Ήμαστε καθημερινοί άνθρωποι.
Βιοπαλαιστές της διπλανής πόρτας.
Άγνωστοι στο ανώνυμο πλήθος.
Ενίοτε απομονωμένοι αλλά ποτέ μονόχνοτοι.
Χαμηλών τόνων.
Χωρίς αόρατες διασυνδέσεις. Χωρίς ορατές προοπτικές. Χωρίς μεγάλες απαιτήσεις.
Πράοι με τους συνανθρώπους μας. Σκληροί με τον εαυτό μας.
Ατελείς αλλά όχι ευτελείς.
Συχνά ατυχείς αλλά ποτέ κακομοίρηδες.
Συχνά προδομένοι, αλλά ποτέ προδότες.
Συχνά υποχωρητικοί, αλλά ποτέ δειλοί.
Συμβιβαστικοί αλλά όχι συμβιβασμένοι.
Ονειρευτήκαμε να πρωταγωνιστήσουμε σ’ ένα όμορφο κόσμο.
Και βρεθήκαμε κομπάρσοι σ’ ένα αβάσταχτο εφιάλτη.
Και τότε μας έπνιξε η οργή.
Εξοργισθήκαμε με τους πολιτικάντηδες, που συνταγματικά διά βίου άεργοι εδήλωσαν πανέτοιμοι να εργασθούν για το καλό του τόπου.
Και τώρα αυτοεξευτελιζόμενοι εξαντλούνται σε επικοινωνιακή διαχείριση της σκανδαλώδους μετριότητάς τους.
Εξοργισθήκαμε με τους άνομους νομομαθείς.
Τους ανίερους ιεράρχες.
Τους απαίδευτους εκπαιδευτικούς.
Τους άτεχνους καλλιτέχνες.
Τους εξωνυμένους κοντυλοφόρους.
Τους ανήθικους ηθικολόγους.
Τους μηδίσαντες διπλωμάτες.
Τους εμπορογιατρούς.
Τους δούρειους οικολόγους.
Τους δοκησίσοφους γυρολόγους των καναλιών.
Με όλους αυτούς τους λίγους και εκλεκτούς, που αλλήλων τα αδικήματα καλύπτοντες, διασυνδέονται, διαπλέκονται διαγκωνίζονται σε δεξιώσεις και πολυτελή σαλόνια.
Αναίσχυντα προσποιούμενοι τους αυτόκλητους προστάτες του χειμαζόμενου λαού και τους επίδοξους σωτήρες της καθημαγμένης πατρίδας.
Μα πιο πολύ με τους εντός των τειχών εξοργισθήκαμε.
Αυτούς που όσο κτίζαμε το πλοίο απείχαν.
Κι όταν το βάλαμε σε ρότα, εκ του ασφαλούς ναυτολογήθηκαν.
Δήθεν καθηγητές της ναυτοσύνης.
Σιγά σιγά το ξεστρατίσαν και το προσάραξαν στα αβαθή.
Τότε το σκάσανε σαν κλέφτες απ’ το πιλοτήριο.
Και έκτοτε μνησίκακα, υστερόβουλα, μικρόψυχα τις εργασίες ανέλκυσης παρεμποδίζουν.
Και είπαμε φτάνει πια.
Είναι η ώρα των απλών ανθρώπων.
Εχουμε χρέος να εισακουσθεί η φωνή μας.
1 σχόλιο:
ωραίος! προχώρα!
Δημοσίευση σχολίου