Το 2008 οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης είχαν γίνει πλέον ιδιαίτερα ενοχλητικές στην Γερμανική οικονομία. Ήταν τότε, που η κα Μέρκελ έτρεχε απεγνωσμένα στην Αμερική αναζητώντας λύση για την σωτηρία της Γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και ο κος Καραμανλής παραμυθίαζε τον Ελληνικό λαό περί ανάπτυξης 2.2% και περί της «ισχυρής» μας οικονομίας.
Τελικά την λύση στη Γερμανική ύφεση έδωσε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα απόσυρσης και αντικατάστασης των αυτοκινήτων με σημαντική κρατική επιδότηση. Ένα παρόμοιο πρόγραμμα, όλως «συμπτωματικά» εφήρμοσε και ο κος Καραμανλής την ίδια περίοδο, προς μεγάλη ικανοποίηση της Κας Μέρκελ και του κου Μπαρόζο, οι οποίοι προς ανταμοιβή έκαναν τα στραβά μάτια στη δημιουργική λογιστική της στατιστικής μας υπηρεσίας, επαινώντας δημόσια την ψευδολογούσα Ελληνική κυβέρνηση, ενώ ο κος Σαρκοζί επισκεπτόταν την Ελλάδα και έπλεκε το εγκώμιο του «φίλου Kostas» στο Ελληνικό κοινοβούλιο.
Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση είναι συστημική επομένως τα αίτια για την εμφάνισή της υπερβαίνουν τα σύνορα κρατών και ηπείρων.
Όμως η ευθύνη για τις ασκούμενες πολιτικές είναι ατομικές και αργά ή γρήγορα επιμερίζονται αναλόγως των αποτελεσμάτων τους.
Στο παράδειγμά μας η επιλογή της επιδοτούμενης απόσυρσης υπήρξε σωτήριο μέτρο για την Γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, αλλά για την Ελλάδα επιβάρυνε έτι περαιτέρω το αρνητικό ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών επιταχύνοντας την οικονομική ασφυξία της χώρας.
Αυτό δεν σημαίνει απλώς ότι τα συμφέροντα στην ευρωζώνη είναι αντικρουόμενα.
Καταδεικνύει πολλά ακόμη ενδιαφέροντα πράγματα:
Πρώτον προσφέρει μια αδιάσειστη εξήγηση για το πώς η Γερμανία και μέχρι ένα βαθμό και η Γαλλία και οι λοιπές βιομηχανικές χώρες του Ευρωζωνικού κέντρου κατάφεραν να απομυζούν συστηματικά τις «υπανάπτυκτες» χώρες της περιφέρειας.
Προδίδει επίσης ότι η σχέση των εταίρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπήρξε ποτέ ισότιμη, όπως καταστατικά σχεδιάσθηκε. Και αν στην πρώτη φάση ισχυρές προσωπικότητες κατάφερναν να τηρούνε τα προσχήματα, αυτό εξαφανίσθηκε στη συνέχεια. Γοργά και σταθερά το πράγμα διολίσθησε σε μια νέου τύπου αποικιοκρατία, όπου η μητρόπολη (Γερμανία) απέκτησε τον κυρίαρχο ρόλο και δημιούργησε θεσμούς, συνθήκες και διαδικασίες στυγνής εκμετάλλευσης των «αποικιών», οι οποίες νομοτελειακά οδηγήθηκαν στην δήωση του πλούτου τους, τον εξανδραποδισμό του πνευματικού δυναμικού τους και την εξαθλίωση των «ιθαγενών».
Το αυτονόητο για την μητρόπολη ήταν απαγορευμένο για την αποικία.
Αυτό παρουσιάζεται εναργέστατα στο παράδειγμά μας: Με την επιδοτούμενη απόσυρση στην πραγματικότητα η Γερμανία ενίσχυσε με κρατικά κεφάλαια την αυτοκινητοβιομηχανία της προκειμένου να ξεπεράσει τα συστημικά της προβλήματα και ουδείς εταίρος διαμαρτυρήθηκε για αθέμιτο ανταγωνισμό (κάποιοι μάλιστα έσπευσαν να την συνδράμουν αντίθετα με το εθνικό τους συμφέρον). Στον αντίποδα οποιασδήποτε μορφής επιδότηση της Ολυμπιακής ή όποιας άλλης χειμαζόμενης ελληνικής επιχείρησης ήταν και παραμένει Κοινοτικά αθέμιτη πράξη απηγορευμένη διά ροπάλου για την «αποικία» του νότου.
Ενώ λοιπόν το 2008 η μητροπολιτική Γερμανία φρόντισε εγκαίρως να απαντήσει στην οικονομική κρίση με αναπτυξιακά μέτρα αυξήσεως των δημοσίων δαπανών, όπως στο παράδειγμά μας, την ίδια στιγμή για τις αποικίες της Ευρωπαϊκής περιφέρειας επιλεγόταν ο δρόμος της ύφεσης, της λιτότητας και της ανθρωπιστικής καταστροφής.
Αυτά βεβαίως τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα της «ισοτιμίας» και της «συνεχούς διαπραγμάτευσης» δεν θα μπορούσαν να επιβληθούν ούτε με την δύναμη των όπλων, ούτε πολλώ μάλλον με την διαπραγματευτική δεινότητα των Γερμανών «διαπραγματευτών».
Από πολύ νωρίς οι επίδοξοι αποικιοκράτες συνειδητοποίησαν ότι ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες δεν συμβιβάζονται με το σχέδιο εκμετάλλευσης των «αποικιών». Κυβερνήτες τύπου Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου θα έπρεπε να εξαφανισθούν από την πολιτική σκηνή των κρατών-στόχων.
Οι «ρομαντικοί», γενναίοι και ισχυρογνώμονες πολιτικοί ηγέτες έπρεπε να αντικατασταθούν από «ρεαλιστές», δειλούς και πειθήνιους «εθνικούς αντιπροσώπους».
Στη διαδικασία της μετάβασης στο νέου είδους πολιτικό προσωπικό «επιχειρηματικές πρακτικές» τύπου ΖΗΜΕΝΣ, καθοδηγούμενες και ελεγχόμενες από την Γερμανική Κυβέρνηση υπήρξαν εξαιρετικής σημασίας.
Διότι οι πρακτικές αυτές δεν προσέφεραν στον γερμανικό διαφθορέα την μερίδα του λέοντος στις κρατικές προμήθειες, διευκόλυναν κυρίως την επιρροή της Γερμανίας σε θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης και όπλιζαν την Γερμανική Καγκελαρία με εμπεριστατωμένους φακέλους γεμάτους ευαίσθητες πληροφορίες για ανθρώπους κλειδιά στο θεσμικό και διοικητικό σύστημα της χώρας-στόχου.
Η ιδέα ήταν πολύ απλή: Όσο οι «φακελωμένοι» θα συμμετείχαν στη διακυβέρνηση της χώρας τους θα εξασφάλιζαν την υποταγή της στους κατόχους των «φακέλων», τουτέστιν στην Γερμανική Κυβέρνηση.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η Γερμανική κυβέρνηση σε συνεργασία με την Γερμανική δικαιοσύνη φρόντισε να παράσχει πλήρη ασυλία σε Γερμανούς και Έλληνες υπαλλήλους της ΖΗΜΕΝΣ, οι οποίοι ενεργούσαν υπό την καθοδήγηση και επ’ ωφελεία της.
Όπως κατ’ αναλογίαν δεν είναι παράξενη η παράνομη δράση των Βρετανικών τραπεζών που αποκαλύφθηκε ότι χειραγωγούσαν την διαμόρφωση του διατραπεζικού επιτοκίου ή πρωτοστατούσαν στο ξέπλυμα αμύθητων χρηματικών ποσών.
Το ενδιαφέρον είναι κατά πόσον οι Βρετανοί τραπεζίτες εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα της Βρετανικής οικονομίας την ώρα που κάποιοι άλλοι συνάδελφοί τους «κούρευαν» τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων στη δική τους τραπεζική επικράτεια, υπονομεύοντας την βιωσιμότητα τους και εξανεμίζοντας τις αποταμιεύσεις εκατομμυρίων δυστυχισμένων ασφαλισμένων.
Είπαμε, η κρίση είναι συστημική, ξεκίνησε στην ουσία από την στιγμή που ο πρόεδρος Κλίντον κατήργησε τον νόμο του Ρούσβελτ, ο οποίος εμπόδιζε τράπεζες που διαχειρίζονταν καταθέσεις μικροκαταθετών, μισθωτών και συνταξιούχων, να κάνουν τοποθετήσεις υψηλού ρίσκου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το γνωστό «πάρτι» της Γουόλ Στριτ και εντός ολίγου χρόνου να επισυμβεί η κατάρρευση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αχυροκαλύβας ή αλλέως πως σαπουνόφουσκας.
Όμως ακόμη και από αυτήν την κατάρρευση κάποιοι βγήκαν κερδισμένοι, εξακολουθούν να θησαυρίζουν και συνεχίζουν να απεργάζονται κερδοσκοπικά σχέδια περαιτέρω αποθησαυρισμού.
Την ίδια στιγμή που κράτη οδηγούνται στην χρεωκοπία και λαοί στην εξαθλίωση.
Σ’ αυτή λοιπόν την ιστορική περίοδο πέρα από τον συστημικό κοινό παρανομαστή υπάρχει και είναι εναργέστατα διακριτή η ατομική ευθύνη αυτών που με τις πράξεις και τις παραλήψεις τους συμβάλλουν στην προώθηση των συμφερόντων της χώρας ή απλώς διευκολύνουν την ευόδωση των σχεδίων των οικονομικών επιδρομέων.
Πλανώνται δε πλάνη οικτρά όσοι βαυκαλίζονται ότι οι ευθύνες αυτές θα αξιολογηθούν ως απλώς πολιτικές και θα τους αποδοθούν μετά θάνατον από κάποιον αγέννητο εισέτι ιστορικό του μέλλοντος.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι ευθύνες που θα τους καταλογισθούν θα είναι πολύ ευρύτερες, πολύ βαρύτερες. Ο καταλογισμός τους δε πλέον επίκειται, εάν άμεσα δεν σοβαρευθούν και δεν φροντίσουν έστω και αυτή την υστάτη ώρα να επιλέξουν το σωστό στρατόπεδο σε οποιαδήποτε βαθμίδα και αν βρίσκονται.
Διότι η χώρα, είτε μας ευχαριστεί είτε όχι, βρίσκεται σε (οικονομική) εμπόλεμη κατάσταση, δεχόμενη απρόκλητη λυσσαλέα ληστρική επίθεση.
Σε αυτή την έξωθεν επίθεση αντίστοιχη νομοτελειακά θα υπάρξει οσονούπω η λαϊκή αντίδραση, καθ’ όσον ιστορικά δεν υπήρξε ποτέ λαός σε παρόμοια θέση που να επέλεξε αντί της αντιστάσεως την ομαδική αυτοκτονία ή την καθολική μετανάστευση.
Αν η κα Μέρκελ και οι οικονομικοί δολοφόνοι, τους οποίους εκπροσωπεί, δεν έχουν την διάθεση ή την αναγκαία νοημοσύνη για να διδαχθούν από την ιστορία της Γερμανίας, ας φροντίσουν τουλάχιστον οι σημερινοί κυβερνώντες να μην αποδειχθούν ανιστόρητοι σε σχέση με την ιστορία αυτού του τόπου, την φιλοπατρία και την εθνική αξιοπρέπεια αυτού του λαού …
Κυβερνώντες μετανοείτε, δημόσιοι άνδρες γρηγορείτε, οι καιροί ου μενετοί, η ώρα της κρίσεως εγγύς….
Ο νοών νοείτω….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου