Είναι βολικό να ερμηνεύει η κυβέρνηση το εκλογικό αποτέλεσμα ότι το 34% την στηρίζει και το 45% της αποχής την ανέχεται, είναι όμως πράγματι έτσι; Κανείς δεν μπορεί να πάρει όρκο γι’ αυτό. Μπορεί ας πούμε το 35% να την αξιολόγησε στη δεδομένη στιγμή μη χειρότερη από τους χειροτερότερους ανταγωνιστές της, οι δε απέχοντες να ήσαν απασχολημένοι με την προετοιμασία της αντεπίθεσής τους…
Παρά τις μετεκλογικές θριαμβολογίες της κυβέρνησης και τους διθυραμβικούς επαίνους του ΔΝΤ και της ΕΕ, ο Πρωθυπουργός αντιλαμβάνεται πολύ καλά ότι η ελληνική κοινωνία είναι ένα καζάνι που βράζει.
Εργαζόμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και συνταξιούχοι βιώνουν ένα χρόνο τώρα μια ολομέτωπη επίθεση στο εισόδημά τους, στην περιουσία τους, στα δημοκρατικά τους δικαιώματα.
Καθώς η επίθεση αυτή έχει ξεπεράσει κάθε όριο αγριότητας, είναι αδύνατον να προβλεφθεί πλέον πότε ακριβώς θα ξεπερασθούν και τα όρια της αντοχής τους.
Έτσι δεν είναι δυσνόητη η όψιμη επιθυμία του κου Παπανδρέου να επιτύχει ευρύτερες πολιτικές συμμαχίες. Κάτι που βέβαια από μόνο του προδίδει μια αίσθηση αδυναμίας, αφού παρόμοια επιθυμία δεν είχε διατυπωθεί προ δεκαμήνου όταν ακόμα η δημοφιλία του κυβερνώντος κόμματος ήταν σε υψηλά επίπεδα.
Πρόκειται λοιπόν κατά πάσα πιθανότητα για μια κίνηση πολιτικής σκοπιμότητας, που στοχεύει στην εξαγορά πολιτικού χρόνου και την επιβίωση της κυβέρνησης, γεγονός που αντιλαμβάνονται καλύτερα από μας οι αποδέκτες της Πρωθυπουργικής πρόσκλησης.
Πού λοιπόν ποντάρει ο Πρωθυπουργός ώστε να θεωρεί πιθανή την παροχή συναίνεσης από τους υποτιθέμενους πολιτικούς του αντιπάλους; Μάλλον στην πεποίθηση διέγερσης των συντεχνιακών αντανακλαστικών του πολιτικού κόσμου, που αναμένονται να ενταθούν δεδομένης της συνολικής απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού της χώρας, όπως αυτή εκδηλώθηκε εναργώς στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές.
Όσο αυτή η απαξίωση εντείνεται και διαχέεται εξ ίσου (ίσως και περισσότερο) στα υπόλοιπα κόμματα, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να προστρέξουν σε συνεργασία χάριν της διάσωσης του κοινού συστημικού τους μέλλοντος.
Λογική σκέψη, αλλά χωρίς πολλές ελπίδες στους χαλεπούς κι ανάποδους τούτους καιρούς.
Η μεν ΝΔ, προοριζόμενη να συνεχίσει την εφαρμογή του μνημονίου μετά την πτώση του ΠΑΣΟΚ, είναι καταδικασμένη να επιμείνει μέχρι τέλους στον σουρεαλιστικό αντιμνημονιακό βερμπαλισμό της μη στέργοντας σε προσχώρηση σε οποιουδήποτε είδους φιλομνημονιακό μέτωπο.
Πολύ περισσότερο η αριστερά αντιλαμβάνεται ότι και η παραμικρή στήριξη αυτής της λαίλαπας αντιλαϊκών μέτρων θα σήμαινε αυτομάτως την πολιτική της «ταφόπετρα».
Έτσι λοιπόν η πρόταση για ευρύτερη συναίνεση του κου Παπανδρέου καταντάει μια πρόσκληση υψηλού πολιτικού ρίσκου αξιοποιήσιμη μόνο από απελπισμένους πολιτικούς τυχοδιώκτες.
Υπάρχουν τέτοιοι στο σημερινό πολιτικό σκηνικό;
Σίγουρα πάντοτε υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν.
Το ερώτημα όμως είναι πόση βαρύτητα θα είχε ένα τέτοιο φιλομνημονιακό μέτωπο συγκροτούμενο από μια φθαρμένη σχετική πλειοψηφία και από μερικούς φαιδρούς οπορτουνιστές για να κερδηθεί το επικοινωνιακό παιχνίδι εντός και εκτός συνόρων;
Σίγουρα ελάχιστη βαρύτητα και πάντως αξιολύπητα ανεπαρκή.
Ο περίπου απελπισμένος κος Παπανδρέου φαίνεται έτοιμος να προσφύγει στην αναζήτηση συπληρωματικής συναινετικής στήριξης από χρεοκοπημένους συνδικαλιστές και από αμφιβόλου κύρους και ποιότητος «προσωπικότητες» διαφόρων κλάδων.
Ο ευφυέστατος κος Βενιζέλος, που δεν έχει κανένα λόγο να είναι αιθεροβάμων, έσπευσε να δηλώσει ότι η συναίνεση αρκεί να υπάρξει στην πράξη χωρίς κατ’ ανάγκη να αποκτήσει τυπικό χαρακτήρα και ξεκίνησε τα «ρευματοειδή» δείπνα προετοιμασίας της περιπαθώς προσδοκώμενης διαδοχής.
Ενώ κάποιοι άλλοι υπουργοί ακόμη περισσότερο ρεαλιστές εκπέμπουν καθημερινά κραυγές αγωνίας ότι είναι καταδικασμένοι να πετύχουν όλοι μαζί, άλλως πως όλοι μαζί θα τελειώσουν αδόξως την πολιτική τους καριέρα.
Των πραγμάτων ούτως εχόντων και δεδομένου ότι η σύνδικος της πτωχεύσεώς μας επάρατη τριαρχία (βαρβαριστί τρόϊκα) την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη συνήνεσε ασμένως στην επιμήκυνση του χρόνου ρευστοποίσης του εθνικού μας πλούτου, είναι σοφότερο για τον Πρωθυπουργό να επιμηκύνει αναλόγως το χρόνο οικονομικής εξόντωσης της μέσης ελληνικής οικογένειας.
Μάταια αναζητά πολιτική στήριξη από πολιτικούς αντιπάλους, από πολιτικά αποκαΐδια και από εξωθεσμικές «προσωπικότητες» των ντόπιων και ξένων σαλονιών.
Καμιά ουσιαστική αξία δεν έχουν, αλλά μάλλον είναι βλαπτικοί οι έπαινοι του κου Στρος Σκαν και τα βραβεία του κου Άκερμαν.
Η μόνη ελπίδα διάσωσης της πολιτικής του αξιοπρέπειας, του ΠΑΣΟΚ αλλά κυρίως αυτής της πολύπαθης χώρας είναι η επίτευξη συναίνεσης και ομοψυχίας των Ελλήνων πολιτών.
Αυτό απαιτεί να σταματήσει ή φορομπηχτική τακτική ενάντια στα πλατιά λαϊκά στρώματα και να αναζητηθούν έσοδα σ’ αυτούς που κατάκλεψαν τα δημόσια ταμία και σ’ αυτούς που πράγματι φοροδιέφυγαν τα τελευταία χρόνια. Απαιτεί πρώτα από όλα την τιμωρία αυτών που πρωτοστάτησαν στα πολύκροτα οικονομικά σκάνδαλα.
Αυτό απαιτεί να σταματήσει ο εκφοβισμός των πολιτών και η καταδίωξη της υγιούς επιχειρηματικότητας και να πιεσθούν οι τράπεζες να διοχετεύσουν στην αγορά την ρευστότητα που τους πρόσφεραν οι έλληνες φορολογούμενοι, εκπληρώνοντας επί τέλους τον υπαρξιακό τους λόγο.
Αυτό απαιτεί να ελαχιστοποιηθούν οι πληρωμές των διεθνών τοκογλύφων και να αυξηθούν τα δημόσια έργα.
Αυτό απαιτεί μια εθνικά περήφανη πολιτική, που θα προχωρήσει σε εθνική αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας.
Είναι μια δύσκολη πορεία περίπου αντίθετη από αυτήν που επιτάσσει το μνημόνιο, αλλά απολύτως συμβατή με την ιδεολογία του ΠΑΣΟΚ και τις προ έτους προεκλογικές δεσμεύσεις του.
Είναι ένας δύσκολος δρόμος, αλλά είναι μονόδρομος αν κοινός στόχος είναι η ευημερία του λαού και η σωτηρία της πατρίδος.
Είναι μονόδρομος για ένα πολιτικό αρχηγό τρίτης γενιάς η εξασφάλιση της στήριξης του λαού.
Και για την εξ ων ουκ άνευ λαϊκή συναίνεση δει δη αξιοπιστίας, κε Πρωθυπουργέ, και άνευ αυτής ουδέν δυνατόν γενέσθαι…