Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

Συνταγματολόγοι εναντίον του Συντάγματος...

Η σύγχρονη επιστημονική αντίληψη κατατάσσει την νομική στις κοινωνικές επιστήμες.

Δεν νοείται νόμος, που δεν διασφαλίζει κοινωνικά αγαθά, δεν νοείται κράτος δικαίου, που δεν υπηρετεί τα συμφέροντα μιας ευνομούμενης κοινωνίας.


Ως ανώτατος πολιτειακός νόμος το σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος ενός κράτους δικαίου, που προώρισται να ρυθμίζει την μορφή του πολιτεύματος, τις λειτουργίες και τα όργανα του κράτους, τα βασικά ατομικά δικαιώματα των πολιτών.

Ως τέτοιος νόμος είναι νόμος κατ’ εξοχήν κοινωνικός, καθώς προβλέπει τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά και τους στοιχειώδεις όρους συμβίωσης των κοινωνών.

Συνεπόμενα η φύση του θεμελιώδους αυτού νόμου είναι κατ’ εξοχήν πολιτική και δεν υπάρχει σχεδόν καμιά διάταξη του συντάγματος η εφαρμογή της οποίας να μην έχει πολιτικό περιεχόμενο και αυτονόητες πολιτικές συνέπειες.

Από την άλλη τα κόμματα αποτελούν οργανωμένους φορείς κοινωνικής βούλησης, που στόχο έχουν την εξυπηρέτηση της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος αυτονοήτως επ’ αγαθώ του κοινωνικού συνόλου.

Τέλος το σύνταγμα ως υπέρτατος νόμος θα πρέπει να ερμηνεύεται κατ’ αρχήν δια του συντάγματος και όχι με βάση γενικές και αόριστες, εν πολλοίς δε ευκαιριακές, ερμηνευτικές αρχές.

Όταν λοιπόν κατά καιρούς ακούγονται φωνές «επιστημονικές», που επιχειρούν αιφνίδια και επιλεκτικά να εφοδιάζουν τα ΜΜΕ με επιστημονικές ερμηνείες αποσπασματικών συνταγματικών διατάξεων αποφλοιωμένες από κάθε πολιτική τους διάσταση και αποξενωμένες από την συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, ο λοιπός επιστημονικός κόσμος, αλλά κυρίως ο κάθε πολίτης μπορεί και οφείλει να γίνεται καχύποπτος.

Διότι εδώ δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε επιστήμη. Πρόκειται για την ερμηνεία και εφαρμογή του συντάγματος.

Και το σύνταγμα είναι πρωτίστως νόμος πολιτειακός τουτέστιν νόμος εξόχως πολιτικός.

Δεν αμφισβητούμε καθόλου την εξέχουσα προσωπικότητα των καταξιωμένων συνταγματολόγων, προς τους οποίους τρέφουμε απέραντη εκτίμηση πολλώ μάλλον καθ’ όσον τον μεν ένα ευτυχήσαμε να έχουμε ακαδημαϊκό δάσκαλο, τον άλλο δε ρωμαλέο συναγωνιστή στα πρώτα χρόνια της παλινόρθωσης της μεταχουντικής δημοκρατίας.

Όμως επειδή ακριβώς η γνώμη τους εκφράσθηκε δημοσίως και εξ αιτίας της ιστορίας και του επιστημονικού τους κύρους ευλόγως αξιολογείται ως βαρύνουσα, οφείλουμε δημοσίως να τοποθετηθούμε και να εκφράσουμε, οι επιστημονικά ελάχιστοι, την ταπεινή επιστημονική μας αντίληψη, αλλά πρωτίστως την πολιτική μας γνώμη ως μελών μιας συγκυριακά πολύπαθης και αδίκως χειμαζόμενης πολιτείας.

Το πρώτο λοιπόν ζήτημα, που τίθεται από επιστημονική άποψη είναι κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί ως επιστημονικά επαρκής μια ερμηνεία, που περιορίζεται σε σχολαστική προσέγγιση μιας ειδικής διατάξεως του συντάγματος, αγνοώντας θεμελιώδεις αρχές, που το ίδιο το σύνταγμα θεσπίζει.

Πράγματι οι διαπρεπείς συνταγματολόγοι εγκαλούν το ΠΑΣΟΚ (ακριβέστερα τον Πρόεδρό του) διότι είχε την ειλικρίνεια να δηλώσει ότι με αφορμή την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας θα επιδιώξει την διενέργεια εκλογών, αν μέχρι τον ερχόμενο Μάρτιο η παρούσα Κυβέρνηση δεν έχει ικανοποιήσει σχετικό αίτημα, που από πολλών μηνών έχει θέσει σύσσωμη περίπου η αντιπολίτευση, αίτημα που φάνηκε να υιοθετείται και από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού κατά τις πρόσφατες ευρωεκλογές.

Περιορίζονται όμως στη στενή ερμηνεία των οικείων συνταγματικών διατάξεων, που αναφέρονται στον τρόπο εκλογής του Προέδρου προβάλλοντας την δικαιολογία ότι κινούνται αυστηρά μέσα στα όρια της επιστημονικής τους ιδιότητας.

Δεν θα σταθούμε στο γεγονός ότι τόσο η ιδιότητα του κ. Κασιμάτη, ως Νομικού Συμβούλου του αείμνηστου Α. Παπανδρέου, όσο και η ιστορική διαδρομή του κ. Τσάτσου, τους προσδίδουν ξεκάθαρα και την πολιτική ιδιότητα.

Ούτε στο αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι δημόσιες «επιστημονικές» παρεμβάσεις αυτού του είδους έχουν εξ αντικειμένου εντονότατες πολιτικές συνέπειες.

Θα επιμείνουμε κυρίως σ’ αυτόν καθ’ εαυτόν τον χαρακτήρα των συνταγματικών διατάξεων, που όπως εξηγήσαμε παραπάνω μετέχουν αναμφίβολα της πολιτικής.

Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του Συντάγματος «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία».

Στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες οι εκλογές είναι το υπέρτατο εργαλείο έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας. Άρα οποιαδήποτε ενέργεια στοχεύει να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές δεν μπορεί να θεωρείται ότι a priori παραβιάζει το Σύνταγμα. Το αντίθετο μάλιστα θα φαινόταν περισσότερο ορθό.

Εξ’ άλλου στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου 1, ορίζεται ότι «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό» και «υπάρχουν υπέρ αυτού (του Λαού) και του Έθνους».

Τούτο σημαίνει ότι και η εκτελεστική (κυβερνητική εξουσία) οφείλει να ασκείται προς εξυπηρέτηση των λαϊκών και εθνικών συμφερόντων διότι σε αντίθετη περίπτωση εκλείπει κάθε δικαιολογητική βάση για αυτήν καθεαυτή την ύπαρξή της.

Και προφανώς η αξιολογική εκτίμηση της επωφελούς ή όχι για τον τόπο διακυβέρνησης δεν κρίνεται από προγράμματα ή μεγαλόσχημες εξαγγελίες, αλλά από απτά συγκεκριμένα αποτελέσματα σε όλους τους κατ’ ιδίαν τομείς της κυβερνητικής αρμοδιότητας.

Τέλος στη 4η παράγραφο του ακροτελεύτιου άρθρου 120 ορίζεται ότι «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων…».

Τούτο σημαίνει ότι κάθε πολίτης και πολλώ μάλλον κάθε κόμμα, ως οργανωμένο σύνολο συνειδητοποιημένων πολιτών, επωμίζεται το βάρος της υπεράσπισης της συνταγματικής τάξης, η οποία προφανώς εμπεριέχει και την προαναφερθείσα αρχή και επιταγή της ασκήσεως των εξουσιών υπέρ του Λαού και του Έθνους.


Η αξιωματική αντιπολίτευση ισχυρίζεται ότι η παρούσα κυβέρνηση πολιτεύεται κατά τρόπο καταστροφικό για τη χώρα.

Αν αυτό συμβαίνει, τότε η αξιωματική αντιπολίτευση όχι απλώς νομιμοποιείται, αλλά μάλλον υποχρεούται να αξιοποιήσει κάθε πρόσφορο μέσο, ακόμη και την ευκαιρία εκλογής Προέδρου, προκειμένου να ανακόψει την κατηφορική πορεία της χώρας.

Αν δεν το πράξει τότε και μόνον τότε αναμφιβόλως παραβιάζει θεμελιώδεις επιταγές του συντάγματος.

Και μάλιστα θα πρέπει να δεχθούμε ότι είναι εν πολλοίς αδιάφορο το ζήτημα αν και κατά πόσον οι αιτιάσεις της αντιπολίτευσης είναι αρκούντως βάσιμες.

Αρκεί η πεποίθηση της αντιπολίτευσης και δη των ηγετικών της οργάνων περί της αντίθεσης της κυβερνητικής πολιτικής προς τα συμφέροντα του Λαού και του Έθνους.

Η αντικειμενική ορθότητα αυτής της πεποιθήσεως είναι άλλο ζήτημα το οποίο θα κριθεί προφανώς από τον κυρίαρχο Λαό στις εκλογές, αλλά ουδόλως διαφοροποιεί το δικαίωμα και το καθήκον της αντιπολίτευσης να επιδιώξει την διενέργεια εκλογών, προς προστασία των λαϊκών και εθνικών συμφερόντων από μια διακυβέρνηση, η οποία τα απειλεί ή πολύ χειρότερα τα βλάπτει ανεπανόρθωτα κατά την πεποίθησή της.

Αυτά ως προς το επιστημονικό σκέλος του θέματος.

Με μια ακόμη παρατήρηση.

Θεωρητικά όλες οι επί μέρους διατάξεις του Συντάγματος ως περιεχόμενες στον ίδιο νόμο έχουν την ίδια νομική ισχύ.

Όμως είναι εξόφθαλμα προφανές ότι άλλη αξία και βαρύτητα έχουν διατάξεις που περιέχουν παγκόσμιες διαχρονικές αρχές και άλλη κάποιες άλλες διατάξεις, ρυθμιστικές του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας των οργάνων του κράτους.

Άλλη λοιπόν η σπουδαιότητα των αρχών του άρθρων 1 και 120, που προαναφέραμε και άλλη των διατάξεων, που ορίζουν τον τρόπο και την απαιτούμενη πλειοψηφία για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Άρα και αν ακόμη θεωρηθεί ότι υφίσταται κάποιο δίλλημα ή κάποια οιονεί σύγκρουση καθηκόντων, είναι ευνόητο ότι οι περί της εκλογής Προέδρου διατάξεις οφείλουν να υποχωρήσουν ενώπιον των θεμελιωδών αρχών της προστασίας του Λαού και του Έθνους.

Η προβαλλόμενη λοιπόν άποψη περί παραβιάσεως του συντάγματος είναι αδόκιμη στο μέτρο που περιορίζει την «επιστημονική» της προσέγγιση στις διατάξεις περί εκλογής προέδρου, διότι, ηθελημένα ή αθέλητα αδιάφορο, αγνοεί τις λοιπές υπέρτερες θεμελιώδεις αρχές του.

Και γι’ αυτό από την αρχή επισημάναμε ότι το σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύεται διά του συντάγματος, υπό την έννοια ότι ως εργαλείο για την κατανόηση και ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων θα πρέπει πρώτα να ανατρέχουμε στις αρχές, που το ίδιο εμπεριέχει και δευτερευόντως και επικουρικά σε άλλες κοινές ερμηνευτικές αρχές.

Τώρα βεβαίως για το κατά πόσον οι αιτιάσεις της αντιπολίτευσης είναι ή όχι βάσιμες δεν είναι απαραίτητο να ζητηθεί η γνώμη των επιστημόνων.

Αν ρωτηθεί οποιοσδήποτε πολίτης σε οποιαδήποτε εσχατιά της ελληνικής επικράτειας είναι σε θέση να προσφέρει ασφαλή και αυθεντική εκτίμηση για την κατάντια της χώρας σε όλους τους τομείς της κυβερνητικής δράσης ή αδράνειας.

Αν ρωτηθεί οποιοσδήποτε Έλληνας απανταχού της γής μπορεί να βεβαιώσει αυθόρμητα την απελπιστική για τα εθνικά μας συμφέροντα διαχείριση όλων των θεμάτων, που διαχρονικά απασχολούν τη χώρα.

Άρα αν κάποιος υπ’ αυτές τις συνθήκες περιορίζεται παρωπιδικά στην «επιστημονική» του ιδιότητα για να ανακαλύψει οψίμως δευτερεύουσες και τριτεύουσες συνταγματικές παρατυπίες στις επιδιώξεις της αντιπολίτευσης, τότε μάλλον αυτός παραβιάζει το σύνταγμα θυσιάζοντας σε ένα βυζαντινολογικό τύπο την ουσία της κοινωνικής και εθνικής μας επιβίωσης.

Και αν αιδημόνως επί μακρόν σιωπά σε σωρεία αντισυνταγματικών παρατυπιών της κυβέρνησης και αιφνιδίως ξυπνά από τον «επιστημονικό» του λήθαργο για να ανακαλύψει το «στραβοπάτημα» της αντιπολίτευσης, τότε θέτει εν αμφιβόλω μάλλον την δική του αξιοπιστία παρά την συνταγματική νομιμοφροσύνη της αντιπολίτευσης.

Διότι πράγματι δικαιολογημένα αναρωτιέται ο πολίτης πού ακριβώς καθηύδαν οι έγκριτοι συνταγματολόγοι όταν κάποιοι εισαγγελικοί λειτουργοί εμπόδιζαν την άσκηση έρευνας και δίωξης κατά Υπουργών, αντιποιούμενοι τις αρμοδιότητες της Βουλής, όταν παρεμποδίζονταν οι κυβερνητικοί βουλευτές να προσέλθουν στη βουλή και να ασκήσουν τα συνταγματικά τους καθήκοντα με προφανή στόχο κάποιων να «κουκουλώσουν» πρωτοφανή οικονομικά σκάνδαλα, που συνταράσσουν το πανελλήνιο, ή πολλώ μάλλον όταν τον Σεπτέμβριο του 2007 οδηγήθηκε η χώρα σε πρόωρες εκλογές δια καταχρηστικής ασκήσεως της σχετικής προνοίας του συντάγματος, με προφανή στόχο να αποφευχθεί η διενέργεια εκλογών ένα χρόνο αργότερα, όταν προεβλέπετο βεβαία η ήττα του κυβερνώντος κόμματος, όπως πανηγυρικά αποδείχθηκε στις πρόσφατες ευρωεκλογές.

Πριν από πάρα πολλά χρόνια η ρωμαϊκή δωδεκάδελτος προέβλεπε ότι

«Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ ΝΟΜΟΣ». (Salus populi suprema lex est).

Δυόμισυ χιλιάδες χρόνια μετά αν κάποιοι ειδικοί επιστήμονες δεν μπορούν ακόμη να ιεραρχήσουν σωστά τα εθνικά διακυβεύματα είναι ασφαλώς πρόβλημα, αλλά το πρόβλημα είναι προφανώς όλο δικό τους και πάντως όχι της Δημοκρατίας.

Η Δημοκρατία ευτυχώς μπορεί και πρέπει ακόμη να λύνει τα προβλήματά της μέσω των βουλευτικών εκλογών και όχι μέσω των «επιστημονικών γνωματεύσεων»…..

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Kαλή η ανάλυση αλλά στο όνομα της σωτηρίας του Λαού έχουν γίνει οι μεγαλύτερες καταπατήσεις της Δημοκρατίας.

choricos είπε...

Δεν μπορώ παράνα συμφωνήσω απόλυτα μαζί σας.
Όμως οι βουλευτικές εκλογές περί των οποίων ο λόγος, δεν μπορούν με κανένα τρόπο να καταπατήσουν τη δημοκρατία, εκτός από την περίπτωση που διενεργούνται υπό καθεστώς βίας και νοθείας, όπως κάποτε είχε συμβεί στην προδικτατορική περίοδο.