Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Στα αδιέξοδα δεν υπάρχει Δημοκρατία

Στην Αγγλία για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια τα ποσοστά των εργατικών υποσκέλισαν δημοσκοπικά τα ποσοστά του συνασπισμού συντηρητικών –φιλελευθέρων, που κυβερνά τη χώρα.

Στη Γαλλία η δημοτικότητα του Σαρκοζί έχει αγγίξει πάτο.

Στην Ιταλία ο κυβερνητικός συνασπισμός βρίσκεται ένα βήμα πριν την οριστική διάσπαση με τον κο Μπερλουσκόνι να καρκινοβατεί μεταξύ ροζ σκανδάλων και δικαστικών διώξεων.

Στην Ισπανία το κυβερνητικό κόμμα καταγράφει ιστορικά χαμηλά στις δημοσκοπήσεις (13 μονάδες πίσω από το Λαϊκό κόμμα).

Στη Γερμανία ο κυβερνητικός συνασπισμός, απώλεσε την πλειοψηφία στην Κάτω Βουλή μετά τη βαριά ήττα του στις εκλογές του κρατιδίου της Ρηνανίας-Βεστφαλίας.

Και από χθες ο Πρόεδρος Ομπάμα έχασε πανηγυρικά την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Κανένας από αυτούς τους «ανεμοδαρμένους» ηγέτες δεν σκέφθηκε ούτε μια στιγμή να καταφύγει εκ νέου στην λαϊκή ετυμηγορία.

Μόνο ο ημέτερος Πρωθυπουργός κατελήφθη εσχάτως από την πρωτότυπη έμμονη ιδέα ότι, παρά την ισχυρή πλειοψηφία του στη Βουλή και παρότι οι μεθαυριανές εκλογές έχουν αυτοδιοικητικό αντικείμενο, εν τούτοις οφείλει να προκηρύξει εκ νέου κοινοβουλευτικές εκλογές σε περίπτωση, που δεν προτιμηθούν οι υποστηριζόμενοι από το ΠΑΣΟΚ υποψήφιοι.

Η έμμονη ιδέα του κου Παπανδρέου μπορεί να αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, δεν είναι όμως πολιτικά ή ψυχιατρικά τόσο ανεξήγητη όσο επιχειρεί να την παρουσιάσει σημαντική μερίδα ανεγκέφαλων και διαπλεκόμενων δημοσιογραφίσκων.

Αντίθετα μάλιστα είναι μια πολιτικά απολύτως στοχευμένη και μελετημένη κίνηση, από ψυχολογικής δε άποψης απολύτως νηφάλια και ψύχραιμη.

Είναι κοινό μυστικό ότι τα μηνύματα που ελάμβανε το κυβερνητικό επιτελείο από παντού προοιωνίζονταν μια άνευ προηγουμένου εκλογική συντριβή των κυβερνητικών υποψηφίων, αφού το εκλογικό σώμα είχε κάθε λόγο να αξιοποιήσει αυτή την ψηφοφορία ως μια καλή ευκαιρία για να εκδηλώσει την απογοήτευσή του για την οικονομική του δυσπραγία.

Ο κος Παπανδρέου ήταν δικαιολογημένος να φοβάται, ότι οι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είχαν κάθε λόγο να του γυρίσουν την πλάτη, οι κεντρώοι δεν είχαν κανένα λόγο να πάνε να ψηφίσουν και οι κεντροδεξιοί μπορεί να έχουν την μερίδα του λέοντος σε κυβερνητικά πόστα, αλλά ως εκλογική μάζα είναι πολύ λίγοι για να του σώσουν την παρτίδα (εκτός του ότι ουδέποτε υπήρξαν προσωπικοί του οπαδοί και μπορεί να προσβλέπουν ήδη σε μια νέα λύση κεντροδεξιάς κυβερνητικής συμμαχίας χωρίς αυτόν).

Ξεκινώντας με τέτοιες προϋποθέσεις δεν μπορούσε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να βρεθεί το βράδυ των αποτελεσμάτων το ΠΑΣΟΚ όχι απλώς με κουτσουρεμένα τα ποσοστά του σε σχέση με τις περσινές βουλευτικές εκλογές, αλλά ακόμη και δεύτερο κόμμα. Οι συνέπειες σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν προφανώς καταστροφικές για τον ίδιο και την κυβέρνησή του και αναμφίβολα μη αναστρέψιμες.

Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο η μόνη διέξοδος θα ήταν να καταφέρει το ΠΑΣΟΚ να διεγείρει το θυμικό των παραδοσιακών ψηφοφόρων του, οι οποίοι ιστορικά καταγράφουν ένα ποσοστό της τάξεως του 35% ακόμη και στις πιο δύσκολες συγκυρίες και να τους οδηγήσει στην κάλπη ευελπιστώντας ότι έτσι θα μπορέσει να αναδειχθεί πρώτο κόμμα. Διατηρώντας μάλιστα μια αξιοπρεπή διαφορά από την ΝΔ, η οποία στην καλλίτερη περίπτωση δεν θα μπορούσε να υπερβεί το 25-28%.

Η κομματική, σχεδόν ποδοσφαιρικού τύπου, πόλωση του προεκλογικού κλίματος επιλέχθηκε ως μοναδική ελπιζόμενη σανίδα σωτηρίας για προφανείς λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.

Η δε παγκοσμίως πρωτότυπη συνάρτηση του εκλογικού αποτελέσματος με την απειλή προσφυγής σε νέες εκλογές, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την εφαρμογή του αξιώματος «η επίθεση είναι η καλλίτερη άμυνα». Με άλλα λόγια την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος ο κος Παπανδρέου σκέφθηκε ότι ήταν προτιμότερο να απειλήσει ο ίδιος προ της Κυριακής το εκλογικό σώμα, τα πολιτικά κόμματα, τους βουλευτές, τα στελέχη του κόμματός του, ακόμη και την τρόϊκα ότι θα κάνει κάτι το οποίο ούτως ή άλλως όλοι αυτοί θα τον πίεζαν να κάνει από Δευτέρα, αν τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ ήταν απογοητευτικά (όπως προεβλέπετο).

Με αυτό τον τρόπο εξαναγκάζει σε σχετική αναδίπλωση τα υπόλοιπα κόμματα, που στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών στην παρούσα συγκυρία, πιέζει τα στελέχη του να εμπλακούν σοβαρότερα στον προεκλογικό αγώνα και κερδίζει κινήσεις συμπαράστασης από κρίσιμους παράγοντες στο εξωτερικό (ΕΕ, ΔΝΤ, οίκοι αξιολόγησης, Διεθνής τύπος κ.λ.π).

Έτσι αυξάνει τις πιθανότητές του να πετύχει μια εκλογική διαφορά 5-10 μονάδες από την ΝΔ, η οποία ανεξαρτήτως απόλυτων αριθμών ψήφων, θα του προσφέρει ένα επικοινωνιακό επιχείρημα κυριαρχίας στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Αν πάλι ο στόχος αυτός δεν επιτευχθεί θα μπορεί τουλάχιστον να ελπίζει ότι θα απολέσει την εξουσία όχι ως αποδιοπομπαίος τράγος, αλλά ως πολιτικά εύθικτος Κυβερνήτης, που έπεσε θύμα της αδυναμίας του εκλογικού σώματος να εκτιμήσει δεόντως την εθνοσωτήρια προσπάθειά του.

Αυτό είναι λοιπόν το νόημα και η υποκειμένη αιτία της sui generis προεκλογικής συνθηματολογίας του κου Πρωθυπουργού.

Η ιδιόρρυθμη όμως διαφοροποίησή του από την στάση όλων ανεξαιρέτως των ξένων ομολόγων του σε αντίστοιχες περιπτώσεις εκλογικών ή δημοσκοπικών τους παθημάτων, οφείλεται σε μια υπαρκτή πρωτοφανή ιδιομορφία, που χαρακτηρίζει την περίπτωσή του.

Ουδεμία ξένη κυβέρνηση παρά την όποια κάμψη της δημοφιλίας της βαρύνεται με έλλειψη νομιμοποίησης για τις όποιες πολιτικές υιοθετεί.

Ουδείς από τους ξένους ηγέτες αναγκάσθηκε μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα διακυβέρνησης να εφαρμόσει πολιτικές τόσο διαμετρικά αντίθετες με τις υποσχέσεις, που έδωσε προεκλογικά, αλλά κα τόσο τραγικά αναντίστοιχες με την εν γένει κοσμοθεωρία του κόμματός του.

Αυτή η μοναδικότητα στέρησης δημοκρατικής νομιμοποίησης στοιχειώνει υπαρξιακά την Κυβέρνηση του Έλληνα Πρωθυπουργού και έπειτα από ένα χρόνο σκληρής αντιλαϊκής πολιτικής (παρά την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία) είναι αδύνατον πλέον για αυτόν να παραμείνει στην εξουσία, αν δεν καταφέρει να αποκτήσει μια επίφαση στοιχειώδους νομιμοποίησης.

Αυτήν την νομιμοποίηση αναζητά λοιπόν απεγνωσμένα επιχειρώντας να μετατρέψει τις αυτοδιοικητικές εκλογές σε οιονεί βουλευτικές, ώστε να μπορέσει να ισχυρισθεί ότι οι πολίτες δίνοντας στο κόμμα του ένα αξιοπρεπές ποσοστιαίο προβάδισμα δεν δικαίωσαν απλώς τις δικές του επιλογές τοπικών αρχόντων, αλλά κυρίως την Κυβερνητική του θητεία και την γενικότερη πολιτική, που εφαρμόζει.

Κατά συνέπεια οι χειρισμοί του κου Παπανδρέου είναι φυσιολογικοί και απολύτως κατανοητοί.

Το κρίσιμο λοιπόν ερώτημα δεν είναι το γιατί το έκανε, όπως μας έχουν ζαλίσει στην κυριολεξία τα κρατικοδίαιτα ΜΜΕ και οι αργυρώνητοι «πολιτικοί αναλυτές», αλλά αν θα έχει το επιθυμητό γι αυτόν αποτέλεσμα.

Χωρίς να διεκδικούμε το ρόλο της Κασσάνδρας, αλλά και χωρίς να φοβόμαστε αν θα κατηγορηθούμε γι αυτό, αμφιβάλλουμε ειλικρινά ότι ο συμπαθής Πρωθυπουργός θα ξεμπερδέψει εύκολα για τους εξής απλούς λόγους.

Η πολιτική, που αιφνιδίως από τον περασμένο Μάρτη αποφάσισε να εφαρμόσει είναι εντελώς στη λάθος κατεύθυνση. Αν πράγματι πασχίζει όπως ο ίδιος δηλώνει (και θέλουμε να πιστεύουμε ότι λέει αλήθεια) για να βγάλει τη χώρα από την κρίση και να βελτιώσει τη ζωή των κατοίκων της, είναι βέβαιο ότι με την πολιτική του θα επιτύχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα (και σ’ αυτό έχουν δίκιο όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, καθώς και όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι του πλανήτη).

Αν όμως συνεχισθεί η χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης της χώρας και η περαιτέρω συνολική εξαθλίωση των πολιτών, καμιά επίφαση νομιμοποίησης και καμιά επίπλαστη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (του νόμου Παυλόπουλου) δεν θα είναι ικανή να στηρίξει μια αντιλαϊκή και λαομίσητη πολιτική.

Όπως όσοι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί και αν δομηθούν, όσα φορομπηκτικά τερτίπια και αν επινοηθούν, όσο βαριές ποινές και αν θεσπισθούν για τις φορολογικές παραβάσεις, δεν πρόκειται να αποφευχθεί η μείωση των δημοσίων εσόδων από πένητες πολίτες, αφού «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος».

Άρα η μόνη λύση για να αποφύγει ο Πρωθυπουργός και η χώρα να ζήσουν τον χειρότερο εφιάλτη τους είναι να αλλάξει άρδην η Κυβέρνηση την πολιτική της.

Βεβαίως στην Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Όμως τη διέξοδο στις Δημοκρατίες δεν την προσφέρουν τα εκλογικά τερτίπια.

Και προπαντός η παραπάνω δημοφιλής ρήτρα προϋποθέτει την ύπαρξη Δημοκρατίας.

Τουτέστι ενός πολιτεύματος, που η εξουσία πηγάζει από το λαό και ασκείται υπέρ του Λαού. Δηλαδή ενός πολιτεύματος όπου οι κυβερνητικές πολιτικές έχουν ως κεντρικό άξονα την ευημερία, την ασφάλεια, την αίσθηση δικαίου του πολίτη.

Αυτά είναι τα απλά στοιχεία, που εξασφαλίζουν την νομιμοποίηση των κυβερνήσεων εν Δημοκρατία.

Αυτά τα στοιχεία είναι το μοναδικό εργαλείο για να λύσει η κυβέρνηση τον γόρδιο δεσμό εντός του οποίου αφρόνως περιελίχθηκε.

Αυτά είναι τα αξιολογικά κριτήρια, που θα πρυτανεύσουν στη λογική των ψηφοφόρων και σε τούτες και σε επόμενες εκλογικές διαδικασίες.

Και κάτι ακόμα.

Όσο περισσότερη βαρύτητα έχει η γνώμη των απλών πολιτών και ευκαιρίες να συμμετέχουν στις αποφάσεις, όση περισσότερη φροντίδα προσφέρεται στους αναξιοπαθούντες, στους γέροντες και στους ανήμπορους, όσο περισσότερη ισονομία και δικαιοσύνη επιβάλλεται στους ισχυρούς, τόσο δημοκρατικότερο καθίσταται το πολίτευμα.

Κι αλλοίμονο στις Κυβερνήσεις, που πολιτεύονται παράταιρα προς τη λαϊκή εντολή και αντίστροφα προς αυτά τα απλά πλην θεμελιώδη προτάγματα της Δημοκρατίας.

Αυτές μόνο αδιέξοδα δημιουργούν για τον εαυτό τους και τραγικά δεινά επιφυλάσσουν στις Δημοκρατίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: