Για ένα παλιό όνειρο της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, την έναντι πινακίου φακής, πώληση του ΟΤΕ, φαίνεται πως έφθασε το πλήρωμα του χρόνου.
Μια ολόκληρη κοινωνία είναι ανάστατη.
Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν την αντίθεση της πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού.
Οι αποδεκατισμένοι εργαζόμενοι διαδηλώνουν καθημερινά.
Σύσσωμη η αντιπολίτευση καταδικάζει το απεχθές εγχείρημα.
Αντίθετες φωνές (ίσως μόνο για το «ακουσθήναι») παρουσιάζονται σποραδικά στις τάξεις του κυβερνώντος κόμματος.
Το ΠΑΣΟΚ έχει διαμηνύσει καθαρά και προς πάσα κατεύθυνση ότι προτίθεται να επιδιώξει την επαναφορά του «μάνατζμεντ» στο Ελληνικό Δημόσιο, ευθύς μόλις επανέλθει στην εξουσία.
Παρά ταύτα οι κυβερνητικοί οικονομικοί εγκέφαλοι συνεχίζουν απτόητοι την εφαρμογή του σχεδίου, γεγονός που μάλλον δεν αποτελεί έκπληξη.
Αυτό, που αποτελεί έκπληξη είναι η ταύτιση της Κυβερνητικής πλευράς και των κομμάτων της ελάσσονος αντιπολίτευσης σε ανόητα επιχειρήματα, καθώς και ο συγχρονισμός «υπερκομματικών» δημοσιογράφων σε ανόητα ερωτήματα.
Έχουμε κουρασθεί επί τέλους να ακούμε εν χορώ το κυβερνών μαζί με τα υπόλοιπα μικρότερα κόμματα να επιδίδονται σε μια απέλπιδα προσπάθεια συμψηφισμού, αναμασώντας την γνωστή εξυπνάδα ότι δήθεν «το ξεπούλημα του ΟΤΕ το ξεκίνησε το ΠΑΣΟΚ, που πούλησε το 65%.»
Είναι τουλάχιστον απογοητευτικό ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα να αντιμετωπίζεται με τέτοιου επιπέδου επιχειρήματα.
Δυστυχώς η προσπάθεια συμψηφισμού αποτελεί γενικότερα τον κεντρικό άξονα επικοινωνιακής πολιτικής της Κυβέρνησης.
Η πρακτική αυτή όμως προδίδει όχι μόνον παντελή ένδεια σοβαρών επιχειρημάτων, αλλά και πλήρη συνείδηση και αποδοχή ενοχής.
Ο συμψηφισμός, ως γνωστόν, προϋποθέτει πλήρη αποδοχή των ισχυρισμών του αντιπάλου.
Η λογική δομή του συμψηφισμού εμπεριέχει ένα «Ναι μεν, αλλά…»
Όταν λοιπόν η Κυβέρνηση προβάλλει το επιχείρημα ότι και το ΠΑΣΟΚ ξεπούλησε τον ΟΤΕ κατ’ αρχήν ομολογεί απερίφραστα ότι ναι μεν η ίδια τον ξεπουλά.
Και είναι επίσης γνωστό τοις πάσι ότι η ομολογία αποτελεί πλήρη απόδειξη.
Γι αυτό ο συμψηφισμός για επικοινωνιακούς λόγους πρέπει να είναι το έσχατο μέσο αμύνης και είναι θλιβερό, που αποτελεί τόσο συχνό καταφύγιο για την Ελληνική Κυβέρνηση.
Αλλά ας πούμε καλά η Κυβέρνηση… Όμως τα υπόλοιπα κόμματα;
Είναι θεμιτό για εφήμερους ψηφοθηρικούς στόχους να παίζουν με ένα τόσο σημαντικό ζήτημα και να προσφέρουν ουσιαστικά μαξιλάρι στην κυβερνώσα παράταξη;
Είναι γεγονός ότι η διακομματική συμπαράταξη επί του σοφίσματος του «δικομματισμού» είχε εξαιρετικά αποτελέσματα, διότι εξυπηρέτησε άριστα τόσο την μικροπολιτική ψηφοθηρία των μικροτέρων κομμάτων, όσο και την συμψηφιστική επιχειρηματολογία της Κυβέρνησης.
Εν προκειμένω όμως το προσδοκώμενο όφελος είναι ποιοτικά και ποσοτικά απείρως υποδεέστερο της επιχειρούμενης διακινδύνευσης.
Δεν κατανοούν οι ηγεσίες αυτών των κομμάτων, ότι διακινδυνεύουν σε πολιτικό επίπεδο να κατηγορηθούν, πως με την στάση τους διευκολύνουν την Κυβέρνηση να επιτελέσει με το μικρότερο δυνατό για αυτήν πολιτικό κόστος ένα εγχείρημα, που οι ίδιοι στα λόγια ασμένως καταγγέλλουν;
Από την άλλη μεριά και ο τελευταίος πολίτης αυτής της χώρας έχει κατανοήσει πλήρως, ότι το ζήτημα δεν είναι αυτό καθεαυτό το μέγεθος του ποσοστού του Ελληνικού δημοσίου στον ΟΤΕ, αλλά η παραχώρηση της διοίκησης της επιχείρησης, που είναι στρατηγικής σημασίας για το μέλλον του τόπου.
Δεν κατανοούν λοιπόν αυτές οι πολιτικές ηγεσίες ότι προσχωρώντας σ’ αυτή την επιχειρηματολογία διακινδυνεύουν άμεσα σε προσωπικό επίπεδο να θεωρηθούν μειωμένης αντιληπτικής ικανότητας;
Αξιος επίσης θαυμασμού είναι ο ξαφνικός συγχρονισμός γνωστών εγκρίτων δημοσιογράφων στο αμείλικτο υπαρξιακό ερώτημα:
«Όταν το ΠΑΣΟΚ δηλώνει ότι θα επιδιώξει την επαναφορά του ΟΤΕ στον δημόσιο έλεγχο, με ποιόν τρόπο θα το επιτύχει?»
Το «άδολο» αυτό ερώτημα είναι μια soft παραλλαγή του επιχειρήματος περί δικομματισμού.
Υπονοεί ότι και το ΠΑΣΟΚ κατ’ ουσίαν δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα και απλώς υπόσχεται διάφορα κάνοντας ανέξοδη αντιπολιτευτική πολιτική.
Είναι όμως δυνατόν ευφυέστατοι και παντογνώστες δημοσιογράφοι να αγνοούν ότι το κράτος είναι ακαταγώνιστη δύναμη (ακόμη και εντός του πλαισίου της ΕΕ) εάν περιέλθει σε συγκρουσιακή σχέση με οποιονδήποτε ιδιώτη;
Άραγε η βαρύτιμη εμπειρία τους δεν τους έχει διδάξει, ότι μια Κυβέρνηση έχει σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή στη διάθεσή της, μεγάλο πλήθος εναλλακτικών επιλογών και χειρισμών, αρκεί να έχει την απαιτούμενη πολιτική βούληση;
Και αν η σημερινή Κυβέρνηση καταφέρνει να επιβάλλει τις αποφάσεις της ακόμη και ενάντια στην συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, γιατί μια επόμενη κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να υλοποιήσει σχέδια, που θα ανταποκρίνονται απόλυτα στις λαϊκές επιθυμίες;
Ας μη λοιπόν ανησυχούν ούτε για «το πόσο θα είναι η τιμή των μετοχών, ούτε για το ποιο θα είναι το premium, ούτε για το πού θα βρει η τότε κυβέρνηση τα χρήματα, ούτε για το πώς θα αντιδράσει η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα τοιαύτα».
Ας μη αναλίσκονται σε δαιδαλώδεις υπολογισμούς και ανασφαλείς προβλέψεις.
Ας περιορισθούν μόνο να κατανοήσουν το εξής απλό διαχρονικό πολιτικό δόγμα:
Όταν ο λαός θέλει τότε και η Κυβέρνηση μπορεί…
(Αρκεί να θέλει κι εκείνη...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου