Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Ο Θεός συγχωρεί, οι «Αθάνατοι» όχι.



Ο υπερφίαλος εγωϊσμός  είναι ο απόλυτος ρατσισμός.

Γιατί τι άλλο από ρατσισμός είναι να θεωρείς όλους τους άλλους κουνούπια μπροστά σε σένα.
Κουνούπια, που δικαιούσαι να τα συνθλίβεις με μια σου κίνηση επειδή ανήκεις στο κλάμπ των «αθανάτων» της Ολυμπιακής Επιτροπής, οι οποίοι ελέω των δισεκατομμυρίων μιας καλοστημένης κερδοσκοπικής φιέστας έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου (ius vitae et necis) επί των ταλαίπωρων «μονομάχων» του Ολυμπιακού Κολωσσαίου, δικαίωμα το οποίο θα ζήλευε ακόμη και ο Καλιγούλας στο απόγειο της κτηνωδίας του.

Όπως απόλυτος φασισμός είναι η ακαριαία ηθική και κοινωνική εξόντωση ενός ανθρώπινου πλάσματος με μια καταδίκη, που επιβάλλεται χωρίς ακροατήριο, χωρίς απολογία του «παραβάτη» και χωρίς δικαίωμα μεταμέλειας και δεύτερης ευκαιρίας.

Ο αναμάρτητος λοιπόν πρώτος τον λίθον βαλέτω και δυστυχώς στο ΚΑΠΥ των ισοβίων μελών της ΔΟΕ με το συρφετό των παρατρεχάμενων επιχειρηματικών συμφερόντων και αθλητικών παραγόντων οι αναμάρτητοι μάλλον είναι είδος εν ανεπαρκεία.
Η ανοησία της αθλήτριας και η αναντίρρητη απαξία του ιντερνετικού «τιτιβίσματός» της αποτελεί πταίσμα συγκρινόμενη με την αλαζονεία, την βιαιότητα και την υπερβολή, που χαρακτηρίζει την αντίδραση των διοικητικών παραγόντων της Ελληνικής αποστολής.
Γιατί είναι απαράδεκτα αλαζονικό να καταχράσαι την ισχύ του θεσμικού σου ρόλου και να επιβάλλεις την εσχάτη των ποινών σε μια αθλήτρια, που είχε μεν μια κακή στιγμή αλλά αναμφίβολα διαρκείς αγαθές προθέσεις. Προδίδει δε ασύμβατη με την αθλητική δεοντολογία βιαιότητα η συντριβή των ονείρων ενός νέου ανθρώπου με αφορμή ένα ζήτημα περί όνου σκιάς. Και προφανώς η συντριπτική βαρύτητα τα ποινής είναι ασύμμετρη σε σχέση με την βαρύτητα της τιμωρουμένης πράξης, παραβιάζοντας κατάφορα την αρχή της αναλογικότητας και καθιστώντας καταγέλαστους τους ισχυρισμούς περί εφαρμογής των Ολυμπιακών κανόνων, απονομής της αθλητικής δικαιοσύνης, αναγκαίου κολασμού της συγκεκριμένης παραβατικής συμπεριφοράς και διαπαιδαγωγικού χαρακτήρα της επιβληθείσας υπερβολικής και επομένως άδικης ποινής.

Ακόμη και το επιχείρημα περί προστασίας της διεθνούς εικόνας της χώρας  καταντά φαιδρή ανοησία, αν αναλογισθεί κανείς ότι ένα «τιτίβισμα» σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης το βλέπουν μόνο οι «ακόλουθοι», οι κολλητοί, της αθλήτριας ενώ η ανεπίτρεπτη απόφαση της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής έγινε πρώτο θέμα σε όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
Αυτό λοιπόν που δήθεν επεδίωξαν να αποφύγουν με τον αποκλεισμό της άτυχης αθλήτριας, τον διεθνή διασυρμό της χώρας, αυτό ακριβώς επέτυχαν με την πανηγυρική παραδοχή από το πλέον αρμόδιο θεσμικό όργανο της πατρίδος μας ότι δήθεν η Ελλάδα έχει αθλητές, που εμφορούνται από τόσο έντονα ρατσιστικά συναισθήματα, που δικαιολογούν και επιβάλλουν  ακόμη και τον αποκλεισμό τους από την ολυμπιακή κοινότητα.

Οφείλουν λοιπόν  να σοβαρευθούν επιτέλους οι διάφοροι κύριοι, που με τον άλφα ή βήτα τρόπο κατέχουν θεσμικές θέσεις και να φροντίσουν να αποκτήσουν τα αντίστοιχα με το ρόλο τους προσόντα.
Εν προκειμένω θα έπρεπε να συνειδητοποιούν ότι η στήριξη και όχι ο αποκλεισμός των αθλητών είναι το έργο, που τους έχει αναθέσει η πολιτεία.
 Ότι για κάθε λάθος των αθλητών οφείλουν να αναζητούν εαυτοίς την αιτία.
 Ότι «μη βία, ω! άριστε, αλλά παίζων τους παίδας τρέφε» κατά τον Αριστοτέλη, οπωσδήποτε περισσότερο επαΐοντα περί του ολυμπιακού ιδεώδους. 
Και κυρίως ότι η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, δεδομένων των ποιοτικών χαρακτηριστικών της ΔΟΕ,  οφείλει να είναι πρώτα Ελληνική και μετά «ολυμπιακή».

Δυστυχώς στην υπό κρίσι περίπτωση τόσο ο ατυχής χειρισμός όσο και  η ανόητη δικαιολογία περί προσπάθειας αποφυγής δυσφημίσεως της χώρας ευλόγως δημιουργούν την υποψία ότι κάποιοι για άλλη μια φορά προκειμένου να γίνουν οι ίδιοι ευχάριστοι σε συγκεκριμένους διεθνείς κύκλους θυσίασαν τα όνειρα ενός νέου ανθρώπου και κυρίως, εκόντες άκοντες αδιάφορον,  όπλισαν με επιβλαβή επιχειρήματα όλους αυτούς, που με εξαιρετικά ρατσιστική διάθεση δεν παραλείπουν να μας λοιδορούν καθημερινά ως κράτος και ως έθνος.

Όμως εκεί όπου αναδείχθηκε ο απόλυτος φαρισαϊσμός ήταν για άλλη μια φορά στο χώρο του πολιτικού κατεστημένου.
Με περισσή υποκρισία ωσάν τις εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσες γεροντοκόρες, που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους στο παραμικρό στραβοπάτημα  της γειτονικής παιδούλας, έσπευσαν με ανείπωτο μένος τα πλείστα των πολιτικών κομμάτων να καυτηριάσουν την ανοησία της αθλήτριας και να απαιτήσουν, ως μαινόμενες Ηρωδιάδες την κεφαλή της επί πίνακι.
Το 2004 ο κος Καραμανλής έσπευσε απερίσκεπτα στο ξεκίνημά του ως Πρωθυπουργός να ζητήσει την παραίτηση του κου Τσιτουρίδη διότι κάποτε στο παρελθόν είχε επιδιώξει την μεταγραφή του γιού του από ένα περιφερειακό Πανεπιστήμιο, σε ένα Πανεπιστήμιο της Αθήνας.  Οι στοιχειωδώς εχέφρονες είχαν επισημάνει τότε ότι ο κος Καραμανλής τοποθετούσε τόσο  ψηλά τον πήχη της πολιτικής ηθικής, που αναπόφευκτα στη συνέχεια θα αναγκαζόταν να περνάει συνεχώς από κάτω. ¨Όντως στα χρόνια που ακολούθησαν η σωρεία σκανδάλων που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας κατέστησαν φαιδρή εκείνη την  πρώτη αντίδραση του Σεμνού και Ταπεινού Πρωθυπουργού.

Οι σημερινές λοιπόν ηγετικές ομάδες των κομμάτων φαίνεται να μην έχουν διδαχθεί τίποτε από το πάθημα Καραμανλή.
Αλλιώς δεν εξηγείται πως τολμούν να ανατριχιάζουν με τον παιδαριώδη «ρατσισμό» της νεαρής αθλήτριας την ώρα που επιδεικνύουν ασύγγνωστη βαρηκοΐα στις καθημερινές ρατσιστικές δηλώσεις του κου Σόιμπλε, της κας Μέρκελ, του κου Ρέσλερ και δεκάδων άλλων Ευρωπαίων παραγόντων και στρατευμένων στον συστηματικό ανθελληνισμό διεθνών μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Και εάν «οι καλοί τους τρόποι» δεν τους επιτρέπουν να έλθουν σε φιλονικία με τους ξένους ρατσιστές υβριστές της Ελλάδος  γιατί επιδεικνύουν τόση αναισθησία σε φαινόμενα εσωτερικού, κυβερνητικού, ρατσισμού;
Γιατί συμμετέχουν και στηρίζουν κυβερνήσεις που διχάζουν τους πολίτες σε δεξιούς και αριστερούς, σε «νομοταγείς» εργαζόμενους και «κακούς» συνδικαλιστές, σε πλούσιους αξιοσέβαστους φοροαποφεύγοντες και φτωχούς αναξιοπρεπείς φοροοφειλέτες, σε πελάτες των ιδιωτικών κλινικών και σε φτωχούς συνταξιούχους που τους αξίζει να πεθάνουν;
Αυτή η διάκριση των πολιτών σε κατηγορίες με βάση την πολιτική τους τοποθέτηση, την συνδικαλιστική τους δράση, την φορολογική τους αδυναμία, την κατάσταση της υγείας τους δεν είναι ένας ιδιότυπος, αλλά πάντως καραμπινάτος ρατσισμός;
Δεν είναι ρατσισμός η πολιτική νομενκλατούρα και η ιδιοτελής πελατεία της να είναι στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης, την ίδια ώρα που οι απλοί άνθρωποι υφίστανται ανηλεές κυνηγητό για ασήμαντη αφορμή, όπως ας πούμε η συγκεκριμένη αθλήτρια;
Δεν είναι κοινωνικός ρατσισμός να περικόπτονται ανάλγητα συνεχώς οι μισθοί και οι συντάξεις των φτωχών μισθωτών και συνταξιούχων για να καλυφθούν οι τρύπες των τραπεζιτών, οι ρεμούλες των λυμεώνων του δημοσίου χρήματος και το μεγάλο φαγοπότι συγκεκριμένων ντόπιων και ξένων επιχειρηματικών ομίλων;
Δεν είναι κοινωνικός ρατσισμός κύριε Κουβέλη η καταδίκη στον υποσιτισμό εκατοντάδων χιλιάδων μικρών Ελληνόπουλων την ίδια στιγμή όπου Σείς χαριεντίζεσθε με αυτούς, που απήλλαξαν τη Ζήμενς από ποινικές ευθύνες των διευθυντών της, αλλά και από την ευθύνη αποκαταστάσεως ζημίας του Ελληνικού Δημοσίου ανώτερης των 2 δις ευρώ, με βάση το σχετικό πόρισμα της Βουλής;

Είναι πράγματι θλιβερό ότι κόμματα της αριστεράς (και δεν εννοώ την ΔΗΜΑΡ όπου συνωστίζονται ανιστόρητοι ρατσιστές αποδίδοντες σε συνωστισμό την διεθνώς αναγνωρισμένη ως γενοκτονία καταστροφή της Σμύρνης), παρασύρθηκαν στο ατόπημα να σπεύσουν να επικροτήσουν την απόφαση αποκλεισμού της Ελληνίδας αθλήτριας.
Η απόφαση υπήρξε ανόητη για τους λόγους που προαναφέραμε και συνεπώς, ως μη όφειλαν, έσπευσαν να συμπράξουν σε μια ανοησία.
Αν όμως, όπως περίτεχνα καλλιεργούν μέσα προσκείμενα σε συγκεκριμένα συμφέροντα, η στάση των αριστερών κομμάτων υπήρξε αποτέλεσμα συγκεκριμένης πολιτικής συμπάθειας της αθλήτριας, τότε η σπουδή τους να την καταδικάσουν είναι δυο φορές ανόητη.
Διότι η αριστερά οφείλει να διακρίνεται από μεγαλοψυχία, ανεξικακία, αντικειμενικότητα και σοβαρότητα. 
Δεν μπορεί να μεγαλοποιεί τα επουσιώδη και να «καταπίνει» τα μείζονα χάριν πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Δεν επιτρέπεται να διακρίνει τους απλούς ανθρώπους με βάση τα πολιτικά τους πιστεύω.
Δεν επιτρέπεται να ποινικοποιεί την αφέλεια της νέας γενιάς, αλλά επιβάλλεται να την στηρίζει, να την διαπαιδαγωγεί και να την εμπνέει.
Ας προσέξουν λοιπόν κάποιοι που η ροπή τους προς τον δογματισμό τους εμποδίζει να αντιληφθούν την δεινή πραγματικότητα της χώρας και τις σκληρές και άτεγκτες προτεραιότητες, που θέτει η παρούσα ιστορική συγκυρία.
Ας μη ξεχνούν ότι ο δογματισμός είναι η πεμπτουσία του ιδεαλισμού και τέτοιου είδους θεωρητικές εμμονές που δεν παρακολουθούν τις σύγχρονες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες και δεν εξυπηρετούν τα καλώς εννοούμενα εθνικά συμφέροντα, χύνουν νερό στο μύλο της αντίδρασης και ενισχύουν τις δυνάμεις του εθνικισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: