Η δημοκρατία, που στήθηκε μετά την πτώση της στρατιωτικής Χούντας, η Ελληνική Δημοκρατία της μεταπολίτευσης, στηρίχθηκε σε τρείς πυλώνες άμεσης έκφρασης της κοινωνικής συμμετοχής.:
Το Κοινοβούλιο, που προϋποθέτει την δημοκρατική λειτουργία κομμάτων, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Στα χρόνια που ακολούθησαν επεκράτησε η αντίληψη ότι τα κόμματα δεν χρειάζονται ιδεολογικό πλαίσιο, δεν έχουν ανάγκη από αρχές και στρατηγικά προγράμματα. Είναι απλοί πολιτικοί μηχανισμοί με μοναδικό στόχο την κατάληψη της εξουσίας. Στόχος, που αγιάζει τα μέσα, ακόμη και την ακατάσχετη ψευδολογία ή την πάσης φύσεως διαπλοκή με οικονομικά και λοιπά συμφέροντα.
Έτσι το κοινοβούλιο ελέω «κομματικής πειθαρχίας», κατάντησε βιοτεχνία νόμων κυβερνητικής σκοπιμότητας και «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για κάθε είδους φαυλότητα διακυβέρνησης.
Η Τοπική αυτοδιοίκηση, που ξεκίνησε με γνώμονα την αποκέντρωση, καταργήθηκε κυριολεκτικά με την επιστροφή στον απόλυτο συγκεντρωτισμό του «Καλλικράτη».
Όσο για τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, αφού εκμαυλίσθηκαν συστηματικά τώρα λοιδορούνται, συκοφαντούνται και οδεύουν προς οριστική κατάργηση.
Αυτονόητη κατάληξη αυτής της αποδόμησης των πυλώνων της Δημοκρατίας είναι το εξουσιαστικό εξάμβλωμα, που ασκεί διακυβέρνηση στον τόπο από το 2004 και εντεύθεν.
Και βέβαια θα σπεύσουν να ρωτήσουν οι διάφοροι καλοθελητές: Άραγε πρίν το 2004 όλα ήταν καλώς καμωμένα;Προφανώς όχι. Υπήρχαν όμως κόμματα με διακριτό ιδεολογικό προσανατολισμό, με όραμα για το μέλλον της Ελλάδας, με ξεκάθαρη στρατηγική στόχευση και σοβαρά πολιτικά προγράμματα. Εν πάση περιπτώσει η χώρα ετύγχανε αξιοπρεπούς κυριαρχίας και οι πολίτες αξιοπρεπούς διαβίωσης. Μετά το 2004 ξεκίνησε η απόλυτη εξαχρείωση της πολιτικής και η απόλυτη εξαθλίωση των πολιτών. Αυτή είναι η αλήθεια.Και αυτή η αλήθεια δεν μπορεί να συσκοτισθεί ούτε από τις συκοφαντίες, ούτε από τους συμψηφισμούς, ούτε από τις δήθεν αυτοκριτικές διαπλεκόμενων πολιτικών, οικονομικών και δημοσιογραφικών κύκλων.
Είναι λοιπόν τουλάχιστον αλυσιτελής η ακατάσχετη δηλωσιομανία και η μανιώδης αρθρογραφία, στην οποία επιδίδονται διάφοροι σημαίνοντες πολιτικοί, παραμελώντας τον ουσιαστικό τους ρόλο και επιχειρώντας να παίξουν άλλοτε ρόλο πολιτικού σχολιαστή και άλλοτε ρόλο τιμητή της κοινωνίας.
Κατακλύζονται από χθες, ως μη όφειλαν, τα ΜΜΕ από το κοινό άρθρο τριών Υπουργών, οι οποίοι επιχειρούν μια μονόπλευρη ανάδειξη κρατικών δυσλειτουργιών, θεσμικών ελλειμμάτων και κοινωνικών αδυναμιών, ως οι ίδιοι να ήσαν εξωτικοί διεθνείς αναλυτές και να μην είχαν καμία προσωπική ανάμειξη στην πολιτική και δη την διακυβέρνηση της χώρας κατά την τελευταία εικοσαετία.
Καταγγέλλουν οι τρείς Εξοχότατοι τον συντεχνιασμό (νεολογισμός). Παραλείπουν βέβαια να αναφερθούν στην συντεχνία της πολιτικής ελίτ, η οποία αποτελεί την μήτρα όλων των υπολοίπων συντεχνιών και η οποία εξακολουθεί να συμπεριφέρεται ως τέτοια, θεωρώντας το κράτος και το δημόσιο κορβανά ως οικογενειακό της τσιφλίκι. Κυρίως δε παραλείπουν να γνωστοποιήσουν ποιο ακριβώς μοντέλο εργασιακής εκπροσώπησης προτείνουν στη θέση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, που επιδιώκουν να καταργήσουν. Διότι όλοι συμφωνούν στην καταδίκη του «κορπορατισμού», όμως από τη φύση του κάθε σωματείο αποτελεί δημιούργημα κάποιας «μειοψηφίας», που ονειρεύεται να αποκτήσει συλλογική ισχύ και «αποτελεσματικό δυναμισμό». Η σωματειακή οργάνωση όμως είναι η πεμπτουσία του ανθρώπινου δικαιώματος του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι. Η λύση λοιπόν δεν μπορεί να είναι η κατάργηση της σωματειακής οργάνωσης των κοινωνών, όπως έκανε η χούντα των συνταγματαρχών, που άφησε μόνο σε λειτουργία τους εθνικοτοπικούς συνδέσμους. Η λύση είναι η υγιής λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και κυρίως των κυβερνήσεων, που εκτρέπονται στην καλλιέργεια του «κορπορατισμού».
Πέραν τούτου όμως αξίζει τον κόπο να επισημάνουμε ότι στον εικοστό πρώτο αιώνα δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα ούτε συντεχνίες, ούτε κορπορατισμός. Υπάρχουν σωματεία, συνδικαλιστικές οργανώσεις και στην χειρότερη περίπτωση ομάδες πίεσης (λόμπυ). Η χρήση των όρου «συντεχνία», που αποτελεί μεσαιωνικό μόρφωμα επαγγελματικής αλληλεγγύης και ο «κορπορατισμός», που επινοήθηκε ως μέσο εκτόνωσης των κοινωνικών αντιδράσεων σε φασιστικά καθεστώτα, αποτελούν αδόκιμη επιλογή των τριών αρθρογράφων για προφανείς προπαγανδιστικούς λόγους.
Είναι όμως πολιτικά ανόητος αυτός ο αυθαίρετος παραλληλισμός διότι προσιδιάζει σε ακροδεξιά αντίληψη για δύο πολύ απλούς λόγους:
Πρώτον διότι τα σωματεία, ο συνδικαλισμός, ακόμη και τα λόμπυ, που λειτουργούν κατά κόρον στις ΗΠΑ, είναι θεμελιώδεις δημοκρατικοί θεσμοί, που κανείς πολιτικός στη δημοκρατική Δύση, όσο συντηρητικός και αν είναι, δεν διανοήθηκε να προτείνει τη διάλυσή τους. Δεύτερον διότι αν πράγματι αντί συνδικαλισμού υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα κορπορατισμός ή συντεχνίες, τότε αυτή η Κυβέρνηση στην οποία πρωτοστατούν οι τρείς επιφανείς πολιτικοί έχει περιάγει την χώρα σε καθεστώς φασισμού ή Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Εξ άλλου θα έπρεπε να αντιλαμβάνονται, ότι αυτοί που χρησιμοποιούν κατά κόρον κατά την τελευταία διετία τον κοινωνικό αυτοματισμό ως μέσο διαχείρισης των κοινωνικών αντιδράσεων απέναντι σε αντιλαϊκά μέτρα είναι οι απόλυτοι ηθικοί αυτουργοί του όποιου πιθανού κορπορατισμού αφρόνως και αδοκίμως αφορίζουν.
Ας μη γελιόμαστε. Όσοι καλλιεργούν τον κοινωνικό αυτοματισμό προκαλούν νομοτελειακά την εμφάνιση συμπτωμάτων «κορπορατισμού». Από την άλλη δε κοινωνικός αυτοματισμός και «κορπορατισμός» είναι αμφότερα εργαλεία μαζικής διαχείρισης ολοκληρωτικής εμπνεύσεως και εφαρμογής.
Κατά τα λοιπά οι θρηνωδίες περί απεργιών, αναστατώσεων, κλειστών δρόμων, λιμανιών κεντρικών καταστημάτων, σχολείων, κινδύνων δημόσιας υγείας, κ.λ.π φαντάζουν κροκοδείλια δάκρυα, όταν ακούγονται από τρείς Υπουργούς εκ των οποίων ο ένας φρόντισε να αφήσει τα σχολεία χωρίς βιβλία και τα πανεπιστήμια χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες, ο άλλος προωθεί την εμπορευματοποίηση της υγείας διά της υποβαθμίσεως των προσφερομένων δημοσίων σχετικών υπηρεσιών και ο τρίτος κατεδάφισε την τοπική αυτοδιοίκηση καταργώντας την αποκέντρωση και βάζοντας στη θέση της τον ακραίο συγκεντρωτισμό. Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί.
Παρομοίως βαθειά συντηρητικές στην κατεύθυνση του κοινωνικού αυτοματισμού και υπερβαίνουσες τη δημοκρατική δεοντολογία κινούνται και οι παραινέσεις προς την «σιωπηλή πλειοψηφία» να «πάρει την κατάσταση στα χέρια της», όπως και η παρότρυνση στους δικαστές και την αστυνομία να υπερασπιστούν την έννομη τάξη. Η πρόταση : «Η μεν κοινωνία έχει υποχρέωση να υπερασπιστεί τον εαυτό της από κάθε επιβολή ιδεολογικών, κομματικών ή συντεχνιακών συμφερόντων, οι δε δημοκρατικά νομιμοποιημένες κρατικές λειτουργίες έχουν την υποχρέωση να ανταποκριθούν στο κοινωνικό αίτημα για την τήρηση της» είναι εξαιρετικά επικίνδυνη στην παρούσα συγκυρία. Γιατί ισοδυναμεί με κάλεσμα σε εμφύλιο πόλεμο, αφού το άθροισμα των επαγγελματικών ομάδων, που ενοχοποιούνται ως «συντεχνίες» και των ραγδαίως εξαθλιούμενων κατώτερων οικονομικών στρωμάτων, που συγκροτούν διάφορα κινήματα («αγανακτισμένο»ι, «δεν πληρώνω κ.λ.π») αποτελούν ήδη ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας με τάση και χαρακτηριστικά πλειοψηφικού ρεύματος.
Όπως πολύ επικίνδυνη είναι και η παρατακτική αναφορά σε κομματικά, συντεχνιακά αλλά και Ιδεολογικά συμφέροντα. Πως άραγε ορίζονται αυτά τα «ιδεολογικά συμφέροντα»; Και τι ακριβώς οραματίζονται τα τρία επίλεκτα πολιτικά στελέχη; Κόμματα ιδεολογικά ανερμάτιστα και κοινωνίες κινούμενες στον αστερισμό της απόλυτης ατομικής ιδιοτέλειας;
Σε πλήρη διάσταση εξ’ άλλου με την κοινή αίσθηση βρίσκεται η άποψη ότι «Εχθροί της κοινωνίας, σήμερα, είναι η δημαγωγία, ο λαϊκισμός, η ατιμωρησία, ο συντεχνιασμός και οι καθυστερήσεις». Δυστυχώς για τους συγγραφείς του υπουργικού άρθρου η ίδια η κοινωνία, μηδέ της περιπόθητης «σιωπηλής πλειοψηφίας» εξαιρουμένης, πιστεύει πλέον ακράδαντα ότι εχθρός της είναι η ασύστολη πολιτική ψευδολογία, η κοινωνική αναλγησία, η αλαζονεία, η ατιμωρησία όχι των κατατρεγμένων, αλλά των φαύλων υπουργών και των διαφόρων λοιπών λυμεώνων του δημοσίου πλούτου, η διαπλοκή και η άνευ όρων παράδοση της χώρας στις βουλιμικές ορέξεις των δανειστών της.
Η ανέξοδη δήθεν αυτοκριτική, που παραλείπει να αναφερθεί στα χάλια της παρούσης κυβερνητικής περιόδου και περιορίζεται στην κατασυκοφάντηση προηγούμενων Πασοκικών κυβερνήσεων προβάλλει απύθμενα φαρισαϊκή.
Οι δε δασκαλίστικες νουθεσίες του τύπου «πρέπει να γίνει σαφές σε όλους πως η Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρήσει δίχως Δικαιοσύνη, εξορθολογισμό των δημοσιονομικών της και χωρίς τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις», ακούγονται περίπου ως παραδοξολογίες, όταν κάποιοι εννοούν τη δικαιοσύνη ως εργαλείο επιβολής αντιλαϊκών μέτρων κατά παραβίαση του ίδιου του Συντάγματος, προωθούν ένα πρωτότυπο δημοσιονομικό εξορθολογισμό, ο οποίος συνίσταται στην φορολογική εξόντωση των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων και αντιλαμβάνονται ως «απαραίτητες μεταρρυθμίσεις» την κατάργηση του Πανεπιστημιακού ασύλου, την επιβολή εισιτηρίου στα δημόσια νοσοκομεία και την επαναφορά του συγκεντρωτισμού στην κατ’ ευφημισμόν τοπική αυτοδιοίκηση.
Τέλος η εναγώνια όσο και απειλητική κραυγή «ή θα βουλιάξουμε όλοι μαζί ή θα σωθούμε όλοι μαζί» απευθυνόμενη σε μια κοινωνία, που βουλιάζει κάτω από το βάρος υπέρογκων μονόπλευρων φορολογικών επιβαρύνσεων την ίδια στιγμή, που παραμένουν στο απυρόβλητο πρωταγωνιστές οικονομικών σκανδάλων, μεγαλοκαταθέτες των ξένων τραπεζών και επιφανείς φοροφυγάδες, εισπράττεται ως μήνυμα ότι πρέπει να βουλιάξει η Ελλάδα για να σωθούν οι λίγοι και εκλεκτοί τραπεζίτες μετά των φίλων τους πολιτικών παραγόντων και λοιπών παραδοσιακώς διαπλεκομένων.
Όπως ως ανέκδοτο ακούγεται και η οδηγία ότι « όλα τα μέλη και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ πρέπει να δώσουμε ενωμένοι τις δύσκολες μάχες τόσο στη Βουλή όσο και στην κοινωνία», όταν είναι παγκοίνως γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια μεθοδεύθηκε συστηματικά η κατεδάφιση του κόμματος και η απομάκρυνση κάθε υγιούς στοιχείου από τις κομματικές οργανώσεις, με αποτέλεσμα να έχει απομείνει μόνο μια κυβερνητική καμαρίλα και μια αξιοθρήνητη κοινοβουλευτική ομάδα ξεκομμένη από την κοινωνία χωρίς ουσιαστική αναφορά στο εκλογικό σώμα, που αισθάνεται εξαπατημένο.
Συμπέρασμα:
Το άρθρο δεν έχει σίγουρα καμία σχέση με τον σοσιαλισμό (όπως ατυχώς επιγράφεται το κόμμα στο οποίο ανήκουν οι τρείς Υπουργοί), δεν έχει καμία σχέση με τη σοσιαλδημοκρατία (όπως μάλλον αυτοπροσδιορίζονται), αποκλίνει δε επικίνδυνα από την δημοκρατία αποπνέοντας ένα βαθύ συντηρητισμό, όπως παραπάνω αναλύσαμε.
Ο συντηρητισμός αυτός δεν βοηθά την κυβέρνηση στην παρούσα φάση και σίγουρα επιταχύνει την πολιτική αποστασιοποίηση των αρθρογράφων από την κοινωνία, μια κοινωνία που όσο περισσότερο πένεται και βάλλεται, τόσο περισσότερο ροζοσπαστικοποιείται και στρέφεται νομοτελειακά προς τα αριστερά.
Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι, για λόγους που θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στις επόμενες μέρες, με το άρθρο αυτό αποκαλύπτεται ότι επίλεκτα στελέχη της κυβέρνησης ενώ επιδίδονται σε μια απεραντολογική καταγραφή της υποτιθέμενης Ελληνικής κοινωνικής και διοικητικής παθογένειας, φαίνεται να αγνοούν τις πραγματικές αιτίες της σημερινής μας κακοδαιμονίας, να μην έχουν αίσθηση της κοσμογονικής καταιγίδας που εκτυλίσσεται στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ή ενδεχομένως να επιχειρούν σκοπίμως να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη.
Αλλά για αυτά θα μιλήσουμε στην επόμενη ανάρτηση…