Οι πολιτικές πράξεις μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες. Τις υποκειμενικές(εξ υποκειμένου) και τις αντικειμενικές(εξ αντικειμένου).
Οι υποκειμενικές προσλαμβάνουν τον πολιτικό τους χαρακτήρα εξ αιτίας του προσώπου, που τις διενεργεί. Κατά τεκμήριο οτιδήποτε προέρχεται από ένα πολιτικό πρόσωπο θεωρείται πολιτική πράξη με πολιτικά κίνητρα.
Αντικειμενικά πολιτικές είναι οι πράξεις, που ανεξάρτητα από το υποκείμενο τους εμπλέκονται στην πολιτική ζωή του τόπου, επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις ή επιδρούν στο πολιτικό τοπίο με οποιοδήποτε τρόπο.
Με αυτή την έννοια οι δηλώσεις και ενέργειες των πολιτικών αρχηγών είναι (εξ υποκειμένου) κατά τεκμήριο πολιτικές. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι δεν υποχρεούνται να αποδεικνύουν την πολιτική σκοπιμότητα των λόγων τους. Αντίθετα το βάρος της περί του αντιθέτου αποδείξεως φέρει εκείνος, που την αμφισβητεί.
Από την άλλη οι φραστικές ή δικαστικές επιθέσεις εναντίον πολιτικών αρχηγών, ακόμη και όταν γίνονται από μη πολιτικούς, έχουν εξ αντικειμένου αμιγώς πολιτική ουσία, ανεξαρτήτως προθέσεων του υποκειμένου τους.
Είχαμε επισημάνει σε ανύποπτο χρόνο ότι οι περί χρηματιστηρίου «αερολογίες» του κ.Τσίπρα ήταν αντιεπιστημονικές και πολιτικά αφελείς, διότι κατ’ ουσίαν απήλλασαν των ευθυνών της την Κυβέρνηση για τις διαδικασίες ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ και μετέθεταν το στόχο στο Χρηματιστήριο αντί του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Δυστυχώς τα κόμματα της πέραν του ΠΑΣΟΚ αριστεράς, αναπαλαιωμένα ή μη, δεν καταφέρνουν να απαγκιστρωθούν από κάποιες κληρονομημένες δογματικές αγκυλώσεις.
Τέτοιου είδους αγκύλωση αποτελεί π.χ η δαιμονοποίηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Έτσι συχνά πυκνά δεν χάνουν απλώς την μπάλα, αλλά δε βρίσκουν ούτε το γήπεδο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα και η κ. Παπαρήγα, η οποία την ώρα, που το συνδικαλιστικό κίνημα έκανε πολιτικές κινητοποιήσεις ενάντια στην κυβέρνηση για το ασφαλιστικό, εκείνη στη Βουλή μεμφόταν τη ΓΕΣΕΕ, που δεν έκανε απεργία εναντίον των εργοδοτών για τη ΣΣΕ.
Παρ' όλα αυτά οι πολιτικές αγκυλώσεις, η πολιτική ανωριμότητα, ακόμη και η πολιτική αβελτηρία μπορεί να κρίνονται και να κατακρίνονται απεριόριστα από τους πολίτες, σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί να παράγουν ποινικές ή αστικές ευθύνες.
Από την άλλη πλευρά οι επιχειρηματίες της παλαιάς σχολής αποφεύγουν συνήθως επιμελώς να εκτίθενται στο πολιτικό προσκήνιο.
Ο κ. Βγενόπουλος βεβαίως δεν είναι ούτε παλαιάς σχολής, ούτε συνηθισμένος επιχειρηματίας. Οι επιχειρηματικές του κινήσεις και επιτυχίες αποδεικνύουν και σύγχρονη αντίληψη και ιδιαίτερες επιχειρηματικές ικανότητες.
Με τις ενέργειες του όμως τις τελευταίες ημέρες φοβούμαστε ότι διακινδυνεύει να διαβεί τον Ρουβίκωνα.
Τα κόμματα, οι πολιτικοί, οι βουλευτές αποτελούν καλώς ή κακώς (καλώς) θεσμικούς παράγοντες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δικαστικές επιθέσεις εναντίον τους, απαξιοτικές κρίσεις για το σύνολο των πολιτικών («συντεχνία») ή απορριπτικές αξιολογήσεις θεσμικών δημοκρατικών κατακτήσεων («βουλευτική ασυλία»), συνιστούν, όπως εξηγήσαμε εξ αντικειμένου πολιτικές πράξεις. Όποιος επιδίδεται σε τέτοιες πράξεις κατ’ εξακολούθηση διακινδυνεύει εκών άκων να αποκτήσει την ιδιότητα του πολιτικού.
Η «καλογερική» αυτή όμως ίσως είναι βαριά ακόμη και για μεγαλοφυείς επιχειρηματίες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα πρώτα αποτελέσματα των ενεργειών και των δηλώσεων του κ. Βγενόπουλου. Φαίνεται να έχει ξεσηκώσει εναντίον του περίπου το σύνολο του πολιτικού και δημοσιογραφικού φάσματος.
Και αν ο στόχος του ήταν να ζημιωθεί ο κ. Τσίπρας, αυτός ο στόχος προφανώς δεν επιτυγχάνεται, διότι μάλλον αυτού του τύπου οι επιθέσεις ανεβάζουν τις μετοχές του κ. Τσίπρα στο πολιτικό χρηματιστήριο.
Το αίτημα επίσης της αντιπολίτευσης για κλήση του κ. Αλογοσκούφη και του ιδίου στη Βουλή για παροχή εξηγήσεων, αποτελεί προφανώς συνέπεια των πρόσφατων κινήσεων του κ. Βγενόπουλου.
Υπό κανονικές συνθήκες ο κ. Βγενόπουλος δεν θα έπρεπε να κληθεί για εξηγήσεις. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι επιχειρηματικές του κινήσεις δεν παρουσιάζουν κανένα μυστήριο. Εφ’ όσον η Κυβέρνηση δεν επέτρεψε την απόκτηση πλειοψηφικού πακέτου στον κ. Βγενόπουλο, η παραμονή της εταιρίας του στον ΟΤΕ έπαυσε για αυτόν να παρουσιάζει επιχειρηματικό ενδιαφέρον. Από την στιγμή εκείνη η πώληση τους στον πρώτο ενδιαφερόμενο αποτελούσε επιχειρηματικό μονόδρομο. Η πώλησή τους λοιπόν αποτελεί απλή επίτευξη ενός επιχειρηματικού στόχου. Αν η τιμή πώλησης είναι μεγαλύτερη της τιμής κτήσης, αυτό αποτελεί πρόσθετη επιχειρηματική επιτυχία. Τι εξηγήσεις επομένως χρειάζονται, την στιγμή μάλιστα, που η MIG, ούτε όταν είχε τις μετοχές, ούτε πολύ περισσότερο τώρα, που τις πώλησε, ουδέποτε κατάφερε να παίξει το ρόλο ουσιαστικού «στρατηγικού επενδυτή»?.
Η κοινή λογική λοιπόν λέει ότι αν κάποιοι πρέπει να δώσουν εξηγήσεις, αυτοί είναι η κυβέρνηση και η Ντόϋτσε Τέλεκομ.
Η μεν Κυβέρνηση διότι μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να εξηγήσει επαρκώς με ποια ακριβώς κριτήρια ο Γερμανός μάνατζερ αξιολογήθηκε ως καλύτερος από τον κ. Βγενόπουλο? Και πως οι λεονταρισμοί περί προστασίας του δημόσιου χαρακτήρα του ΟΤΕ μετετράπησαν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα σε αποδοχή «συνδιοικητικού σχήματος»? Και με ποιες διαδικασίες, ποιους όρους και ποιες προϋποθέσεις θα μεθοδευθεί το όλο εγχείρημα, διασφαλίζοντας και τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας?
Η δε Γερμανική εταιρία, οφείλει να εξηγήσει δύο ζητήματα. Ποια ακριβώς επιχειρηματική λογική υπάρχει στην αγορά μετοχών προς 26 ευρό την στιγμή, που αυτές, ή εν πάση περιπτώσει κάποιος αριθμός από αυτές, μπορεί να αγορασθεί στο χρηματιστήριο προς 19 ευρό, και όταν μάλιστα αυτό το χρηματιστήριο παρουσιάζει χαρακτηριστικά “αρκούδων” (beer market)? Ποιο είναι το επιχειρηματικό της σχέδιο για τον ΟΤΕ και πώς αυτό θα συμβάλλει στην ανάπτυξη της εταιρείας προς το συμφέρον των καταναλωτών?
Φαίνεται λοιπόν ότι ο κ. Βγενόπουλος με τις τελευταίες κινήσεις του κατέστησε εαυτόν πολιτικό παράγοντα. Η ιδιότητα αυτή είναι απολύτως σεβαστή εκτιμώμενη από τη σκοπιά του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Οι απόψεις όμως για το πόσο συμφέρουσα είναι από την σκοπιά του επιχειρείν διίστανται σφόδρα ιδίως κατά την παραδοσιακή επιχειρηματική αντίληψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου