παραμείνει αλώβητη. Δαπανήθηκαν τεράστια ποσά για να κτισθούν δεκάδες κέντρα υγείας σ’ όλη την Ελλάδα και να εξοπλισθούν με εξαιρετικά ιατρικά μηχανήματα, που όμως έμειναν στα κουτιά, γιατί δεν επανδρώθηκαν με το αναγκαίο προσωπικό και έτσι η υγεία παρέμεινε έρμαιο των ιδιωτικών συμφερόντων. Δαπανήθηκαν μεγάλα κοινοτικά και εθνικά κονδύλια στον αγροτικό τομέα για έργα υποδομών, δημιουργία σύγχρονων αγροτικών εκμεταλλεύσεων, αγορά μηχανολογικού εξοπλισμού, αλλά παρέμεινε ανέπαφο το κύκλωμα των μεσαζόντων.
Από την άλλη πλευρά αποδυναμώθηκε συστηματικά το κόμμα, που μετατράπηκε σταδιακά σε παλαιοκομματικό εκλογικό μηχανισμό των βουλευτών.
Με απλά λόγια το κίνημα διολίσθησε σταδιακά από το σοσιαλιστικό ριζοσπαστισμό της μεγάλης αλλαγής στον σοσιαλδημοκρατικό εκσυγχρονισμό του διαχειριστικού ορθολογισμού. Η διακυβέρνηση από ανθρωποκεντρική έγινε χρηματοοικονομική.
Αυτό μεταφράσθηκε από τους πολίτες σαν έλλειμμα κοινωνικής ευαισθησίας.
Την ίδια περίοδο η πολιτικά αφελής δημόσια δήλωση ότι «η άνοδος του χρηματιστηρίου, αποτελεί αντανάκλαση της ανοδικής πορείας της ελληνικής οικονομίας», που ώθησε ευρείες λαϊκές μάζες να εμπλακούν στα δίκτυα αμφιβόλου ποιότητας «χρηματιστηριακών συμβούλων» σε συνδυασμό με τις «χρηματιστηριακές» επιδόσεις ενίων πολιτικών παραγόντων και παρατρεχάμενων, καθώς και με την ατυχή συγκυρία της παγκόσμιας πτώσης των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών έδωσαν την ευκαιρία στην συντηρητική παράταξη να σπεκουλάρει τα τελευταία δέκα χρόνια σε ένα θολό σενάριο σκανδάλου, που κράτησε στο περιθώριο το ΠΑΣΟΚ και συγκράτησε την ΝΔ στην κυβέρνηση για χρόνο, πολύ περισσότερο από ότι ήλπιζε.
Συμπέρασμα: τα κόμματα χάνουν την εξουσία αφού πρώτα αλλοιώσουν την ιδεολογική τους ταυτότητα και συνακόλουθα απολέσουν τον πολιτικό τους προσανατολισμό και το ηθικό τους πλεονέκτημα.

Ηθικό δίδαγμα: Για τη ΝΔ η διαλεύκανση των σκανδάλων και η απόδοση ατομικών ευθυνών αποτελεί αναγκαίο όρο για την πολιτική της επιβίωση και την ελπίδα επανόδου της σε τροχιά εξουσίας.
Για το ΠΑΣΟΚ ο εντοπισμός των καταχραστών της δημόσιας περιουσίας και ο καταλογισμός σ’ αυτούς έστω της αστικής τους ευθύνης αποτελεί αναγκαίο όρο για να περισώσει την χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου, να αποφύγει την υποψία για συνέργεια στο κουκούλωμα των σκανδάλων, να πείσει τους πολίτες ότι αξίζει τον κόπο να ανταποκριθούν στα φορολογικές τους υποχρεώσεις και επίσης να στείλει το μήνυμα στις περιβόητες διεθνείς αγορές ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είναι σκυταλοδρόμοι αναξιοπιστίας και κρατικής διαφθοράς.