Παραδοσιακά από συστάσεως του Ελληνικού κράτους οι μετέχοντες νομικής παιδείας αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία των μελών του Κοινοβουλίου.
Στις μέρες μας τα έδρανα τις Βουλής φιλοξενούν πλέον μεγάλη ποικιλία επαγγελμάτων, όμως οι νομικοί εξακολουθούν να αποτελούν την πολυπληθέστερη συγκριτικά ομάδα, ενώ αρκετοί σήμερα μεταξύ αυτών διαθέτουν και την ιδιότητα του καθηγητή Πανεπιστημίου.
Αυτή ακριβώς η σύνθεση, που αντικειμενικά αποτελεί τεκμήριο υψηλής ποιότητος για ένα νομοθετικό όργανο, μετατρέπεται σε επιβαρυντικό στοιχείο σε περίπτωση ηθικής αξιολογήσεως του βουλευτικού σώματος, όταν ενδίδει στην ψήφιση νομοθετημάτων πολιτικής σκοπιμότητος, συχνότατα αντισυνταγματικών και κυρίως όταν σύρεται στην συγκάλυψη οικονομικών σκανδάλων, ευνοεί την ατιμωρησία αξιόποινων δραστηριοτήτων και ανέχεται την μακρόχρονη διάπραξη εγκλημάτων εις βάρους του δημοσίου συμφέροντος και του κοινωνικού συνόλου.
Διότι αν οποιονδήποτε βουλευτή, που ορκίζεται να φυλάττει υπακοή στο σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους, η προπεριγραφείσα συμπεριφορά τον καθιστά επίορκο, είναι προφανές ότι στην ίδια περίπτωση ο νομομαθής βουλευτής αναδεικνύεται πολλαπλασίως παραβάτης του εν λόγω όρκου, αλλά και του ταυτόσημου όρκου, που έδωσε κατά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο.
Είναι λοιπόν απορίας άξιον πώς έντιμοι νομομαθείς βουλευτές στέργουν να υιοθετήσουν ακρίτως αντισυνταγματικές και εξόχως αντικοινωνικές ρυθμίσεις κατ΄επιταγήν του μνημονίου, του οποίου μάλιστα ευλόγως αμφισβητείται αυτή καθαυτή η νομιμότητα της συνάψεως.
Και είναι περισσότερο εξοργιστικό, ότι οι ίδιοι διακεκριμένοι νομικοί ανέχθηκαν επί σειρά ετών την επικράτηση της διαφθοράς στα δημόσια πράγματα και είτε με πρωτοβουλίες τους είτε διά της σιωπής τους συνέβαλαν σημαντικά στη συγκάλυψη σπουδαίων οικονομικών εγκλημάτων και όχι μόνον (π.χ σκάνδαλο τηλεφωνικών υποκλοπών) και στην μέχρι σήμερα ατιμωρησία των ενόχων σωρείας αξιοποίνων πράξεων εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και του κοινωνικού συνόλου.
Είναι πλέον ή βέβαιον πως ο μέσος ψηφοφόρος προκρίνοντας υποψηφίους με νομική κατάρτιση, προσδοκά ότι αυτοί θα αξιοποιήσουν δεόντως το γνωστικό τους αντικείμενο προς βελτίωση της εννόμου τάξεως, εμπέδωση του δικαίου, εξυγίανση των θεσμών, επ’ ωφελεία της χώρας και των κατοίκων της. Όταν οι προσδοκίες αυτές διαψεύδονται είναι μοιραίο να κλονίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα και οι βουλευτές να χάνουν την αξιοπιστία τους.
Η περίπτωση των μεθοδεύσεων της προηγούμενης κυβέρνησης προς συγκάλυψη του σκανδάλου του Βατοπεδίου αποτελεί ακριβώς μνημειώδες δείγμα θυσίας της επιστημονικής αξιοπρεπείας στο βωμό της πολιτικής σκοπιμότητος. Στην προσπάθειά του να αποδράσει από τις ποινικές συνέπειες μιας εξαιρετικά φαύλης διαδικασίας ιδιωτικοποίησης δημοσίων κτημάτων, ο τέως Πρωθυπουργός δεν δίστασε να καταφύγει σε ακραίους πολιτειακούς χειρισμούς, που ευτέλισαν το κοινοβούλιο και εξευτέλισαν τους βουλευτές, ιδίως εκείνους που έχοντας την ιδιότητα του νομομαθούς ανέλαβαν το έργο της επικοινωνιακής υποστήριξης των μεθοδεύσεών της παράταξής τους.
Αυτή δε η πολιτική φαυλότητα έπληξε σημαντικά και το κύρος της δικαιοσύνης, η οποία εξ αιτίας εντελώς αντιεπιστημονικών ενεργειών του τότε εισαγγελέως του Αρείου Πάγου περιέπεσε σε ανώφελους κλυδωνισμούς και εμφανίσθηκε να συνεργεί παρατύπως με την εκτελεστική εξουσία προς παρεμπόδιση της διαλεύκανσης του σκανδάλου και διευκόλυνση κορυφαίων πολιτικών προσώπων, ώστε να αποφύγουν τη βάσανο της ποινικής διερεύνησης των πράξεων και παραλήψεών τους.
Παρόλα αυτά όμως και παρά τις άοκνες συντονισμένες προσπάθειες των εν λόγω κύκλων το μέγεθος του σκανδάλου υπήρξε τέτοιο, που δεν κατέστη δυνατόν να συγκαλυφθεί και η ελληνική κοινή γνώμη εξακολουθεί να ταράσσεται και να απαιτεί την απόλυτη κάθαρση.
Υπό αυτή την έννοια το αίτημα προς τις Εισαγγελικές αρχές να εξετάσουν την νομιμότητα των ενεργειών του Κου Σανιδά, είτε διατυπώθηκε από τον Πρόεδρο της Προανακριτικής Επιτροπής είτε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, κινείται προς την σωστή κατεύθυνση της αποκατάστασης του κύρους της Δικαιοσύνης.
Δυστυχώς όμως από μόνη της αυτή η εξέλιξη δεν αρκεί για να διασκεδάσει την δυσπιστία των πολιτών, οι οποίοι δικαιολογημένα παραμένουν ανήσυχοι για το κατά πόσον η όλη προσπάθεια θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα και δεν αποτελεί απλώς ένα τέχνασμα εκτόνωσης της κοινής γνώμης. Οι αμφιβολίες εδράζονται στο γεγονός ότι δύο μηνύσεις του ΠΑΣΟΚ και του ΛΑΟΣ για το ίδιο θέμα έχουν ήδη τεθεί στο αρχείο, ενώ αντίθετα η εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχει κατά το παρελθόν επιδείξει ιδιαίτερη ευαισθησία σε περιπτώσεις δικαστικών λειτουργών, που έθιξαν δημοσίως κάποια κοινά τοις πάσι κακώς κείμενα, όπως συνέβη στο παρελθόν με τον κο Μπάγια ή πρόσφατα με την περίπτωση του κου Ρακιτζή.
Πέραν λοιπόν της συγκεκριμένης περιπτώσεως του κου Σανιδά ίσως θα ήταν σκόπιμο ο Υπουργός Δικαιοσύνης να εξετάσει την περίπτωση συστάσεως ενός τρόπον τινά ανεξαρτήτου οργάνου διερεύνησης ζητημάτων που αφορούν περιπτώσεις ασκήσεως καθηκόντων ανωτάτων δικαστικών λειτουργών.
Ενός οργάνου που να μη συγκροτείται αμιγώς από δικαστικούς, οι οποίοι ως θνητοί δεν είναι εύκολο να αποξενωθούν απολύτως των ανθρωπίνων συναισθημάτων, όταν καλούνται να αξιολογήσουν συναδέλφους τους, ενίοτε μάλιστα ιεραρχικώς ανωτέρους.
Ίσως ένα Ειδικό Σώμα Ελέγχου, ίσως μια οιονεί ανεξάρτητη αρχή, που να συγκροτείται από πρυτάνεις ή καθηγητές νομικών σχολών, προέδρους δικηγορικών συλλόγων και δικαστές του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας (αναλόγως προς την υπόθεση).
Έτσι ο έλεγχος πιθανών παρεκβάσεων ανωτέρων δικαστικών λειτουργών δεν θα είναι μόνον αλλά θα φαίνεται κιόλας αντικειμενικός, όπως ακριβώς έχουν ανάγκη να αισθάνονται οι πολίτες εξ αιτίας ατυχών στιγμών του παρελθόντος…
Σημ: Οι χειρισμοί της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου σε σχέση με την διαβίβαση του φακέλλου του σκανδάλου του Βατοπεδίου στη Βουλή μας έχουν απασχολήσει κατ' επανάληψη στο παρελθόν με σχετικές αναρτήσεις μας εδώ, εδώ και εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου