Τα τελευταία χρόνια η κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου κινείται στον αστερισμό της τηλεόρασης.
Έτσι η δημοτικότητα και αναγνωρισιμότητα των δημοσίων προσώπων στηρίζεται πρωτίστως στα δευτερόλεπτα τηλεοπτικής τους εμφάνισης και αυτές συναρτώνται ευθέως με την σκηνική παρουσία τους και την ευρηματικότητα της ατάκας, που θα απαγγείλουν.
Αυτό οδηγεί συχνά σε ευτράπελα, ιδίως όταν οι επίδοξοι τηλεοπτικοί αστέρες επιχειρούν να «κολυμπήσουν σε άγνωστα νερά» ή να επιδοθούν σε επίδειξη γνώσεων, που δεν ανήκουν σε τομείς της ειδικότητάς τους.
Το πρόβλημα τείνει να λάβει πλέον επικίνδυνες διαστάσεις, διότι με όλους αυτούς, που ρυπαίνουν με την ανοησία και την αμετροέπειά τους τις οθόνες των τηλεοράσεων, απειλείται σοβαρά η δημόσια παιδεία, η αισθητική, ακόμη και η ψυχική μας υγεία.
Και δεν μιλάμε βεβαίως για τον συρφετό των αμόρφωτων και μικρόνοων δημοσιογράφων, καθώς και των δοκησίσοφων τηλεσχολιαστών , που συνήθως τους επικουρούν στις σκοταδιστικές επιχειρήσεις τους. Αυτούς λίγο πολύ ο κόσμος τους έχει αντιληφθεί και τους έχει δεόντως «κατατάξει…».
Αυτό που είναι πιο εκνευριστικό και κυρίως πιο επιβλαβές για τη δημόσια επιμόρφωση είναι το θλιβερό φαινόμενο πρωτοκλασάτων παραγόντων της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου, που, στην προσπάθειά τους να εντυπωσιάσουν το τηλεοπτικό τους κοινό επιχειρούν να κάνουν επίδειξη γνώσεων, τις οποίες δεν κατέχουν. Το αποτέλεσμα είναι να προκαλούν μεν τον οίκτο των ολίγων, αλλά να ζημιώνουν τους υπόλοιπους μεταδίδοντάς τους εσφαλμένες πληροφορίες, βαρβαρισμούς και σολοικισμούς, που υποβαθμίζουν το μορφωτικό επίπεδο του σύγχρονου Έλληνα, ο οποίος έτσι και αλλιώς αγωνίζεται να μην πνιγεί από ένα αναχρονιστικό σύστημα δημόσιας παιδείας, ενώ συγχρόνως βομβαρδίζεται από ένα ορυμαγδό ξενόφερτων εκφράσεων και αντιλήψεων.
Κατά καιρούς μάλιστα ο τηλεοπτικός συρμός υποβάλλει συγκεκριμένους τύπους τηλεοπτικής ατάκας, τους οποίους ο δύσμοιρος πρωτοκλασάτος υποχρεούται, εκών άκων, επαΐων ή αδαής να χρησιμοποιήσει, αν δεν θέλει να φανεί κοινότυπος και τηλεοπτικά ξεπερασμένος έως πληκτικός.
Σαν να μη έφθανε λοιπόν η μακροχρόνια κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας, που αποτελεί εθνικό σπορ των δημοσιογράφων και όχι μόνον, τελευταία ενέσκυψε μια νέα μόδα, τουτέστι η χρήση λατινικών ρητών, που ως είναι φυσικό άλλοτε κακοποιούνται λεκτικά, άλλοτε παραποιούνται εννοιολογικά και γενικώς τους μεν «λατινομαθείς» δεν ωφελούν, τους δε λοιπούς ακροατές τους ζημιώνουν.
Τις προάλλες για παράδειγμα στη συζήτηση για σύσταση νέας εξεταστικής επιτροπής στη Βουλή για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, ο γλαφυρότατος κος Τζαβάρας και ο πολυμαθέστατος κος Πολύδωρος, αμφότεροι προβεβλημένοι κοινοβουλευτικοί άνδρες της ΝΔ, οδηγήθηκαν σε ανούσιο διαξιφισμό περί της ορθότητας ειδικής λατινικής εκφράσεως, που χρησιμοποίησε ο κος Τζαβάρας, προεδρεύοντος (ατυχώς για αμφοτέρους) του κου Πολύδωρα.
Συγκεκριμένα ο κος Τζαβάρας επιδιδόμενος σε λογικούς ακροβατισμούς στην προσπάθειά του να υποστηρίξει την αδύναμη θέση του κόμματός του, που σύρθηκε στην αποδοχή συστάσεως μιας εξεταστικής, που στην πραγματικότητα ουδόλως επιθυμούσε, έκανε χρήση του γνωστού από το Ρωμαϊκό δίκαιο κανόνος “non (ή ne) bis in idem”. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να προκληθεί μια ευτράπελη, περί όνου σκιάς, διαμάχη μεταξύ των δύο ανδρών, διότι ο μεν κος Τζαβάρας επέμενε στην διατύπωση «ne bis in idem», ενώ ο κος Πολύδωρας επέμενε να τον διορθώνει: “non bis in idem”.
Στην πραγματικότητα και οι δύο μορφές είναι ορθές, ανάλογα με ποιο ρηματικό τύπο θα θέλαμε να υιοθετήσουμε. Τουτέστιν δεν χωράει αμφιβολία ότι πρόκειται περί κύριας πρότασης από την οποία λείπει το ρήμα Judico. Στα λατινικά οι κύριες προτάσεις μπορούν να έχουν ρήμα σε οριστική, οπότε στην αρνητική τους μορφή προστίθεται το non, αλλά μια χαρά επίσης επιδέχονται και ρήματος στην υποτακτική, εφόσον είναι προτρεπτικές, οπότε εισάγονται με το ne. Ως εκ τούτου αν επιλέξουμε να βάλλουμε το παραλειπόμενο ως ευκόλως εννοούμενο ρήμα στην οριστική, τότε θα πρέπει να πούμε “non bis in idem judicatum est” (όπερ ορθότερον). Aν όμως προτιμάμε την διατύπωση με υποτακτική τότε θα πρέπει να δεχθούμε τη μορφή “ne bis in idem judicemus”.
Τόσο απλά είναι τα πράγματα και ο κος Τζαβάρας θα μπορούσε να θεωρηθεί ισόπαλος με τον κο Πολύδωρα, αν απλώς είχε επιμείνει στην άποψή του και δεν είχε επιχειρήσει να την υποστηρίξει με το ατυχές επιχείρημα ότι η άρνηση non δεν είναι λατινική, αλλά … γαλλική.
Ευτυχώς, που ο κος Πολύδωρας δεν του ανταπάντησε ότι η άρνηση ne δεν είναι λατινική αλλά …Βουλγαρική, ώστε να μας δώσουν εντελώς «το μυαλό στο χέρι»…
Και βεβαίως θα ήταν απείρως απλούστερο και λυσιτελές αν ο αγορητής της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε επιλέξει την ελληνική μορφή του επίμαχου ρωμαϊκού νομικού κανόνος.
Αν είχε δηλαδή πει ότι «δεν επιτρέπεται να δικάζουμε δυο φορές την αυτή υπόθεση με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά».
Όμως έκρινε ότι λόγω της δεδομένης μεγάλης τηλεοπτικής θεαματικότητας η ελληνική μετάφραση δεν θα ήταν αρκούντως εντυπωσιακή. Ίσως βέβαια να θεώρησε και αδόκιμη την χρήση της ελληνικής διατύπωσης, αφού ως γνωστό στην πρώτη εξεταστική επιτροπή η προσπάθεια περιορίσθηκε στην κατεύθυνση της απόκρυψης των αληθινών πραγματικών περιστατικών και συνεπώς καθίσταται ηλίου φαεινότερο ότι η νέα επιτροπή θα βρεθεί ενώπιον μιας απεραντοσύνης νέων στοιχείων και νέων πραγματικών περιστατικών.
Αν όμως ατυχής καταλήγει η χρήση λατινικών εκφράσεων από ρήτορες εγνωσμένης και αναμφισβήτητης επιστημονικής ειδικότητας και επάρκειας, είναι αυτονόητο ότι αντίστοιχες απόπειρες από κατά τεκμήριο ασχέτους με τη λατινική θα καταλήγουν σε μαθησιακό ναυάγιο.
Παράδειγμα η προχθεσινή αποκοτιά του κου Μίχαλου, ο οποίος παρεμβαίνοντας στην ομολογουμένως απαράδεκτη απεργιακή παρωδία των τελωνειακών, εδήλωσε με ύφος Ρωμαίου Δημάρχου «Salus populi suprema lex esto”, και έσπευσε να μεταφράσει με ύφος καθηγητού της λατινικής « Το μεγαλύτερο αγαθό είναι το όφελος της πατρίδας».
Από την πόλη έρχομαι δηλαδή και στην κορφή κανέλλα…
Η ταλαίπωρη αυτή φράση, που αποτελεί θεμελιώδη πολιτειακό κανόνα της Ρωμαϊκής δωδεκαδέλτου σημαίνει κατά πιστή γραμματική, αλλά και εννοιολογική μετάφραση ότι: «Η σωτηρία του Λαού ας είναι ο υπέρτατος νόμος».
Με απλά λόγια για τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία η υψίστη υποχρέωση των πολιτών και κυρίως των εκάστοτε διαχειριστών των πολιτειακών αξιωμάτων ήταν η σωτηρία του ρωμαϊκού λαού (του ρωμαϊκού δήμου), που αποτελούσε τη βάση του δημοκρατικού ρωμαϊκού πολιτεύματος και χάριν του οποίου λαού αυτό το πολίτευμα εδομείτο και υπήρχε.
Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν η διαστρεβλωτική μετάφραση του κου Μίχαλου οφείλεται σε άγνοια ή σε σκοπιμότητα.
Διότι κατά τεκμήριο ένας εν Αγγλία σπουδάσας οικονομολόγος δεν υποχρεούται να γνωρίζει λατινικά.
Υποπτευόμαστε όμως και ότι η ακριβής απόδοση του ρωμαϊκού νομικού κανόνος δεν θα εξυπηρετούσε τις πολιτικές σκοπιμότητες του κου Μίχαλου, του οποίου η όλη νεοφιλελεύθερη ιδεολογικοπολιτική κοσμοθεωρία και πράξη ουδόλως τυγχάνει λαοκεντρική. Ιδαίτερα μάλιστα όταν η έννοια της πατρίδος ταυτίζεται περίπου με την έννοια του τσιφλικιού ενός συγκεκριμένου κόμματος και ως εθνικό όφελος νοείται το απολκλειστικό συμφέρον μιας πολύ συγκεκριμένης επιχειρηματικής ομάδος.
Πάντως σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται συνήθως ως ήκιστα ωφέλιμη η χρήση λατινικών ρητών, ιδιαίτερα με τρόπο, που τους γνωρίζοντες μεν εκνευρίζει, τους μη ειδικούς δε παραπλανεί και αποπροσανατολίζει .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου