Να λοιπόν, που θέλοντας και μη οι κλασικές μαρξιστικές θεωρίες επανέρχονται δριμύτερες στο προσκήνιο.
Και δεν μιλάμε για την προ αιώνος πρόβλεψη περί της ιμπεριαλιστικής εξέλιξης του καπιταλισμού, των διαδοχικών οικονομικών του κρίσεων ή για την νομοτελειακά αναμενόμενη ολική σήψη του εν λόγω οικονομικοκοινωνικού συστήματος. Αυτά μπορεί πριν από αρκετές δεκαετίες να ήταν για κάποιους «βλακώδεις θεωρίες» ή «καταστροφολογικές πολιτικές» ή απλώς «απαισιόδοξες προβλέψεις», αλλά σήμερα ουδείς πλέον αμφιβάλλει ότι έχουν επιβεβαιωθεί στο ακέραιο. Και το ζητούμενο δεν είναι πλέον πόσο ορθές ήταν αυτές οι απόψεις θεωρητικά, αλλά πως θα μπορέσει η ανθρωπότητα πρακτικά να ξεπεράσει το αδιέξοδο, στο οποίο την οδήγησαν οι θεωρίες και οι συνταγές του τελικώς επικρατήσαντος οικονομικού και φιλοσοφικού στρατοπέδου.
Υπό αυτή την έννοια είναι βέβαιο ότι στις παρούσες συνθήκες την αναγκαία πυξίδα δεν μπορούν να την προσφέρουν οικονομολόγοι, πολιτικοί ή τηλεοπτικοί σχολιαστές, που γέρνουν μονοσήμαντα στις χρεωκοπημένες συνταγές και αντιλήψεις του νεοφιλελεύθερου μονεταρισμού. Αυτοί σίγουρα όσο πιο πολύ μιλούν, τόσο πιο πολύ βλάπτουν.
Την πυξίδα όμως δεν μπορούν επίσης να προσφέρουν κάποιοι παρωπιδικοί αχρχειομαρξιστές, ή κάποιοι ακτιβιστές ψευτοεπαναστάτες.
Η πυξίδα σίγουρα βρίσκεται στα χέρια κάποιων, που γνωρίζουν καλά το παγκοσμιοποιημένο ανάπηρο οικονομικό καθεστώς, επιπλέον όμως μετέχουν της σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας και σκέψης.
Αξιοποιώντας λοιπόν όσο γίνεται πιο ρεαλιστικά τον καταιγισμό απόψεων και πληροφοριών των τελευταίων ημερών και επιχειρώντας να διεισδύσουμε πίσω από την «βιτρίνα» και να διαβάσουμε «κάτω από τις γραμμές», τα πράγματα φαίνεται να έχουν περίπου έτσι:
Η βαθειά παγκόσμια οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε απερίγραπτη όξυνση των λεγόμενων ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων.
Αν πριν μερικούς μήνες κάποιοι χαζοχαρούμενοι πούλαγαν πνεύμα λέγοντας για την Ελλάδα ότι The game is over, τώρα ήδη γνωρίζουν καλά ότι πια για ολόκληρη την ΕΕ the party is over.
Με απλά λόγια η εποχή των λαμπρών δεξιώσεων και των κοινωνικών φιλοφρονήσεων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί για τους Ευρωπαίους ηγέτες και την γραφειοκρατική κουστωδία τους και έχουμε εισέλθει στην εποχή της σκληρού ανταγωνισμού για την επιβίωση.
Το πρόβλημα βεβαίως γίνεται πολύπλοκο διότι στην παγκοσμιοποιημένη ΕΕ οι κατ’ ιδίαν εθνικές οικονομίες συμπλέκονται και αλληλοεξαρτώνται, ενώ παράλληλα ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα δέχεται την άγρια εξοντωτική επίθεση των υπόλοιπων εξωευρωπαϊκών οικονομικών συστημάτων.
Έτσι το υπαρξιακό δίλλημα, που τίθεται ενώπιον κάθε Ευρωπαϊκού κράτους είναι αν έχει περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει μέσα από μια συλλογική ευρωπαϊκή προσπάθεια ή αν η σωτηρία του είναι πιο πιθανή αν απαλλαγεί από τα βάρη των λοιπών «εταίρων».
Είναι λοιπόν εμφανές ότι μέχρι στιγμής όλα τα ευρωπαϊκά κράτη κρίνουν σαν απαραίτητη για την επιβίωση τους μια κίνηση (ένα ευρωομόλογο ή κάτι άλλο), που θα χρησιμοποιηθεί ως απλή και καθαρή βάση στήριξης της κοινής αλληλέγγυας και εις ολόκληρον εγγύησης-ευθύνης της Κοινότητος έναντι των δανειστών τους. Εκτός από την Γερμανία η οποία προς το παρόν φαίνεται να φοβάται πως κάτι τέτοιο θα την εκθέσει σε μεγαλύτερο κίνδυνο, αφού ενδεχομένως θα την αναγκάσει να δαπανήσει κεφάλαια για τη σωτηρία των άλλων, την ίδια ώρα που θα μπορούσε να σωθεί κρατώντας τα για τον εαυτό της.
Κάτω λοιπόν από αυτές τις συνθήκες είναι προφανές ότι καμία χώρα του περισσότερο αδύναμου Ευρωπαϊκού νότου δεν έχει κανένα λόγο να προχωράει σε λήψη αντιλαϊκών και αντιαναπτυξιακών μέτρων με κεντρικό στόχο τη διάσωση της ΟΝΕ, αν πρώτα η ΟΝΕ δεν ξεκαθαρίσει τη θέση της ως προς τα μέτρα εγγύησης της οικονομικής τους επιβίωσης, τουτέστιν της εξασφάλισης της πιστοληπτικής τους ικανότητας, της διάσωσης του παραγωγικού τους τομέα και της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων και υπηρεσιών τους.
Και τούτο διότι είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι χωρίς τον εύκολο και χαμηλότοκο δανεισμό, που μόνο συγκεκριμένα και χειροπιαστά μέτρα κοινοτικής οικονομικής αλληλεγγύης μπορούν να προσφέρουν δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική σωτηρία, για όποια χώρα μπεί στον φαύλο κύκλο βουλιάγματος σε μεγαλύτερα χρέη με υψηλότοκο δανεισμό, ύφεσης, αύξησης της ανεργίας και τέλος αχαλίνωτων κοινωνικών εξεγέρσεων.
Κοντολογίς είναι μάλλον πολύ φιλόδοξο και εντελώς ανεδαφικό το σχέδιο της Γερμανίας, αν έχοντας απομυζήσει κάθε οικονομική ικμάδα των εταίρων της όλα τα προηγούμενα χρόνια, ευελπιστεί ότι θα καταφέρει να τους ξεγελάσει και να τους σπρώξει σε ένα εθελούσιο οικονομικό και κοινωνικό ολοκαύτωμα, προκειμένου να σώσει δήθεν το κοινό νόμισμα και δήθεν την Ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά στην πραγματικότητα μόνο το δικό της τομάρι.
Πλανάται δηλαδή πλάνη οικτρά εάν νομίζει ότι θα καταφέρει να τους πείσει να θυσιασθούν για τη σωτηρία ενός κοινοτικού «μαντριού», όπου οι άλλοι θα είναι τα ηλίθια πρόβατα και η Γερμανία ό πονηρούλης λύκος.
Είναι λοιπόν προφανές ότι τα μέλη της ΕΕ βρίσκονται σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι με δύο πολύ απλές και ξεκάθαρες κατευθύνσεις:
Η μία είναι ο δρόμος της αλληλεγγύης, όχι όπως ρομαντικά την οραματίσθηκαν οι ιδρυτές της, αλλά στυγνά, οικονομικά, ρεαλιστικά, όπως παραπάνω τη διατυπώσαμε ως οικονομική ευθύνη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον αναλαμβανόμενη από κοινού από όλα τα κράτη-μέλη έναντι όλων των πιστωτών ενός εκάστου μέλους και εις κάλυψη παντός ποσού οφειλής του.
Και ο άλλος είναι ο δρόμος της διάλυσης, όπου το κάθε κράτος θα κάνει το δικό του αγώνα επιβίωσης με τα δικά του πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα και χρησιμοποιώντας όλα τα οικονομικά μέσα και εργαλεία, που η παγκοσμιοποιημένη «αγορά» μπορεί να θέσει στη διάθεσή του.
Είναι μια απόφαση που οι ευρωπαίοι είναι υποχρεωμένοι να πάρουν άμεσα και τίποτε δεν αποκλείει οι ενδιαφερόμενους να προχωρήσουν τελικά σε συλλογική προσπάθεια βγάζοντας από το «κοινοτικό μαντρί» όχι κάποιο αδύναμο «πρόβατο», αλλά τον πραγματικό πρωταίτιο «κακό λύκο».
Σε κάθε περίπτωση ο Ευρωπαϊκός νότος, αλλά από ότι φαίνεται και η Μεγάλη Βρετανία έχουν κάνει την κίνηση καλής θέλησης, που τους αναλογούσε και κρίνοντας από την πρόσφατη συνάντηση Μπλερ, Θαπατέρο, Παπανδρέου κανείς δεν είναι διατεθειμένος να παρασυρθεί σε περαιτέρω μέτρα αν δεν προσαρμοσθεί η Γερμανία στα κοινά Ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Όσο για την Ελλάδα το βέβαιο είναι ότι διαθέτει ευτυχώς σήμερα μια ισχυρή λαοπρόβλητη κυβέρνηση και ένα εξαιρετικά καταρτισμένο, δραστήριο και αξιόμαχο πρωθυπουργό, που χειρίζεται τα εθνικά προβλήματα με εξαιρετική δεξιοτεχνία και συνεπώς η απόλυτη στήριξη όλων αποτελεί στοιχειώδη πολιτική σωφροσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου