Μετά τον κ. Αντώναρο ο κ. Στυλιανίδης διεκδικεί επαξίως τα πρωτεία πολιτικού θράσους.
Διότι πως αλλιώς μπορεί να ερμηνευθούν οι δηλώσεις ενός Υπουργού υπευθύνου για το απόλυτο μπάχαλο που επικρατεί στα ψηφιακά δίκτυα, όταν οι κρατικές υπηρεσίες βρίσκονται ακόμη σε πληροφορικό μεσαίωνα και αυτός επιδίδεται σε προεκλογικές φανφάρες περί μαγικής νομοθετικής εγκατάστασης οπτικών ινών στις κατοικίες. Όλοι βιώνουν αλγεινές καθημερινές εμπειρίες με την άθλια κατάσταση που επικρατεί στα δίκτυα σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, ενώ περίπου εφιαλτικές είναι οι συνθήκες στο διαδίκτυο, όπου οι συνδέσεις σέρνονται μεταξύ διακοπών και ταχυτήτων χελώνας, παρά τα πανάκριβα τιμολόγια και τα βαρύγδουπα «πακέτα». Όμως ο κ. Υπουργός αντί να τραβήξει τα αυτιά των πολυεθνικών εταιρειών (ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται πλέον και ο ΟΤΕ χάριν της νέας διακυβέρνησης), που κερδοσκοπούν ασύδοτα χωρίς να επενδύουν δεκάρα, προσπαθεί να παραπλανήσει τους «ιθαγενείς» ψηφοφόρους τάζοντάς τους «καθρεπτάκια».
Καλές οι φαντασιώσεις περί οπτικών ινών. Όμως στο χωριό του κ. Σουφλιά λένε ότι με παπαρολογίες δεν κτίζονται παλάτια. Με νομοσχέδια δεν στήνονται τεχνολογικά θαύματα.
Μπορεί λοιπόν ο κ. Στυλιανίδης να μας εξηγήσει, πως ακριβώς φαντάζεται ότι θα στηθεί το δίκτυο;
Τι χρονοδιάγραμμα υπάρχει; τουτέστιν πέρα από την γενιά της οποίας επιδιώκει να υφαρπάξει την ψήφο ποιοι συγκεκριμένοι μακρινοί απόγονοι θα απολαύσουν τις οπτικές του ίνες; Ποιος ακριβώς θα είναι ο φορέας του έργου και κυρίως ποιος θα επωμισθεί τη δαπάνη του έργου;
Διότι όταν το εξαγγέλλει ένας υπουργός το πράγμα μοιάζει να πρόκειται για δημόσιο έργο, την υλοποίηση του οποίου θα φορτωθεί ο Έλληνας φορολογούμενος. Υπάρχει όμως μια μικρή λεπτομέρεια.
Το υπάρχον δίκτυο ανήκει στον ΟΤΕ και όταν φτιάχτηκε πληρώθηκε καθ΄ολοκληρίαν από τον Έλληνα φορολογούμενο διότι ο ΟΤΕ ήταν τότε δημόσια επιχείρηση. Στη συνέχεια οι διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις στηρίχθηκαν επάνω στα έτοιμα δίκτυα του ΟΤΕ και κερδοσκοπούν ασύστολα προσφέροντας υπηρεσίες τηλεφωνίας και διαδικτύου κατ’ ουσίας παρασιτικές.
Τώρα όμως που ο ΟΤΕ έπαψε να είναι δημόσια επιχείρηση το κόστος για την όποια αναβάθμιση των δικτύων θα πρέπει αναμφίβολα να την αναλάβουν οι ιδιώτες ιδιοκτήτες του. Οτιδήποτε διαφορετικό θα μπορούσε να είναι κατάχρηση δημοσίου πλούτου υπέρ συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων.
Με ποια λοιπόν ιδιότητα ο κ. Υπουργός εξαγγέλλει το έργο; Αν το κάνει με την ιδιότητα του Δημόσιου λειτουργού, που επιβάλλει στα ιδιωτικά συμφέροντα να επενδύσουν για τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό των δικτύων επί των οποίων κερδοσκοπούν έχει καλώς. Αν το κάνει με τη λογική του πλούσιου «μπάρμπα», που πληρώνει και έτσι έχει δικαίωμα να κομπάζει για την μεγαλοδωρία του, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Σε κάθε περίπτωση ο ψηφοφόρος έχει απαίτηση να γνωρίζει την πραγματικότητα, που κρύβεται πέρα και πίσω από τις φανφάρες προεκλογικής επικοινωνιακής κατανάλωσης
Σημείωση : Την φωτογραφία δανεισθήκαμε από εδώ (www.neolaia..gr). Η προσθήκη ομιλίας δική μας.
Γράψαμε κι άλλες φορές ότι η παρούσα συγκυρία δεν είναι κατάλληλη για ταύτιση της εξωτερικής μας πολιτικής με τις Αμερικανικές οδηγίες, διότι απλούστατα τα Αμερικανικά γεωπολιτικά συμφέροντα δεν ταυτίζονται με τα δικά μας.
Την εποχή του ψυχρού πολέμου και μέχρι το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας η Ελλάδα ως μόνη χώρα του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια είχε πολύ διαφορετική βαρύτητα για την εξασφάλιση των Αμερικανικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή. Μετά την διάλυση όμως του ανατολικού μπλόκ προέκυψαν μια σειρά από χώρες, οι οποίες προσφέρουν και σε αντικειμενικό, αλλά και σε υποκειμενικό επίπεδο πολύ μεγαλύτερες διευκολύνσεις στην εξυπηρέτηση της ατλαντικής στρατηγικής. Με τα Σκόπια ως προτεκτοράτο, το Κόσσοβο ως στρατιωτική έδρα, την Αλβανία, την Πολωνία και την Βουλγαρία ως πιστούς υπηρέτες και όλες σχεδόν τις λοιπές βαλκανικές χώρες ως δορυφόρους η Αμερική ελάχιστη ανάγκη έχει πλέον των Ελληνικών υπηρεσιών. Έτσι δεν είναι καθόλου συμπτωματικό ότι η Ελλάδα υποβιβάσθηκε από στρατηγικό εταίρο της κυβέρνησης Μπους σε σημαντικό σύμμαχο της κυβέρνησης Ομπάμα. Από την άλλη η μετατόπιση του κέντρου βάρους από την Ευρώπη στην Ασία και η ανάγκη διαχείρισης μια σειράς διεθνών ζητημάτων σε χώρες με μουσουλμανικούς πληθυσμούς καθιστά ιδιαίτερα σημαντικό το ρόλο, που μπορεί να διαδραματίσει η Τουρκία, ως μια μεγάλη πληθυσμιακά μουσουλμανική δύναμη γεωγραφικά πλησίον στα θέατρα των διεθνών διαγκωνισμών.
Από την Τσαρική περίοδο ήδη η Τουρκία (τότε Οθωμανική αυτοκρατορία) παρουσίαζε σημαντικό ενδιαφέρον για τις χώρες της Δύσης, ως διαχρονικό αντίπαλο δέος της Ρωσίας «στο μαλακό της υπογάστριο» και ως γέφυρα της Ευρώπης με την Ασία. Σήμερα το ενδιαφέρον της Ατλαντικής υπερδύναμης για την αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας είναι ακόμα μεγαλύτερο για τους εξής προφανείς λόγους: Μέχρι πρόσφατα το θέατρο διαπάλης για την εξασφάλιση οικονομικών συμφερόντων εντοπιζόταν γεωγραφικά στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, που αποτελούσε το νευραλγικό χώρο ελέγχου της παραγωγής και διακίνησης του πετρελαίου. Σ’ αυτό το διάστημα το Ισραήλ διαδραμάτιζε το ρόλο του τοπικού χωροφύλακα και ως εκ τούτου ήταν απαραίτητος ο υπερβολικός στρατιωτικός εξοπλισμός του και η ικανοποίηση των εδαφικών και λοιπών του απαιτήσεων, ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών του.
Σήμερα τα δεδομένα αυτά έχουν αλλάξει. Η απόλυτη δορυφοροποίηση της πλειοψηφίας των Αραβικών χωρών και η κατάληψη του Ιράκ και του Αφγανιστάν έχουν επιτύχει σε σημαντικό βαθμό την εξασφάλιση της ροής του πετρελαίου. Από την άλλη η πρόσφατη ιστορία με την εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο και αργότερα στη Γάζα απέδειξε δύο πολύ σοβαρές αδυναμίες του Ισραηλοκεντρικού σχεδιασμού. Η τρομερή Ισραηλινή στρατιωτική μηχανή απεδείχθη ανεπαρκής να αντιμετωπίσει τους οπλισμένους μαχητές μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης, όπως η Χεζμπόλα και αναγκάσθηκε να αναδιπλωθεί με επικοινωνιακά υποτιμητικό τρόπο και χωρίς ουσιαστικά στρατιωτικά αποτελέσματα. Εξ άλλου ο αποκλεισμός στη Γάζα απέδειξε ότι το Ισραήλ βρίσκεται πλέον ένα βήμα από την γενική καταδίκη της διεθνούς κοινής γνώμης, εξ αιτίας της υπερβολικής σκληρότητας, που επιδεικνύει εναντίον αμάχων σε επεμβάσεις, που ούτως ή άλλως αφορούν δικές του στενές εδαφικές διεκδικήσεις και δεν έχουν σχέση με τα ευρύτερα Αμερικανικά συμφέροντα. Η αποτυχία της επέμβασης στο Λίβανο απέδειξε ακόμη ότι το Ισραήλ όχι μόνο δεν είναι ικανό να περιορίσει πολεμικά την ανερχόμενη στρατιωτική δύναμη του Ιράν, αλλά μπορεί να αποτελέσει στο μέλλον και βαρίδι για το Αμερικανικό πεντάγωνο διότι η αίσθηση απειλής από το Ιράν μπορεί να οδηγήσει το Ισραήλ σε ενέργειες πέραν των σχεδιασμών των Αμερικανών στρατηγών. Επίσης η θρησκευτική αντίθεση και η ιστορική μετωπική αντιπαλότητα του Ισραήλ με το σύνολο του Αραβικού κόσμου αποκλείει τη χρησιμοποίησή του σε μια ευρύτερη διπλωματική διαχείριση των πολύμορφων θεμάτων και των πολυποίκιλων εθνοτήτων.
Είναι λοιπόν προφανές ότι στην περίπτωση της Τουρκίας αυτά τα μειονεκτήματα του Ισραήλ ελαχιστοποιούνται. Η Τουρκία ως Μουσουλμανική χώρα μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε ένα αξιόπιστο συνομιλητή όλων των χωρών της μείζονος περιοχής και όχι μόνον. Γεωγραφικά μπορεί να ελέγχει τους δρόμους του πετρελαίου, αλλά συγχρόνως και τους δρόμους του φυσικού αερίου, που πλέον έχει εισέλθει δυναμικά στο παγκόσμιο σύστημα ενεργειακών πόρων. Εν αντιθέσει προς το Ισραήλ είναι μια πληθυσμιακά μεγάλη χώρα, που μπορεί να στηρίξει την στρατιωτική της ισχύ όχι μόνο στην τεχνολογική αλλά και στην αριθμητική της υπεροχή.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο κύβος έχει ήδη ριφθεί. Η Τουρκία έχει επιλεγεί να αντικαταστήσει το Ισραήλ με ότι αυτό συνεπάγεται. Η φραστική επίθεση του κ. Ερντογάν εναντίον του Ισραηλινού εκπροσώπου σε ένα διεθνές forum προ ολίγων μηνών δεν ήταν τυχαία, δεν μπορεί να οφειλόταν σε αιφνίδιο προσωπικό του εκνευρισμό αλλά μάλλον σηματοδοτούσε την αλλαγή σκυτάλης αποστέλλοντας το προσήκον μήνυμα προς πολλούς αναγκαίους αποδέκτες. Ανάλογο μήνυμα του αναβαθμισμένου ελέω Αμερικής ρόλου της Τουρκίας εμπεριείχε και η φαινομενικά μικρομέγαλη παρέμβαση Ερντογάν στην «επανάσταση» των Κινέζων Ουϊγούρων (μουσουλμάνων κατά το θρήσκευμα). Το μήνυμα, που εκπέμπεται προς τους απανταχού της γης Μουσουλμανικούς πληθυσμούς είναι ότι η Τουρκία είναι η μεγάλη μουσουλμανική δημοκρατία, που διαθέτει τεράστια στρατιωτική ισχύ για να τιμωρεί όποιους χρειάζεται, αλλά συγχρόνως και να διαμεσολαβεί προς επίλυση των όποιων προβλημάτων, διαθέτοντας εξαιρετική διπλωματική ευχέρεια για την άσκηση πιέσεων στις δυτικές χώρες, με τις οποίες συνεργάζεται σε σοβαρή και ισότιμη βάση.
Ο νέος αυτός ρόλος της Τουρκίας απαιτεί και την παραχώρηση ανάλογων ανταλλαγμάτων, τα οποία θα συμβάλλουν στην περαιτέρω ισχυροποίησή της, ισχυροποίηση, που συμβαδίζει απόλυτα με τους Αμερικανικούς σχεδιασμούς. Εύκολα λοιπόν γίνεται κατανοητό γιατί ο Πρόεδρος των ΗΠΑ περιέλαβε την Τουρκία στο πρώτο ταξίδι του στην Ευρώπη, γιατί η κ. Κλίντον απέφυγε την συμμετοχή της στη διεθνή σύσκεψη της Κερκύρας, όπου σημειωτέον δεν προσήλθε ούτε ο δεύτερος τη τάξει κ. Μπερνς, γιατί ανατίθεται σε Τούρκο στρατηγό η Διοίκηση του στρατηγείου της Λάρισας, ενώ ουδεμία συζήτηση γίνεται για εναλλαγή διοικητού στο στρατηγείο της Σμύρνης. Επίσης εύκολα γίνονται κατανοητές οι πιέσεις για διμερείς συζητήσεις με Αμερικανική επιδιαιτησία για όλα τα θέματα που διαχρονικά θέτει η Τουρκία και που αποτελούν στην ουσία τους υπερβολικές εδαφικές διεκδικήσεις με απώτερο στόχο τον συνολικό στρατιωτικό έλεγχο της Νοτιοαντολικής Μεσογείου, και την εκμετάλλευση των υποθαλασσίων πετρελαϊκών κοιτασμάτων παραβιάζοντας εξόφθαλμα όλους τους διεθνείς κανόνες και ανατρέποντας άρδην όλες τις μέχρι σήμερα ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις.
Ανάλογα είναι τα συμφέροντα και οι σχεδιασμοί, που εξυπηρετούνται με την αναβάθμιση του απίθανου κρατιδίου των Σκοπίων, που ενώ θεωρητικά βρίσκεται υπό διάλυση και εξαρτάται οικονομικά σε μεγάλο βαθμό από την Ελληνική στήριξη, έχει καταφέρει να επιβάλλει διεθνώς τις αλυτρωτικές επιδιώξεις του ενάντια στην κοινή λογική και την διαχρονική ιστορική αλήθεια.
Και όλα αυτά τα σχέδια πρέπει να υλοποιηθούν γρήγορα διότι επείγει ο απεγκλωβισμός της Αμερικής από την Ευρώπη και την Μέση Ανατολή, ώστε να μετατοπίσει το κέντρο του ενδιαφέροντος και συνακόλουθα των δυνάμεών της στην Κεντρική Ασία και ανατολικότερα, όπου αναπτύσσονται ραγδαία οι νέες τεράστιες αγορές της Ινδίας, της Κίνας κ.λ.π, όπου ζωτικά είναι τα εμπορικά διακυβεύματα και όπου η διείσδυση των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών προϋποθέτει την ανάλογη κρατική οικονομική, διπλωματική και κατά περίπτωση στρατιωτική υποστήριξη (π.χ Β.Κορέα). Έτσι εξηγείται η πρωτοφανής κινητικότητα και ένταση των πιέσεων για διευθέτηση των εκκρεμοτήτων στην Ευρώπη, στην Γεωργία, στη Μέση Ανατολή. Η απεμπλοκή από το Ιράκ, η περαιτέρω εμπλοκή των Ευρωπαίων στο Αφγανιστάν προς ελάφρυνση των Αμερικανικών δυνάμεων, το συγχωροχάρτι στη Συρία, η προσπάθεια διπλωματικής διευθέτησης των αντιθέσεων με την Τεχεράνη.
Ενώ λοιπόν αυτά συμβαίνουν στον πλανήτη έχουμε μία Ελληνική κυβέρνηση, που εθελοτυφλεί και προσπαθεί με κάθε τρόπο να «κρύψει τα προβλήματα κάτω από το χαλί». Επί πέντε ολόκληρα χρόνια προσποιείται ότι δεν κατανοεί το διεθνές γίγνεσθαι. Εξαντλεί τις διπλωματικές της πρωτοβουλίες σε ανούσιες «κουμπαριές» και ανώφελες δεξιώσεις. Περιορίζεται σε ανόητες φαντασιώσεις περί δήθεν βαθέως κράτους στην Τουρκία, που δήθεν ενεργεί ερήμην της τουρκικής κυβέρνησης και περί δήθεν διπλωματικά ανάγωγης κυβέρνησης των Σκοπίων, που δήθεν διεθνώς θα ηττηθεί από την επίδειξη «μακεδονικής μεγαλοψυχίας» του Έλληνα Πρωθυπουργού.
Από την άλλη πλευρά η προϊούσα ηθική και πολιτική σήψη στο εσωτερικό της χώρας με την παράλληλη κατάρρευση της εθνικής μας οικονομίας, οδηγεί σε περαιτέρω αδυναμία υπεράσπισης των εθνικών μας δικαίων και ζωτικών συμφερόντων, απαξιώνοντας τη διεθνή εικόνα της Ελλάδος και το διαπραγματευτικό κύρος της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Σε μια περίοδο λοιπόν, που συντελούνται κοσμοϊστορικές αλλαγές στον κόσμο, δεν νομιμοποιείται οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση να αδρανεί, να αφήνει τις αρνητικές εξελίξεις να δημιουργούν μη αναστρέψιμα τετελεσμένα και να επιδιώκει την εξεύρεση πολιτικού χρόνου διά της απόκρυψης των αρνητικών για τη χώρα διεθνών διεργασιών. Δεν επιτρέπεται να προωθείται η σύνδεση των Σκοπίων με την ΕΕ και η Ελλάδα να σφυρίζει αδιάφορα εξακολουθώντας να συζητά την παραχώρηση ονομασίας, που να περιέχει τον όρο Μακεδονία ή παράγωγά του, αντίθετα με την βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού. Δεν επιτρέπεται να αποδέχεται Τούρκο στρατηγό Διοικητή στη Λάρισα, να συμμετέχει σε σκοτεινές συζητήσεις με την Τουρκία υπό το καθεστώς επιθετικών παραβιάσεων του εναερίου μας χώρου και πολλώ μάλλον να επιμένει να συναινεί στην είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε αντίθεση και πάλι με την άποψη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών.
Τα εθνικά θέματα δεν επιτρέπουν την παραμικρή αβελτηρία και δυστυχώς η Κυβέρνηση επί πέντε ολόκληρα χρόνια επιμένει να αγνοεί στοιχειώδεις κανόνες διεθνούς κυριαρχικής συμπεριφοράς παίζοντας εν ού παικτοίς χωρίς εθνική στρατηγική, χωρίς συγκροτημένο σχέδιο εξωτερικής πολιτικής και χωρίς προδιαγεγραμμένους αταλάντευτους εθνικούς στόχους.
Είναι εθνική ανάγκη να αλλάξει ρότα ή να παραδώσει άμεσα την εξουσία διότι εθνικά τουλάχιστον οι καιροί ου μενετοί.
Είναι η πολλοστή φορά το τελευταίο διάστημα, που αναγκαζόμαστε να μιλήσουμε για θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Ως φυγή από την ζοφερή εσωτερική καθημερινότητα θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να αποτελεί ευχάριστη ενασχόληση.
Όμως αυτό δεν ισχύει διότι η εξωτερική μας πολιτική το τελευταία χρόνια είναι η χειρότερη, που μπορεί να επιδείξει η ελληνική διπλωματία από συστάσεως του ελληνικού κράτους.
Θα μπορούσε μάλιστα βασίμως να ισχυρισθεί κανείς ότι ακόμη και στην περίοδο του οθωμανικού ζυγού η οιονεί διπλωματική δραστηριότητα του υπόδουλου γένους, που ασκείτο περιστασιακά από καπεταναίους, εμπόρους και λογίους της διασποράς υπήρξε περισσότερο επιτυχής, αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, όπου επιτεύχθηκε η ευμένεια των δυτικών κρατών και εν πολλοίς η εξασφάλιση της στήριξής τους στον απελευθερωτικό αγώνα.
Έκτοτε υπήρξαν βέβαια πολλές και διάφορες διακυμάνσεις στην διεθνή εικόνα της χώρας, όμως κατά κοινή ομολογία τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης Σημίτη η Ελλάδα είχε καταφέρει να αποκτήσει ένα εξαιρετικό κύρος στη διεθνή σκηνή και ιδιαίτερα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η οικοδόμηση του προφίλ της ισχυρής Ελλάδας ξεκίνησε με την ολοκληρωμένη και εθνικά υπερήφανη στρατηγική του Ανδρέα Παπανδρέου, που αντικατέστησε το κοντόφθαλμο και αποικιοκρατικό δόγμα του «ανήκομενεις την Δύση» με την στόχευση του «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και την ρητή προς πάσα κατεύθυνση δήλωση ότι «Η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτε, αλλάκαι δεν διαπραγματεύεται ούτε μια σπιθαμή του εθνικού της χώρου, χερσαίου, θαλασσίου ή εναέριου».
Η διεθνής προσωπική ακτινοβολία του Ανδρέα Παπανδρέου με την ηγετική θέση του στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, τον καθοριστικό ρόλο του στη διευθέτηση των προβλημάτων του Αραβικού κόσμου (Συρία, Παλαιστίνη, Λιβύη) και η αδιάλλακτη στάση του στα εθνικά θέματα (Αιγαίο-βυθίσατετο Χώρα) κατέστησαν από τότε την Ελλάδα αγαπητή στους φίλους και σεβαστή στους εχθρούς.
Αλήθεια θυμάται κανείς να υπήρχαν πτήσεις Τουρκικών αεροσκαφών στο Αιγαίο επί εποχής Ανδρέα Παπανδρέου, που δεν δίσταζε να κτυπάει τη γροθιά του στις συσκέψεις των Πρωθυπουργών της ΕΕ και να επισείει στην Τουρκία την απειλή της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια;
Στη συνέχεια η πρότυπη για τα ευρωπαϊκά ειωθότα διακυβέρνηση Σημίτη εδραίωσε την εικόνα μιας σοβαρής Ευρωπαϊκής χώρας, οικονομικά ισχυρής, με αδιαμφισβήτητη ηγετική πρωτοκαθεδρία στα Βαλκάνια και μοναδική επιρροή στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Κοινή αίσθηση όλων των Ελλήνων, που ταξίδευαν τότε στο εξωτερικό και ιδιαίτερα των ομογενών απανταχού της γης ότι για πρώτη φορά η ελληνική καταγωγή έγινε μέσο κοινωνικής καταξίωσης σε ανατολή και δύση, ενώ μέχρι τότε συχνά, πυκνά αποτελούσε οιονεί μειονέκτημα στις ιδιωτικές διεθνείς επαγγελματικές σχέσεις ή τις κοινωνικές συναναστροφές.
Έτσι το 2004 η σημερινή Κυβέρνηση παρέλαβε μια Ελλάδα της ζώνης του ευρώ, που είχε επιβάλει την είσοδο της Κύπρου στην ΕΕ, οργάνωνε τους Ολυμπιακούς αγώνες και γινόταν μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.
Μέσα στην επόμενη πενταετία η διεθνής θέση της χώρας κατρακύλησε από το κακό στο χειρότερο.
Μπορεί στο εσωτερικό τα Υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας να επιδίδονται σε λεονταρισμούς και σε επικοινωνιακές κορώνες, αλλά στα διεθνή fora η διπλωματία μας εξαντλείται σε ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων (στυλ σύμπτωσης χημείας και κουμπαριάς) με μόνο γνώμονα την ικανοποίηση των γεωστρατηγικών συμφερόντων του υπερατλαντικού παράγοντα.
Έχουμε δυστυχώς περιορίσει την διπλωματική μας δράση σε παροχή ξενοδοχειακών υπηρεσιών σε «υψηλούς προσκεκλημένους» και έχουμε αναγάγει σε επιστήμη την επικοινωνιακή διαχείριση των αλλεπάλληλων εθνικών μας απωλειών.
Και αυτό δεν είναι τυχαίο.
Η έλλειψη γνώσεων και εμπειρίας, η πρόταξη των προσωπικώνεπιδιώξεων έναντι των εθνικών συμφερόντων που υπαγορεύει την επίδειξη «καλής διαγωγής» στους ισχυρούς συμμάχους αποτελούν αρνητικές προϋποθέσεις στη χάραξη εθνικής στρατηγικής.
Είναι απογοητευτική η εικόνα πουπαρουσιάζει η εξωτερική μας πολιτική σε ανώτατο επίπεδο όταν ο Πρωθυπουργός της χώρας επικαλείται την «μακεδονική του μεγαλοψυχία» για να δικαιολογήσει την απαράδεκτη άδεια προσεδάφισης του Σκοπιανού αεροπλάνου , εμφανιζόμενος έτσι ότι έχει βαθειά μεσάνυκτα για την σημειολογία των ενεργειών του σε διεθνές επίπεδο, για τις συνέπειες και τα τετελεσμένα, που δημιουργούν.
Είναι σφόδρα ανησυχητική η τακτική της Υπουργού εξωτερικών, που αποκρύπτει συστηματικά τις συμφωνίες και τις παραχωρήσεις της σεθέματα εθνικής ασφάλειας, εθνικής κυριαρχίας, ατομικών δικαιωμάτων προβάλλοντας ως δήθεν επιτυχία την κατάργηση της βίζας για είσοδο στις ΗΠΑ.
Επιτυχία στο Διεθνές δίκαιο είναι η ισότιμη διακρατική σχέση. Ως εκ τούτου επιτυχία θα ήταν αν όλα αυτά τα χρόνια ίσχυε ομοίως η ανάγκη βίζας για την είσοδο Αμερικανών πολιτών στην Ελλάδα, όπως επίσης επιτυχία θα ήταν αν όλες οι παραχωρήσεις, που προσφέρονται στους μεγάλους συμμάχους μας ίσχυαν κατ’ αναλογία και για την Ελλάδα.
Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι η επάνοδος σε μια επικίνδυνη αποικιοκρατία.
Οι στερεότυπες παρηγορητικές δηλώσεις του ΥΠΕΞ περί δήθεν ψύχραιμης παρακολούθησης των Τουρκικών προκλήσεων και ενημέρωσης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ διά της διπλωματικής οδού, είναι ενδεικτικές της κυβερνητικής αδυναμίας και πάντως απολύτως αναποτελεσματικές για την προστασία των εθνικών μας συμφερόντων.
Είναι προφανές ότι η αυξανόμενη προκλητικότητα της Τουρκίας εδράζεται σε δύο πολύ συγκεκριμένα ερείσματα.
Αφ’ ενός στην στήριξη των συμμάχων και των εταίρων μας και αφ’ ετέρου στην Ελληνική ενδοτικότητα.
Είναι λοιπόν ιδιαίτερα ανησυχητική η στρουθοκαμηλική συμπεριφορά της Κυβέρνησης, η οποία το μεν προσποιείται ότι οι σύμμαχοι έχουν ανάγκη ενημέρωσης, το δε παριστάνει να μη κατανοεί την δραματική αλλαγή των γεωστρατηγικών δεδομένων στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Θα επανέλθουμε λοιπόν αύριο στο θέμα για να προσπαθήσουμε να καταδείξουμε την ορθότητα του ισχυρισμού μας ότι η Ελληνική Διπλωματία ίσως από άγνοια, αλλά πάντως σίγουρα από έλλειψη πολιτικού σχεδιασμού παραπαίει μεταξύ αδράνειας και αβελτηρίας παίζοντας επικίνδυνα εν ού παικτοίς.
Η σύγχρονη επιστημονική αντίληψη κατατάσσει την νομική στις κοινωνικές επιστήμες.
Δεν νοείται νόμος, που δεν διασφαλίζει κοινωνικά αγαθά, δεν νοείται κράτος δικαίου, που δεν υπηρετεί τα συμφέροντα μιας ευνομούμενης κοινωνίας.
Ως ανώτατος πολιτειακός νόμος το σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος ενός κράτους δικαίου, που προώρισται να ρυθμίζει την μορφή του πολιτεύματος, τις λειτουργίες και τα όργανα του κράτους, τα βασικά ατομικά δικαιώματα των πολιτών.
Ως τέτοιος νόμος είναι νόμος κατ’ εξοχήν κοινωνικός, καθώς προβλέπει τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά και τους στοιχειώδεις όρους συμβίωσης των κοινωνών.
Συνεπόμενα η φύση του θεμελιώδους αυτού νόμου είναι κατ’ εξοχήν πολιτική και δεν υπάρχει σχεδόν καμιά διάταξη του συντάγματος η εφαρμογή της οποίας να μην έχει πολιτικό περιεχόμενο και αυτονόητες πολιτικές συνέπειες.
Από την άλλη τα κόμματα αποτελούν οργανωμένους φορείς κοινωνικής βούλησης, που στόχο έχουν την εξυπηρέτηση της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος αυτονοήτως επ’ αγαθώ του κοινωνικού συνόλου.
Τέλος το σύνταγμα ως υπέρτατος νόμος θα πρέπει να ερμηνεύεται κατ’ αρχήν δια του συντάγματος και όχι με βάση γενικές και αόριστες, εν πολλοίς δε ευκαιριακές, ερμηνευτικές αρχές.
Όταν λοιπόν κατά καιρούς ακούγονται φωνές «επιστημονικές», που επιχειρούν αιφνίδια και επιλεκτικά να εφοδιάζουν τα ΜΜΕ με επιστημονικές ερμηνείες αποσπασματικών συνταγματικών διατάξεων αποφλοιωμένες από κάθε πολιτική τους διάσταση και αποξενωμένες από την συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, ο λοιπός επιστημονικός κόσμος, αλλά κυρίως ο κάθε πολίτης μπορεί και οφείλει να γίνεται καχύποπτος.
Διότι εδώ δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε επιστήμη. Πρόκειται για την ερμηνεία και εφαρμογή του συντάγματος.
Και το σύνταγμα είναι πρωτίστως νόμος πολιτειακός τουτέστιν νόμος εξόχως πολιτικός.
Δεν αμφισβητούμε καθόλου την εξέχουσα προσωπικότητα των καταξιωμένων συνταγματολόγων, προς τους οποίους τρέφουμε απέραντη εκτίμηση πολλώ μάλλον καθ’ όσον τον μεν ένα ευτυχήσαμε να έχουμε ακαδημαϊκό δάσκαλο, τον άλλο δε ρωμαλέο συναγωνιστή στα πρώτα χρόνια της παλινόρθωσης της μεταχουντικής δημοκρατίας.
Όμως επειδή ακριβώς η γνώμη τους εκφράσθηκε δημοσίως και εξ αιτίας της ιστορίας και του επιστημονικού τους κύρους ευλόγως αξιολογείται ως βαρύνουσα, οφείλουμε δημοσίως να τοποθετηθούμε και να εκφράσουμε, οι επιστημονικά ελάχιστοι, την ταπεινή επιστημονική μας αντίληψη, αλλά πρωτίστως την πολιτική μας γνώμη ως μελών μιας συγκυριακά πολύπαθης και αδίκως χειμαζόμενης πολιτείας.
Το πρώτο λοιπόν ζήτημα, που τίθεται από επιστημονική άποψη είναι κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί ως επιστημονικά επαρκής μια ερμηνεία, που περιορίζεται σε σχολαστική προσέγγιση μιας ειδικής διατάξεως του συντάγματος, αγνοώντας θεμελιώδεις αρχές, που το ίδιο το σύνταγμα θεσπίζει.
Πράγματι οι διαπρεπείς συνταγματολόγοι εγκαλούν το ΠΑΣΟΚ (ακριβέστερα τον Πρόεδρό του) διότι είχε την ειλικρίνεια να δηλώσει ότι με αφορμή την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας θα επιδιώξει την διενέργεια εκλογών, αν μέχρι τον ερχόμενο Μάρτιο η παρούσα Κυβέρνηση δεν έχει ικανοποιήσει σχετικό αίτημα, που από πολλών μηνών έχει θέσει σύσσωμη περίπου η αντιπολίτευση, αίτημα που φάνηκε να υιοθετείται και από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού κατά τις πρόσφατες ευρωεκλογές.
Περιορίζονται όμως στη στενή ερμηνεία των οικείων συνταγματικών διατάξεων, που αναφέρονται στον τρόπο εκλογής του Προέδρου προβάλλοντας την δικαιολογία ότι κινούνται αυστηρά μέσα στα όρια της επιστημονικής τους ιδιότητας.
Δεν θα σταθούμε στο γεγονός ότι τόσο η ιδιότητα του κ. Κασιμάτη, ως Νομικού Συμβούλου του αείμνηστου Α. Παπανδρέου, όσο και η ιστορική διαδρομή του κ. Τσάτσου, τους προσδίδουν ξεκάθαρα και την πολιτική ιδιότητα.
Ούτε στο αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι δημόσιες «επιστημονικές» παρεμβάσεις αυτού του είδους έχουν εξ αντικειμένου εντονότατες πολιτικές συνέπειες.
Θα επιμείνουμε κυρίως σ’ αυτόν καθ’ εαυτόν τον χαρακτήρα των συνταγματικών διατάξεων, που όπως εξηγήσαμε παραπάνω μετέχουν αναμφίβολα της πολιτικής.
Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του Συντάγματος «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία».
Στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες οι εκλογές είναι το υπέρτατο εργαλείο έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας. Άρα οποιαδήποτε ενέργεια στοχεύει να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές δεν μπορεί να θεωρείται ότι a priori παραβιάζει το Σύνταγμα. Το αντίθετο μάλιστα θα φαινόταν περισσότερο ορθό.
Εξ’ άλλου στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου 1, ορίζεται ότι «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό» και «υπάρχουν υπέρ αυτού (του Λαού) και του Έθνους».
Τούτο σημαίνει ότι και η εκτελεστική (κυβερνητική εξουσία) οφείλει να ασκείται προς εξυπηρέτηση των λαϊκών και εθνικών συμφερόντων διότι σε αντίθετη περίπτωση εκλείπει κάθε δικαιολογητική βάση για αυτήν καθεαυτή την ύπαρξή της.
Και προφανώς η αξιολογική εκτίμηση της επωφελούς ή όχι για τον τόπο διακυβέρνησης δεν κρίνεται από προγράμματα ή μεγαλόσχημες εξαγγελίες, αλλά από απτά συγκεκριμένα αποτελέσματα σε όλους τους κατ’ ιδίαν τομείς της κυβερνητικής αρμοδιότητας.
Τέλος στη4η παράγραφο του ακροτελεύτιου άρθρου 120 ορίζεται ότι «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων…».
Τούτο σημαίνει ότι κάθε πολίτης και πολλώ μάλλον κάθε κόμμα, ως οργανωμένο σύνολο συνειδητοποιημένων πολιτών, επωμίζεται το βάρος της υπεράσπισης της συνταγματικής τάξης, η οποία προφανώς εμπεριέχει και την προαναφερθείσα αρχή και επιταγή της ασκήσεως των εξουσιών υπέρ του Λαού και του Έθνους.
Η αξιωματική αντιπολίτευση ισχυρίζεται ότι η παρούσα κυβέρνηση πολιτεύεται κατά τρόπο καταστροφικό για τη χώρα.
Αν αυτό συμβαίνει, τότε η αξιωματική αντιπολίτευση όχι απλώς νομιμοποιείται, αλλά μάλλον υποχρεούται να αξιοποιήσει κάθε πρόσφορο μέσο, ακόμη και την ευκαιρία εκλογής Προέδρου, προκειμένου να ανακόψει την κατηφορική πορεία της χώρας.
Αν δεν το πράξει τότε και μόνον τότε αναμφιβόλως παραβιάζει θεμελιώδεις επιταγές του συντάγματος.
Και μάλιστα θα πρέπει να δεχθούμε ότι είναι εν πολλοίς αδιάφορο το ζήτημα αν και κατά πόσον οι αιτιάσεις της αντιπολίτευσης είναι αρκούντως βάσιμες.
Αρκεί η πεποίθηση της αντιπολίτευσης και δη των ηγετικών της οργάνων περί της αντίθεσης της κυβερνητικής πολιτικής προς τα συμφέροντα του Λαού και του Έθνους.
Η αντικειμενική ορθότητα αυτής της πεποιθήσεως είναι άλλο ζήτημα το οποίο θα κριθεί προφανώς από τον κυρίαρχο Λαό στις εκλογές, αλλά ουδόλως διαφοροποιεί το δικαίωμα και το καθήκον της αντιπολίτευσης να επιδιώξει την διενέργεια εκλογών, προς προστασία των λαϊκών και εθνικών συμφερόντων από μια διακυβέρνηση, η οποία τα απειλεί ή πολύ χειρότερα τα βλάπτει ανεπανόρθωτα κατά την πεποίθησή της.
Αυτά ως προς το επιστημονικό σκέλος του θέματος.
Με μια ακόμη παρατήρηση.
Θεωρητικά όλες οι επί μέρους διατάξεις του Συντάγματος ως περιεχόμενες στον ίδιο νόμο έχουν την ίδια νομική ισχύ.
Όμως είναι εξόφθαλμα προφανές ότι άλλη αξία και βαρύτητα έχουν διατάξεις που περιέχουν παγκόσμιες διαχρονικές αρχές και άλλη κάποιες άλλες διατάξεις, ρυθμιστικές του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας των οργάνων του κράτους.
Άλλη λοιπόν η σπουδαιότητα των αρχών του άρθρων 1 και 120, που προαναφέραμε και άλλη των διατάξεων, που ορίζουν τον τρόπο και την απαιτούμενη πλειοψηφία για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Άρα και αν ακόμη θεωρηθεί ότι υφίσταται κάποιο δίλλημα ή κάποια οιονεί σύγκρουση καθηκόντων, είναι ευνόητο ότι οι περί της εκλογής Προέδρου διατάξεις οφείλουν να υποχωρήσουν ενώπιον των θεμελιωδών αρχών της προστασίας του Λαού και του Έθνους.
Η προβαλλόμενη λοιπόν άποψη περί παραβιάσεως του συντάγματος είναι αδόκιμη στο μέτρο που περιορίζει την «επιστημονική» της προσέγγιση στις διατάξεις περί εκλογής προέδρου, διότι, ηθελημένα ή αθέλητα αδιάφορο, αγνοεί τις λοιπές υπέρτερες θεμελιώδεις αρχές του.
Και γι’ αυτό από την αρχή επισημάναμε ότι το σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύεται διά του συντάγματος, υπό την έννοια ότι ως εργαλείο για την κατανόηση και ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων θα πρέπει πρώτα να ανατρέχουμε στις αρχές, που το ίδιο εμπεριέχει και δευτερευόντως και επικουρικά σε άλλες κοινές ερμηνευτικές αρχές.
Τώρα βεβαίως για το κατά πόσον οι αιτιάσεις της αντιπολίτευσης είναι ή όχι βάσιμες δεν είναι απαραίτητο να ζητηθεί η γνώμη των επιστημόνων.
Αν ρωτηθεί οποιοσδήποτε πολίτης σε οποιαδήποτε εσχατιά της ελληνικής επικράτειας είναι σε θέση να προσφέρει ασφαλή και αυθεντική εκτίμηση για την κατάντια της χώρας σε όλους τους τομείς της κυβερνητικής δράσης ή αδράνειας.
Αν ρωτηθεί οποιοσδήποτε Έλληνας απανταχού της γής μπορεί να βεβαιώσει αυθόρμητα την απελπιστική για τα εθνικά μας συμφέροντα διαχείριση όλων των θεμάτων, που διαχρονικά απασχολούν τη χώρα.
Άρα αν κάποιος υπ’ αυτές τις συνθήκες περιορίζεται παρωπιδικά στην «επιστημονική» του ιδιότητα για να ανακαλύψει οψίμως δευτερεύουσες και τριτεύουσες συνταγματικές παρατυπίες στις επιδιώξεις της αντιπολίτευσης, τότε μάλλον αυτός παραβιάζει το σύνταγμα θυσιάζοντας σε ένα βυζαντινολογικό τύπο την ουσία της κοινωνικής και εθνικής μας επιβίωσης.
Και αν αιδημόνως επί μακρόν σιωπά σε σωρεία αντισυνταγματικών παρατυπιών της κυβέρνησης και αιφνιδίως ξυπνά από τον «επιστημονικό» του λήθαργο για να ανακαλύψει το «στραβοπάτημα» της αντιπολίτευσης, τότε θέτει εν αμφιβόλω μάλλον την δική του αξιοπιστία παρά την συνταγματική νομιμοφροσύνη της αντιπολίτευσης.
Διότι πράγματι δικαιολογημένα αναρωτιέται ο πολίτης πού ακριβώς καθηύδαν οι έγκριτοι συνταγματολόγοι όταν κάποιοι εισαγγελικοί λειτουργοί εμπόδιζαν την άσκηση έρευνας και δίωξης κατά Υπουργών, αντιποιούμενοι τις αρμοδιότητες της Βουλής, όταν παρεμποδίζονταν οι κυβερνητικοί βουλευτές να προσέλθουν στη βουλή και να ασκήσουν τα συνταγματικά τους καθήκοντα με προφανή στόχο κάποιων να «κουκουλώσουν» πρωτοφανή οικονομικά σκάνδαλα, που συνταράσσουν το πανελλήνιο, ή πολλώ μάλλον όταν τον Σεπτέμβριο του 2007 οδηγήθηκε η χώρα σε πρόωρες εκλογές δια καταχρηστικής ασκήσεως της σχετικής προνοίας του συντάγματος, με προφανή στόχο να αποφευχθεί η διενέργεια εκλογών ένα χρόνο αργότερα, όταν προεβλέπετο βεβαία η ήττα του κυβερνώντος κόμματος, όπως πανηγυρικά αποδείχθηκε στις πρόσφατες ευρωεκλογές.
Πριν από πάρα πολλά χρόνια η ρωμαϊκή δωδεκάδελτος προέβλεπε ότι
«Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ ΝΟΜΟΣ». (Salus populi suprema lex est).
Δυόμισυ χιλιάδες χρόνια μετά αν κάποιοι ειδικοί επιστήμονες δεν μπορούν ακόμη να ιεραρχήσουν σωστά τα εθνικά διακυβεύματα είναι ασφαλώς πρόβλημα, αλλά το πρόβλημα είναι προφανώς όλο δικό τους και πάντως όχι της Δημοκρατίας.
Η Δημοκρατία ευτυχώς μπορεί και πρέπει ακόμη να λύνει τα προβλήματά της μέσω των βουλευτικών εκλογών και όχι μέσω των «επιστημονικών γνωματεύσεων»…..
Με αφορμή το σχόλιο ενός άγνωστου φίλου στην χθεσινή μας ανάρτηση επισημαίναμε τα εξής: «Πέρα από τα ζητήματα της καταπολέμησης της εγκληματικότητας και του τρόπου ασκήσεως της πολιτικής ή της δημοσιογραφίας, περί των οποίων πολλές απόψεις μπορούν να υποστηριχτούν, αυτές τις μέρες γινόμαστε θεατές ενός απίστευτου βανδαλισμού της ποινικής διαδικασίας. Αυτό το όργιο διοχέτευσης υλικού της δικογραφίας στις δημοσιογραφικές επιχειρήσεις σ' αυτό το στάδιο, συνήθως προτού λάβουν γνώση οι παράγοντες της ποινικής δίκης, και η επιλεκτικά αποσπασματική διοχέτευση διαφόρων στοιχείων στην κοινή γνώμη δεν τιμά την Ελληνική Δικαιοσύνη, δεν τιμά το δικαστικό σώμα και προφανώς αφήνει έκθετη την Ελληνική Κυβέρνηση για τον τρόπο που διαχειρίζεται τις θεσμικές λειτουργίες της Ελληνικής Δημοκρατίας».
Δεν πέρασαν μερικές ώρες και ανακοινώθηκε ως κεραυνός εν αιθρία η αντικατάσταση του Διοικητή της ΕΥΠ με μια εξόφθαλμα προσχηματική αιτιολογία. Η κίνηση αυτή της Κυβέρνησης είναι ιδιαίτερα περίεργη διότι ένα Διοικητή, που κατάφερε να βγει αλώβητος από τα φιάσκα των Πακιστανών και των τηλεφωνικών υποκλοπών των κινητών τηλεφώνων πολλών υψηλά ισταμένων μεταξύ των οποίων και του Πρωθυπουργού, ένα Διοικητή, που ανανεώθηκε επ’ αόριστον η θητεία του μόλις τον περασμένο Νοέμβριο, τον απέπεμψαν μετά πολλών επαίνων πάνω στον κολοφώνα της δόξης της ΕΥΠ εξ αιτίας της επιτυχημένης συμμετοχής της στην «εξάρθρωση» του «συνδικάτου του εγκλήματος». Είναι μια κίνηση της Κυβέρνησης, που σε πρώτη ματιά τουλάχιστον φαντάζει από αήθης έως παρανοϊκή.
Επειδή βέβαια η εναλλαγή προσώπων στην ΕΥΠ ανήκει στην ανεξέλεγκτη κρίση της εκάστοτε Κυβέρνησης, η σχετική είδηση δεν θα παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον αν δεν συνοδευόταν από συγκλονιστικές δηλώσεις του αποπεμφθέντος Διοικητή. Ο κ. Κοραντής, ως αρμόζει σε Διοικητές της ΕΥΠ υπήρξε πάντοτε φειδωλός στης δηλώσεις του και ως αρμόζει σε Διπλωμάτες υπήρξε πάντοτε προσεκτικός και διακριτικός στις διατυπώσεις του. Γι αυτό η μαρτυρία του περί των λόγων της αποπομπής του έχει μεγάλη αξία, πολλώ μάλλον καθόσον θα πρέπει να θεωρηθεί και απολύτως ειλικρινής, αφού ως γνωστόν τρείς παράγοντες «λύνουν» τη γλώσσα των θνητών. Η μέθη, η οργή και η πικρία. Και μέθη βεβαίως δεν υπήρξε ούτε κατ’ ελάχιστον, όμως η οργή του ανδρός εύλογα ξεχείλισε και η πικρία και μεγάλη υπήρξε και δικαιολογημένη.
Σύμφωνα λοιπόν με τις δηλώσεις του κ. Κοραντή, που δημοσιεύονται σε πολλές εφημερίδες η άδικη αποπομπή του, αντίθετα με όσα ευτράπελα υποστηρίζει ο κ. Παυλόπουλος, οφείλεται σε ένα και μόνο λόγο: Ότι αφού κατά παράβαση της ισχύουσας νομοθεσίας κατάφερε να υποκλέψει δεκάδες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις πολλών και διαφόρων εμπλεκομένων κατηγορουμένων και μη για συμμετοχή στη προσφάτως αποκαλυφθείσα εγκληματική οργάνωση, δεν φρόντισε να μοντάρει δεόντως τις υποκλαπείσες συνομιλίες ώστε να μην υπάρχουν ονόματα στελεχών της Κυβέρνησης στις μαγνητοφωνήσεις, που παρέδωσε στην Ελληνική Αστυνομία, η οποία με τη σειρά της τις παρέδωσε στους ανακριτικούς λειτουργούς και κάπου σ’ αυτή την άκρως υπηρεσιακή διαδρομή τα στοιχεία διέρρευσαν στον τύπο και διάφορα πρωτοκλασάτα κυβερνητικά ονόματα συνδέθηκαν εμμέσως πλην σαφώς με τους φερόμενους ως αρχηγούς της περίφημης σπείρας.
«Δεν θα έκανα ποτέ κοπτοραπτική στο υλικό των ακροάσεων…. Δεν θα επέτρεπα ποτέ την παραποίηση στοιχείων της δικογραφίας. Φαντάζεστε τι θα γινόταν όταν η υπόθεση φτάσει στα δικαστήρια και ένας δικηγόρος αποκαλύψει πως ενώ το ηχογραφημένο υλικό είναι διάρκειας 2 λεπτών, λείπουν 5 δευτερόλεπτα από αυτό; Τι θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε τότε;».
Τι λέει λοιπόν με απλά λόγια ο κ. Κοραντής. Λέει ότι κάποιοι είχαν την απαίτηση να μαγειρέψει (να κοπτοράψει κατά την δική του ορολογία) το υλικό με βάση το οποίο θα έκανε τις έρευνές της η ΕΛΑΣ και στη συνέχεια θα στήριζε την δικαία κρίση της η Ελληνική Δικαιοσύνη.
Κι αν θυμηθούμε άλλες υποθέσεις όπου κάποια CD, είχαν παραδοθεί αναρμοδίως στο Μέγαρο Μαξίμου και τα οποία παραδόθηκαν στις δικαστικές αρχές μετά από κάποιες μέρες με εμφανή τα ίχνη «κοπτοραπτικής» δικαίως υποψιάζεται κανείς ότι ενδεχομένως η συγκεκριμένη τέχνη αποτελεί αγαπημένη και συνήθη πρακτική στην Κυβερνώσα παράταξη. Από την άλλη συνήθης έχει καταντήσει τα τελευταία χρόνια και η πρακτική της διαρροής στοιχείων της ποινικής προδικασίας στον τύπο, κυρίως σε υποθέσεις με πολιτικό ενδιαφέρον.
Σ’ αυτή δε την περίπτωση η ευθύνη της Κυβέρνησης είναι και μεγάλη και ακεραία και αποκλειστική για τον εξής απλούστατο λόγο: Τα στοιχεία συλλέχθηκαν από την ΕΥΠ, απομαγνητοφωνήθηκαν από την ΕΛΑΣ και παραδόθηκαν στους ανακριτικούς λειτουργούς και διέρρευσαν προτού δοθούν στους κατηγορουμένους γιατί πολλοί συνήγοροί τους σε διάφορα κανάλια, που μετέδιδαν αποσπάσματα, επικαλέσθηκαν αδυναμία τοποθέτησης επειδή μέχρι εκείνη τουλάχιστον τη στιγμή δεν είχαν λάβει αντίγραφα των επίμαχων συνομιλιών.
Συμπέρασμα εύλογο και αβίαστο: τα στοιχεία διέρρευσαν κατά την διαδρομή τους από την ΕΥΠ μέχρι τα ανακριτικά γραφεία, τουτέστιν «από τη λεχώνα ως τη μαμή»… Επομένως φέρουν ευθύνη πολύ συγκεκριμένοι Υπουργοί, που είναι ο κ. Παυλόπουλος για την ΕΥΠ, ο κ. Μαρκογιανάκης για την ΕΛΑΣ και ο κ. Δένδιας για την Δικαιοσύνη. Αν μάλιστα σκεφθούμε ότι κάποιες συγκεκριμένες διαρροές πλήττουν πολιτικά (επιτυχώς ή όχι είναι άλλο θέμα) τον ίδιο τον κ. Μαρκογιαννάκη τότε το θέμα αποκτά περισσότερο σασπένς, αλλά παραμένει γενικά απολύτως αηδιαστικό. Αηδιαστικό γιατί κατά την δήλωση του κ. Διοικητή της ΕΥΠ δεν αποπέμφθηκε για τον παράνομο τρόπο, που συνέλλεξε τα στοιχεία, αλλά γιατί δεν φρόντισε να τα μοντάρει στα πλαίσια των κομματικών συμφερόντων και των κυβερνητικών επικοινωνιακών αναγκών. Αηδιαστικό γιατί στο βωμό της κυβερνητικής προπαγάνδας παραβιάζονται κατάφορα τα δικαιώματα των κατηγορουμένων με τη δημοσιοποίηση στοιχείων σε στάδιο της δίκης όπου επιβάλλεται η μυστικότητα.
Τι λοιπόν μπορεί να πει κανείς; Τι άλλο από ότι στην Ελλάδα του 2009 δεν μας αξίζει τέτοιος διασυρμός των υπηρεσιών ασφαλείας. Στην Ελλάδα του Λυκούργου, του Σόλωνα και του Κλεισθένη, του Αρείου Πάγου και της Ηλιαίας δεν αξίζει τόσος ευτελισμός της Δικαστικής λειτουργίας…
Αν και πέρασε πολύς χρόνος από τα οικτρά αποτελέσματα των ευρωεκλογών ο Πρωθυπουργός εξακολουθεί να παραμένει αναποφάσιστος περί του πρακτέου.
Όλα τα κόμματα κουτσά στραβά έχουν δείξει να έλαβαν τα όποια μηνύματα και με διάφορους τρόπους έχουν ήδη αντιδράσει στα αιτήματα , που έθεσαν οι ψηφοφόροι.
Από το δοξαστικό συνέδριο του ΛΑ.Ο.Σ μέχρι την τρικυμιώδη αντιπαλότητα των ηγετικών ομάδων του Συνασπισμού, όλα τα κόμματα ξαναβρίσκουν σιγά σιγά τον βηματισμό τους και αναδιοργανώνονται.
Μόνο η Νέα Δημοκρατία και ειδικά η Κυβέρνηση φαίνεται να έχει μια suigenerisαδυναμία κατανόησης των μηνυμάτων και κυρίως μια απελπιστική δυστοκία πρωτοβουλιών για αντιστροφή του δυσμενούς κλίματος.
Αποτέλεσμα οι πρώτες μετεκλογικέςδημοσκοπήσεις, που διευρύνουν την διαφορά στις 5,3 μονάδες και των οποίων τα επί μέρους στοιχεία αναδύουν μια έντονη δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος σε όλους τους τομείς διακυβέρνησης.
Όσο και αν ανησυχούν τα στελέχη και οι βουλευτές του Κυβερνώντος κόμματος, όσο και αν σπάζουν όλο αυτό το διάστημα το κεφάλι τους για να προτείνουν διάφορες φαεινές ιδέες προς διακοπή της κατιούσας πορείας, ο Πρωθυπουργός επιμένει στη συνήθη αναποφασιστικότητά του και εξαντλείται σε μια προσπάθεια αγοράς πολιτικού χρόνου με κινήσεις εφήμερης επικοινωνιακής σκοπιμότητας.
Η κατάσταση αυτή δεν είναι τυχαία.
Η Ελλάδα αποτελεί την μοναδική χώρα στην Ευρώπη όπου ο Πρωθυπουργός δεν διαθέτει προϋπηρεσία ούτε σε θυρωρείο Υπουργείου.
Παραδοσιακά ένας πρωθυπουργός πρέπει να έχει στο CV του (curriculumvitae= βιογραφικό σημείωμα) τουλάχιστον δυο- τρία νευραλγικά υπουργεία. Ένα ΥΠΕΘΟ, ένα Συντονισμού, ένα Εθνικής Άμυνας, ένα εξωτερικών. Τουλάχιστον ένα Παιδείας, βρε αδελφέ…
Ήταν λοιπόν αναμενόμενο ότι ο. κ. Καραμανλής θα μάθαινε «στου κασσίδη το κεφάλι» και ήταν μαθηματικώς προδιαγεγραμμένο ότι ο συντονισμός της Κυβέρνησης επρόκειτο να θυμίζει «μπουλούκ ασκέρ».
Γι αυτό και οι έγκριτοι επικοινωνιολόγοι του είχαν φροντίσει από νωρίς να επινοήσουν και να ρίξουν στην δημοσιογραφική αγορά διάφορα σλόγκαν εφηρμοσμένης πολιτικής ανεπάρκειας.
«Ο Πρωθυπουργός δεν πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις εν θερμώ».
«Το Μαξίμου δεν εγνώριζε το θέμα και τώρα, που το έμαθε εξοργίσθηκε..»
«Το Μαξίμου παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις (συνήθως στα εθνικά θέματα) και όταν χρειασθεί θα κάνει τις ενδεδειγμένες κινήσεις με ψυχραιμία και νηφαλιότητα».
«Ο πρωθυπουργός δεν φέρει ευθύνη για το μπάχαλο. Ευθύνη φέρουν μόνο κάποιοι υπηρεσιακοί παράγοντες»…
Τελευταία όταν παρατράβηξε το πράμα και άρχισε να περισσεύει το ξεφωνητό στα επαρχιακά καφενεία, αποφασίσθηκε να ριχθεί στο τραπέζι και το χαρτί της «πρωθυπουργικής κόπωσης».
Εκεί όμως ήταν που κόντεψαν να ξεσηκωθούν και οι πέτρες.
Διότι καλά ένας άμαθος πρωθυπουργός, που έχει όρεξη για δουλειά, αλλά δεν ξέρει πώς να την κάνει. Στη χειρότερη περίπτωση μπορεί να κερδίσει τουλάχιστον τον οίκτο των ψηφοφόρων. Ένα φουκαρά, που τον λυπάσαι δεν τον ψηφίζεις βέβαια για πρωθυπουργό, αλλά ενδεχομένως τον αφήνεις να εξαντλήσει την τετραετία.
Όμως ένα αναποτελεσματικό πρωθυπουργό, που δηλώνει ευαίσθητος και κουρασμένος από τις αποτυχίες του δεν μπορείς να τον ανεχθείς ούτε για μερικές ώρες.
Αυτά στις σύγχρονες δημοκρατίες είναι απολύτως γνωστά και εμπεδωμένα.
Έτσι το προσωπείο του δραστήριου, αθλητικού, υπεύθυνου και ακούραστου αρχηγού αποτελεί κοινό παρανομαστή στην εικόνα, που προβάλλουν όλοι ανεξαιρέτως οι Δυτικοί ηγέτες.
Ο σύγχρονος δυτικός ηγέτης αναπτύσσει μια υπερκινητικότητα σε διεθνές και εσωτερικό επίπεδο, έχει την απόλυτη πρωτοβουλία σε όλους τους τομείς διακυβέρνησης, επιδεικνύει υπερβάλλουσα αποφασιστικότητα και αναλαμβάνει άμεσα τις ευθύνες για όλους και για όλα.
Η αφ’ υψηλού θεώρηση των εξελίξεων και η παντελής ανευθυνότητα του ανωτάτου άρχοντος υπήρξε επικοινωνιακή συνταγή των βασιλικών αυλών του προπερασμένου αιώνα. Ακόμη και τότε όμως οι δυτικοί ηγεμόνες επεδείκνυαν έντονη δραστηριότητα στα κυνήγια, τα αγωνίσματα και τις πολεμικές τέχνες.
Μεθοδικό εγκλεισμό στο σαράι , νωχέλεια, και εξεζητημένη υπερκόπωση εισήγαγαν στην ευρωπαϊκή σκηνή για πρώτη φορά οι Τούρκοι ηγέτες.
Αυτή η εικόνα της «ραχατλίδικης» μεγαλοπρέπειας του «μπαϊλντισμένου» σουλτάνου υπήρξε φρούτο της Ανατολής, που δεν ευδοκίμησε ποτέ πέραν της Οθωμανικής επικράτειας.
Το μοντέλο λοιπόν Καραμανλή απετέλεσε ένα παρωχημένο μείγμα φραγκολεβαντίνικης διακυβέρνησης, που προέκυψε από συγκεκριμένη ανάγκη και όχι από αφηρημένο πηγαίο ταλέντο.
Ως επικοινωνιακό εύρημα υπήρξε αρκετά αποτελεσματικό στην πρώτη τετραετία. Όμως ως πολιτικός αναχρονισμός είχε προδιαγεγραμμένη ημερομηνία λήξεως.
Έτσι μετά το γενικότερο επικοινωνιακό φιάσκο του Σεπτέμβρη του 2008 (συνέντευξη στην έκθεση Θεσσαλονίκης), υπήρξε αναγκαία η εσπευσμένη μετάλλαξη του Πρωθυπουργικού προφίλ. Υπό το βάρος της γενικής δυσφορίας και υπό την πίεση της προεκλογικής προσπάθειας εν όψει ευροεκλογών παρακολουθήσαμε ένα υπερκινητικό πρωθυπουργό, που εγκατέλειψε τα ενδότερα του Μαξίμου, βγήκε στο προσκήνιο και έφθασε στο σημείο να αναλάβει την ευθύνη για πάσα νόσο και πάσα …λαμογία, εξασφαλίζοντας συγχρόνως το στρίβειν διά του κουκουλώματος.
Φαίνεται όμως ότι η μετάλλαξη υπήρξε τόσο έντονη και τόσο ολοκληρωτική και επιχειρήθηκε τόσο άγαρμπα και σε τόσο μικρό χρόνο, που το εκλογικό σώμα δεν μπόρεσε ούτε να την πιστέψει ούτε να την χωνέψει.
Και έτσι η απογοήτευση από το επικοινωνιακό πείραμα ήταν τόσο μεγάλη, που φαίνεται ότι ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να επιστρέψει στην παρωχημένη επικοινωνιακή συνταγή του «δεν παίρνονται αποφάσεις σε τηλεοπτικό χρόνο».. . Μια συνταγή που αν μη τι άλλο είναι και λιγότερο κουραστική σωματικά και ψυχολογικά.
Δεν υπάρχει λοιπόν ελπίδα ανατρεπτικών κινήσεων, η κατάσταση είναι όχι απλώς μη αναστρέψιμη, αλλά μάλλον ταχαίως επιδεινούμενη και δεν είναι τυχαίο, που για πρώτη φορά στα χρονικά ο αρχηγός ενός κόμματος, που βρίσκεται στην αντιπολίτευση θεωρείται καταλληλότεροςγια την πρωθυπουργία από τον εν ενεργεία πρωθυπουργό.
Η επιστροφή όμως στην παλιά συνταγή δεν μπορεί να έχει καμία τύχη διότι τώρα μετά το την ανοιξιάτικη μετάλλαξη ο πρωθυπουργός δεν έχει το πλεονέκτημα της αμάθειας και της ανευθυνότητας.
Τώρα είναι ο πλήρως ενημερωμένος Πρωθυπουργός, που είναι πληροφορημένος για όλα και φταίει για όλα. Και επί πλέον φταίει γιατί ενώ τα γνωρίζει όλα δεν κάνει τίποτα για να τα διορθώσει.
Το καλοκαίρι λοιπόν προοιωνίζεται θερμό και το φθινόπωρο μάλλον ψυχρό και …ανάποδο.
Σύσσωμη η Ελληνική πολιτεία τις τελευταίες ημέρες παρακολουθεί με εξαιρετικό ενδιαφέρον την απείρου μεγαλείου επιτυχία των δυνάμεων ασφαλείας, που, όπως μεταδίδουν σε διακαναλικό συντονισμό όλοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί της χώρας, κατάφερε το εξής εκπληκτικό και ομολογουμένως ακατόρθωτο για κάποιες κοινές αστυνομίες άλλων Ευρωπαϊκών κρατών: Εξάρθρωσε ένα τρομερό συνδικάτο του εγκλήματος, το οποίο είχε έδρα στις φυλακές και εκτός από μερικούς ήσσονος σημασίας συνεργάτες, τα πρωτοκλασάτα κακοποιά στοιχεία του ήταν ήδη φυλακισμένα. Με δυο λόγια η ελληνική αστυνομία κατάφερε αυτό, που άλλες αστυνομίες αδυνατούν έστω και να διανοηθούν. Οι συνήθεις απλοϊκές αστυνομίες εφαρμόζουν το σύστημα όπου πρώτα εξουδετερώνουν τους κακοποιούς και μετά τους κλείνουν στη φυλακή. Η ελληνική αστυνομία είναι η μόνη, που κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, πρώτα φυλακίζει τους κακοποιούς και μετά τους εξουδετερώνει. Μιλάμε για την απόλυτη ανατροπή όλων των εποχών. Κατόπιν αυτού οι επιθεωρητές της Γκότλαντ Γυαρντ και του Εφ Μπι Αι θα πρέπει να σχίσουν τα πτυχία τους.
Δικαιολογημένα οι αρμόδιοι συγχαίρουν εαυτούς και αλλήλους και όλοι μας αισθανόμαστε μια ανείπωτη χαρά και εθνική υπερηφάνια.
Παρότι όμως η υπόθεση έχει διαλευκανθεί πλήρως (εκτός από κάτι μικρολεπτομέρειες, όπως π.χ ποιός έχει τα 30 εκατομμύρια και πού στην οργή τα έχει κρύψει), παραμένει αναπάντητο ένα ερωτηματικό, που δεν έχει εισέτι απαντηθεί από τους Σέρλοκ Χολμς των τηλεοπτικών δελτίων. Το ερώτημα είναι τι καθυστέρησε τις έρευνες της αστυνομίας, ώστε να διαρκέσουν έξι μήνες μέχρι να εξαρθρώσουν τη σπείρα, ενώ από την πρώτη στιγμή εγνώριζε τους εγκληματικούς της σχεδιασμούς για επικείμενες ληστείες, απαγωγές, εκτελέσεις και άλλα αποτρόπαια εγκλήματα εν εξελίξει? Χωρίς να είμαστε ειδικοί, χωρίς να διαθέτουμε ιδιαίτερο αστυνομικό δαιμόνιο και βεβαίως χωρίς να διεκδικούμε το αλάθητο πιστεύουμε ότι έχουμε καταφέρει να λύσουμε αυτό το βασανιστικό, αλλά άκρως ενδιαφέροντα γρίφο.
Μελετήσαμε επισταμένα όλα τα στοιχεία, που είδαν το φώς της δημοσιότητας. Χιλιάδες ώρες τηλεοπτικού και έντυπου ρεπορτάζ. Δεκάδες αποκαλυπτικές συνεντεύξεις, που είχαν την καλοσύνη να παραχωρήσουν σε έγκριτους γκουρού της διακαναλικής δημοσιογραφίας όλοι οι φυλακισμένοι φερόμενοι ως αρχηγοί της σπείρας. Παρακολουθήσαμε τις περισπούδαστες αναλύσεις και εμπεριστατωμένες απόψεις όλων των τακτικών επί παντός επιστητού «παραθυριακών» αναλυτών.
Τίποτε όμως από όλα τα παραπάνω δεν συνέβαλε στην λύση του μυστηρίου όσο δύο καθοριστικοί παράγοντες. Ο ένας υπήρξε η διεξοδική μελέτη και απόλυτη κατανόηση των ανακοινώσεων και δηλώσεων των δύο εμπλεκομένων Υπουργών. Του Υπουργού Δικαιοσύνης και του Αναπληρωτή Υπουργού για θέματα δημοσίας τάξεως. Και ο δεύτερος η διάθεση πολλών ωρών κατά την παιδική μας ηλικία στην παρακολούθηση στο Σινεάκ ταινιών με τις περιπέτειες του Άμποτ και του Κοστέλο…
Πιστεύουμε λοιπόν ότι η επίμοχθη προσπάθειά μας σε συνδυασμό με τα βιωματικά κατάλοιπα των παιδικών μας χρόνων προσφέρουν την λύση του μεγάλου μυστηρίου.
Χωρίς αμφιβολία τα αίτια της εξάμηνης καθυστέρησης ολοκλήρωσης της αστυνομικής επιχείρησης πρέπει να αναζητηθούν στις διαφορετικές σχολές αντιμετώπισης του κοινού εγκλήματος στις οποίες προφανώς ανήκουν οι δύο Υπουργοί.
Όπως προέκυψε από το ρεπορτάζ η εξέλιξη των ερευνών της αστυνομίας στηρίχθηκε κατά βάση στην παρακολούθηση των κινητών τηλεφώνων των μελών της οργάνωσης. Από την πλευρά του ο κ. Μαρκογιαννάκης έχοντας στόχο την εξιχνίαση εκκρεμών υποθέσεων και την ανακάλυψη επίδοξων εγκληματιών επιστράτευσε κάθε πρόσφορο μέσο για την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων παντός υπόπτου. Θεμιτή ή αθέμιτη μεθοδολογία αδιάφορο. Η συγκεκριμένη σχολή θεωρεί βασίμως ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Από την άλλη ο κ. Δένδιας έχοντας στόχο την τιμωρία και τον σωφρονισμό των φυλακισμένων επιδόθηκε σε ένα άνευ προηγουμένου κυνήγι κινητών τηλεφώνων. Με βάση τα στοιχεία, που ο ίδιος δημοσιοποίησε και είναι απολύτως αξιόπιστα κατά το επίμαχο διάστημα κατάφερε να συλλέξει 247 κινητά από τις φυλακές της επικράτειας . Και εξ άλλου όπως χαρακτηριστικά δήλωσε σε συνέντευξή του κρατούμενος, που φέρεται να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αποκαλυφθείσα οργάνωση, οι δεσμοφύλακες εκτελώντας με ιδιαίτερο ζήλο τις οδηγίες του Υπουργού Δικαιοσύνης, τον υπέβαλλαν σε συχνούς εξονυχιστικούς ελέγχους με αποτέλεσμα να του κατάσχουν δύο κινητά στο διάστημα των τελευταίων μηνών.
Ιδού λοιπόν η λύση του αινίγματος: Την ώρα, που ο κ. Μαρκογιαννάκης έχοντας επιστρατεύσει όλα τα μέσα της επιστήμης και της τέχνης προσπαθούσε «να στήσει αυτί» στα τηλεφωνήματα, που είχαν οι παρακολουθούμενοι κατάδικοι, παρενέβαινε ο κ. Δένδιας και του μάζευε τα κινητά. Μέχρι να ξαναπρομηθευτούν κινητά οι παρακολουθούμενοι έχανε το νήμα της ιστορίας η αστυνομία. Πάνω που βρίσκανε αυτοί νέα κινητά και ξανάρχιζε η παρακολούθηση, νάτος πάλι τα ξαναμάζευε ο κ. Δένδιας. Και ούτω καθεξής. Μιλάμε για το μαρτύριο του Σισύφου.
Και μην αναρωτιέσθε γιατί να παρουσιάζεται αυτή η εκ διαμέτρου αντίθετη δράση δύο δημοσίων υπηρεσιών. Είπαμε είναι θέμα διαφορετικής φιλοσοφικής αντίληψης γύρω από τις μεθόδους αντιμετώπισης της εγκληματικότητας. Για παράδειγμα με βάση την πληροφορία ότι οι φυλακισμένοι εγκληματικοί εγκέφαλοι σχεδιάζουν «μαγείρεμα» στοχοποιημένων προσώπων η μεν σχολή Μαρκογιαννάκη θα εξέταζε αμέσως όλα τα βιογραφικά των αποφοιτησάντων από σχολές μαγειρικής την τελευταία δεκαετία, ενώ η σχολή Δένδια θα έδιδε εντολή να μαζευθούν πάραυτα όλα τα πάσης φύσεως μαγειρικά σκεύη, που τυχόν κυκλοφορούν στις φυλακές. Τόσο απλό…
Να γιατί καθυστέρησαν οι έρευνες.
Τώρα θα μου πείτε και γιατι οι δύο σχολές δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, ώστε να μη μπλέκεται η μια στα πόδια της άλλης;
Ε, αυτό είναι ακόμα πιο απλό.
Τυχαίνει να είναι και οι δυο Υπουργοί στην ίδια Κυβέρνηση….
Στις 30 Ιουνίου σε ανάρτησή μας με θέμα την Σύνοδο του ΟΟΣΑ στην Κέρκυρα επισημαίναμε τις άκρως ανησυχητικές πεπονόφλουδες, που περιείχαν οι δηλώσεις του Αμερικανού Υφυπουργού Εξωτερικών.
Συγκεκριμένα επισημαίναμε α)την υποβάθμιση της χώρας μας σε σημαντικό εταίρο, αντί του στρατηγικού εταίρου, που εθεωρείτο κατά την περίοδο Μπούς και κυρίως β) την επικίνδυνη σύσταση για επίλυση των προβλημάτων με διμερή διάλογο.
Βεβαίως τα γράφαμε αυτά μη διαθέτοντας ιδιαίτερη πληροφόρηση διότι τα ΜΜΕ έκαναν μεγάλη προσπάθεια να στρέψουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στις δήθεν επιτυχίες της Ελληνικής Κυβέρνησης και φρόντιζαν επιμελώς να αποκρύπτουν τα σημαντικά, και να ωραιοποιούν τα πάντα. Ιδιαίτερα ύποπτο εξ άλλου ήταν ότι οιαναφορές στο ουσιαστικό περιεχόμενο των εργασιών της Συνόδου ήταν ελάχιστες αναλογικά προς το υποθετικό μέγεθος της σημασίας της και γενικά το όλο θέμα είχε εντελώς εξαφανισθεί από την επικαιρότητα την επόμενη μέρα της λήξης της, πράγμα ασύνηθες για μια τόσο «μεγάλη διεθνή επιτυχία».
Όσα λοιπόν γράφαμε ήταν συμπεράσματα, που στηρίζονταν στα ελάχιστα ψήγματα ειδήσεων, που υπέπεσαν στην αντίληψή μας, τα οποία κατά κάποιο τρόπο λογικά και σε ένα βαθμό διαισθητικά καταφέραμε να τα αξιολογήσουμε.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και το Βήμα της περασμένης Κυριακής (5/7/2009) δημοσίευσε ένα άρθρο του Αγγ. Αθανασόπουλου στο οποίο γίνεται μια συγκλονιστική αποκάλυψη, που αποτελεί πραγματική βόμβα μεγατόνων για τα εθνικά μας συμφέροντα στο Αιγαίο και όχι μόνο.
Αποκαλύπτει η έγκριτη εφημερίδα, ότι λίγες μέρες πριν από τα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης το Μέγαρο Μαξίμου και η Υπουργός Εξωτερικών είχαν λάβει απόρρητο «non paper» από την Αμερικανική πρεσβεία, στο οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ συνιστάται «αμοιβαία κατανόηση» των δύο πλευρών για την επίλυση των προβλημάτων στο Αιγαίο. Τάσσονται υπέρ ενός Ελληνοτουρκικού διαλόγου. Και το χειρότερο από όλα εισάγουν την ιδέα μιας «επανεξέτασης των διεθνών κειμένων» («to review the international documents»).
Ως international documents» νοούνται προφανώς οι συνθήκες της Λωζάννης (1923), των Παρισίων(1947) και η Ιταλοτουρκική συμφωνία του 1932.
Η χρήση αυτού του όρου αντί του ορθού treaty ή τουλάχιστον convention αποτελεί από μόνη της μια προφανή προσπάθεια των Αμερικανών να υποβαθμίσουν τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες, πάνω στις οποίες στηρίζονται θεμελιώδη εθνικά μας δικαιώματα και περίπου το σύνολο των επιχειρημάτων μας για την υπεράσπιση των θέσεών μας σε ένα μελλοντικό Διεθνές Δικαστήριο.
Ας αναλογισθούμε ότι πάγια θέση της Ελλάδος από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου υπήρξε ότι το μόνο προς επίλυση ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Ας αναλογισθούμε ότι από την τακτική του «βυθίσατε το Χώρα» περάσαμε στην εποχή των καθημερινών παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου και του «ασφαλούς» περίπλου της Αττικής από Τουρκική κανονιοφόρο.
Ας προσθέσουμε την εγκατάσταση Τούρκου Διοικητή στο στρατηγείο της Λάρισας.
Ας συνδυάσουμε και την επανεμφάνιση του ειδικού διαμεσολαβητή κ. Νίμιτς και κυρίως την προτροπή του για «αμοιβαία ευελιξία» των δύο πλευρών για επίσπευση της λύσεως στο Σκοπιανό.
Όλα αυτά μαζί μάλλον συνηγορούν στην διαπίστωση ότι τα τελευταία χρόνια έχει συντελεσθεί μια τεράστια διπλωματική διολίσθηση της χώρας μας σε διεθνές επίπεδο και ότι ίσως στην παρούσα φάση βρισκόμαστε σε μια συνδυασμένη προσπάθεια «διευθέτησης» των ζητημάτων που διαχρονικά εγείρουν οι απαράδεκτοι γείτονές μας.
Το δυστύχημα είναι ότι η χώρα μας βρίσκεται σε φάση εξαιρετικής αδυναμίας για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων.
Όσο καλές προθέσεις και να έχει ο Μακεδόνας Πρωθυπουργός μας με μια αδύναμη κυβέρνηση, που βουλιάζει καθημερινά στο τέλμα πρωτοφανών οικονομικών σκανδάλων και κυρίως με μια οικονομία στα πρόθυρα της χρεωκοπίας είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν διαθέτει μεγάλα περιθώρια περήφανης διαχείρισης των εθνικών μας θεμάτων.
Ίσως λοιπόν η χώρα μας βρίσκεται σε μια από τις πλέον κρίσιμες στιγμές της νεώτερης ιστορίας της.
Και το απογοητευτικό είναι ότι κανείς δεν φαίνεται να έχει την διάθεση να αναδείξει αυτό το πραγματικό πρόβλημα στην πραγματική του διάσταση.
Όλοι φαίνεται να έχουν χάσει την αίσθηση της σοβαρότητας βυθισμένοι στην απέραντη ανοησία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που επιλέγουν την θεματολογία τους με γνώμονα μακράν των ζωτικών εθνικών συμφερόντων της χώρας.
Των ΜΜΕ (ιδίως ραδιοτηλεοπτικών), που ανοήτως μονοπωλούν το προσκήνιο της επικαιρότητας με το θέμα π.χ της σπείρας των φυλακισμένων, την ώρα που στον πλανήτη συντελούνται κοσμοϊστορικές ανακατατάξεις και άσπονδοι εχθροί και φίλοι βρίσκουν την ιδανική ευκαιρία να απεργάζονται στο παρασκήνιο σχέδια εξόχως επιβλαβή για την πατρίδα μας.
Το βασικό χαρακτηριστικό των ανόητων είναι το ταλέντο τους στην κατάργηση των αυτονόητων.
Επί γενεές γενεών η φυλάκιση των εγκληματιών είχε σαν στόχους την τιμωρία τους, τον σωφρονισμό τους και κυρίως να απαλλάξει την κοινωνία από τον κίνδυνο της συνέχισης της εγκληματικής τους δραστηριότητας.
Η τελευταία «τρομερή επιτυχία» της αστυνομίας καταδεικνύει ότι με αυτή την κυβέρνηση οι παραπάνω αυτονόητοι στόχοι έχουν απολύτως καταργηθεί.
Διότι πιο είναι ακριβώς το σωφρονιστικό σκηνικό μέσα στο οποίο εκτυλίχθητε η πολύκροτη αυτή επιτυχία?
Φυλακές όπου οι βαρυποινίτες διαβιούν με όλες τις απαιτούμενες ανέσεις ώστε να δημιουργούν εγκληματικές συμμορίες μεγάλης εμβέλειας και αποτελεσματικότητας. Να σχεδιάζουν και οργανώνουν με επιτυχία βαρύτατα κακουργήματα εξεζητημένης δυσκολίας. Να ελέγχουν και να κατευθύνουν την εκτέλεση των εγκληματικών τους εγχειρημάτων διαθέτοντας σε επιτελικό επίπεδο εντός της φυλακής όλα τα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας (κινητά τηλέφωνα και τα τοιαύτα). Και να συντηρούν με πρωτοφανή άνεση ένα εκτεταμένο εγκληματικό δίκτυο με πλοκάμια σε όλη την Ελλάδα και με κέρδη τεραστίου μεγέθους. Αυτή είναι η περιγραφή της περίφημης επιτυχίας της Ελληνικής αστυνομίας, την οποία κάθιδρη ολόκληρο το Σαββατοκύριακο επιχείρησε με άκομψο τρόπο να καρπωθεί η Κυβέρνηση, διά της μεθόδου των αλλεπάλληλων δελτίων τύπου και των δηλώσεων του αρμοδίου Υπουργού.
Και διερωτάται βεβαίως ο μέσος λογικός πολίτης. Τι ακριβώς πέτυχε η αστυνομία. Να συλλάβει τους φυλακισμένους?
Και αν ο περί την Δημοσία Τάξη Υπουργός έχει λόγους να αυτοπενεύεται, πού ακριβώς εδράζονται αυτοί οι λόγοι? Μήπως στην καραμπινάτη αποτυχία του συναδέλφου του Υπουργού Δικαιοσύνης?
Διότι αν ο Υπουργός Δικαιοσύνης, στον οποίο ανήκει η ευθύνη της οργάνωσης και λειτουργίας των φυλακών, επεδείκνυε την στοιχειώδη επιμέλεια και αποτελεσματικότητα στην εκτέλεση των αρμοδιοτήτων του, τότε δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη για τις «ανδραγαθίες» του κ. Μαρκογιαννάκη.
Όταν οι φυλακές έχουν καταντήσει ελικοδρόμια για την άνετη διακίνηση των βαρυποινιτών και επίσημες έδρες των διάφορων εγκληματικών εταιριών, πόσο επιτυχημένη μπορεί να θεωρείται μια κυβέρνηση?
Και πόσο ανόητη ή τουλάχιστον απελπισμένη επικοινωνιακά μπορεί να είναι, όταν επιχειρεί να αναδείξει ως επιτυχία του ενός Υπουργείου τα απίθανα χάλια του άλλου?
Πόσο ασφαλής μπορεί να αισθάνεται ο μέσος λογικός πολίτης όταν η αστυνομία περιορίζεται στη φύλαξη επιλεγμένων στόχων και αδυνατεί να του παράσχει οποιαδήποτε προστασία, απέναντι στους ληστές και τους κλέφτες της γειτονιάς ή στους παραβατικούς οικονομικούς μετανάστες και από την άλλη πληροφορείται με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι παραμένει εκτεθειμένος στην ασύδοτη εγκληματικότητα ακόμη και εκείνων, που υποτίθεται ότι βρίσκονται στη φυλακή.
Το απογοητευτικότερο όμως είναι ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα μια τέτοια ιστορία θα είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα την παραίτηση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Στην σύγχρονη Ελλάδα, βασίλειο των ανόητων Μέσων Μαζικής Αποβλάκωσης, το απαράδεκτο γεγονός παρουσιάζεται ως κυβερνητικός άθλος.
Από τη στιγμή που αναρτήσαμε το αρχικό κείμενο για το πραξικόπημα στην Ονδούρα διατυπώνοντας την απαίτηση του προοδευτικού κόσμου για μια καθαρή θέση των Σοσιαλιστών, δεν σταματήσαμε να μπαίνουμε καθημερινά στην ιστοσελίδα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς ψάχνοντας για κάποια αντίδραση. Όσο περνούσαν οι ώρες τόσο μεγάλωνε η ανησυχία μας.
Μόλις πριν λίγη ώρα δημοσιοποιήθηκαν τα αποτελέσματα των εργασιών του Μαυροβουνίου, όπου περιλαμβάνεται και ψήφισμα για την Ονδούρα.
Το παραθέτω ολόκληρο σε ελληνική μετάφραση.
Θεωρώ ότι είναι μια πολύ καθαρή θέση. Μια ελπιδοφόρα αντίδραση.
Προσδοκώ όμως και πιο αποτελεσματικές διεθνείς πρωτοβουλίες και τουλάχιστον να παραμείνει το θέμα στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας από όσους έχουν επίκεντρο των αξιών τους τον άνθρωπο και τη δημοκρατία:
Συμβούλιο Μαυροβουνίου – εργασία για ένα νέο διεθνές πλαίσιο για την οικονομία, την ειρήνη και την ασφάλεια, την δημοκρατία και το περιβάλλον
29-30 Ιουνίου 2009
Επίλυσηστην Ονδούρα.
Πρωτότυπο: Ισπανικό
Το Συμβούλιο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, που συνεδριάζει σήμερα στην Μπούντβα, Μαυροβουνίου, καταδικάζει με την σκληρότερη γλώσσα το πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση του Προέδρου Χοσέ Μανουέλ Ζελάγια Ροσάλες στην Ονδούρα, όπως επίσης και την κράτηση του και καταναγκαστική εξορία από την χώρα, απαιτώντας την άμεση επανεγκατάσταση της δημοκρατικής και συνταγματικής ομαλότητας στο συγκεκριμένο έθνος της Κεντρικής Αμερικής.
Το συμβούλιο επίσης απαιτεί την άμεση επαναφορά του Προέδρου Ζελάγια, ενώνοντας την φωνή του με όλους τους δημοκρατικούς οργανισμούς και τα διεθνή σώματα όπως ο Οργανισμός των Αμερικανικών Κρατών, ΟΑΚ, και δηλώνει πως δεν θα αποδεχθεί την αναγνώριση καμίας κυβέρνησης που θα υποκριθεί την αντικατάσταση την νομίμου εκλεγμένης.
Την ίδια στιγμή, το Συμβούλιοαποκηρύσσει κάθε προσπάθεια δικαιολόγησης της απαράδεχτης ρίξης στην δημοκρατική ζωή στην Ονδούρα κάτω από οποιοδήποτε, πρόσχημα ή επιχείρημα.
Το Συμβούλιο εμφατικά καταδικάζει την βία, συμπεριλαμβανομένης και της αυθαίρετης κράτησης του Γραμματέα Διεθνών Σχέσεων, ο οποίος εξορίστηκε στο Μεξικό, όπως επίσης και την κράτηση άλλων προσώπων, απαιτώντας το σεβασμό της ελευθερίας τους και της φυσικής τους ακεραιότητας.
Η Δημοκρατία είναι ο μοναδικός εφικτός τρόπος για τους ελεύθερους ανθρώπους να διευθύνουν τις κρατικές υποθέσεις τους και να ανταπεξέλθουν στις προσδοκίες των πολιτών για καλύτερη διαβίωση, πρόοδο και ασφάλεια.
Το Συμβούλιο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς αποφασίζει να παραμείνει αφοσιωμένο και σε επιφυλακή για τις εξελίξεις στην Ονδούρα, περιμένοντας την ικανοποίηση αυτού του επείγοντος δημοκρατικού αιτήματος από την διεθνή κοινότητα.
Το αγγλικό κείμενο καθώς και περισσότερες πληροφορίες για τις εργασίες της σύσκεψης στο Μαυροβούνιο, μπορείτε να τα βρείτε εδώ