Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Η άθλιες στοχεύσεις του Γερμανικού τύπου και η πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.


Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα δημοσιεύματα κάποιων γερμανικών φυλλάδων, σε συνδυασμό με το μπαράζ δηλώσεων μιας συγκεκριμένης μερίδας πολιτικών και οικονομικών παραγόντων δεν μπορεί να ήταν τυχαία.

Προφανώς ήταν κινήσεις, που σύμφωνα με την μικρόνοη αντίληψη των εμπνευστών τους, στόχευαν οπωσδήποτε στην ανανέωση μιας κινδυνολογίας ευνοϊκής και απαραίτητης για τους κερδοσκόπους εν όψει του επικείμενου νέου δανεισμού της χώρας, αλλά κυρίως στόχευαν σε κάτι ακόμα.

Η αίσθηση ότι η Γερμανία με τις μεθοδεύσεις του συμφώνου σταθερότητας, της νομισματικής ένωσης και του σκληρού ευρώ, αλλά και με τη διαφθορά (ΖΗΜΕΝΣ)και τους παρασκηνιακούς πολιτικούς εκβιασμούς (οπλικά συστήματα κ.λ.π «υψηλή τεχνολογία») έχει καταφέρει να απομυζήσει τα τελευταία χρόνια όλο τον πλούτο των υπολοίπων εταίρων, είναι πλέον κοινός τόπος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Η προϊούσα οικονομική εξαθλίωση είναι βέβαιο ότι θα προβληματίσει περαιτέρω όλους τους ευρωπαίους πολίτες, οι οποίοι θα αναζητήσουν αιτίες και ενόχους και προφανώς αργά ή γρήγορα θα κατανοήσουν ότι η δυστυχία της Ελλάδας δεν απέχει πολύ μακριά από το δικό τους σπιτικό.

Για τον αποπροσανατολισμό όλων αυτών, που ευλόγως σκέπτονται ότι οι Ευρωπαίοι γραφειοκράτες με αρχηγό την Γερμανία σύντομα μπορεί να επιβάλλουν και σ’ αυτούς τα σκληρά μέτρα, που επιβάλλουν στην Ελλάδα, χρειάζεται ένας επικοινωνιακός μύθος ότι οι Έλληνες δεν είναι απλώς φτωχοί, όπως όλοι σχεδόν οι άλλοι Ευρωπαίοι. Οι Έλληνες επιπροσθέτως είναι «διεφθαρμένοι», «τεμπέληδες» και «απατεώνες» και γι αυτό δικαίως πρέπει να τιμωρηθούν και να υποφέρουν. Ενώ οι υπόλοιποι, αν και πιθανόν εξ ίσου χρεωκοπημένοι, δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε αν υπακούσουν στα κελεύσματα της Κομισιόν, διότι αυτοί είναι «εργατικοί» και «έντιμοι».

Έτσι ευελπιστούν να βελτιώσουν το προφίλ της Γερμανίας και κυρίως να αποφύγουν το εφιαλτικό γι’ αυτούς σενάριο μιας γενικευμένης κοινωνικής κρίσης.

Διότι αυτό που φοβούνται περισσότερο από κάθε τι άλλο είναι πως μπορεί να μοιάζει αδύνατη η επίτευξη της κοινοτικής αλληλεγγύης των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αλλά είναι σφόδρα πιθανή η οικοδόμηση της αλληλεγγύης των ευρωπαϊκών λαών.

Παρ’ όλα αυτά οι λαϊκιστικές και εν πολλοίς εθνικιστικές αντιδράσεις, μάλλον υποβοηθούν τις στοχεύσεις των σκοτεινών, αλλά ευκόλως διακριτών αυτών κύκλων, παρά εξυπηρετούν τα πραγματικά εθνικά μας συμφέροντα.

Διότι το πραγματικό συμφέρον της Ελλάδας αυτή την περίοδο είναι να προωθήσει ακριβώς την οικοδόμηση της αλληλεγγύης ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης, που απειλούνται από τα ίδια προβλήματα και από τις ίδιες απάνθρωπες συνταγές «οικονομικής σωτηρίας».

Και σ’ αυτή την προσπάθεια, της επίτευξης λαϊκών και κοινωνικών συμμαχιών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, θα πρέπει να συστρατευθούν άμεσα όλες οι υγιείς πολιτικές δυνάμεις, αλλά και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, ακόμη και οι θρησκευτικές κοινότητες και γενικά κάθε ανιδιοτελής και εχέφρων παράγοντας διαμόρφωσης της κοινής γνώμης σε οποιαδήποτε γωνιά της Ευρώπης.

Τα επίμαχα δημοσιεύματα όζουν αναμφιβόλως από πάσης απόψεως. Είναι ορυχεία κακοήθειας, αμορφωσιάς και βαρβαρότητας. Όμως αυτό ακριβώς αποτελεί ένα πρόσθετο λόγο που τα καθιστά ανάξια απαντήσεως. Και πάντως η απάντηση με ανάλογες κραυγές και χυδαιότητες, αποτελεί τον χειρότερο τρόπο αντιμετώπισης.

Πολλώ μάλλον καθ’ όσον ο μέσος Γερμανός πολίτης είναι λάτρης της Ελληνικής φύσης και ιδιαίτερα ο άδολος πνευματικός κόσμος της Γερμανίας (ο οποίος και μόνο αξίζει τον κόπο να μας ενδιαφέρει) παραμένει και φιλέλλην και εραστής του μακραίωνος Ελληνικού πολιτισμού.

Και αυτό συμβαίνει εξ άλλου σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Χαρακτηριστική είναι η φωτογραφία από το Πανεπιστήμιο του ΚΕΝΤ στο Κάντερμπρυ της Μεγάλης Βρετανίας, όπου εξελίσσεται αυτές τις μέρες μια «Παγκόσμια Γιορτή».

Εκεί λοιπόν η Ελληνική σημαία θα δεσπόζει επί δυο συναπτές εβδομάδες καταδεικνύοντας τον απέραντο σεβασμό της Βρετανικής Πανεπιστημιακής κοινότητας στο Ελληνικό πνεύμα.

Κυρίως όμως καταδεικνύει την επιτυχημένη παρουσία των Ελλήνων και Κύπριων φοιτητών, που με το ήθος, την κοινωνική τους ευπρέπεια και τις επιστημονικές επιδόσεις τους έχουν κερδίσει την καταξίωση ανάμεσα σε χιλιάδες συναδέλφους του, που προέρχονται από όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης.

Πρόκειται για λαμπρούς πρεσβευτές της Ελλάδας, που αποδεικνύουν περίτρανα ότι σε πείσμα της πρόσφατης σκοταδιστικής προπαγάνδας υπάρχει μια άλλη Ελλάδα, που μοχθεί, δημιουργεί και επιβάλλεται διεθνώς.

Και αυτή είναι η νέα μας γενιά, που δεν τεμπελιάζει, δεν διαφθείρεται, δεν κάμπτεται από τις αντιξοότητες, ούτε παρασύρεται από τις βαρβαρότητες…

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

ΕΛΛΑΔΑ-ΕΥΡΩΠΗ: Στο ιστορικό σταυροδρόμι…

Να λοιπόν, που θέλοντας και μη οι κλασικές μαρξιστικές θεωρίες επανέρχονται δριμύτερες στο προσκήνιο.
Και δεν μιλάμε για την προ αιώνος πρόβλεψη περί της ιμπεριαλιστικής εξέλιξης του καπιταλισμού, των διαδοχικών οικονομικών του κρίσεων ή για την νομοτελειακά αναμενόμενη ολική σήψη του εν λόγω οικονομικοκοινωνικού συστήματος. Αυτά μπορεί πριν από αρκετές δεκαετίες να ήταν για κάποιους «βλακώδεις θεωρίες» ή «καταστροφολογικές πολιτικές» ή απλώς «απαισιόδοξες προβλέψεις», αλλά σήμερα ουδείς πλέον αμφιβάλλει ότι έχουν επιβεβαιωθεί στο ακέραιο. Και το ζητούμενο δεν είναι πλέον πόσο ορθές ήταν αυτές οι απόψεις θεωρητικά, αλλά πως θα μπορέσει η ανθρωπότητα πρακτικά να ξεπεράσει το αδιέξοδο, στο οποίο την οδήγησαν οι θεωρίες και οι συνταγές του τελικώς επικρατήσαντος οικονομικού και φιλοσοφικού στρατοπέδου.

Υπό αυτή την έννοια είναι βέβαιο ότι στις παρούσες συνθήκες την αναγκαία πυξίδα δεν μπορούν να την προσφέρουν οικονομολόγοι, πολιτικοί ή τηλεοπτικοί σχολιαστές, που γέρνουν μονοσήμαντα στις χρεωκοπημένες συνταγές και αντιλήψεις του νεοφιλελεύθερου μονεταρισμού. Αυτοί σίγουρα όσο πιο πολύ μιλούν, τόσο πιο πολύ βλάπτουν.
Την πυξίδα όμως δεν μπορούν επίσης να προσφέρουν κάποιοι παρωπιδικοί αχρχειομαρξιστές, ή κάποιοι ακτιβιστές ψευτοεπαναστάτες.
Η πυξίδα σίγουρα βρίσκεται στα χέρια κάποιων, που γνωρίζουν καλά το παγκοσμιοποιημένο ανάπηρο οικονομικό καθεστώς, επιπλέον όμως μετέχουν της σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας και σκέψης.

Αξιοποιώντας λοιπόν όσο γίνεται πιο ρεαλιστικά τον καταιγισμό απόψεων και πληροφοριών των τελευταίων ημερών και επιχειρώντας να διεισδύσουμε πίσω από την «βιτρίνα» και να διαβάσουμε «κάτω από τις γραμμές», τα πράγματα φαίνεται να έχουν περίπου έτσι:
Η βαθειά παγκόσμια οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε απερίγραπτη όξυνση των λεγόμενων ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων.
Αν πριν μερικούς μήνες κάποιοι χαζοχαρούμενοι πούλαγαν πνεύμα λέγοντας για την Ελλάδα ότι The game is over, τώρα ήδη γνωρίζουν καλά ότι πια για ολόκληρη την ΕΕ the party is over.

Με απλά λόγια η εποχή των λαμπρών δεξιώσεων και των κοινωνικών φιλοφρονήσεων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί για τους Ευρωπαίους ηγέτες και την γραφειοκρατική κουστωδία τους και έχουμε εισέλθει στην εποχή της σκληρού ανταγωνισμού για την επιβίωση.
Το πρόβλημα βεβαίως γίνεται πολύπλοκο διότι στην παγκοσμιοποιημένη ΕΕ οι κατ’ ιδίαν εθνικές οικονομίες συμπλέκονται και αλληλοεξαρτώνται, ενώ παράλληλα ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα δέχεται την άγρια εξοντωτική επίθεση των υπόλοιπων εξωευρωπαϊκών οικονομικών συστημάτων.

Έτσι το υπαρξιακό δίλλημα, που τίθεται ενώπιον κάθε Ευρωπαϊκού κράτους είναι αν έχει περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει μέσα από μια συλλογική ευρωπαϊκή προσπάθεια ή αν η σωτηρία του είναι πιο πιθανή αν απαλλαγεί από τα βάρη των λοιπών «εταίρων».

Είναι λοιπόν εμφανές ότι μέχρι στιγμής όλα τα ευρωπαϊκά κράτη κρίνουν σαν απαραίτητη για την επιβίωση τους μια κίνηση (ένα ευρωομόλογο ή κάτι άλλο), που θα χρησιμοποιηθεί ως απλή και καθαρή βάση στήριξης της κοινής αλληλέγγυας και εις ολόκληρον εγγύησης-ευθύνης της Κοινότητος έναντι των δανειστών τους. Εκτός από την Γερμανία η οποία προς το παρόν φαίνεται να φοβάται πως κάτι τέτοιο θα την εκθέσει σε μεγαλύτερο κίνδυνο, αφού ενδεχομένως θα την αναγκάσει να δαπανήσει κεφάλαια για τη σωτηρία των άλλων, την ίδια ώρα που θα μπορούσε να σωθεί κρατώντας τα για τον εαυτό της.

Κάτω λοιπόν από αυτές τις συνθήκες είναι προφανές ότι καμία χώρα του περισσότερο αδύναμου Ευρωπαϊκού νότου δεν έχει κανένα λόγο να προχωράει σε λήψη αντιλαϊκών και αντιαναπτυξιακών μέτρων με κεντρικό στόχο τη διάσωση της ΟΝΕ, αν πρώτα η ΟΝΕ δεν ξεκαθαρίσει τη θέση της ως προς τα μέτρα εγγύησης της οικονομικής τους επιβίωσης, τουτέστιν της εξασφάλισης της πιστοληπτικής τους ικανότητας, της διάσωσης του παραγωγικού τους τομέα και της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων και υπηρεσιών τους.
Και τούτο διότι είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι χωρίς τον εύκολο και χαμηλότοκο δανεισμό, που μόνο συγκεκριμένα και χειροπιαστά μέτρα κοινοτικής οικονομικής αλληλεγγύης μπορούν να προσφέρουν δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική σωτηρία, για όποια χώρα μπεί στον φαύλο κύκλο βουλιάγματος σε μεγαλύτερα χρέη με υψηλότοκο δανεισμό, ύφεσης, αύξησης της ανεργίας και τέλος αχαλίνωτων κοινωνικών εξεγέρσεων.
Κοντολογίς είναι μάλλον πολύ φιλόδοξο και εντελώς ανεδαφικό το σχέδιο της Γερμανίας, αν έχοντας απομυζήσει κάθε οικονομική ικμάδα των εταίρων της όλα τα προηγούμενα χρόνια, ευελπιστεί ότι θα καταφέρει να τους ξεγελάσει και να τους σπρώξει σε ένα εθελούσιο οικονομικό και κοινωνικό ολοκαύτωμα, προκειμένου να σώσει δήθεν το κοινό νόμισμα και δήθεν την Ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά στην πραγματικότητα μόνο το δικό της τομάρι.

Πλανάται δηλαδή πλάνη οικτρά εάν νομίζει ότι θα καταφέρει να τους πείσει να θυσιασθούν για τη σωτηρία ενός κοινοτικού «μαντριού», όπου οι άλλοι θα είναι τα ηλίθια πρόβατα και η Γερμανία ό πονηρούλης λύκος.

Είναι λοιπόν προφανές ότι τα μέλη της ΕΕ βρίσκονται σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι με δύο πολύ απλές και ξεκάθαρες κατευθύνσεις:
Η μία είναι ο δρόμος της αλληλεγγύης, όχι όπως ρομαντικά την οραματίσθηκαν οι ιδρυτές της, αλλά στυγνά, οικονομικά, ρεαλιστικά, όπως παραπάνω τη διατυπώσαμε ως οικονομική ευθύνη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον αναλαμβανόμενη από κοινού από όλα τα κράτη-μέλη έναντι όλων των πιστωτών ενός εκάστου μέλους και εις κάλυψη παντός ποσού οφειλής του.
Και ο άλλος είναι ο δρόμος της διάλυσης, όπου το κάθε κράτος θα κάνει το δικό του αγώνα επιβίωσης με τα δικά του πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα και χρησιμοποιώντας όλα τα οικονομικά μέσα και εργαλεία, που η παγκοσμιοποιημένη «αγορά» μπορεί να θέσει στη διάθεσή του.

Είναι μια απόφαση που οι ευρωπαίοι είναι υποχρεωμένοι να πάρουν άμεσα και τίποτε δεν αποκλείει οι ενδιαφερόμενους να προχωρήσουν τελικά σε συλλογική προσπάθεια βγάζοντας από το «κοινοτικό μαντρί» όχι κάποιο αδύναμο «πρόβατο», αλλά τον πραγματικό πρωταίτιο «κακό λύκο».
Σε κάθε περίπτωση ο Ευρωπαϊκός νότος, αλλά από ότι φαίνεται και η Μεγάλη Βρετανία έχουν κάνει την κίνηση καλής θέλησης, που τους αναλογούσε και κρίνοντας από την πρόσφατη συνάντηση Μπλερ, Θαπατέρο, Παπανδρέου κανείς δεν είναι διατεθειμένος να παρασυρθεί σε περαιτέρω μέτρα αν δεν προσαρμοσθεί η Γερμανία στα κοινά Ευρωπαϊκά συμφέροντα.

Όσο για την Ελλάδα το βέβαιο είναι ότι διαθέτει ευτυχώς σήμερα μια ισχυρή λαοπρόβλητη κυβέρνηση και ένα εξαιρετικά καταρτισμένο, δραστήριο και αξιόμαχο πρωθυπουργό, που χειρίζεται τα εθνικά προβλήματα με εξαιρετική δεξιοτεχνία και συνεπώς η απόλυτη στήριξη όλων αποτελεί στοιχειώδη πολιτική σωφροσύνη.

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Εδώ ο κόσμος καίγεται και η ΝΔ ... λατινίζεται.

Τα τελευταία χρόνια η κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου κινείται στον αστερισμό της τηλεόρασης.

Έτσι η δημοτικότητα και αναγνωρισιμότητα των δημοσίων προσώπων στηρίζεται πρωτίστως στα δευτερόλεπτα τηλεοπτικής τους εμφάνισης και αυτές συναρτώνται ευθέως με την σκηνική παρουσία τους και την ευρηματικότητα της ατάκας, που θα απαγγείλουν.

Αυτό οδηγεί συχνά σε ευτράπελα, ιδίως όταν οι επίδοξοι τηλεοπτικοί αστέρες επιχειρούν να «κολυμπήσουν σε άγνωστα νερά» ή να επιδοθούν σε επίδειξη γνώσεων, που δεν ανήκουν σε τομείς της ειδικότητάς τους.

Το πρόβλημα τείνει να λάβει πλέον επικίνδυνες διαστάσεις, διότι με όλους αυτούς, που ρυπαίνουν με την ανοησία και την αμετροέπειά τους τις οθόνες των τηλεοράσεων, απειλείται σοβαρά η δημόσια παιδεία, η αισθητική, ακόμη και η ψυχική μας υγεία.

Και δεν μιλάμε βεβαίως για τον συρφετό των αμόρφωτων και μικρόνοων δημοσιογράφων, καθώς και των δοκησίσοφων τηλεσχολιαστών , που συνήθως τους επικουρούν στις σκοταδιστικές επιχειρήσεις τους. Αυτούς λίγο πολύ ο κόσμος τους έχει αντιληφθεί και τους έχει δεόντως «κατατάξει…».

Αυτό που είναι πιο εκνευριστικό και κυρίως πιο επιβλαβές για τη δημόσια επιμόρφωση είναι το θλιβερό φαινόμενο πρωτοκλασάτων παραγόντων της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου, που, στην προσπάθειά τους να εντυπωσιάσουν το τηλεοπτικό τους κοινό επιχειρούν να κάνουν επίδειξη γνώσεων, τις οποίες δεν κατέχουν. Το αποτέλεσμα είναι να προκαλούν μεν τον οίκτο των ολίγων, αλλά να ζημιώνουν τους υπόλοιπους μεταδίδοντάς τους εσφαλμένες πληροφορίες, βαρβαρισμούς και σολοικισμούς, που υποβαθμίζουν το μορφωτικό επίπεδο του σύγχρονου Έλληνα, ο οποίος έτσι και αλλιώς αγωνίζεται να μην πνιγεί από ένα αναχρονιστικό σύστημα δημόσιας παιδείας, ενώ συγχρόνως βομβαρδίζεται από ένα ορυμαγδό ξενόφερτων εκφράσεων και αντιλήψεων.

Κατά καιρούς μάλιστα ο τηλεοπτικός συρμός υποβάλλει συγκεκριμένους τύπους τηλεοπτικής ατάκας, τους οποίους ο δύσμοιρος πρωτοκλασάτος υποχρεούται, εκών άκων, επαΐων ή αδαής να χρησιμοποιήσει, αν δεν θέλει να φανεί κοινότυπος και τηλεοπτικά ξεπερασμένος έως πληκτικός.

Σαν να μη έφθανε λοιπόν η μακροχρόνια κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας, που αποτελεί εθνικό σπορ των δημοσιογράφων και όχι μόνον, τελευταία ενέσκυψε μια νέα μόδα, τουτέστι η χρήση λατινικών ρητών, που ως είναι φυσικό άλλοτε κακοποιούνται λεκτικά, άλλοτε παραποιούνται εννοιολογικά και γενικώς τους μεν «λατινομαθείς» δεν ωφελούν, τους δε λοιπούς ακροατές τους ζημιώνουν.

Τις προάλλες για παράδειγμα στη συζήτηση για σύσταση νέας εξεταστικής επιτροπής στη Βουλή για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, ο γλαφυρότατος κος Τζαβάρας και ο πολυμαθέστατος κος Πολύδωρος, αμφότεροι προβεβλημένοι κοινοβουλευτικοί άνδρες της ΝΔ, οδηγήθηκαν σε ανούσιο διαξιφισμό περί της ορθότητας ειδικής λατινικής εκφράσεως, που χρησιμοποίησε ο κος Τζαβάρας, προεδρεύοντος (ατυχώς για αμφοτέρους) του κου Πολύδωρα.

Συγκεκριμένα ο κος Τζαβάρας επιδιδόμενος σε λογικούς ακροβατισμούς στην προσπάθειά του να υποστηρίξει την αδύναμη θέση του κόμματός του, που σύρθηκε στην αποδοχή συστάσεως μιας εξεταστικής, που στην πραγματικότητα ουδόλως επιθυμούσε, έκανε χρήση του γνωστού από το Ρωμαϊκό δίκαιο κανόνος “non ne) bis in idem”. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να προκληθεί μια ευτράπελη, περί όνου σκιάς, διαμάχη μεταξύ των δύο ανδρών, διότι ο μεν κος Τζαβάρας επέμενε στην διατύπωση «ne bis in idem», ενώ ο κος Πολύδωρας επέμενε να τον διορθώνει: non bis in idem”.

Στην πραγματικότητα και οι δύο μορφές είναι ορθές, ανάλογα με ποιο ρηματικό τύπο θα θέλαμε να υιοθετήσουμε. Τουτέστιν δεν χωράει αμφιβολία ότι πρόκειται περί κύριας πρότασης από την οποία λείπει το ρήμα Judico. Στα λατινικά οι κύριες προτάσεις μπορούν να έχουν ρήμα σε οριστική, οπότε στην αρνητική τους μορφή προστίθεται το non, αλλά μια χαρά επίσης επιδέχονται και ρήματος στην υποτακτική, εφόσον είναι προτρεπτικές, οπότε εισάγονται με το ne. Ως εκ τούτου αν επιλέξουμε να βάλλουμε το παραλειπόμενο ως ευκόλως εννοούμενο ρήμα στην οριστική, τότε θα πρέπει να πούμε “non bis in idem judicatum est” (όπερ ορθότερον). Aν όμως προτιμάμε την διατύπωση με υποτακτική τότε θα πρέπει να δεχθούμε τη μορφή ne bis in idem judicemus”.

Τόσο απλά είναι τα πράγματα και ο κος Τζαβάρας θα μπορούσε να θεωρηθεί ισόπαλος με τον κο Πολύδωρα, αν απλώς είχε επιμείνει στην άποψή του και δεν είχε επιχειρήσει να την υποστηρίξει με το ατυχές επιχείρημα ότι η άρνηση non δεν είναι λατινική, αλλά … γαλλική.

Ευτυχώς, που ο κος Πολύδωρας δεν του ανταπάντησε ότι η άρνηση ne δεν είναι λατινική αλλά …Βουλγαρική, ώστε να μας δώσουν εντελώς «το μυαλό στο χέρι»…

Και βεβαίως θα ήταν απείρως απλούστερο και λυσιτελές αν ο αγορητής της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε επιλέξει την ελληνική μορφή του επίμαχου ρωμαϊκού νομικού κανόνος.

Αν είχε δηλαδή πει ότι «δεν επιτρέπεται να δικάζουμε δυο φορές την αυτή υπόθεση με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά».

Όμως έκρινε ότι λόγω της δεδομένης μεγάλης τηλεοπτικής θεαματικότητας η ελληνική μετάφραση δεν θα ήταν αρκούντως εντυπωσιακή. Ίσως βέβαια να θεώρησε και αδόκιμη την χρήση της ελληνικής διατύπωσης, αφού ως γνωστό στην πρώτη εξεταστική επιτροπή η προσπάθεια περιορίσθηκε στην κατεύθυνση της απόκρυψης των αληθινών πραγματικών περιστατικών και συνεπώς καθίσταται ηλίου φαεινότερο ότι η νέα επιτροπή θα βρεθεί ενώπιον μιας απεραντοσύνης νέων στοιχείων και νέων πραγματικών περιστατικών.

Αν όμως ατυχής καταλήγει η χρήση λατινικών εκφράσεων από ρήτορες εγνωσμένης και αναμφισβήτητης επιστημονικής ειδικότητας και επάρκειας, είναι αυτονόητο ότι αντίστοιχες απόπειρες από κατά τεκμήριο ασχέτους με τη λατινική θα καταλήγουν σε μαθησιακό ναυάγιο.

Παράδειγμα η προχθεσινή αποκοτιά του κου Μίχαλου, ο οποίος παρεμβαίνοντας στην ομολογουμένως απαράδεκτη απεργιακή παρωδία των τελωνειακών, εδήλωσε με ύφος Ρωμαίου Δημάρχου «Salus populi suprema lex esto”, και έσπευσε να μεταφράσει με ύφος καθηγητού της λατινικής « Το μεγαλύτερο αγαθό είναι το όφελος της πατρίδας».

Από την πόλη έρχομαι δηλαδή και στην κορφή κανέλλα…

Η ταλαίπωρη αυτή φράση, που αποτελεί θεμελιώδη πολιτειακό κανόνα της Ρωμαϊκής δωδεκαδέλτου σημαίνει κατά πιστή γραμματική, αλλά και εννοιολογική μετάφραση ότι: «Η σωτηρία του Λαού ας είναι ο υπέρτατος νόμος».

Με απλά λόγια για τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία η υψίστη υποχρέωση των πολιτών και κυρίως των εκάστοτε διαχειριστών των πολιτειακών αξιωμάτων ήταν η σωτηρία του ρωμαϊκού λαού (του ρωμαϊκού δήμου), που αποτελούσε τη βάση του δημοκρατικού ρωμαϊκού πολιτεύματος και χάριν του οποίου λαού αυτό το πολίτευμα εδομείτο και υπήρχε.

Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν η διαστρεβλωτική μετάφραση του κου Μίχαλου οφείλεται σε άγνοια ή σε σκοπιμότητα.

Διότι κατά τεκμήριο ένας εν Αγγλία σπουδάσας οικονομολόγος δεν υποχρεούται να γνωρίζει λατινικά.

Υποπτευόμαστε όμως και ότι η ακριβής απόδοση του ρωμαϊκού νομικού κανόνος δεν θα εξυπηρετούσε τις πολιτικές σκοπιμότητες του κου Μίχαλου, του οποίου η όλη νεοφιλελεύθερη ιδεολογικοπολιτική κοσμοθεωρία και πράξη ουδόλως τυγχάνει λαοκεντρική. Ιδαίτερα μάλιστα όταν η έννοια της πατρίδος ταυτίζεται περίπου με την έννοια του τσιφλικιού ενός συγκεκριμένου κόμματος και ως εθνικό όφελος νοείται το απολκλειστικό συμφέρον μιας πολύ συγκεκριμένης επιχειρηματικής ομάδος.

Πάντως σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται συνήθως ως ήκιστα ωφέλιμη η χρήση λατινικών ρητών, ιδιαίτερα με τρόπο, που τους γνωρίζοντες μεν εκνευρίζει, τους μη ειδικούς δε παραπλανεί και αποπροσανατολίζει .

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Οι απόκριες τελείωσαν, αλλά κάποιοι επιμένουν να φορούν μάσκες, που δεν ξεγελούν κανένα…

Πέρασαν ήδη τέσσερεις μήνες από τις πρόσφατες εκλογές και παρότι έχουμε μια Κυβέρνηση και κυρίως ένα Πρωθυπουργό που στην κυριολεξία «έχουν πάρει τα πόδια στον ώμο», δεν είναι λίγοι εκείνοι, που παραπονούνται για ολιγωρία και καθυστερήσεις στο κυβερνητικό έργο.
Κάποιοι από αυτούς παραπονούνται καλόπιστα, τρομαγμένοι από την τραγικότητα της οικονομίας.
Από την πλευρά μας παρότι θεωρούμε υπεράνθρωπες τις προσπάθειες και το έργο που έχει ήδη δρομολογηθεί, για ένα και μόνο πράγμα αδυνατούμε να δικαιολογήσουμε την παρούσα Κυβέρνηση.

Κατά την άποψή μας είναι απολύτως αδικαιολόγητη η αργοπορία, που σημειώνεται σε ζητήματα ηθικής κάθαρσης και ανελέητου κτυπήματος της διαφθοράς.
Και είναι απολύτως αδικαιολόγητη γιατί είναι ένα θεάρεστο και φιλολαϊκό έργο που θα έχει αμύθητο κοινωνικό όφελος με μηδενικό οικονομικό κόστος.


Για αυτό και επί πολλούς μήνες έχουμε ίσως καταντήσει κουραστικοί, που με πληθώρα αναρτήσεών μας επιμένουμε στην ανάγκη να προχωρήσει η έρευνα σε βάθος, να αποδοθούν οι δέουσες πολιτικές, ποινικές, διοικητικές και αστικές ευθύνες, οπουδήποτε αναλογούν, να παραδοθούν οι φαύλοι πολιτικοί στη δημόσια χλεύη, να υποστούν τον νόμιμο ποινικό ή πειθαρχικό κολασμό οι παραβάτες και να υποχρεωθούν να αποζημιώσουν το Ελληνικό δημόσιο όσοι το έβλαψαν, τουλάχιστον εξαναγκαζόμενοι να επιστρέψουν πίσω τα κλεμμένα.

Και αυτά όλα τα λέγαμε όχι από προσωπική ή πολιτική εμπάθεια, αλλά γιατί ορθώς προβλέπαμε ότι δεν θα υπήρχε ελπίδα διάσωσης της κοινωνικής συνοχής, αν αυτός ο τόπος δεν απαλλασσόταν από το άγος των πρωτοφανών σκανδάλων, αν δεν αποκαθάροντο η δημοκρατικοί μας θεσμοί, αν δεν αποκαθίστατο ο σεβασμός στην έννομη τάξη και αν δεν επανακτούσε την θανάσιμα τετρωμένη αξιοπιστία του το πολιτικό προσωπικό της χώρας.

Είναι λοιπόν εξαιρετικά ελπιδοφόρο, ότι πλέον αυτά που τόσο καιρό φαινόντουσαν φωνή βοώντος εν τη ερήμω, έχουν ήδη γίνει παλλαϊκή απαίτηση, φαίνεται να περιλαμβάνονται σε μεγάλο ποσοστό στις οδηγίες-προτροπές των Βρυξελλών και επί τέλους η Ελληνική Κυβέρνηση αρχίζει να παίρνει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες.
Αλλά είναι εξ ίσου θλιβερό το γεγονός ότι εν όψει αυτών των αναγκαίων καθαρτήριων πρωτοβουλιών μια άθλια ορδή από «λύκους» και «τσακάλια» αρχίζουν πάλι να ξεπροβάλλουν από τα σκοτεινά τους «λαγούμια» και τις «ζοφερές» τους «παράγκες» με στόχο να ανακόψουν για άλλη μια φορά την επώδυνη γι αυτούς διαδικασία της κάθαρσης.
Όλο αυτό το διάστημα μετά την πτώση της Κυβέρνησης, που τους εξέθρεψε, τους υπέθαλψε και τους προστάτεψε, «λούφαζαν» στο παρασκήνιο, ελπίζοντας να παραμείνουν ατιμώρητοι είτε χάριν της παραδοσιακής ελληνικής «λωτοφαγίας» είτε εξ αιτίας των αποπνικτικών οικονομικών προβλημάτων, που είχαν φροντίσει να φορτώσουν στις πλάτες του μέσου έλληνα πολίτη.
Τώρα όμως, που βλέπουν ότι οι ελπίδες ατιμωρησίας τους διαψεύδονται, εμφανίζονται ένας ένας από τι μια συγκεκριμένοι πολιτικοί «καλικάντζαροι», και από την άλλοι συγκεκριμένοι δημοσιογραφικοί κύκλοι, που μέχρι χθες «τα τρώγανε παρέα», και ενδυόμενοι άλλοτε την προβειά και άλλοτε τη λεοντή, προσπαθούν να πείσουν το λαό και να πειθαναγκάσουν την Κυβέρνηση να κάνει πίσω στην προσπάθεια κάθαρσης.


Τα προσωπεία τους είναι δύο και πολύ χαρακτηριστικά.
Με την μάσκα του «προβάτου» εμφανίζονται στα τηλεοπτικά παράθυρα και στα «σαλόνια» των κυριακάτικων εφημερίδων και κλαψουρίζουν δήθεν θυμοσοφικά ότι δεν είναι προς το συμφέρον της πατρίδας να στήνονται εξεταστικές επιτροπές και δήθεν τώρα ο τόπος χρειάζεται να σταματήσει να ασχολείται με το τι έγινε στο παρελθόν, γιατί τώρα οι περιστάσεις απαιτούν όλοι μαζί ενωμένοι να συνεργασθούμε για να πετύχει το πρόγραμμα σταθερότητας και να σώσουμε τη «βάρκα» που βουλιάζει.
Και την άλλη στιγμή με τη μάσκα του «λέοντα» προβαίνουν σε βαρύγδουπες δηλώσεις και αμετροεπείς απειλές ότι αν η κυβέρνηση επιμείνει στην σύσταση εξεταστικών επιτροπών και αν πραγματικά θελήσει να ρίξει φως στις υποθέσεις των σκανδάλων, τότε αυτοί θα της ανταποδώσουν «τα κτυπήματα» και η Κυβέρνηση στο τέλος θα «πονέσει» πολύ περισσότερο από αυτούς.

Μάταιος ο κόπος τους. Ο κύβος πλέον έχει ριφθεί.

Το αίτημα της κάθαρσης, της απονομής δικαιοσύνης, της επιστροφής της υπεξαιρεθείσης δημόσιας περιουσίας έχει λάβει πλέον μορφή λαϊκής χιονοστιβάδας.
Και όπως και παλιότερα γράψαμε όσοι επιδίδονται σε χειμερινά σπορ γνωρίζουν καλά ότι όταν ξεκινάει χιονοστιβάδα ένα δρόμος σωτηρίας υπάρχει. Κι αυτός δεν είναι να πας εναντία της, αλλά να προσπαθήσεις όσο γρηγορότερα μπορείς να βρεθείς έξω από τον άξονα διαδρομής της.
Αυτή είναι λοιπόν και η συμβουλή μας σε όσους πιθανόν χωρίς να έχουν οι ίδιοι προσωπικό συμφέρον στο «κουκούλωμα» των σκανδάλων, παρασύρονται αφελώς στην υποστήριξη τέτοιων («πρόβιων» ή λεόντιων») απόψεων.


Ιδιαίτερα απευθύνουμε έκκληση στους πολιτικούς αρχηγούς της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης, καθώς και κάποιους κατά τα άλλα συμπαθείς Υπουργούς της παρούσας Κυβέρνησης.

Καλοί μας κύριοι μη πηγαίνετε αντίθετα στο λαϊκό ρεύμα.
Μην διακινδυνεύετε τη λαϊκή ομοψυχία, μην υπονομεύετε την κοινωνική συνοχή.
Γίνετε εσείς, ως το οφείλετε στο λαό και στις παρατάξεις σας, οι σημαιοφόροι της κάθαρσης.
Αν δεν μπορείτε παραμερίστε και αφήστε άλλους να το κάνουν.
Αναλογισθείτε, αν μη τι άλλο, ότι το χρωστάτε σ’ αυτή την κοινωνία από την οποία ζητάται πρωτοφανείς θυσίες για να επανορθώσετε τις τραγικές συνέπειες που προέκυψαν από τις αναίσχυντες δραστηριότητες μερίδος του πολιτικού κόσμου, την συνειδητή ή αφελή ανοχή μιας άλλης μερίδος ή από την «αιδήμονα» σιωπή μιας τρίτης.
Αναλογισθείτε ότι το οφείλουμε όλοι μαζί στα παιδιά μας που θα τους παραδώσουμε μεν αβάσταχτα χρέη, πρέπει όμως να προλάβουμε να τους παραδώσουμε και μια Ελλάδα θεσμικά θωρακισμένη και διεθνώς αξιοπρεπέστερη.

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Ο ιλαροτραγικός μύθος της εθνικής ανεξαρτησίας.

Το τελευταίο διάστημα πυκνώνουν οι «απεγνωσμένες» προειδοποιήσεις του Πρωθυπουργού περί του κινδύνου να απολέσει η χώρα μέρος της εθνικής της κυριαρχίας.

Οι κραυγές αυτές του κυρίου Παπανδρέου ηχούν τόσο απελπιστικά αφελείς, όσο εξοργιστικά υποκριτικές ακούγονται οι επικρίσεις του κου Σαμαρά ότι δήθεν ο Πρωθυπουργός, για να τα λέει αυτά, δεν κατανοεί το θεσμικό του ρόλο ή δεν αντιλαμβάνεται τα λεγόμενα του.

Ίσως σε μια άλλη χώρα, σε ένα άλλο μακρινό πλανήτη, παρόμοιες δηλώσεις να ήταν ικανές να προκαλέσουν φόβο σε έμφρονα άνθρωπο.

Στην Ελλάδα πάντως είναι ηλίου φαεινότερο ότι μόνο συγκαταβατικό μειδίαμα χαρμολύπης μπορούν να προκαλέσουν στους πολίτες, για την απαράδεκτη έλλειψη ιστορικής γνώσης των πολιτικών.

Γιατί στην Ελλάδα και ο έσχατος πολίτης, πλην μικρής μερίδας του πολιτικού της προσωπικού, γνωρίζει καλά ως απόφοιτος της τετάρτης δημοτικού ή ακόμη και ως αναλφάβητος διαισθάνεται, ότι αυτή η χώρα έχασε οριστικά και αμετάκλητα την εθνική της κυριαρχία το 146 π.Χ με την ήττα της Αχαϊκής Συμπολιτείας στη Λευκόπετρα της Κορίνθου. Η περίπου όταν ο Λούκουλλος εδήλωνε επισήμως την απόλυτη απέχθειά του για τον μέλανα ζωμό, που μέχρι εκείνη την ιστορική στιγμή αποτελούσε την βασική πηγή σωματικής ισχύος της Σπαρτιατικής πολεμικής μηχανής. Και αμφότερα αυτά τα γεγονότα συνέβησαν σε απόσταση ελάχιστων σταδίων από την γειτονική περιοχή, που αποτελεί το σημερινό βουλευτικό ορμητήριο του κατά τα άλλα φερέλπιδος αρχηγού της ΝΔ.

Έκτοτε ετούτος ο τόπος ουδέποτε ευδόκησε να επανεύρει την εθνική του ανεξαρτησία και αυτό που συγκυριακά κατάφερνε μάλλον με αίμα και θυσίες του κοσμάκη, παρά με τους συνήθως άστοχους χειρισμούς του πολιτικού προσωπικού, ήταν η κατά περιόδους απόλαυση περιορισμένων κατά παραχώρηση των «συμμάχων» μας ελευθεριών.

Και παρότι η Ελλάδα φέρεται να κατέχει ιστορικά το διεθνές δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του Δούρειου ίππου, επί αιώνες ολόκληρους και κατά κόρον βεβαίως από το 1700 και εντεύθεν αρέσκεται να πέφτει θύμα διάφορων δούρειων ίππων «στρατιωτικής προστασίας» ή «οικονομικής βοήθειας» γνωστών μεγάλων δυνάμεων, άλλοτε ως «συμμάχων» και άλλοτε ως «εταίρων» εμφανιζομένων.

Όλα αυτά αποτελούν λοιπόν κοινή ιστορική γνώση ή τουλάχιστον κοινή βιοτική μνήμη των απλών ανθρώπων και είναι απορίας άξιο, πως φέρεται να τα αγνοεί η πολιτική ηγεσία, η οποία αν μη τι άλλο θα πρέπει να έχει διδαχθεί ακόμη και στα βαρύγδουπα πανεπιστήμια του εξωτερικού, ότι η κυριαρχία ενός κράτους είναι συνώνυμη και ευθέως ανάλογη με την αρμοδιότητα της αρμοδιότητος.

Τουτέστιν η εθνική κυριαρχία ορίζεται και περαιούται στο δικαίωμα και την δυνατότητα του κράτους να προσδιορίζει και να ασκεί χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις τις αρμοδιότητές του εντός των ορίων της επικράτειάς του.

Έτσι προφανώς δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα για να αντιληφθεί κανείς ότι ένα κράτος που έχει εδώ και αρκετές δεκαετίες μετατρέψει το Κοινοβούλιο του σε υποτακτικό όργανο «ενσωμάτωσης» της κοινοτικής στην εθνική νομοθεσία (επί ποινή προστίμων εφ’ όσον καθυστερεί την «ενσωμάτωση») δεν δικαιούται να πιστεύει ότι διαθέτει πλέον ίχνος αρμοδιότητος της αρμοδιότητος, πέραν ενδεχομένως της ρυθμίσεως της σειράς παρελάσεως των αρμάτων στην διάρκεια των κατά δήμους καρναβαλικών εορτασμών.

Και βεβαίως είναι επίσης απολύτως κατανοητό ότι μια χώρα, που αποδέχεται την άσκηση της διοίκησης του στρατηγείου της Λάρισας από Τούρκο ή εν πάση περιπτώσει από άλλο νατοϊκό στρατηγό ή αναθέτει την φύλαξη των συνόρων της στην FRONTEX, έχει ήδη εκχωρήσει κρίσιμο μέγεθος της εθνικής της ανεξαρτησίας.

Όσο για την οξύμωρη θλίψη του Υπουργού Οικονομικών και την προσποιητή ανησυχία των δημοσιογραφικών παπαγάλων, που πρόσφατα ανακάλυψαν τη Συνθήκη της Λισαβόνας και την δυνατότητα των εταίρων να μας επιβάλλουν μέτρα χωρίς καν να μας ρωτούν, τι να πει κανείς;

Σίγουρα αμφότεροι είναι οι τελευταίοι, που δικαιούνται να κλαυθμυρίζουν σαν μωρές παρθένες, γιατί όφειλαν να την είχαν διαβάσει και οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι όταν οι πρώτοι υπό τις επευφημίες των δευτέρων έσπευδαν νύκτορες να την κυρώσουν στην Ελληνική Βουλή, ερήμην της δημοσκοπικά εκφρασμένης κάθετης αντιγνωμίας της πολιτικά ώριμης πλειοψηφίας των πολιτών.

Εμείς τουλάχιστον σε σχετική ανάρτησή μας καταγγέλλαμε εγκαίρως (12/06/2008) την αθλιότητα του πολιτικού συστήματος, που προχωρούσε σε πειθήνια κύρωση της αντεθνικής αυτής συνθήκης αποφεύγοντας επιμελώς να ενημερώσει τον Ελληνικό λαό και αδιαφορώντας απολύτως για την βούλησή του.

Προς τι λοιπόν σήμερα ο κλαυθμός της συμπολίτευσης, προς τι ο οδυρμός των δημοσιογράφων και πολλώ μάλλον προς τι ο βρυγμός των οδόντων της τότε κυβέρνησης και νυν αξιωματικής αντιπολίτευσης;

Όλοι θυμόμαστε την δημόσια φιλονικία του κ. Σημίτη με τον κ. Παπανδρέου όταν ο πρώτος επέπληττε τον δεύτερο για την άποψή του ότι μετά την κοινοβουλευτική κύρωση της Συνθήκης θα έπρεπε να επακολουθήσει δημοψήφισμα.

Ιδού λοιπόν πεδίο πολιτικής συνέπειας, πατριωτισμού και δόξης λαμπρόν.

Αν πράγματι τώρα διαβάσατε για πρώτη φορά τα άρθρα 121,126,139 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, σας προτρέπουμε να διαβάσετε και το άρθρο 238 της ίδιας συνθήκης καθώς και τα άρθρα 16, 18,31,39,41,45,46 της Συνθήκης για την ΕΕ και το πρωτόκολλο 36 των μεταβατικών διατάξεων, για να αντιληφθείτε ότι οι ειδικές πλειοψηφίες, που αντικαθιστούν τις ομοφωνίες των παλαιότερων συνθηκών, αποτελούν βρόχο στο λαιμό των μικρών κρατών σαν την Ελλάδα. Και κατά συνέπεια η κύρωση της Συνθήκης της Λισσαβόνας αποτέλεσε το δίχως άλλο την ταφόπλακα της όποιας εθνικής μας κυριαρχίας.

Και επειδή αν δεν υπάρξει άμεση χαλάρωση του Συμφώνου σταθερότητας και αν δεν σοβαρευτούν οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών, σύντομα θα αποδειχθεί ότι «του Έλληνος ο τράχηλος (αλλά και των λοιπών Ευρωπαίων πολιτών) ζυγόν δεν υποφέρει», αναλάβετε όσο υπάρχει ακόμη καιρός τις αναγκαίες πρωτοβουλίες.

Ενημερώστε λοιπόν πλήρως τον λαό, αναζητήστε συμμαχίες μεταξύ των άλλων φτωχοσυγγενών της ΕΕ και ξεκινήστε αγώνα υπέρβασης του συμφώνου σταθερότητας και τροποποίησης της Συνθήκης με τη διαδικασία, που η ίδια τυπικά προβλέπει.

Μη χάνετε άλλο χρόνο γιατί χειρότερη από την ανυπομονησία των αγορών έχει αποδειχθεί ιστορικά η απώλεια της υπομονής των μαζών…

Και πλέον οι καιροί ου μενετοί…

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

ΑΡΧΗΓΟΙ συντονισθείτε στην κοινή λογική…

Μετρημένη και ισορροπημένη μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις φαίνεται κατ’ αρχήν η νομοθετική πρόταση της Κυβέρνησης για την πολιτοποίηση των μεταναστών.
Γόνιμες και ενδιαφέρουσες και αρκετές από τις θέσεις και τις αντιθέσεις των κομμάτων, που προφανώς λειτούργησαν εποικοδομητικά στην βελτίωση του αρχικού σχεδίου νόμου, που είχε δοθεί προς διαβούλευση.

Αυτό όμως που βγαίνει σαν γενική εικόνα από την σχετική προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή, που έγινε σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων, είναι ότι σε μεγάλο ποσοστό οι θέσεις, οι λόγοι και οι τοποθετήσεις, υπαγορεύονται από ψηφοθηρικές σκοπιμότητες, ιδεολογικούς ετεροπροσδιορισμούς, εφήμερες επικοινωνιακές ανάγκες και υποκριτικούς λαϊκισμούς.
Έτσι συχνά θυσιάζεται η λογική, ο ρεαλισμός, το εθνικό συμφέρον στην παραδοξολογία, την φαντασιοπληξία και τον μικροκομματισμό και ο λόγος διολισθαίνει σε λογικούς ακροβατισμούς, σε λεκτικές ακρότητες και σε ανεδαφικές υπερβολές.
Το μέτρο χάνεται συχνά, οι συνειρμοί χαλαρώνουν και τα νοήματα αντιδιαστέλλονται αλυσιτελώς.

Έτσι για παράδειγμα ο πράγματι λογοτεχνικά καλοδουλεμένος λόγος του πρωθυπουργού θα ήταν πιο πειστικός αν απευθυνόταν περισσότερο στη λογική και λιγότερο στο συναίσθημα των πολιτών. Αν δηλαδή περιείχε περισσότερα επιχειρήματα και λιγότερα καλολογικά στοιχεία και ευχολογικές υποσχέσεις.

Ο λόγος του κου Σαμαρά θα ήταν πιο σοβαρός αν απηχούσε συνεπείς απόψεις και πολιτικές του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δεν περιοριζόταν σε μια λαχανιασμένη προσπάθεια διατήρησης του διαχειριστικού ρόλου σε επίπεδο «πολυκατοικίας».

Ο λόγος της κας Παπαρήγα θα ήταν πιο ενδιαφέρων αν διήπετο από μια στοιχειώδη αρχιτεκτονική και αν τα πλείστα των επιχειρημάτων της δεν αντιμάχονταν τα συμπεράσματά της και την τελική θέση του κόμματός της.

Ο λόγος του κου Καρατζαφέρη θα ήταν περισσότερο σοβαρός αν δεν ήταν τόσο φοβικός και τόσο ακραία λαϊκιστικός.

Και τέλος ο λόγος του κου Τσίπρα θα ήταν πιο ελπιδοφόρος και πιο γόνιμος αν ήταν περισσότερο ρεαλιστικός, όπως αρμόζει σε μια σύγχρονη αριστερά, και λιγότερο μονόπλευρα παρωπιδικός.

Όλοι θα ήταν πιο συμπαθείς αν παραδέχονταν επιτέλους τα αυτονόητα και αν προσπαθούσαν να βρούν ένα ενιαίο τόπο για την αντιμετώπιση ενός ζητήματος τόσο κρίσιμου για το σύνολο των παρεπιδημούντων ενταύθα (ιθαγενών τε και μεταναστών), αλλά και για το μέλλον αυτού του τόπου, που ναι μεν «ποτέ δεν πεθαίνει», αλλά μονίμως και διαχρονικά «μάλα πολλά πλάγχθη» (Οδ. α΄ 2), ηγετών του μωρίας είνεκα….

Θα ήταν δηλαδή απείρως πιο παρήγορο αν οι πολιτικοί αρχηγοί διέθεταν λίγο από τον κοινό νου του απλού πολίτη και ξεκινούσαν τις όποιες διαφωνίες και διαφοροποιήσεις τους από ένα στοιχειώδη κοινό τόπο κοινής λογικής.