Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Ο Τσίπρας απειλεί να κάψει την υποψηφιότητα Μητρόπουλου.


Είναι κοινό μυστικό, το οποίο μόνον οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (πολιτικοί) υποκρίνονται ότι αγνοούν, πως ο ελληνικός λαός είναι αγανακτισμένος με το σύνολο του παραδοσιακού επαγγελματικού προσωπικού της χώρας. Είναι πλέον ή βέβαιον ότι για τον μέσο πολίτη βαρύτατες ευθύνες για την σημερινή κακοδαιμονία της χώρας έχουν όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα.
Ο έντιμος μη προνομιούχος Έλληνας (τουτέστιν το 99,5% του λαού) φρονεί ορθώς ότι όχι μόνο τα δύο κόμματα εξουσίας, αλλά και τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης αποτελούν παράγοντες ενός και του αυτού αποτυχημένου πολιτικού συστήματος εξουσίας, που όλα αυτά τα χρόνια υπηρέτησε ανεπαρκώς έως δολίως την Ελληνική Πολιτεία.
Και αυτής της αντίληψης δυστυχώς δεν μπορούν να εξαιρεθούν ούτε τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς, τα οποία μετά την μεταπολίτευση φάνηκαν να βολεύονται σε μια βλαπτική για τα λαϊκά συμφέροντα διασπαστική πολιτική, που περιοριζόμενη σε μικρής εμβέλειας ακτιβισμούς βοηθούσε μάλλον δια της εκτονώσεως στην συντήρηση παρά στην ανατροπή των λεγόμενων αστικών κομμάτων.
Αυτά όλα καταγράφονται ξεκάθαρα και στις δημοσκοπήσεις όπου οι φερόμενοι ως απέχοντες ή ως αναποφάσιστοι έχουν φθάσει πλέον σε δυσθεώρητα ύψη ποσοστών. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οποίο στους δυό επόμενους μήνες πρόκειται να τύχει ραγδαίας επιδείνωσης, είναι μάλλον αναμενόμενο ότι όσοι τελικά ψηφοφόροι προσέλθουν στις κάλπες, θα επιχειρήσουν μάλλον να τιμωρήσουν παρά να επιδοκιμάσουν τους εκλεκτούς των παραδοσιακών κοινοβουλευτικών κομμάτων.
Αυτό σημαίνει ότι μόνο πραγματικά ανεξάρτητοι υποψήφιοι προερχόμενοι από αγνές πρωτοβουλίες πολιτών, άσχετοι από το «αμαρτωλό» πολιτικό κατεστημένο και με σαφές και απερίφραστο αντιμνημονιακό στίγμα θα έχουν ελπίδα προτίμησης στις επερχόμενες εκλογές. Διότι βεβαίως παρά την «φιλότιμη» προσπάθεια των κομματικών υποψηφίων και των ΜΜΕ είναι δύσκολο ο μέσος ψηφοφόρος να προσέλθει στην κάλπη ψόφιος στην πείνα και να ψηφίσει με βάση αυτό που του επιτάσσει η «αυτοδιοικητική λογική» του και όχι αυτό που του γουργουρίζει το άδειο του στομάχι. Γι αυτό άλλωστε και τα κόμματα εξουσίας βρέθηκαν σ’ αυτή την πρωτοφανή αδυναμία να επιστρατεύσουν πρωτοκλασάτα στελέχη για την εκλογική μάχη. «Χρόνια στο κουρμπέτι» οι επαγγελματίες πρωτοκλασάτοι απέφυγαν σθεναρώς και επιμελώς να καταστρέψουν την πολιτική τους καριέρα επωμιζόμενη την ευκόλως προβλεπόμενη εκλογική ήττα του κόμματός τους.
Έτσι ο κος Μητρόπουλος, όπως και ανάλογες περιπτώσεις, που σίγουρα θα υπάρξουν στο επόμενο διάστημα συγκεντρώνουν αναμφίβολα σοβαρά πλεονεκτήματα στην επερχόμενη εκλογική μάχη. Όχι μόνο διότι πρόκειται για μια εξέχουσα προσωπικότητα της κοινωνικής και επιστημονικής ζωής του τόπου, αλλά κυρίως λόγω της σταθερά φιλεργατικής πολιτείας του όλα αυτά τα χρόνια, καθώς και της σαφούς προοδευτικής στάσης του απέναντι στους ορισμούς του κερδοσκοπικού μνημονίου, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε και η πρόσφατη αποστασιοποίησή του από το κυβερνών κόμμα.
Αν λοιπόν για τον κο Τσίπρα η «υποστήριξη» στον κο Μητρόπουλο αποτελεί μια λύση ανάγκης, μια περίπου μορφή παρασιτικής πολιτικής επιβίωσης, είναι βέβαιο ότι στον ίδιο τον συμπαθή καθηγητή ουδέν μπορεί να προσφέρει. Τουναντίον εάν οι ψηφοφόροι υποψιασθούν ότι προϋπήρχε παρασκηνιακή συνεννόηση, τότε ο κος Μητρόπουλος κινδυνεύει να απωλέσει το εξ ων ουκ άνευ πλεονέκτημα του ανεξαρτήτου.
Ίσως λοιπόν θα ήταν χρήσιμο, για όλους τους αγνούς ανεξαρτήτους και πραγματικούς αντιπάλους του μνημονίου υποψηφίους, να αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερο σκεπτικισμό τις δήθεν στηρίξεις των κομμάτων, που μάλλον προβλήματα παρά βοήθεια θα προσφέρουν στις εκλογικές πρωτοβουλίες τους. Οι περιστάσεις είναι τόσο πρωτότυπες, όπου δεν θα είναι καθόλου παράξενο αν αποδειχθεί το βράδυ των εκλογών ότι ο μπακάλης της γειτονιάς (ιδίως αυτός που έκλεισε από τις οδηγίες της επάρατης τρόϊκας), έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος πολιτικής στήριξης από οποιοδήποτε κοινοβουλευτικό κόμμα. Διότι είναι πλέον ή βέβαιο ότι όσο το πολιτικό σύστημα επιδίδεται σε επικαιροποιήσεις του μνημονίου άλλο τόσο και οι πολίτες θα επικαιροποιούν αναλόγως την ψήφο τους…

Σημ: Τη φωτογραφία δανεισθήκαμε από εδώ

Οι ιδιοκτήτες φορτηγών τιμονιέρηδες της λαϊκής εξέγερσης….


Αν η επανάσταση ξεκινήσει από τους φορτηγατζήδες, τότε για άλλη μια φορά θα επιβεβαιωθεί ότι η Ελλάδα είναι έθνος ανάδελφον, όπως την είχε χαρακτηρίσει κάποτε ο τ. Πρόεδρος κος Σαρτζετάκης.

Ιστορικά και παγκοσμίως οι ιδιοκτήτες φορτηγών ανήκουν στα πλέον συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Χιλής, όπου πρωτοστάτησαν στην πτώση του Σαλβατόρ Αλιέντε και στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Πινοσέτ.
Από τον κανόνα αυτό δεν μπορεί να αποκλίνουν και οι δικοί μας. Δεν μπορεί άλλωστε να είναι τυχαίο ότι ο μεγαλύτερος όγκος αδειών μοιράσθηκε το 1971 επί χούντας, (προφανώς σε εραστές του καθεστώτος), την ώρα που κάποιοι άλλοι στέναζαν στα κολαστήρια της ασφάλειας και του ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Ακούγοντας όμως κάποιους εκπροσώπους τους στα κανάλια, νόμισα ότι έβλεπα γνήσιους μαθητές του Τσε Γκεβάρα έτοιμους να σηκώσουν τα λάβαρα του προλεταριακού ξεσηκωμού.

Και βέβαια πολλές από τις αιτιάσεις τους για τον ρόλο της τρόϊκας και την γενικότερη τακτική της κυβέρνησης δεν είναι αβάσιμες. Η διαμαρτυρία τους ενάντια σε μια πολιτική «εθνικής σωτηρίας», που αφήνει ανέγγιχτους τους κλέφτες και επιβάλλει στον συνταξιούχο να πληρώσει τα σπασμένα είναι απόλυτα ορθή. Ακόμη και οι αντιρρήσεις τους στην αιφνίδια και αναδρομική αλλαγή του επαγγελματικού τους καθεστώτος έχουν και ηθική και νομική βαρύτητα.

Όμως μέχρι εκεί.
Γιατί κατά τα άλλα αποτελεί προκλητική υποβάθμιση της νοημοσύνης μας να παρακολουθούμε ένα μέτριας αισθητικής θέατρο στα κανάλια, όπου επιχειρηματίες σοβαρής οικονομικής επιφάνειας υποκρίνονται τους φτωχούς βιοπαλαιστές, που αγωνίζονται για τα δίκαια του εργάτη και του συνταξιούχου.
Είναι περίπου το ίδιο εκνευριστικό σαν να βλέπουμε τον κο Σαμαρά να μας μιλάει για την επιθυμία του να πρωτοστατήσει η ΝΔ στην διαλεύκανση των οικονομικών σκανδάλων.

Και είναι εξ ίσου αντιαισθητικό με τους εκπροσώπους των «αριστερών» κομμάτων, που με κάποια αμηχανία είναι αλήθεια, καταχρώνται της ευκαιρίας να επιδείξουν φιλολαϊκά αισθήματα και προοδευτική αντίληψη.
Τόσα χρόνια άραγε όλοι αυτοί οι κύριοι έχουν ενδιαφερθεί για τους χιλιάδες «είλωτες», που απασχολούνται στα φορτηγά των όψιμα επαναστατημένων «κατατρεγμένων ιδιοκτητών»;
Για τους δυστυχισμένους οδηγούς, που βγάζουν «το μεροκάματο του τρόμου» δουλεύοντας με μεσαιωνικά ωράρια κάτω από εντελώς απάνθρωπες συνθήκες, ακούσατε το παραμικρό;

Κοντά σ’ αυτούς βέβαια και κάποιοι μικροϊδιοκτήτες της μιας άδειας, που οδηγούν οι ίδιοι το φορτηγό τους.
Όμως ο καυγάς για την απαξίωση της άδειας προφανώς δεν γίνεται γι αυτούς τους μικροϊδιοκτήτες-οδηγούς, αφού αυτοί είναι ούτως ή άλλως καταδικασμένοι να «πεθάνουν» στο τιμόνι, άρα δεν πρόκειται ποτέ να την πουλήσουν.
Ο καυγάς γίνεται προφανώς για τους μεγαλοκαρχαρίες, που διαθέτουν δεκάδες άδειες ο καθένας με αντίστοιχους φουκαράδες οδηγούς σε φορτηγά, που στις περισσότερες των περιπτώσεων απέχουν παρασάγγας από τις προδιαγραφές της ΕΕ.

Ας σταματήσουν λοιπόν οι θεατρινισμοί. Ας διαπραγματευθούν πολιτισμένα με το Κράτος. Και κυρίως ας ξεφύγουν από την εφήμερη οικονομική στενομυαλιά και ας ενδιαφερθούν περισσότερο για τη θεσμική θωράκιση του κλάδου, στην κατεύθυνση της προστασίας του από την δημιουργία ολιγοπωλιακών πρακτικών. Γιατί πράγματι ο μόνος αληθινός κίνδυνος για τους μικροϊδιοκτήτες είναι η μεγάλη πιθανότητα να αναπτυχθούν ισχυρές εταιρείες, που να τους θέσουν εκτός αγοράς με τα κεφάλαια, την οργάνωση και τα συστήματα (όχι πάντα υπέρ του καταναλωτή) που θα διαθέτουν.

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Σε ολισθηρό δρόμο κινείται ο κος Λοβέρδος.


Αυτό που εξοργίζει τους πολίτες πέρα από την σκληρή τους καθημερινότητα είναι η απίθανη ψευδολογία και η απέραντη κοροϊδία, που έχει πλέον γίνει κρατούσα πολιτική συμπεριφορά.

Τα τελευταία χρόνια με αποκορύφωμα το παρόν διάστημα όλο και περισσότεροι πρωτοκλασάτοι από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα επιμένουν να εφαρμόζουν τον χρυσού κανόνα της πολιτικής «καπατσοσύνης» που διδάσκει ότι:

«Αν δεν μπορείς να τους πείσεις δεν πειράζει, μπέρδεψέ τους».

Έτσι ενώ ο λαουτζίκος υπομένει τα πλείστα όσα μαρτύρια, καλούμενος για άλλη μια φορά να πληρώσει τα σπασμένα της φαυλότητας μιας ομάδας διαπλεχθέντων καταχραστών της δημόσιας περιουσίας και της ελεεινής καμαρίλας τους, υφίσταται και από πάνω τον εμπαιγμό των λοιπών, που υποτίθεται ότι έχουν αναλάβει την «σωτηρία» του λαμβάνοντας μέτρα, που οδηγούν μαθηματικά στην φυσική του εξόντωση.

Διότι η αναγκαιότητα της υπογραφής του μνημονίου και τα όσα αντιλαϊκά μέτρα αυτό υιοθετεί είναι ένα θέμα που επιδέχεται συζητήσεως.

Το να επιμένουν όμως κάποιοι ότι όλα όσα γίνονται είναι καλώς καμωμένα και ότι όσοι διαμαρτύρονται υπονομεύουν το εθνικό συμφέρον, αυτό είναι από τα …άγραφα.

Και το άκρον άωτον του πρωτοφανούς εμπαιγμού μας είναι η επιχειρηματολογία του κου Υπουργού απασχόλησης, που επιμένει σε όλους τους τόνους, ότι οι νομοθετικές του πρωτοβουλίες είναι δήθεν απολύτως συμβατές με το ισχύον σύνταγμα.

Εξηγήσαμε προχθές γιατί ολόκληρος ο νέος ασφαλιστικός νόμος και οποιαδήποτε άλλη νομοθετική ρύθμιση επί οιουδήποτε αντικειμένου είναι απολύτως αντισυνταγματική στο μέτρο, που αλλάζει-θίγει αναδρομικά ρυθμίσεις άλλων διατάξεων προγενέστερων και ευνοϊκότερων για τους πολίτες.(Σ. άρθρο 77, παρ. 2).

Κορωνίδα όμως σ’ αυτή την χιονοστιβάδα αντισυνταγματικών νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης κατ’ επιταγή του επάρατου μνημονίου, αποτελεί η δια νόμου κατάργηση αποφάσεων των Διαιτητικών Δικαστηρίων.

Μία θεμελιώδης αρχή όλων των ισχυσάντων από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους Συνταγμάτων, όπως διδάσκεται παγίως στο πρώτο έτος των Νομικών Σχολών, είναι η αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται η παρέμβαση της μιας εξουσίας σε αρμοδιότητες της άλλης, εκτός των περιπτώσεων, που ορίζεται περιοριστικά από το ίδιο το ισχύον Σύνταγμα.

Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 15 παρ. 6γ του νόμου 1876/1990 εφ’ όσον η απόφαση του Διαιτητή υπογραφεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη «εξομοιώνεται με συλλογική σύμβαση εργασίας», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.3 του ιδίου νόμου «όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των νόμων».

Με απλά λόγια οι διαιτητικές αποφάσεις από της εκδόσεως και υπογραφείς τους από τα μέρη και τον διαιτητή επέχουν θέση νόμου και μάλιστα υπερισχύοντος έναντι παντός άλλου, που τυχόν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις.

Επιπροσθέτως οι διαιτητικές αποφάσεις, ως εκ του τρόπου και της διαδικασίας καταρτίσεώς τους μετέχουν τρόπον τινά και της δικαστικής φύσεως.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οποιαδήποτε νομοθετική παρέμβαση σκοπούσα την κατάργηση Διαιτητικής αποφάσεως συνιστά εκτός των άλλων και παραβίαση της συνταγματικής αρχής διακρίσεως των εξουσιών.

Το επιχείρημα ότι μετά την υπογραφή της Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας δεν επιτρέπεται σε άλλους να υπερβαίνουν τα υπ’ αυτής προβλεπόμενα είναι εντελώς αντιεπιστημονικό.

Αντιθέτως η Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ρυθμίζει παγίως τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων, ενώ παραδοσιακά οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις περιέχουν συνηθέστατα ανώτερες αποδοχές και εκ του νόμου υπερισχύουν της ΓΣΣΕ.

Όσο για το επιχείρημα ότι ο νόμος βασίζεται σε πράξη νομοθετικού περιεχομένου του 1985, αυτό είναι πολιτικά τουλάχιστον ατυχές.

Όλοι αυτοί οι κύριοι, που δεν είναι ικανοί ούτε να δέσουν τα κορδόνια των παπουτσιών του Ανδρέα Παπανδρέου και που οφείλουν την ύπαρξή τους στο αίμα και τους αγώνες χιλιάδων αγνών σοσιαλιστών εκείνης της πολιτικής περιόδου, δεν νομιμοποιούνται να επικαλούνται την πολιτεία εκείνου, που υπήρξε ένας λαμπρός κοινωνικός μεταρρυθμιστής, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα αλλεπάλληλα αντικοινωνικά μέτρα, τα οποία επιχειρούν κατ’ εντολήν μιας γραφειοκρατικής κάστας των Βρυξελλών.

Ας επαναφέρουν το σύνολο της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας του Ανδρέα Παπανδρέου και τότε ας εξετάσουμε και την κατ’ ιδίαν περίπτωση της εν λόγω πράξεως. Άλλως δεν πρόκειται για νομική βάση, αλλά για ένα ακόμη φθηνό πολιτικό εμπαιγμό, που ενέχει χαρακτήρα συκοφαντικής ύβρεως ενάντια στο κόμμα που υποτίθεται ότι υπηρετούν και ενάντια στον ιστορικό του ιδρυτή.

Το ζήτημα λοιπόν είναι ότι όλες αυτές οι νομοθετικές πρωτοβουλίες αποτελούν κατάφωρες παραβιάσεις του Συντάγματος, η ύπαρξη του οποίου φαίνεται πλέον ξεκάθαρα ότι αγνοείται παντελώς από τους συντάκτες του επάρατου μνημονίου.

Και επειδή προφανώς το νομοθετικό έργο δεν τελείωσε και θα υπάρξουν σίγουρα και άλλες εξ ίσου συνταγματικά «παρδαλές» πρωτοβουλίες, θα ήταν καλύτερα να παραδεχθεί η κυβέρνηση την δεινή πραγματικότητα και να απαλλάξει τα μέλη της από το άχθος της νομικής υπεράσπισης τέτοιων πρωτοβουλιών.

Ιδίως όσους εξ αυτών φέρουν ακαδημαϊκούς τίτλους εγκρίτων συνταγματολόγων.

Ας συνεκτιμηθεί ότι κατά περιόδους όλοι μας γνωρίσαμε μικρές ή μεγάλες επαγγελματικές αποτυχίες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναιρέσουμε την επιστημονική μας ιδιότητα ή να σχίσουμε και τα πτυχία μας…

Γνωστό δημοφιλές λαϊκό τραγούδι προειδοποιεί ότι

«Υπάρχει κι ένα μονοπάτι πονηρό, που πάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη…»

Φοβούμε ότι τέτοιο «μονοπάτι πονηρό» θα εξελιχθεί για την Κυβέρνηση το μνημόνιο και τουλάχιστον ο νομικός κόσμος δεν δικαιούται να παρακολουθεί σιωπηρός την συστηματική καταστρατήγηση του καταστατικού χάρτη της χώρας.

Η νομική επιστημονική κοινότητα οφείλει επιτέλους να πάρει θέση.

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΣ ΣΥΓΚΡΑΤΗΘΕΙΤΕ - ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΣΟΒΑΡΕΥΘΕΙΤΕ…

Λίγες μόλις ώρες μετά την δημοσιοποίησή της η πρόταση του κου Σάλλα κατέληξε να αξιολογείται από επαΐοντες και μη ως αντίδοτο του Ιουλιανού καύσωνος.
Μία ιδιωτική τράπεζα, που έχει κάνει χρήση του πακέτου στήριξης, τουτέστιν οφείλει την ύπαρξή και την όποια κεφαλαιακή της επάρκεια στα χρήματα των ελλήνων φορολογουμένων, εκφράζει την επιθυμία να αγοράσει τράπεζες, λίγο ως πολύ κρατικές.
Μοιάζει σαν ο γείτονας τη μία μέρα να δανείζεται από σένα για να επιβιώσει και την επομένη να σου προτείνει να αγοράσει το σπίτι σου με ένα μικρό μέρος των χρημάτων, που του δάνεισες.

Η πρόταση λοιπόν δεν μπορεί να είναι σοβαρή, ενώ επιπροσθέτως προβάλλει και απολύτως άκαιρη, διότι για την εκποίηση δημόσιας περιουσίας απαιτείται η τήρηση κάποιων ελαχίστων διαδικασιών διαφάνειας και τυπικότητας.
Π.χ, ας πούμε, μια δημόσια προσφορά από το αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών.

Είναι αλήθεια ότι η συγχώνευση τραπεζών αποτελεί μονόδρομο επιβίωσης για όλες περίπου τις Ευρωπαϊκές Τράπεζες.
Είναι επίσης αλήθεια ότι ο Υπουργός Οικονομικών κατ’ επανάληψη με δημόσιες δηλώσεις του εξέφρασε την ευνοϊκή διάθεση της Κυβέρνησης σε τέτοιου είδους πρωτοβουλίες.

Όμως η σοβαρότητα αποτελεί το αναγκαίο μέτρο της εφηρμοσμένης πολιτικής ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού.

Και δυστυχώς μπορεί η πρόταση της Τραπέζης Πειραιώς να είναι μάλλον μια κίνηση τακτικής παρά μια σοβαρή επιχειρηματική πρόταση, όμως η απάντηση του Κυβερνητικού Εκπροσώπου είναι εξοργιστικά παιδαριώδης.
Παρότι ενημερωμένος αρκετές ώρες νωρίτερα, ο κος Πεταλωτής, αντί να απαντήσει, ότι οι παλαιότερες σχετικές περί συγχωνεύσεων δηλώσεις του Υπουργού Οικονομίας αποτελούσαν παραινέσεις για μεταξύ τους συνευρέσεις προς ιδιώτες ναυτιλλομένους και ότι εάν και εφ’ όσον το κράτος αποφασίσει να εκποιήσει μερίδιά του σε οποιαδήποτε τράπεζα θα ενημερώσει δεόντως και εγκαίρως πάντα ενδιαφερόμενο, εκείνος απάντησε αφελώς ότι η πρόταση εξετάζεται.

Η προηγούμενη κυβέρνηση έβαλλε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα μαμούθ 28 δις. ευρώ, που δήθεν θα διοχετευόταν στην αγορά μέσω των τραπεζών.
Τότε εμείς επισημαίναμε το οξύμωρο του εγχειρήματος υποστηρίζοντας ότι αν ήταν ειλικρινείς οι προθέσεις της κυβέρνησης Καραμανλή για στήριξη της αγοράς, τότε θα έπρεπε να δοθούν τα χρήματα απ’ ευθείας στις επιχειρήσεις, παρακάμπτοντας το τραπεζικό σύστημα. Στο επόμενο διάστημα αποδείχθηκε ότι τα χρήματα αυτά δεν έφθασαν ποτέ στους υποτιθέμενους τελικούς αποδέκτες, αλλά ένα μέρος τους επέστρεψε υπό την μορφή αγοράς υψηλότοκων κρατικών ομολόγων στο δημόσιο, ενώ τα υπόλοιπα κάλυψαν τα κενά των τραπεζικών ισολογισμών.
Η επόμενη κυβέρνηση συνέχισε δυστυχώς το «εθνοσωτήριο» έργο της ενίσχυσης του τραπεζικού συστήματος με χρήματα των ελλήνων φορολογουμένων.

Πρόκειται προφανώς για την απόλυτη ανατροπή της λογικής.

Θεωρητικά υποτίθεται ότι οι τράπεζες αποτελούν μοχλό ανάπτυξης και οικονομικής στήριξης της επιχειρηματικότητας.
Επί σειρά ετών απεκόμισαν σημαντικά κέρδη, τα οποία διένειμαν στα στελέχη και τους μετόχους τους. Όταν όμως ή κερδοφορία μειώθηκε και η ρευστότητα συρρικνώθηκε αντί να προχωρήσουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, ως όφειλαν, επιδόθηκαν σε στραγγαλισμό της αγοράς και σε συστηματική αφαίμαξη του κράτους.
Στην πράξη λοιπόν εξελίχθησαν σε σκαπανείς της οικονομικής κρίσης, παράγοντες ύφεσης, τροχοπέδη της επιχειρηματικότητας και εν τέλει σε παράσιτα της εθνικής οικονομίας.
Και τώρα αντί το Ελληνικό δημόσιο να προχωρήσει σε κρατικοποιήσεις ιδιωτικών τραπεζών σε ποσοστό αντίστοιχο των χρημάτων στήριξης, που τους έχει παράσχει, εμφανίζονται οι ιδιώτες τραπεζίτες να επιδιώκουν την καταβρόχθιση των μεριδίων του δημοσίου σε παραδοσιακά κρατικές τράπεζες.
Δηλαδή όπως λέει ο λαϊκός θυμόσοφος «εκεί που μας χρωστάγανε μας παίρνουν και το βόδι».

Δεν μας εκπλήσσει βεβαίως το θράσος των τραπεζιτών, που ενισχύεται και από τις πρόνοιες του περιβόητου μνημονίου.
Μας στενοχωρεί η χαλαρότητα του πολιτικού προσωπικού της χώρας, το οποίο μέχρι στιγμής φαίνεται να μην κατανοεί τη σημασία του μόχθου του ελληνικού λαού που με αίμα και ιδρώτα πολλές διαδοχικές γενιές αποταμίευσαν σε διάφορες δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, για να εξανεμισθεί τα τελευταία χρόνια από επιτήδειους λυμεώνες και ερασιτέχνες διοικούντες.

Επειδή λοιπόν ελάχιστα είναι τα περιουσιακά στοιχεία, που μας έχουν απομείνει καλό θα είναι η κυβέρνηση να τα διαχειρισθεί με σύνεση και κυρίως με φειδώ, καθόσον και τα όρια επιεικείας των ψηφοφόρων έχουν ήδη εξαντληθεί από τη φαυλότητα των προκατόχων της.

Η δε σύνεση προϋποθέτει διαφάνεια ως προς τα πραγματικά μεγέθη του αγοραστή και του πωλητή και δημοσιοποίηση των πραγματικών και όχι των ονομαστικών αξιών των προς πώληση μεριδίων.
Διότι παραδείγματος χάριν όλοι μπορούν να αντιληφθούν ότι στην Αγροτική Τράπεζα είναι υποθηκευμένο το σύνολο των ελληνικών αγροτο-κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων και συνεπώς όποιος αγοράσει την ΑΤΕ θα είναι ο εν δυνάμει επισπεύδων του πλειστηριασμού περίπου του συνόλου της ελληνικής αγροτικής γης…

Το θέμα λοιπόν δεν είναι αμιγώς τραπεζικό.
Αντίθετα είναι κυρίως πολιτικό και προεχόντως εθνικό…

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Το Σύνταγμα ισχύει μόνο για τους Δικαστές;

Σύμφωνα με σημερινά δημοσιεύματα στο ΙΚΑ θα υπάγονται όσοι εισέρχονται στο Δικαστικό Σώμα μετά την 1.1.2011.

Ορθότατη η διευκρίνιση του αρμόδιου Υπουργού.

Εξ’ άλλου κατά ρητή επιταγή του Συντάγματος δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά.

Δεν θα μπορούσε;

Μα τότε πως μπορεί να ανατρέπεται άρδην η ασφαλιστική τάξη για τόσες χιλιάδες άλλους εργαζομένους; Πως γίνεται για όλους τους άλλους τα όρια ηλικίας, τα ποσά των συντάξεων, τα ασφαλιστικά ταμεία υπαγωγής και τόσα άλλα ζητήματα να υφίστανται κοσμογονικές αλλαγές, οι οποίες καταλαμβάνουν άπαντες με εξαίρεση ίσως μόνον αυτούς, που έχουν ήδη «ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα», τουτέστιν όσους έχουν φθάσει πλέον ένα μόλις βήμα πρό της εξόδου;

Ιδού η απορία.

Πάντα είχα μια απορία, πως τα έδρανα της Βουλής κατακλύζονται από έγκριτους νομικούς και παρά ταύτα ψηφίζονται τόσο συχνά αντισυνταγματικοί νόμοι.

Δυστυχώς ο πρόσφατος νόμος για το ασφαλιστικό αποτελεί μνημείο αντισυνταγματικότητας.

Όχι για τα δευτερεύοντα και ασήμαντα, μερικά των οποίων αποτέλεσαν θέματα ατέρμονων αποπροσανατολιστικών συζητήσεων στα τηλεοπτικά παράθυρα.

Αλλά για ένα πολύ απλό και θεμελιώδη λόγο.

Στο πέμπτο κεφάλαιο του ισχύοντος συντάγματος, όπου ορίζονται οι νομοθετικές αρμοδιότητες της Ελληνικής Βουλής, η παράγραφος 2 του άρθρου 77 περιέχει δώδεκα καταλυτικές λεξούλες, που φράσσουν κάθε δυνατότητα βλαπτικής μεταβολής των όρων διαβίωσης των πολιτών.

«Νόμος που δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευσή του.»

Με απλά λόγια απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου εκτός εάν αποτελεί ερμηνευτική διάταξη άλλου προγενέστερου, οπότε και πάλι η εφαρμογή αυτής της ερμηνευτικής διατάξεως ανατρέχει απλώς στο χρόνο έναρξης ισχύος του ερμηνευόμενου νόμου και ποτέ νωρίτερα από αυτόν.

Άρα σε ότι αφορά το ασφαλιστικό καθεστώς των δικαστικών απλώς εφαρμόζεται το ισχύον σύνταγμα. Προφανώς διότι ούτως ή άλλως οι ίδιοι είναι αρμόδιοι να κρίνουν την συνταγματικότητα των νόμων.

Ενώ για τον υπόλοιπο «λαουτζίκο» το ασφαλιστικό του καθεστώς ανατρέπεται χωρίς περιστροφές εν μια νυκτί.

Η σύγχρονη λοιπόν Δημοκρατία φαίνεται να διαιρείται σε «πατρικίους» και «πληβείους» κάτι που επίσης είναι συνταγματικά απαράδεκτο.

Ιδού ένα ζήτημα που θα ήταν ενδιαφέρον να είχαμε την επιστημονική άποψη του κου Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που τυχαίνει (και όχι μόνον αυτός) να είναι και καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου.

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Ο κύβος ερίφθη.

Το ασφαλιστικό ψηφίσθηκε.
Άλλος ένας «κύβος» που ερίφθη από την Κυβέρνηση και κτύπησε κατακούτελα τον μη προνομιούχο πολίτη.

Δεν είναι δυστυχώς ο πρώτος κύβος.
Είναι ο πολλοστός. Δεκάδες παντοειδείς αντιλαϊκοί «κύβοι» εκτοξεύονται βροχηδόν εναντίον των μικρομεσαίων και όχι μόνο, οδηγώντας τους καθημερινά στην απόγνωση.
«Κύβοι» που υψώνουν γοργά ένα μαύρο, ελεεινό τοίχο ανάμεσα στο λαό και την σοσιαλιστική του κυβέρνηση. Μια κυβέρνηση που την εξέλεξε με τόσο μεγάλες προσδοκίες, μόλις προ ολίγων μηνών.

Παρά τις ατέλειωτες ώρες, που σπαταλήθηκαν σε ατέρμονες δημόσιες αντεγκλήσεις, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, ότι θα ψηφιζόταν απρόσκοπτα από την Βουλή και αυτή η ιστορικής σκληρότητας νομοθετική ρύθμιση.
Αν εξαιρέσουμε την «τρόικα» και μερικούς διεστραμμένους διεθνείς οικονομικούς εγκεφάλους, στην Ελλάδα τουλάχιστον, από τον Πρωθυπουργό μέχρι τον τελευταίο πολίτη, δεν θα πρέπει να υπήρξε έστω και ένας, που να αισθάνθηκε πραγματικά ευτυχής από την Πύρρειο νίκη του κυβερνώντος κόμματος.
Θεμελιώδης κοινός αιτιολογικός παρανομαστής όλων αυτών των αντιλαϊκών μέτρων είναι υποτίθεται η σωτηρία της οικονομίας.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Πρωθυπουργού και μερίδος κυβερνητικών παραγόντων, ο κόσμος παραμένει δύσπιστος τόσο για την ποιότητα των μέτρων, όσο και για την σκοπιμότητα των στόχων.
Όταν για παράδειγμα ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας δηλώνει ότι «η αγορά πηγαίνει άσχημα, επιχειρήσεις συνεχίζουν να κλείνουν και θέσεις εργασίας να χάνονται, αλλά παρά ταύτα πάμε καλά», ο πολίτης τρομοκρατείται διότι διαισθάνεται ότι η έννοια της λέξεως «καλά» έχει μάλλον διαστραφεί επικινδύνως.
Όπως ακριβώς διαισθάνεται ότι η κοινωνική ευαισθησία απωλέσθη, η δικαιοσύνη έγινε μονόφθαλμη, το κράτος μετετράπη σε «δούλο πονηρό», που κατακλέβει και κατατρέχει τον συνταγματικό του αφέντη (τον λαό), το τραπεζικό σύστημα κατήντησε παρασιτικός μηχανισμός, το σύνταγμα καταργήθηκε, η εθνική κυριαρχία διηρπάγη από διεθνείς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς.

Και δυστυχώς αυτό που καταρρακώνει τελικώς την λαϊκή ψυχολογία δεν είναι οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης αλλά οι παραλήψεις της.
Όπως η συνεχιζόμενη ολιγωρία της στην εξιχνίαση των σκανδάλων.
Όπως η δυσκολία της να κτυπήσει στη ρίζα της τη διαφθορά.
Όπως η αδυναμία της να παρέμβει αποτελεσματικά στην έκρηξη της εγκληματικότητας.
Όπως η παράληψή της να εξαρθρώσει τα ολιγοπώλια και «τους επιτήδειους» της αγοράς.

Όταν καθημερινά η Κυβέρνηση εμφανίζεται εξαιρετικά αποφασιστική στην επιβολή εισπρακτικών μέτρων για χάρη των διεθνών κερδοσκόπων, αλλά συγχρόνως απελπιστικά αδύναμη να διασώσει ένα στοιχειώδες βιοτικό επίπεδο για τις πλατιές λαϊκές μάζες.
Όταν είναι τόσο αποτελεσματική στην διάσωση των τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων, αλλά δείχνει ανίκανη να εμποδίσει το καθημερινό κλείσιμο χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Όταν οι πάσης φύσεως διωκτικοί της μηχανισμοί έχουν αποδυθεί σε ένα σαφάρι διώξεων (εισπρακτικής κατά βάση φύσεως) εναντίον των βιοπαλαιστών και των αδυνάμων, ενώ αμελούν συστηματικά να διεκδικήσουν την επιστροφή των κλοπιμαίων, από αυτούς που θησαύρισαν εις βάρος των δημοσίων ταμείων όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Τότε είναι ευνόητο πως ο δείκτης αξιοπιστίας της Κυβέρνησης θα χαμηλώνει και η ανοχή των πολιτών θα μειώνεται.
Και ως γνωστόν η απώλεια της αξιοπιστίας οδηγεί στην ακύρωση κάθε πολιτικού σχεδιασμού και κάθε εθνικής προσπάθειας, όσο εθνική (;) και αν είναι.

Αν αληθεύει ότι στο τέλος του 2009 το κόστος ζωής στην Ελλάδα ήταν στο 97% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ οι μισθοί μόλις στο 63%, πόσους ακόμη φόρους και πόσο πληθωρισμό μπορεί άραγε να αντέξει του Έλληνος ο τράχηλος;

Ήδη οι πρώτες δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν 80% δυσαρεστημένους πολίτες. Η δυσαρέσκεια είναι το πρώτο στάδιο. Έπειτα έρχεται η απόγνωση.

Μήπως η Κυβέρνηση θα πρέπει επιτέλους να ανακρούσει πρύμνα προτού να είναι αργά;
Προτού οι πολίτες αποφασίσουν να εκσφενδονίσουν άλλης ποιότητος κύβους σε απάντηση των «κύβων» της τρόϊκας, τους οποίους μέχρι σήμερα φαίνεται (τα φαινόμενα συνήθως απατούν) να δέχονται καρτερικά;

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Εύγε στη Βάσω Παπανδρέου.


Πρίν από μερικές μέρες (17.06.2010) είχαμε επισημάνει την αστοχία των κυβερνητικών χειρισμών στο τεράστιο σκάνδαλο της Υγείας.

Γράφαμε συγκεκριμένα:


"Αίσχος!!!

Την ώρα, που χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό καλείται ο φτωχός μεροκαματιάρης και ο πεινασμένος συνταξιούχος να υποστεί αιματηρές θυσίες για να πληρωθούν οι διεθνείς τοκογλύφοι, δεν δικαιούται ουδείς κυβερνητικός παράγων να διαπραγματεύεται με απατεώνες, οι οποίοι μάλιστα έχουν εξελιχθεί σε κοινωνικούς τρομοκράτες.

Οφείλει λοιπόν η κυβέρνηση εδώ και τώρα:

Να επιτάξει το απαραίτητο ιατροφαρμακευτικό υλικό για την άμεση ομαλοποίηση του εθνικού συστήματος υγείας.
Να κατάσχει συντηρητικά όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία των υπόπτων εμπλεκομένων στο σκάνδαλο της υγείας.
Να διενεργήσει εξονυχιστικό έλεγχο σε όλες τις ύποπτες συναλλαγές, διατάσσοντας την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα όλων των σχετιζομένων με τη προμήθεια φαρμάκων και την παροχή υπηρεσιών υγείας σε συνάφεια με το δημόσιο, καθώς και των διατελεσάντων υπουργών και διοικητών νοσοκομείων, καθόσον χρόνο διαρκεί ο έλεγχος.
Μετά το πέρας του ελέγχου να πληρώσει εις το ακέραιο όσους δεν παρανόμησαν και να επιβάλλει τις βαρύτατες των προβλεπομένων ποινών σε όσους εγκληματίες λεηλάτησαν με υπερτιμολογήσεις, μίζες και πάσης φύσεως απατεωνίες τα ασφαλιστικά και τα ευρύτερα δημόσια ταμεία.

Οποιαδήποτε άλλη κυβερνητική στάση είναι κατώτερη των περιστάσεων και θα συμβάλει στην καταστροφή όχι απλώς της ήδη καθημαγμένης οικονομίας, αλλά αυτής καθεαυτής της δημοκρατικής τάξης."



Προχθές λοιπόν προς μεγάλη μας ικανοποίηση καμαρώσαμε την κα Βάσω Παπανδρέου να κάνει περίπου ταυτόσημες επισημάνσεις και κατ’ ουσίαν να μάχεται σθεναρά υπέρ της σοβαρότητας και της αξιοπιστίας του ΠΑΣΟΚ και της κυβέρνησης του.


Η κα Ξενογιαννακοπούλου είναι βεβαίως μια συμπαθέστατη και ικανότατη πολιτικός, που έχει αναλάβει ένα δύσκολο ρόλο σε μια πολύ αντίξοη συγκυρία.

Ουδείς αμφιβάλλει ότι παρέλαβε την «κόπρο του Αυγεία» και καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να την καθαρίσει. Είμαστε μάλιστα από εκείνους, που αντιμετωπίζουμε με μεγάλη καχυποψία τις συντονισμένες παραινέσεις διαφόρων κύκλων προς τον Πρωθυπουργό να την «ανασχηματίσει». Παραινέσεις που συμπτωματικά εντείνονται κάθε φορά που η Υπουργός προσπαθεί να θίξει κάποια κακώς κείμενα.


Όμως εν προκειμένω η έκρηξη της κας Παπανδρέου είναι απολύτως δικαιολογημένη.


Έχουμε μια περίπτωση όπου δυστυχώς η κυβέρνηση φαίνεται ότι «στραβά αρμενίζει» και μάλιστα εντελώς αδικαιολόγητα.

Διότι αν υπάρχουν κάποιες εξαιρετικά αμφιλεγόμενες και εν πολλοίς έωλες δικαιολογίες για μια σωρεία εξοντωτικών μέτρων εις βάρος των συνταξιούχων, των μισθωτών, των μικρομεσαίων, ακόμη και εναντίον της υγιούς επιχειρηματικότητας, είναι εντελώς ακατανόητη η σπουδή για την συγκάλυψη ενός τεραστίου σκανδάλου στο χώρο της υγείας.


Είναι εντελώς ακατανόητο γιατί θα πρέπει να νομιμοποιηθεί το παράνομο προϊόν πολύ συγκεκριμένων οικονομικών εγκλημάτων διά των οποίων επλούτισαν συγκεκριμένοι οικονομικοί εγκληματίες εις βάρος του εθνικού συστήματος υγείας, τουτέστι κατακλέβοντας τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και συμβάλλοντας καθοριστικά στην κατάντια των δημοσίων ταμείων.

Και είναι εξαιρετικά εξοργιστικό να σύρεται η κυβέρνηση σε ένα επαίσχυντο συμβιβασμό επιδεικνύοντας μια επικίνδυνη αδυναμία επιβολής της στοιχειώδους δικαιοσύνης.


Τα περί αδυναμίας ελέγχου λόγω ελλείψεως μηχανογραφικού συστήματος, αποτελούν προφάσεις εν αμαρτίαις. Καθ’ όσον απλούστατα πρόκειται για μια πολύ συγκεκριμένη και ολιγάριθμη ομάδα προμηθευτών συγκεκριμένων προϊόντων και υπηρεσιών, που σύμφωνα με τις δηλώσεις των ιδίων των κυβερνητικών αξιωματούχων προέβαιναν σε υπερβολικές υπερτιμολογήσεις.


Θα αρκούσε λοιπόν κατ’ αρχήν η σύλληψη και αυστηρή τιμωρία πέντε-δέκα «μεγαλοκαρχαριών» και ή πρόσκληση στους υπόλοιπους να προσέλθουν και να επιστρέψουν οικειοθελώς τα κλοπιμαία, προκειμένου να αποφύγουν την ίδια τύχη.

Τόσο απλό είναι το ζήτημα.


Αντ’ αυτού όμως η κυβέρνηση σπεύδει να δώσει συγχωροχάρτι σε κοινούς οικονομικούς εγκληματίες και με την φενάκη της εκπτώσεως του 15% χαρίζει σε μεγαλοαπατεώνες δισεκατομμύρια σε μια τόσο δύσκολη οικονομική συγκυρία για τον τόπο.


Είναι αλήθεια ότι πρόκειται για κυβερνητική απόφαση. Είναι αλήθεια ότι δεν αποτελεί πρωτοβουλία της κατά τα άλλα συμπαθεστάτης Υπουργού. Όμως αυτό δεν αποτελεί σοβαρό άλλοθι για το καθ’ ύλην Υπουργείο, δεν παρηγορεί, αλλά μάλλον ανησυχεί περισσότερο τους πολίτες και πάντως δεν αποτελεί ουσιώδη λόγο για να συρθούν οι βουλευτές σε μια ψήφο, που θα υπονομεύσει την κοινωνική συνοχή και την έννομη τάξη.


Αρχή άνδρα δείκνυσι έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.

Προφανώς το ίδιο ισχύει και για τις γυναίκες αξιωματούχους.


Οι πολίτες είχαν την προσδοκία να στηρίξουν μια κυβέρνηση διαφάνειας και κάθαρσης.

Να στηρίξουν μια Υπουργό, που θα ήταν ακάματη στην στήριξη των ασθενέστερων και άτεγκτη στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος.

Περίμεναν να δοθεί ισχυρό πλήγμα στα μεγάλα συμφέροντα που λυμαίνονταν τη δημόσια υγεία τα τελευταία χρόνια και να απονεμηθεί επί τέλους δικαιοσύνη, αρχής γενομένης από το φιάσκο των εκατομμυρίων αντιγριπικών εμβολίων.


Αποτελεί λοιπόν αναγκαιότητα στοιχειώδους αυτοσυντήρησης για την κυβερνητική αξιοπιστία να πολιτευθεί με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και στόχο την πάταξη της διαφθοράς.

Να επιδείξει τουλάχιστον παρόμοιο ζήλο στην εφαρμογή της κοινωνικής δικαιοσύνης, όσο δείχνει στην εφαρμογή των αντιλαϊκών και φορομπηχτικών μέτρων, που της υπαγορεύουν τα ξένα κερδοσκοπικά κέντρα.


Η κα Βάσω Παπανδρέου, όπως και άλλα ιστορικά στελέχη του Κινήματος έχει ένα μεγάλο χρέος να υπερασπίσει τη βαριά προσωπική της ιστορία.

Το ίδιο χρέος έχουν και όσοι βουλευτές προέρχονται από λαϊκούς και ιδεολογικούς αγώνες και όχι από αριστοκρατικές λέσχες, ευρωπαϊκά σαλόνια ή τηλεοπτικά παράθυρα.


Όσο η κυβέρνηση εκθέτει εαυτήν χωρίς λόγο και όσο οι πρωτοβουλίες της απομακρύνονται από την ιδεολογία της και τα λαϊκά στρώματα, τα οποία υποτίθεται ότι ιστορικά εκπροσωπεί, τόσο οι Υπουργοί της θα απομονώνονται και θα μοιάζουν σαν «κουτσονούρες αλεπούδες», που ματαίως κατά τον Αισώπιο μύθο θα αναζητούν και άλλες «κουτσονούρες» στο χώρο των ανιδιοτελών βουλευτών και των στελεχών.


Και όσοι άφρονες ευελπιστούν να βρούν επαρκή στήριξη στους βουλευτές άλλων πολιτικών χώρων, ας διαβάσουν τον μύθο του Αισώπου για την καλιακούδα, που εγκατέλειψε τους συντρόφους της για να συναναστραφεί τα παγώνια, για να κατανοήσουν το ατυχές μέλλον, που τους περιμένει.