Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Κε Καστανίδη μήπως απαιτείται ίδρυση ανεξάρτητου οργάνου για την κάθαρση στη Δικαιοσύνη.


Παραδοσιακά από συστάσεως του Ελληνικού κράτους οι μετέχοντες νομικής παιδείας αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία των μελών του Κοινοβουλίου.

Στις μέρες μας τα έδρανα τις Βουλής φιλοξενούν πλέον μεγάλη ποικιλία επαγγελμάτων, όμως οι νομικοί εξακολουθούν να αποτελούν την πολυπληθέστερη συγκριτικά ομάδα, ενώ αρκετοί σήμερα μεταξύ αυτών διαθέτουν και την ιδιότητα του καθηγητή Πανεπιστημίου.

Αυτή ακριβώς η σύνθεση, που αντικειμενικά αποτελεί τεκμήριο υψηλής ποιότητος για ένα νομοθετικό όργανο, μετατρέπεται σε επιβαρυντικό στοιχείο σε περίπτωση ηθικής αξιολογήσεως του βουλευτικού σώματος, όταν ενδίδει στην ψήφιση νομοθετημάτων πολιτικής σκοπιμότητος, συχνότατα αντισυνταγματικών και κυρίως όταν σύρεται στην συγκάλυψη οικονομικών σκανδάλων, ευνοεί την ατιμωρησία αξιόποινων δραστηριοτήτων και ανέχεται την μακρόχρονη διάπραξη εγκλημάτων εις βάρους του δημοσίου συμφέροντος και του κοινωνικού συνόλου.

Διότι αν οποιονδήποτε βουλευτή, που ορκίζεται να φυλάττει υπακοή στο σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους, η προπεριγραφείσα συμπεριφορά τον καθιστά επίορκο, είναι προφανές ότι στην ίδια περίπτωση ο νομομαθής βουλευτής αναδεικνύεται πολλαπλασίως παραβάτης του εν λόγω όρκου, αλλά και του ταυτόσημου όρκου, που έδωσε κατά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο.

Είναι λοιπόν απορίας άξιον πώς έντιμοι νομομαθείς βουλευτές στέργουν να υιοθετήσουν ακρίτως αντισυνταγματικές και εξόχως αντικοινωνικές ρυθμίσεις κατ΄επιταγήν του μνημονίου, του οποίου μάλιστα ευλόγως αμφισβητείται αυτή καθαυτή η νομιμότητα της συνάψεως.

Και είναι περισσότερο εξοργιστικό, ότι οι ίδιοι διακεκριμένοι νομικοί ανέχθηκαν επί σειρά ετών την επικράτηση της διαφθοράς στα δημόσια πράγματα και είτε με πρωτοβουλίες τους είτε διά της σιωπής τους συνέβαλαν σημαντικά στη συγκάλυψη σπουδαίων οικονομικών εγκλημάτων και όχι μόνον (π.χ σκάνδαλο τηλεφωνικών υποκλοπών) και στην μέχρι σήμερα ατιμωρησία των ενόχων σωρείας αξιοποίνων πράξεων εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και του κοινωνικού συνόλου.

Είναι πλέον ή βέβαιον πως ο μέσος ψηφοφόρος προκρίνοντας υποψηφίους με νομική κατάρτιση, προσδοκά ότι αυτοί θα αξιοποιήσουν δεόντως το γνωστικό τους αντικείμενο προς βελτίωση της εννόμου τάξεως, εμπέδωση του δικαίου, εξυγίανση των θεσμών, επ’ ωφελεία της χώρας και των κατοίκων της. Όταν οι προσδοκίες αυτές διαψεύδονται είναι μοιραίο να κλονίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα και οι βουλευτές να χάνουν την αξιοπιστία τους.

Η περίπτωση των μεθοδεύσεων της προηγούμενης κυβέρνησης προς συγκάλυψη του σκανδάλου του Βατοπεδίου αποτελεί ακριβώς μνημειώδες δείγμα θυσίας της επιστημονικής αξιοπρεπείας στο βωμό της πολιτικής σκοπιμότητος. Στην προσπάθειά του να αποδράσει από τις ποινικές συνέπειες μιας εξαιρετικά φαύλης διαδικασίας ιδιωτικοποίησης δημοσίων κτημάτων, ο τέως Πρωθυπουργός δεν δίστασε να καταφύγει σε ακραίους πολιτειακούς χειρισμούς, που ευτέλισαν το κοινοβούλιο και εξευτέλισαν τους βουλευτές, ιδίως εκείνους που έχοντας την ιδιότητα του νομομαθούς ανέλαβαν το έργο της επικοινωνιακής υποστήριξης των μεθοδεύσεών της παράταξής τους.

Αυτή δε η πολιτική φαυλότητα έπληξε σημαντικά και το κύρος της δικαιοσύνης, η οποία εξ αιτίας εντελώς αντιεπιστημονικών ενεργειών του τότε εισαγγελέως του Αρείου Πάγου περιέπεσε σε ανώφελους κλυδωνισμούς και εμφανίσθηκε να συνεργεί παρατύπως με την εκτελεστική εξουσία προς παρεμπόδιση της διαλεύκανσης του σκανδάλου και διευκόλυνση κορυφαίων πολιτικών προσώπων, ώστε να αποφύγουν τη βάσανο της ποινικής διερεύνησης των πράξεων και παραλήψεών τους.

Παρόλα αυτά όμως και παρά τις άοκνες συντονισμένες προσπάθειες των εν λόγω κύκλων το μέγεθος του σκανδάλου υπήρξε τέτοιο, που δεν κατέστη δυνατόν να συγκαλυφθεί και η ελληνική κοινή γνώμη εξακολουθεί να ταράσσεται και να απαιτεί την απόλυτη κάθαρση.

Υπό αυτή την έννοια το αίτημα προς τις Εισαγγελικές αρχές να εξετάσουν την νομιμότητα των ενεργειών του Κου Σανιδά, είτε διατυπώθηκε από τον Πρόεδρο της Προανακριτικής Επιτροπής είτε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, κινείται προς την σωστή κατεύθυνση της αποκατάστασης του κύρους της Δικαιοσύνης.

Δυστυχώς όμως από μόνη της αυτή η εξέλιξη δεν αρκεί για να διασκεδάσει την δυσπιστία των πολιτών, οι οποίοι δικαιολογημένα παραμένουν ανήσυχοι για το κατά πόσον η όλη προσπάθεια θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα και δεν αποτελεί απλώς ένα τέχνασμα εκτόνωσης της κοινής γνώμης. Οι αμφιβολίες εδράζονται στο γεγονός ότι δύο μηνύσεις του ΠΑΣΟΚ και του ΛΑΟΣ για το ίδιο θέμα έχουν ήδη τεθεί στο αρχείο, ενώ αντίθετα η εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχει κατά το παρελθόν επιδείξει ιδιαίτερη ευαισθησία σε περιπτώσεις δικαστικών λειτουργών, που έθιξαν δημοσίως κάποια κοινά τοις πάσι κακώς κείμενα, όπως συνέβη στο παρελθόν με τον κο Μπάγια ή πρόσφατα με την περίπτωση του κου Ρακιτζή.

Πέραν λοιπόν της συγκεκριμένης περιπτώσεως του κου Σανιδά ίσως θα ήταν σκόπιμο ο Υπουργός Δικαιοσύνης να εξετάσει την περίπτωση συστάσεως ενός τρόπον τινά ανεξαρτήτου οργάνου διερεύνησης ζητημάτων που αφορούν περιπτώσεις ασκήσεως καθηκόντων ανωτάτων δικαστικών λειτουργών.

Ενός οργάνου που να μη συγκροτείται αμιγώς από δικαστικούς, οι οποίοι ως θνητοί δεν είναι εύκολο να αποξενωθούν απολύτως των ανθρωπίνων συναισθημάτων, όταν καλούνται να αξιολογήσουν συναδέλφους τους, ενίοτε μάλιστα ιεραρχικώς ανωτέρους.

Ίσως ένα Ειδικό Σώμα Ελέγχου, ίσως μια οιονεί ανεξάρτητη αρχή, που να συγκροτείται από πρυτάνεις ή καθηγητές νομικών σχολών, προέδρους δικηγορικών συλλόγων και δικαστές του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας (αναλόγως προς την υπόθεση).

Έτσι ο έλεγχος πιθανών παρεκβάσεων ανωτέρων δικαστικών λειτουργών δεν θα είναι μόνον αλλά θα φαίνεται κιόλας αντικειμενικός, όπως ακριβώς έχουν ανάγκη να αισθάνονται οι πολίτες εξ αιτίας ατυχών στιγμών του παρελθόντος…


Σημ: Οι χειρισμοί της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου σε σχέση με την διαβίβαση του φακέλλου του σκανδάλου του Βατοπεδίου στη Βουλή μας έχουν απασχολήσει κατ' επανάληψη στο παρελθόν με σχετικές αναρτήσεις μας εδώ, εδώ και εδώ

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Οι παραμορφωτικοί φακοί του κου Πάγκαλου


Έχουμε γράψει κι άλλη φορά ότι η ομολογία αποτελεί πλήρη απόδειξη για αυτόν, που την κάνει, χωρίς να αποτελεί αξιόπιστη κατηγορία καθ’ όσον αφορά σε τρίτα πρόσωπα.

Υπό την έννοια αυτή η δήλωση Πάγκαλου, διατυπωμένη σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, αποτελεί δικονομικά τουλάχιστον ομολογία συμμετοχής του ιδίου του κου Αντιπροέδρου σε δραστηριότητες διασπάθισης δημοσίου χρήματος, παράνομων διορισμών (προφανώς κατά παράκαμψη του ΑΣΕΠ) και άλλων ειδών «αθλιοτήτων», τις οποίες απέφυγε να προσδιορίσει.

Προσωπικά δεν θέλουμε να το πιστέψουμε. Αν όμως φέραμε την ιδιότητα του εισαγγελέως θα είχαμε λειτουργικό καθήκον να καλέσουμε τον κο Αντιπρόεδρο τουλάχιστον για εξηγήσεις.

Και είναι απορίας άξιο γιατί ο κος Πάγκαλος αυτοϋβρίζεται, γιατί υποτιμά τον εαυτό του, γιατί άραγε εκθέτει τόσο ανεπανόρθωτα την Κυβέρνηση και το κόμμα του;

Είναι πιθανόν και αυτές οι δηλώσεις να οφείλονται στην συνήθη παρορμητικότητα και αμετροέπεια του ανδρός.

Είναι πιθανότερο να αποτελούν μία ακόμη προσπάθειά του να εντυπωσιάσει τα ΜΜΕ, που το τελευταίο διάστημα σχολίαζαν υποτιμητικά την αναβάθμιση του κου Ραγκούση σε ρόλο «αντ’ αυτού» του Πρωθυπουργού.

Είναι εξ’ ίσου πιθανότατο οι ατυχείς αυτές δηλώσεις να εντάσσονται σε μια ευρύτερη εμετική προπαγάνδα συγκεκριμένων πολιτικο-δημοσιογραφικών κύκλων, που επιδιώκουν την συγκάλυψη των ευθυνών και την σωτηρία των πραγματικών ενόχων για το θλιβερό κατάντημα της χώρας, προσπαθώντας να δημιουργήσουν ενοχές στους απλούς πολίτες, τα θύματα της άθλιας πολιτικής τους και των αξιόποινων πρακτικών τους.

Διότι είναι κοινή και εδραία πλέον η πεποίθηση ότι ένα άθλιο πολιτικό προσωπικό παρεπιδημούν στα κόμματα εξουσίας και όχι μόνο, συνεπικουρούμενο από μια ευρύτερη πολιτική καμαρίλα και συνεργαζόμενο στενά με την ελίτ διαφόρων επαγγελματικών ομάδων (μηδέ της εκκλησίας εξαιρουμένης) συνέπηξαν ένα απίθανο εσμό διαπλεκομένων παραγόντων, οι οποίοι εν αγαστή συνεργασία επί σειρά ετών μετήλθαν πάσης οικονομικής κακοδιαχείρισης και ατασθαλίας πλουτίζοντας εις βάρος της δημόσιας περιουσίας και οδηγώντας την πατρίδα στην έσχατη ένδεια και εντεύθεν στην απώλεια της εθνικής της ανεξαρτησίας.

Ουδόλως υπαινισόμεθα ότι σ’ αυτούς συγκαταλέγεται ο κος Αντιπρόεδρος, αλλά ομοίως αποκρούουμε μετά της αυτής βδελυγμίας τους έωλους ισχυρισμούς του, που επιχειρούν να μας εντάξουν στη συμμορία των καταχραστών του δημοσίου πλούτου.

Και είναι πλέον ή βέβαιο ότι τα χρέη της Ελλάδος δεν τα δημιούργησε ο περιπτεράς και ο υδραυλικός της γειτονιάς, δεν τα διόγκωσε ο άστεγος, που έφτιαξε μια παράγκα στα νταμάρια για να στεγάσει την πολυμελή φαμίλια του και πολλώ μάλλον δεν τα εκτροχίασε η πολύπαθη αγρότισσα γιαγιά, που βλέπει να της περικόπτουν την πενιχρή σύνταξή της για να αποπληρώσουν τους διεθνείς κερδοσκόπους κατ’ εντολήν και ευλογίαν της επάρατης τριαρχίας (τρόϊκας).

Αυτά όλα αποτελούν κοινή συνείδηση και του τελευταίου απλού πολίτη αυτής της δύσμοιρης χώρας και είναι πραγματικά λυπηρό, που κάποιες «αυτών εξοχότητες» του κοινοβουλίου και των τηλεοπτικών καναλιών επιμένουν να «εκπέμπουν» στο δικό τους μονήρες, παράφωνο, παράταιρο και επικοινωνιακά αποκρουστικό μήκος κύματος.

Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του πλανήτη (όχι κατ’ ανάγκην ευρωπαϊκή «δημοκρατία») λυμεώνες των δημοσίων ταμείων θα εκμετρούσαν το υπόλοιπο του βίου τους στη φυλακή αποδιοπομπαίοι και κατησχυμένοι.

Στην Ελλάδα παραμένουν στο απυρόβλητο, διάγουν βίο τριφηλό, χαίρουν κοινωνικής και τηλεοπτικής προβολής και προϊόντος του χρόνου, αποθρασυμένοι , περιφέρονται στα ΜΜΕ βγάζοντας κοροϊδευτικά τη γλώσσα και ενίοτε κουνώντας απειλητικά το δάκτυλο στον πολίτη, ο οποίος κατά την λαϊκή ρήση αισθάνεται πλέον σαν «κερατάς και δαρμένος».

Και στο επίκεντρο αυτής της φαύλης ολιγαρχίας που διαχρονικά κυβερνά τον τόπο, ο εξοχότατος Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης αντί, ως οφείλει, να ηγηθεί σταυροφορίας κάθαρσης του πολιτεύματος και ανασυγκρότησης ενός κοινωνικού κράτους δικαίου, εμφανίζεται εκ περιτροπής και κατά περιόδους λαύρος τιμητής της καθημαγμένης δημοκρατίας και επιχειρώντας να ενοχοποιήσει τους πολίτες δεν αντιλαμβάνεται ότι έτσι υποθάλπει τους πραγματικούς ενόχους.

Το βέβαιο είναι ότι οι πολίτες δεν είναι ούτε αφελείς ούτε λωτοφάγοι.

Και αυτό είναι κάτι, που γρήγορα εκόντες άκοντες όλοι οι δημόσιοι άνδρες ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης θα βρεθούν στην ανάγκη να κατανοήσουν…

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

HABEMUS NOTARIUM - Αλλαγή προπονητή στην «πράσινη λαίλαπα»…


Προτού προλάβει να κλείσει χρόνο στην θέση του Γραμματέα του ΠΑΣΟΚ ο κος Ξινίδης απηλλάγη μετά πολλών επαίνων των καθηκόντων του δια της διπλωματικής οδού της υπουργοποιήσεως. Και είναι τουλάχιστον αντιαισθητικό για ένα σοβαρό πολιτικό σχηματισμό με αριστερή προϊστορία να εμφανίζει συχνότητα εναλλαγής Γραμματέων παρόμοια με τη συνήθη συχνότητα αλλαγής προπονητή των αποτυχημένων ομάδων του ελληνικού πρωταθλήματος.

Αυτός είναι εξ’ άλλου και ο συμβολισμός του πομπώδους ποδοσφαιρικής εμπνεύσεως τίτλου, που επιλέξαμε, και όσοι τυχόν θελήσουν να κάνουν οποιουσδήποτε συνειρμούς για τη θεομηνία, που ελέω τριαρχίας(βαρβαριστί τρόϊκας) αντιπροσωπεύει για τον λαουτζίκο η στρεβλή κυβερνητική τακτική του ΠΑΣΟΚ, είναι απλώς «κακόπιστοι» και πολύ μακράν των δικών μας προθέσεων.

Λέγαμε λοιπόν ότι αίσθησή μας είναι πως η υπουργοποίηση του κου Ξινίδη αποτελεί μάλλον εύσχημο τρόπο απομάκρυνσης του από μία θέση στην οποία υπήρξε όχι απλώς ανεπαρκής αλλά εξ υπαρχής εντελώς παράταιρος. Και αυτό δεν έχει να κάνει βεβαίως με την ικανότητες ή τις δεξιότητες του ανδρός, αλλά πρωτίστως με την ιδεολογικοπολιτική θολερότητα του πολιτικού χώρου και κυρίως με την πολιτική αβελτηρία, όσων είχαν την έμπνευση της αξιοποίησής του σε μια τέτοια θέση.

Ιστορικά ο θεσμός του Γραμματέα αποτελεί δάνειο από τα κομμουνιστικά κόμματα. Για την ακρίβεια τα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα οργανώθηκαν κατ’ απομίμηση του μπολσεβικικού μοντέλου και χρησιμοποίησαν τον όρο Γεν. Γραμματέας, Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής και άλλα τέτοια σε μια προσπάθεια να διαφοροποιηθούν από τους Αρχηγούς και τους Προέδρους των λεγόμενων αστικών κομμάτων και να σηματοδοτήσουν την νέα λαϊκοδημοκρατική μορφή οργάνωσης, όπου ο ηγέτης δεν είναι ανώτερος αλλά πρώτος μεταξύ ίσων συντρόφων.

Στα πρώτα χρόνια του το ΠΑΣΟΚ, ως σοσιαλιστικό κίνημα δεν διέθετε Γενικό Γραμματέα. Ήταν οργανωμένο στη βάση Επιτροπών (Νεολαίας, Συνδικαλιστικού, Τοπ. Αυτοδιοίκησης, Διαφώτισης-ΚΕΜΕΔΙΑ κ.λ.π), όπου κάθε μια είχε τον δικό της γραμματέα. Την εποχή εκείνη πλησιέστερη περίπτωση στη σημερινή μορφή Γραμματέα θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Γραμματέας της Επιτροπής Οργανωτικού, αλλά με πολύ λιγότερες αρμοδιότητες.
Την εποχή εκείνη όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου έδινε μεγάλη σημασία στην δημιουργία ισχυρού κόμματος με βαθιές και πλατιές ρίζες στα λαϊκά στρώματα, σε όλη την Ελλάδα, σε όλο το επαγγελματικό φάσμα, σε όλες τις ηλικίες, σε όλα τα μορφωτικά επίπεδα.
Οι βουλευτές ήσαν περιορισμένοι αυστηρά στα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα και ήσαν υποχρεωμένοι να λογοδοτούν σε ένα δυναμικό και δραστήριο Κίνημα, που βρισκόταν σε ζωντανή διαλεκτική σχέση με την κοινωνία μέσω τοπικών και κλαδικών οργανώσεων, οι οποίες αποτελούσαν τα πλέον υγιή και ελπιδοφόρα πολιτικο-κοινωνικά κύτταρα στις γειτονιές και στους χώρους δουλειάς.

Έτσι το ΠΑΣΟΚ σε διαδοχικές αναμετρήσεις από το 1974 μέχρι το 1981 επέτυχε το παγκοσμίως μοναδικό θαύμα της γεωμετρικής αυξήσεως της εκλογικής δύναμής του, με αποκορύφωμα την κατάκτηση της εξουσίας και την εγκαθίδρυση της πρώτης (και ίσως μόνης) σοσιαλιστικής κυβέρνησης στην Ελλάδα από την εθνική παλιγγενεσία (1821).
Έτσι ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως πανίσχυρος λαοπρόβλητος ηγέτης, μπόρεσε να αρθρώσει υπερήφανο εθνικό λόγο και να βάλλει τις βάσεις μιας Ελλάδας ανεξάρτητης, δημοκρατικής και κοινωνικά δίκαιης.


Στη συνέχεια οι πρώτοι Γραμματείς κινήθηκαν στον ίδιο άξονα της αυτοτέλειας και της ισχύος του κομματικού μηχανισμού και έτσι το Κίνημα, παρά τους κλυδωνισμούς από τα προβλήματα υγείας του Προέδρου του και παρά την λυσσαλέα και εν πολλοίς βρώμικη πολεμική των υπολοίπων κομμάτων, κατάφερε να επανέλθει στην εξουσία μετά από την χρονικά μικρή αλλά καταστροφικά τεράστια τριετία της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Ο κύκλος των σοσιαλιστών Γραμματέων του Κινήματος έκλεισε με την άκομψη αποπομπή του Κώστα Λαλιώτη, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε ήδη περάσει στην ένδοξη πολιτική ιστορία της Ελλάδος και το Κίνημα είχε πλέον αλωθεί από μια πλειάδα επαγγελματιών πολιτικών, οι περισσότεροι των οποίων παρεισέφρησαν τυχοδιωκτικά στις τάξεις του εκ του ασφαλούς μετά το 1985, όταν μετά την δεύτερη εκλογική του νίκη κατοχυρώθηκε ως κόμμα εξουσίας.

Έκτοτε λοιπόν, του εναρκτηρίου λακτίσματος δοθέντος επί Γραμματείας του κου Χρυσοχοΐδη, ξεκίνησε η κατεδάφιση του κόμματος με παράλληλη ενδυνάμωση του ρόλου των βουλευτών, ενώ συγχρόνως, το ιδεολογικό-πολιτικό πλαίσιο του Κινήματος διολίσθαινε απομακρυνόμενο των ιδρυτικών του εθνικοαπελευθερωτικών και σοσιαλιστικών προταγμάτων και μεταλλασσόταν ταχύτατα σε ένα συντηρητικό μόρφωμα κατ’ επίφασιν και κατ’ ευφημισμό σοσιαλδημοκρατικό.
Έτσι φθάσαμε (απ)αισίως στην σημερινή εποχή όπου η Νεολαία αποτελεί φολκλόρ, οι τοπικές οργανώσεις έχουν διαλυθεί και το κόμμα αδυνατεί πλέον να διαδραματίσει ακόμη και τον στοιχειώδη ρόλο, που του επιφύλασσαν οι εμπνευστές της διάλυσής του, τουτέστι το ρόλο του παλαιοκομματικού εκλογικού μηχανισμού.
Όπως ακριβώς και οι θλιβερές μορφές των εσχάτων γραμματέων δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν αξιοπρεπώς ούτε στα καθήκοντα ενός απλού Υπευθύνου Κινητοποιήσεων νομαρχιακής επιτροπής της εποχής Α.Παπανδρέου.

Έτσι ουδείς στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις διανοείται να κάνει συγκέντρωση όπως παλιά στην Πλατεία Συντάγματος, ενώ η προστασία του Προέδρου επαφίεται πια στον επαγγελματισμό των σεκιουριτάδων και την ισχύ της Ελληνικής Αστυνομίας. Θλιβερό σημείο των καιρών η αδυναμία του τοπικού κομματικού τραγέλαφου να προστατεύσει τον Πρόεδρο του Κινήματος από αστείες προβοκάτσιες ρήψης παπουτσιών, σαν αυτή που έκανε το γύρο του πλανήτη μέσω BBC στην έκθεση της Θεσσαλονίκης. Επί σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ όμως η περιφρούρηση των κομματικών εκδηλώσεων και η ασφάλεια του Προέδρου κατά τις περιοδείες του ήταν αυτονόητο μέλημα των κατά ιδίαν νομαρχιακών επιτροπών και τοπικών οργανώσεων.

Όλα αυτά βέβαια αποτελούν περασμένα μεγαλεία, όπως περασμένο είναι βεβαίως και το μεγαλείο του αξιώματος του Γραμματέως.
Σήμερα δυστυχώς η θέση αυτή έχει απολέσει κάθε ίχνος οποιασδήποτε αίγλης, αφού τα τελευταία χρόνια καταλαμβάνεται από βουλευτές, που επιδίδονται σε σκυταλοδρομία απαξίωσης και αποσάθρωσης του κόμματος και πιθανώς μοναδικό προσωπικό στόχο έχουν να προσθέσουν ένα ανούσιο τίτλο στο βιογραφικό τους.

Ο απερχόμενος λοιπόν γραμματέας δεν αποτέλεσε εξαίρεση στην προαναφερθείσα σκυταλοδρομία.

Ο νέος διαθέτει μια ευοίωνη προσωπική πολιτική ιστορία, αλλά είναι αμφίβολο αν μπορέσει να την δικαιώσει μέσα σ’ αυτό το χαοτικό περιβάλλον, που καλείται να εργασθεί.
Εθιμοτυπικά του ευχόμαστε καλή τύχη και τον προτρέπουμε:

Μέμνησο της ιδεολογίας σου και

Υπάκουσε στη συνείδησή σου


Διότι η αρχή άνδρα δείκνυσι
Και πιθανότητα σε ότι αφορά την πολιτική σου σταδιοδρομία,

φίλτατε κε Καχριμάκη,

έκαστον των πριν υπαρξάντων συμφώνως προς το τελευταίο εκβάν κριθήσεται…

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Τσίπρας απειλεί να κάψει την υποψηφιότητα Μητρόπουλου.


Είναι κοινό μυστικό, το οποίο μόνον οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (πολιτικοί) υποκρίνονται ότι αγνοούν, πως ο ελληνικός λαός είναι αγανακτισμένος με το σύνολο του παραδοσιακού επαγγελματικού προσωπικού της χώρας.

Είναι πλέον ή βέβαιον ότι για τον μέσο πολίτη βαρύτατες ευθύνες για την σημερινή κακοδαιμονία της χώρας έχουν όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα.

Ο έντιμος μη προνομιούχος Έλληνας (τουτέστιν το 99,5% του λαού) φρονεί ορθώς ότι όχι μόνο τα δύο κόμματα εξουσίας, αλλά και τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης αποτελούν παράγοντες ενός και του αυτού αποτυχημένου πολιτικού συστήματος εξουσίας, που όλα αυτά τα χρόνια υπηρέτησε ανεπαρκώς έως δολίως την Ελληνική Πολιτεία.

Και αυτής της αντίληψης δυστυχώς δεν μπορούν να εξαιρεθούν ούτε τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς, τα οποία μετά την μεταπολίτευση φάνηκαν να βολεύονται σε μια βλαπτική για τα λαϊκά συμφέροντα διασπαστική πολιτική, που περιοριζόμενη σε μικρής εμβέλειας ακτιβισμούς βοηθούσε μάλλον δια της εκτονώσεως στην συντήρηση παρά στην ανατροπή των λεγόμενων αστικών κομμάτων.

Αυτά όλα καταγράφονται ξεκάθαρα και στις δημοσκοπήσεις όπου οι φερόμενοι ως απέχοντες ή ως αναποφάσιστοι έχουν φθάσει πλέον σε δυσθεώρητα ύψη ποσοστών.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, οποίο στους δυό επόμενους μήνες πρόκειται να τύχει ραγδαίας επιδείνωσης, είναι μάλλον αναμενόμενο ότι όσοι τελικά ψηφοφόροι προσέλθουν στις κάλπες, θα επιχειρήσουν μάλλον να τιμωρήσουν παρά να επιδοκιμάσουν τους εκλεκτούς των παραδοσιακών κοινοβουλευτικών κομμάτων.

Αυτό σημαίνει ότι μόνο πραγματικά ανεξάρτητοι υποψήφιοι προερχόμενοι από αγνές πρωτοβουλίες πολιτών, άσχετοι από το «αμαρτωλό» πολιτικό κατεστημένο και με σαφές και απερίφραστο αντιμνημονιακό στίγμα θα έχουν ελπίδα προτίμησης στις επερχόμενες εκλογές.

Διότι βεβαίως παρά την «φιλότιμη» προσπάθεια των κομματικών υποψηφίων και των ΜΜΕ είναι δύσκολο ο μέσος ψηφοφόρος να προσέλθει στην κάλπη ψόφιος στην πείνα και να ψηφίσει με βάση αυτό που του επιτάσσει η «αυτοδιοικητική λογική» του και όχι αυτό που του γουργουρίζει το άδειο του στομάχι.

Γι αυτό άλλωστε και τα κόμματα εξουσίας βρέθηκαν σ’ αυτή την πρωτοφανή αδυναμία να επιστρατεύσουν πρωτοκλασάτα στελέχη για την εκλογική μάχη. «Χρόνια στο κουρμπέτι» οι επαγγελματίες πρωτοκλασάτοι απέφυγαν σθεναρώς και επιμελώς να καταστρέψουν την πολιτική τους καριέρα επωμιζόμενοι την ευκόλως προβλεπόμενη εκλογική ήττα του κόμματός τους.

Έτσι ο κος Μητρόπουλος, όπως και ανάλογες περιπτώσεις, που σίγουρα θα υπάρξουν στο επόμενο διάστημα συγκεντρώνουν αναμφίβολα σοβαρά πλεονεκτήματα στην επερχόμενη εκλογική μάχη.

Όχι μόνο διότι πρόκειται για μια εξέχουσα προσωπικότητα της κοινωνικής και επιστημονικής ζωής του τόπου, αλλά κυρίως λόγω της σταθερά φιλεργατικής πολιτείας του όλα αυτά τα χρόνια, καθώς και της σαφούς προοδευτικής στάσης του απέναντι στους ορισμούς του κερδοσκοπικού μνημονίου, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε και η πρόσφατη αποστασιοποίησή του από το κυβερνών κόμμα.

Αν λοιπόν για τον κο Τσίπρα η «υποστήριξη» στον κο Μητρόπουλο αποτελεί μια λύση ανάγκης, μια περίπου μορφή παρασιτικής πολιτικής επιβίωσης, είναι βέβαιο ότι στον ίδιο τον συμπαθή καθηγητή ουδέν μπορεί να προσφέρει.

Τουναντίον εάν οι ψηφοφόροι υποψιασθούν ότι προϋπήρχε παρασκηνιακή συνεννόηση, τότε ο κος Μητρόπουλος κινδυνεύει να απωλέσει το εξ ων ουκ άνευ πλεονέκτημα του ανεξαρτήτου.

Ίσως λοιπόν θα ήταν χρήσιμο, για όλους τους αγνούς ανεξαρτήτους και πραγματικούς αντιπάλους του μνημονίου υποψηφίους, να αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερο σκεπτικισμό τις δήθεν στηρίξεις των κομμάτων, που μάλλον προβλήματα παρά βοήθεια θα προσφέρουν στις εκλογικές πρωτοβουλίες τους.

Οι περιστάσεις είναι τόσο πρωτότυπες, όπου δεν θα είναι καθόλου παράξενο αν αποδειχθεί το βράδυ των εκλογών ότι ο μπακάλης της γειτονιάς (ιδίως αυτός που έκλεισε από τις οδηγίες της επάρατης τρόϊκας), έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος πολιτικής στήριξης από οποιοδήποτε κοινοβουλευτικό κόμμα.

Διότι είναι πλέον ή βέβαιο ότι όσο το πολιτικό σύστημα επιδίδεται σε επικαιροποιήσεις του μνημονίου άλλο τόσο και οι πολίτες θα επικαιροποιούν αναλόγως την ψήφο τους…

Σημ: Την φωτογραφία δανεισθήκαμε από εδώ